Αν ήμασταν σοβαρή χώρα, με ένστικτο αυτοσυντήρησης;
Αν είχαμε μια σοβαρή, προοδευτική Αριστερά, τι θα έκανε; Δεν θα κρυβόταν πίσω από τις αποτυχίες του παγκόσμιου χρηματοκαπιταλισμού και τις ανεπάρκειες των ηγεσιών της Ευρώπης. Θα έμπαινε μπροστά στην προσπάθεια να φτιάξουμε πρώτα το δικό μας σπίτι, αντί να διαλύσουμε ό, τι έχει απομείνει. Γιατί το κράτος δεν είναι στέγη των βολεμένων αλλά τελευταίο αποκούμπι των αδυνάτων. Και μια σοβαρή Αριστερά θα όρθωνε τείχος προστασίας του κράτους, αντί να οργανώνει γιουρούσια κατάληψης και διάλυσης κάθε υπουργείου και οργανισμού.
Αν είχαμε μια σοβαρή Αριστερά, θα καταλάβαινε πόσο βαριά θα πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και επιστροφή στη δραχμή. Θα ξεκαθάριζε τη θέση της: θέλει να μείνουμε ή να φύγουμε από το ευρώ; Δεν θα υποδείκνυε στρατηγικές–καμικάζι, με τυχοδιωκτικούς τσαμπουκάδες προς τους εταίρους, όταν ολόκληρη η Ευρωζώνη κρέμεται στον αέρα.
Μια σοβαρή Αριστερά θα στήριζε την προοδευτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Θα γνώριζε ότι, δεκαετίες τώρα, η μεγάλη ακίνητη περιουσία υποφορολογείται, με τη φαιδρή αναγραφή στα συμβόλαια της αντικειμενικής αντί αγοραίας αξίας, με τη διαχρονική επένδυση του πλούτου της φοροδιαφυγής σε ακίνητα. Θα γνώριζε επίσης ότι οι φόροι ακίνητης περιουσίας είναι λιγότερο βλαπτικοί στην ανάπτυξη από τη φορολόγηση εισοδήματος και επιχειρήσεων. Μια σοβαρή Αριστερά δεν θα έβγαινε στα κάγκελα, όπως ο κ. Τσίπρας, να δηλώνει προκλητικά ότι δεν θα πληρώσει τον φόρο ακίνητης περιουσίας, για να καταρρεύσουν μια ώρα αρχύτερα τα δημόσια έσοδα.
Αν είχαμε μια σοβαρή Αριστερά των συνδικάτων, δεν θα υπερασπιζόταν αδιακρίτως κάθε κεκτημένο. Δεν θα είχε πολεμήσει λυσσαλέα τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, χωρίς την οποία δεν θα είχαν να περιμένουν συντάξεις οι σημερινοί σαραντάρηδες. Αν είχαμε υπεύθυνα συνδικάτα, δεν θα παρέλυαν την οικονομία της χώρας τρεις μέρες τη βδομάδα, την ώρα που καταγγέλλουν ότι το Μνημόνιο μας βυθίζει στην ύφεση. Θα σκέφτονταν τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που χάνει κάθε μέρα η οικονομία από τις απεργίες των συγκοινωνιών, και την καθαρίστρια που πρέπει να περπατήσει μαύρα χαράματα για να πάει στη δουλειά της.
Αν είχαμε σοβαρά συνδικάτα του Δημοσίου, θα ξεκινούσαν μια γενναία εσωτερική κάθαρση των διεφθαρμένων υπαλλήλων εφοριών, τελωνείων, πολεοδομιών. Αν είχαμε σοβαρές συντεχνίες (γιατρών, δικηγόρων, φαρμακοποιών) θα εξυγίαιναν τον κλάδο τους πριν ταλαιπωρήσουν την κοινωνία. Ακόμα και η ένωση των λειτουργών της Δικαιοσύνης, αντί να ηγηθεί στην προσπάθεια επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης, που φτάνει στα όρια της αρνησιδικίας σπαταλώντας τεράστιους εθνικούς πόρους, επέλεξε γλώσσα συντεχνιακής διεκδίκησης και ευτελούς δημαγωγίας, μιλώντας για «οικονομική κατοχή».
Αν είχαμε μια κυβέρνηση αποφασισμένη να εξυγιάνει το κράτος, τι θα έκανε; Δεν θα κρατούσε στο συρτάρι ενάμιση χρόνο τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών. Δεν θα ξεκινούσε την εφεδρεία οριζόντια, με ηλικιακά κριτήρια. Θα υποχρέωνε τις υπηρεσίες να ξεσκονίσουν τους φακέλους των υπαλλήλων, θα αξιολογούσε προσόντα, χρησιμότητα, τρόπο πρόσληψης. Θα ξεκινούσε την εφεδρεία από τους άχρηστους και τους κηφήνες, θα απέλυε τους φαύλους και διεφθαρμένους. Αλλά σε αυτό είναι βέβαιο ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε απέναντί της το κόμμα ΠΑΣΟΚ, τη Ν. Δ. και σύμπαν το κομματο-συνδικαλιστικό σύστημα. Γιατί ο τυμπανιαίος δημόσιος τομέας είναι παιδί όλων.
Αν είχαμε μια σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση, θα πολιτευόταν με το μάτι στην επόμενη μέρα. Θα καταλάβαινε ότι, κάθε φορά που αρνείται να βάλει πλάτη, μειώνει την αυριανή δυνατότητά της να κυβερνήσει, την αξιοπιστία και διαπραγματευτική ισχύ της χώρας. Διευκολύνει τους εταίρους να συμπεράνουν αύριο ότι η Ελλάδα είναι μια «ειδική», αδιόρθωτη περίπτωση, και ότι καλύτερα για όλους να κόψουν τα σχοινιά να μας αφήσουν να αρμενίσουμε μόνοι. Μια σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση θα καθόταν στο τραπέζι, με την κυβέρνηση και τους καλύτερους τεχνοκράτες της χώρας, να εκπονήσουν από κοινού ένα Σχέδιο Εθνικής Ανάταξης, και μετάβασης σε ένα βιώσιμο μοντέλο εξωστρεφούς ανάπτυξης. Και θα έλεγε την αλήθεια: ότι το πέρασμα στην ανάπτυξη προϋποθέτει μαζική μετακίνηση πόρων, επιχειρήσεων, χιλιάδων εργαζομένων, από τον εσωστρεφή, προστατευμένο τομέα, στον εμπορεύσιμο και ανταγωνιστικό. Οτι περνάει από πόνο, λουκέτα και ανεργία.
Αν είχαμε πραγματικές οικονομικές ελίτ αυτής της χώρας, θα περιμέναμε να μας πουν όχι απλώς τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι, αλλά τι προτίθενται οι ίδιοι να προσφέρουν. Κάποτε τα παιδιά των αστικών ελίτ έμπαιναν μπροστά στις εθνικές μάχες. Ετσι θα περιμέναμε από τους Γουόρεν Μπάφετ και Ντιέγκο Ντέλα Βάλε της Ελλάδας να πουν ότι αυτός είναι ο πόλεμος της δικής μας γενιάς. Οτι ναι, έχουμε απέναντί μας ένα κράτος ανίκανο και φαύλο, αλλά τώρα είναι η ώρα για τις δικές μας ευθύνες, γιατί «παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ’ αυτού».
Και θα περιμέναμε ίσως κι από τους άλλους, τους πολλούς του αφορολόγητου πλούτου, εμπόρους κι επαγγελματίες, που θησαύρισαν στη διαπλοκή, φοροδιαφυγή ή νομότυπη φοροαποφυγή, να φωτιστούν από την έκλαμψη της κρίσης και να κάνουν, για μια φορά, το εθνικό τους καθήκον. Να πρωτοτυπήσουν, να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν, αντί να λουφάζουν στα θολά βαλτόνερα της καταγγελτικής ανομίας και του «δεν πληρώνω».
Αν ήμασταν σοβαρή χώρα, με ένστικτο αυτοσυντήρησης; Τότε θα ενώναμε δυνάμεις μπροστά στην κοινή απειλή, για να αλλάξουμε όσα πήραμε λάθος τις περασμένες δεκαετίες. Θα δείχναμε πλεόνασμα υπευθυνότητας στις ατομικές και συλλογικές υποθέσεις, και περίσσευμα αλληλεγγύης για όσους μένουν πίσω. Θα φροντίζαμε ως κόρην οφθαλμού τη δημόσια σφαίρα, το κράτος, τους θεσμούς: είναι τα τελευταία που συγκρατούν ένα έθνος από το χάος και την καταστροφή.
Αλλά δυστυχώς δεν είμαστε, και δεν έχουμε. Γι’ αυτό, η οικονομία μας βυθίζεται, η κοινωνία σπαράσσεται, και όλοι μαζί τραβάμε προς τον πάτο.
Του Γιωργου Παγουλατου
@Καθημερινή