Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2009

Τα συντηρητικά ανακλαστικά και ο δρόμος προς την πολιτική ανάκαμψη



@old whig

Μετά από μία μεγάλη ήττα σε εκλογική αναμέτρηση, κάθε κομματική οντότητα παρουσιάζει –εύλογα ή μη- την τάση να αντιδρά με συντηρητικά ανακλαστικά και να περιχαρακώνεται στο πολιτικό της καβούκι. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ενισχύεται όταν το κόμμα προέρχεται από το ευρύτερο φάσμα της κεντροδεξιάς, η οποία παραδοσιακά εμπεριέχει μεγαλύτερη ποσόστωση στελεχών με συντηρητικές καταβολές. Πόσο μάλλον όταν το κόμμα αυτό είναι η καθ’ημάς εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς, η ΝΔ, και προέρχεται από μία από τις συντριπτικότερες ήττες της σύγχρονης ιστορίας της.

Έχοντας ως κόμμα εξ’αρχής και ελέω της εκλογής νέου ηγέτη, εισέλθει σε μία διαδικασία εσωστρέφειας, πολλοί τις τελευταίες μέρες δεν διστάζουν να κάνουν κι ένα βήμα παραπέρα. Υποστηρίζουν ότι το σχέδιο που πρέπει να ακολουθήσει η ΝΔ και το οποίο θα την οδηγήσει στην ανάκαμψη, είναι η προσύλωση στην παραδοσιακή δεξιά της πτέρυγα και η γενικότερη ενδυνάμωση αυτής με διαφόρων ειδών πολιτικά ανοίγματα – ακόμα και προς το κόμμα του ΛΑΟΣ. Κι ενώ οι υποστηρικτές αυτής της επιλογής διατείνονται ότι μόνον κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να βρει πάλι τον βηματισμό της η παράταξη, τουναντίον είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο μονοπάτι θα οδηγήσει στην περιχαράκωση της και στην περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής της.

Σε παγκόσμια κλίμακα και στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα του κόμματος που κυβερνά, για το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης ισχύουν δύο τινά, όσον αφορά την αντίδρασή του και την στρατηγική που ακολουθεί. Όπου επιλέγεται στροφή προς άκρο του πολιτικού συστήματος –είτε αριστερό είτε δεξιό-, η αποτυχία είναι παταγώδης. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν τα υπό διάλυση σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και οι βρετανοί Torries πριν την εκλογή του Cameron στην αρχηγία, οι οποίοι προσκολλημένοι στις υπερσυντηρητικές εμμονές τους, δεν είδαν ούτε καν δείγμα ανάκαμψης και πρόσφεραν στους Εργατικούς δεκατρία χρόνια διακυβέρνησης. Στον αντίποδα, όταν επιλέγετε άνοιγμα στην κοινωνία με εξωστρακισμό του λαικισμού και πρυτάνευση επιλογών μετριοπάθειας και realpolitik, τα αποτελέσματα είναι εξόχως ενθαρρυντικά. Παράδειγμα εδώ αποτελούν οι υπό τον Cameron Tories, οι οποίοι μεταμορφωμένοι σε ένα σύγχρονο κεντρδεξιό κόμμα προελαύνουν, αλλά και οι αμερικανοί ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι στηρίζοντας στις πρόσφατες τοπικές εκλογές μετριοπαθείς (moderates) υποψηφιότητες αντί για νεοσυντηρητικές, επέτυχαν εντυπωσιακά και για πολλούς αναπάντεχα θετικά αποτελέσματα.

Το ότι ένα κυβερνών κόμμα ηττάται –έστω και συντρηπτικά- σε μία εκλογική αναμέτρηση, δεν δικαιλογεί το πρώτο του βήμα στην επόμενη μέρα να είναι το να σβήσει με μονοκοντηλιά όλα τα παρελθόντα επιτεύγματα και να οδεύσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Καραμανλής μπορεί να απέτυχε να προσδώσει στην ΝΔ πολιτική κατεύθυνση και ιδεολογία, αφήνει όμως ως μεγάλη παρακαταθήκη του το γεγονός ότι δημιούργησε ένα κόμμα που απευθυνόταν σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας κι όχι σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτής. Αυτό το αναντίρρητο επίτευγμα, η ΝΔ δεν έχει την πολυτέλεια να το απεμπολήσει. Δεν έχει το παραμικρό περιθώριο περιχαράκωσης στο δεξιό κομμάτι του πολιτικού φάσματος. Η επιστροφή, σε ιδεολογικό, στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο, της παράταξης σε επιλογές μίας παλαιάς κοπής δεξιάς, με έκδηλα φοβικά, αναχρονιστικά και υπερσυντηρητικά χαρακτηριστικά, αποτελεί βέβαιο δρόμο προς την πολιτική αλλά και –κρισιμότερα- την κοινωνική της συρρίκνωση. Μην λησμονούμε άλλωστε το όχι και τόσο μακρυνό παράδειγμα της προεδρίας Έβερτ, που «κατόρθωσε» να οδηγήσει το κόμμα από τον εκλογικό πυθμένα του ’93 στην άβυσσο του ’96.

Η ΝΔ, ανεξαρτήτως προσώπων, εφ’όσον θέλει να λογίζεται ως πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας, οφείλει να συνεχίσει με αποφασιστηκότητα κι ακόμα πιο εντατικό ρυθμό το άνοιγμα σε όλα τα φάσματα της κοινωνίας που ξεκίνησε επί Καραμανλή, μόνο που αυτήν την φορά πρέπει να το κάνει διαθέτοντας συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση η οποία να μετουσιώνεται σε διαμορφωμένη εκσυγχρονιστική πλατφόρμα διακυβέρνησης. Αντιθέτως, εάν επιλέξει την στροφή προς το πολιτικό άκρο, θα έχει μοιραία, για την ίδια αλλά και για τον τόπο, ακολουθήσει -όπως θα έλεγε κι ο Χάγιεκ- τον «δρόμο προς την δουλεία»...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2009

Η ελληνική Δεξιά τού αύριο



Του ΣΠΥΡΟΥ ΠΕΓΚΑ
Δημοσιεύτηκε στο SOUL (No39)

Μετά τη σαρωτική ήττα της δεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες εθνικές εκλογές υπήρξαν αρκετές γνώμες και αναλύσεις για τα αίτια αυτής της καταστροφής. Οι περισσότερες απόψεις προερχόμενες από την αριστερή προοπτική εστίασαν στην ανεπάρκεια των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Μέλη της δεξιάς παράταξης, αντίθετα, μίλησαν για κακή επικοινωνιακή πολιτική και για αδυναμία ανάδειξης του έργου της δεξιάς διακυβέρνησης. Ουσιαστικά, τα στελέχη, οι βουλευτές και οι πρώην υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή δεν κατάλαβαν τίποτα. Αναφέρονται αποκλειστικά στην παράταξη και τους πληγωμένους οπαδούς τους, αδιαφορώντας έτσι για τις πληγές που προκάλεσαν στο σώμα του κοινωνικού ιστού της χώρας.

Αυτή η διαφορετικότητα στη μέθοδο ανάλυσης και εξήγησης της ήττας μοιάζει να είναι και η διαφορά προσέγγισης της πολιτικής πράξης από τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς». Οι δεξιοί προσπαθούν μέσω της ικανοποίησης μερικών, επιμεριστικών και ειδικών συμφερόντων να δημιουργήσουν ένα δίκτυο πολιτικής πελατείας. Αυτό συνεχώς τροφοδοτούμενο με την ικανοποίηση των αιτημάτων του οφείλει να φέρει και να στηρίζει τη δεξιά παράταξη στην εξουσία. Αντίθετα, η αριστερά επιχειρεί μέσω της διατύπωσης και εκτέλεσης συνολικών, κοινωνικών οραμάτων να «βολέψει» και να ικανοποιήσει τους δικούς της πολιτικούς «πελάτες», τοποθετώντας τους σε στρατηγικές θέσεις στο συνολικό αυτό σχεδιασμό.

Παράλληλα, το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Δεξιάς δεν έχει ανανεωθεί και προσαρμοστεί στη σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα. Η επίκληση αξιών, όπως η πατρίδα, η θρησκεία, και ο θεσμός της παραδοσιακής οικογένειας, αποτελούν ατομικές επιλογές αρχών και όχι ιδεολογία. Μετά την έξωση των φιλελεύθερων στοιχείων από τις τάξεις της Νέας Δημοκρατίας επιλέχθηκε η «διατήρηση της Καραμανλικής παράδοσης … στην παράταξη δεν διάλεξαν κάποιον καθ’ όλα ικανό που θα σηματοδοτούσε τη συνέχεια της πολιτικής κληρονομιάς του μεγάλου ηγέτη. Αλλά κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του οικογενειακού μεγαλείου και των συνδαιτυμόνων του», όπως γράφει και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος στο site του. Η τακτική αυτή διέτρεξε στη συνέχεια κάθετα το σώμα της Νέας Δημοκρατίας. Από τους «βαρόνους» του κόμματος και τους κουμπάρους και τα ανίψια, μέχρι τους «κολλητούς» και τις κοσμικές, κυρίες, που ανέλαβαν να ηγηθούν της ελληνικής κοινωνίας.
Πολιτικός καθοδηγητής της νέας διακυβέρνησης ορίστηκε –πλάι στα οννεδίτικα «παιδιά του σωλήνα»- ο επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης. Εάν κανείς ρίξει μια ματιά στα βιβλία του κ. Λούλη, θα διαπιστώσει ότι είναι απλά δημοσκοπικά, τεχνικά εγχειρίδια, απαλλαγμένα από κάθε ιδεολογική σκέψη ή αμφιβολία. Είναι τρόποι αναρρίχησης και στη συνέχεια διαχείρισης της εξουσίας με επικοινωνιακές τεχνικές.
Αναγκαστικά, πλέον, η Νέα Δημοκρατία, «αντί να διαλέξει την ανανέωση της παράταξης μέσα από τον καταιγισμό νέων ιδεών και αντιλήψεων προτίμησε τη νεκρανάσταση του παρελθόντος με την παλινόρθωση παλαιομοδίτικων συνθημάτων και στοχεύσεων», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ανδριανόπουλος.
Με ηθικολογικού περιεχομένου συνθήματα, όπως το «σεμνά και ταπεινά» και ιδέες πολιτειακής παλινόρθωσης όπως η «επανίδρυση του κράτους», καθώς και οπαδοχουλιγκανικές συμπεριφορές πατριωτικού τσαμπουκά, όπως το ψάλσιμο του εθνικού ύμνου μετά τη βραδιά της ήττας στο Ζάππειο, η δεξιά διακυβέρνηση στάθηκε αδύνατο να οδηγήσει τη χώρα προς το μέλλον.
Εάν θελήσει να μείνει πιστή στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και Οικογενειαρχών, στην παράδοση της ελληνικής υπαίθρου ως φατριαστικό στοιχείο και παράγοντα ανάσχεσης της προόδου, στην καταστολή, στο χωροφύλακα και τον αγροφύλακα αντί στην πρόληψη, στην οικογένεια αντί στη συντροφικότητα, στα μπουζούκια αντί στον πολιτισμό, δεν θα κατορθώσει ποτέ να συγκεντρώσει γύρω της τα νέα «καλά μυαλά της χώρας», τα οποία τόσο έχει ανάγκη. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα, άλλωστε, την τελευταία πενταετία, όπου η ΝΔ δεν προσέλκυσε στους κόλπους της κανένα αξιόλογο, ανεξάρτητο στέλεχος. Για να πειστούν μη αριστεροί άνθρωποι να ασχοληθούν με την πολιτική μέσα από την παράταξη της Δεξιάς, χρειάζεται οραματικός λόγος και σκέψη, όπως ήταν το «ανήκομεν στη Δύσιν» που οριζόταν από την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Κάτι σαν αυτό που πράττει η Αριστερά στην Ελλάδα με τα συνθήματα «Αλλαγή», «Εκσυγχρονισμός» και «Πράσινη Ανάπτυξη» και κατορθώνει να ηγεμονεύει στο πολιτικό σκηνικό.

Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα των μεγάλων συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης. Να αναγνωρίσει τη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, να υιοθετήσει τον κοινωνικό νεωτερισμό, να συμβάλει στη διάλυση των γκρίζων ζωνών της ελληνικής πολιτείας, να τονώσει την ανάγκη της κοινοτικής αλληλεγγύης, να αναδείξει την υγιή, μη κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και κυρίως να επαναπροσδιορίσει τον όρο του πατριωτισμού και της ευνομούμενης, πειθαρχημένης, αντί της πειθαρχικής, κοινωνίας. Μπορεί βραχυπρόθεσμα η ΝΔ να έχει να αντιμετωπίσει την πίεση των εκ δεξιών της κομμάτων, μακροπρόθεσμα, όμως, είναι η ιδεολογική μετακίνηση προς το καθοριστικό κεντρώο τμήμα του πληθυσμού που πρέπει να καταφέρει. Ο ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός και ο σύγχρονος προγραμματικός λόγος προηγούνται της επιλογής του ηγετικού προσώπου. Αυτό ας γίνει αυτή τη φορά κατανοητό, έτσι ώστε να μπορέσει σύντομα η Δεξιά να παίξει τον απαραίτητο εξισορροπιστικό της ρόλο στην ελληνική κοινωνία.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

ΤΡΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ ΠΛΕΥΣΗΣ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ



Ανδρέας Σταλίδης
@antibaro.gr


Η εκλογή προέδρου της ΝΔ γεννά μία δυνατότητα. Η συντριπτική ήττα, η ανατροπή του +5% σε -10% μέσα σε δύο χρόνια, η λογικά αναμενόμενη περίοδος αυτοκριτικής και η παθητικότητα της αντιπολίτευσης, δημιουργούν συνθήκες ικανές για μία ριζική αναδιάταξη της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να μην συνδέεται απόλυτα με το πρόσωπο που θα εκλεγεί, αλλά σίγουρα συνδέεται με την πορεία που θα χαράξει η οποιαδήποτε νέα ηγεσία από την επόμενη ημέρα.

Προς το παρόν, δράττομαι της ευκαιρίας να αποτυπώσω την άποψή μου για τους τρεις άξονες γύρω από τους οποίους εκτιμώ ότι θα πρέπει να κινηθεί η κεντροδεξιά στην Ελλάδα, ώστε να οφελήσει στο μέλλον τον τόπο αντί να καταλήξει ως νεκρό αντικείμενο στους ιστορικούς του μέλλοντος:

1. Ιδεολογική απομυθοποίηση: αποτίναξη των αριστερών ιδεολογημάτων που κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο και έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά επίσημης αφήγησης. Ο σκοπός θα είναι να αποκατασταθούν στερεότυπα και κοινοτοπίες, που δεν ευσταθούν ιστορικά και εκτείνονται στην ανάγνωση όλης της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

2. Συμβολή στην συλλογική αυτογνωσία: αναζήτηση της ταυτότητας μέσα από τις σταθερές της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας, της λαϊκής παράδοσης, αλλά και των θρησκευτικών αναφορών των Ελλήνων που τόσο εύκολα και αβίαστα κατασυκοφαντούνται πανταχόθεν το τελευταίο διάστημα. Η αναζήτηση αυτή θα συνδράμει στην επαναδιαμόρφωση της συλλογικής μας ταυτότητας, με έμφαση στις διαφορές μας από Δύση και Ανατολή

3. Προσδιορισμός του διεθνή ρόλου της χώρας: ανάλυση της επιθυμητής τροχιάς της Ελλάδας υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες με ανάδειξη ενός σταθερού άξονα που θα περιλαμβάνει πρώτον μία προσεκτική ακροβασία μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, και δεύτερον μία κριτική στην τάση ομοσπονδοποίησης της ΕΕ. Όταν ο ευρωσκεπτικισμός οιουσδήποτε βαθμού στην Ελλάδα χαρίζεται εξ ολοκλήρου και κατ' αποκλειστικότητα στο ΚΚΕ, τότε χάνουμε όλοι πολύ μεγάλο μέρος της εικόνας του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και είναι λογικό να μας φαίνονται ορισμένα πράγματα ακατανόητα.

Η δεξιά έχει σφραγιστεί με το δόγμα Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 ότι "Ανήκομεν εις την Δύσιν". Γεγονός είναι όμως ότι στη μεταψυχροπολεμική περίοδο ζούμε σε έναν πολυ-πολικό κόσμο. Το πλέγμα διεθνών σχέσεων είναι σήμερα αρκετά πολυπλοκότερο από το σύστημα δύο τεράστιων πόλων με ελάχιστη αλληλεπίδραση μεταξύ τους, και μία μικρή τρίτη ομάδα αδεσμεύτων. Θα πρέπει λοιπόν να τεθεί ξανά στο προσκήνιο τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε στο μονίμως εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι το διακύβευμα του 21ου αιώνα είναι η επιβίωση της ιδιοπροσωπείας του Ελληνισμού. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη:

Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;.

Καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου θα παίξει η καλλιέργεια και διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας και συνείδησης των Ελλήνων.

Αντί λοιπόν του μόνιμου κυνηγιού του "εύκολου", του απολίτικου, του μηδενισμού της "πολιτικής ορθότητας" και του "μεσαίου" των "ίσων αποστάσεων", θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η αναζήτηση αξιών και αξόνων σε όλες τις κατευθύνσεις.

ΝΔ: από το γράμμα στο πνεύμα του "καραμανλισμού"



του Νίκου Ράπτη
© ppol

H αντίφαση που στοιχειώνει τη Νέα Δημοκρατία ξεκινά από την περίοδο που ακολούθησε την ίδρυσή της. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος (ΚΚ) θέλησε να φτιάξει το 1974 το «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της επόμενης περιόδου. Ο ΚΚ αντιλαμβανόταν βέβαια πως η μετεμφυλιοπολεμική «δεξιά» είχε πια σαρωθεί από τις κοινωνικές εξελίξεις (την αστικοποίηση, την ευημερία, την εξατομίκευση, τη μαζικοποίηση της δημοκρατίας) αλλά και είχε απoνομιμοποιηθεί πολιτικά από τα καμώματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β' και της χούντας. Σε μια εποχή που το «ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα» βρισκόταν σε άνοδο, που στη Γαλλία η «ενιαία αριστερά» σοσιαλιστών-κομμουνιστών διεκδικούσε την εξουσία, και που στην Ισπανία και την Πορτογαλία οι αντίστοιχες δικτατορίες τρέκλιζαν και τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα εμφανίζονταν ως εν δυνάμει σοβαροί πολιτικοί παίκτες σε ένα αριστερόστροφο σκηνικό, ο ΚΚ ήταν έτοιμος να αποδεχτεί πως θα εμφανιζόταν και στην Ελλάδα μια μαρξίζουσα αριστερά που ίσως να μπορούσε κάποια στιγμή να διεκδικήσει-αναλάβει δημοκρατικώ τω τρόπω ακόμα και τη διακυβέρνηση της χώρας. Αντί της αρρωστημένης μονοπωλιακής αντίληψης για την εξουσία της προδικτατορικής δεξιάς, ο ΚΚ αρκούνταν να ηγηθεί μιας παράταξης που από τη μια θα συσπείρωνε το σύνολο του αστικού κόσμου , από την άλλη θα ασκούσε τη διακυβέρνηση της χώρας παραχωρώντας ευχαρίστως στη μαρξίζουσα αριστερά μικρά διαλείμματα διακυβέρνησης.

Αυτή η διάθεση του ΚΚ να αντικαταστήσει-μετεξελίξει τη «δεξιά» σε ένα ευρύχωρο καθεστωτικό κόμμα, αποτυπώθηκε ακόμα και στην ονομασία του νέου πολιτικού σχηματισμού: «Νέα Δημοκρατία»1 σε αντίστιξη βέβαια με την παλιά, προδικτατορική, «αμαρτωλή» εκδοχή της. Αποτυπώθηκε όμως κυρίως στις κορυφαίες πολιτικές επιλογές της περιόδου 1974-1980:

*Την επίλυση του «πολιτειακού» και του «γλωσσικού» με τρόπο που πριν τη δικτατορία πρέσβευαν -πέραν των ηττημένων του εμφυλίου (και πάλι όχι όλων)- μόνο ορισμένα τμήματα του προοδευτικού-«πεφωτισμένου» κέντρου. Την πλήρη και άνευ «ασφαλιστικών δικλείδων» νομιμοποίηση των ΚΚΕ.
*Την απηνή δίωξη (με πολύ έωλες από νομική άποψη κατηγορίες) των πρωταιτίων της δικτατορίας και την «εις θάνατον» (!) καταδίκη τους2.
*Τη γενναία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της παράταξης, με την επίμονη αναζήτηση δυνάμεων που προέρχονταν από το προδικτατορικό κέντρο και κυρίως την «ελληνική δημοκρατική νεολαία» (ΕΔΗΝ) (η «διεύρυνση» προς το κέντρο υπηρετήθηκε εξάλλου με επιμονή από τον ΚΚ μέχρι τη μεταπήδησή του στην προεδρία της δημοκρατίας, το 1980).
*Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της «ένταξης στην ΕΟΚ» ως κορυφαίου ιδεολογικού-πολιτικού προτάγματος της παράταξης, θεωρήθηκε -και σωστά-πως θα μπορούσε να συνθέσει τις αντικομουνιστικές ανησυχίες των υπολειμμάτων της άλλοτε κραταιάς δεξιάς («ανήκομεν εις την δύσιν») με τις εκσυγχρονιστικές διαθέσεις του προοδευτικού αστικού χώρου.


Η κατασκευή όμως αυτού του νέου «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας, που αποφάσισε να θεμελιώσει το 1974 ο ΚΚ, προϋπέθετε έναν ακόμα όρο: την απεμπλοκή του νέου κόμματος από ιδεολογικές-ιδεοληπτικές αναζητήσεις που κινδύνευαν να αναζωπυρώσουν ανά πάσα στιγμή ό,τι δίχαζε επί τριάντα χρόνια τις πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες της νέας πολιτικής σύνθεσης. Είναι γνωστό πως ο ΚΚ περιφρονούσε την ιδεολογική διάσταση της πολιτικής. Πρέσβευε την αντίληψη πως η πολιτική ήταν η «τέχνη του εφικτού», με άλλα λόγια η ad hoc επίλυση προβλημάτων μετά από αμερόληπτη και τεκμηριωμένη ανάλυση, εντός ίσως ενός ευρύτατου χώρου πολιτικών αυτονόητων (της λειτουργίας της αγοράς για την παραγωγή πλούτου, της παρέμβασης του κράτους για την αναδιανομή του, του δυτικού προσανατολισμού της χώρας, της δημοκρατικής λειτουργίας, της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών κ.λπ). Η ΝΔ εξάλλου προοριζόταν να είναι κόμμα εξουσίας και ως τέτοιο δεν χρειαζόταν να συζητάει για την πολιτική αλλά να την ασκεί, ως κυβερνητικό έργο. Δεν είναι τυχαίο που το τόσο προσεκτικό και λεπτομερές εγχείρημα της οικοδόμησης της Νέας Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από τόση ιδεολογική κενότητα (στις εκλογές του 1974 και του 1977, σήμα της ΝΔ ήταν η... φωτογραφία του ΚΚ). Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» -με το «ριζοσπαστισμό» να έχει προϋπηρεσία στο καραμανλικό σύμπαν από την εποχή της «εθνικής ριζοσπαστικής ένωσι» (ΕΡΕ)- υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιδεολογικούς πομφόλυγες των τελευταίων δεκαετιών, φτιαγμένος ακριβώς για να μη λέει τίποτα -και συνεχίζει έως σήμερα να ταλαιπωρεί τη Νέα Δημοκρατία.

Η σύλληψη του Καραμανλή ήταν σχεδόν αψεγάδιαστη, πλην μιας λεπτομέρειας: ο ΚΚ είχε διαβλέψει την άνοδο του ΠΑΣΟΚ (που την προτιμούσε από εκείνη των ΚΚ) όπως και την κατάρρευση του παραδοσιακού «κέντρου». Είχε προβλέψει με ακρίβεια το 1981. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο και το πολιτικό του κατασκεύασμα, ήταν εντελώς ανύποπτος για το 1985, το Νοέμβριο του 1989, το 1993, το 1996, το 2000 και το 2009. Διότι τελικά, κατά ειρωνικό τρόπο, «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν αναδείχθηκε η έχουσα «το όνομα» «Νέα Δημοκρατία» αλλά το έχον «τη χάρη» (κακόηχο) ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Παρά τα σκάνδαλα, τις εσωκομματικές του συγκρούσεις, τις ανεπάρκειές του, ακόμα και το προφανές «στόμωμα» της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα τελευταία 28 χρόνια το ΠΑΣΟΚ είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Μετά το 1981, η ΝΔ βγήκε στο προσκήνιο δυο φορές: τη μεν πρώτη, το 1990, ως «τσιρλίντερ» μεταξύ δύο ημιχρόνων πασοκικής διακυβέρνησης (με ηγεσία μάλιστα και πολιτική ακατανόητες από τον κορμό της παράταξης) τη δε δεύτερη, το 2004, για να «στήσει» μια κακή παραγωγή «μικρού μήκους» που «κατέβηκε» άρον-άρον, έστω κι αν το καστ ήταν πολλά υποσχόμενο κι εν πάση περιπτώσει αποτελούνταν από σύμπαν το νεοδημοκρατικό σταρ-σίστεμ, από τον πυρήνα του κομματικού μηχανισμού που είχαν «στήσει» («κατ' εικόνα» του ΠΑΣΟΚ) οι Ευάγγελος Αβέρωφ και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η αυθεντική «οννεδίτικη» και ατόφια νεοδημοκρατική κυβέρνηση τελικά κατέρρευσε υπό το βάρος της ατολμίας, της ανικανότητας και της ατιμίας της.

Με άλλα λόγια: το κόμμα που φαντάστηκε ο ΚΚ το 1974 -ο πλατύς συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας και όχι με ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις «περί όνου σκιάς» και ασκεί το ρόλο του «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας (επιφυλάσσοντας για τον άλλο μεγάλο πόλο ενός δικομματικού συστήματος σύντομα «διαλείμματα» άσκησης της εξουσίας) υπήρξε πράγματι, αλλά δεν ήταν η ΝΔ -ήταν το ΠΑΣΟΚ! Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τη ΝΔ να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, από το 1981 και μετά, η ΝΔ ετεροκαθορίζεται παντελώς από το ΠΑΣΟΚ είτε πιθηκίζοντάς το (στον τρόπο οργάνωσης, στελέχωσης, στη συνθηματολογία (!) κ.λπ) είτε υποστηρίζοντας άκριτα τα ανάποδα από όσα ασκούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ: όποτε εκείνες προκρίνουν τον πελατειασμό και το λαϊκισμό, η ΝΔ παριστάνει τον «φιλελεύθερο» αντίπαλο του κράτους και της φορολογίας. Όποτε ο τόνος δίνεται στη δημοσιονομική λιτότητα, το νοικοκύρεμα της οικονομίας κ.λπ η ΝΔ «ψωνίζει» λαϊκισμό και κρατισμό που την φέρνει συχνά πλάι-πλάι με το ΚΚΕ και τα «συνδικάτα» (διάβαζε: τις ομάδες υπεράσπισης των συμφερόντων της μεταπολιτευτικής νομενκλατούρας). Η ΝΔ έπαψε να υφίσταται ως αυτόνομη πολιτική παράταξη και υπάρχει μόνο ως «είδωλο» του ΠΑΣΟΚ.

Το βάθος του προβλήματος δεν είχε αποκαλυφθεί έως την πτώση της «μικρού μήκους» διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή του νεώτερου. Κι όμως, εκείνο το έργο είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές: ο ηγέτης ένωνε ολόκληρη την παράταξη και αγαπιόταν πέραν αυτής· οι πάντες είχαν σιχαθεί το ΠΑΣΟΚ· ακόμα και στο επίπεδο των κυρίαρχων αντιλήψεων, είχαν πραγματοποιηθεί τεκτονικές μετακινήσεις από τα μεταπολιτευτικά θέσφατα· το κυβερνόν πολιτικό προσωπικό ήταν «σαρξ εκ της σαρκός» της παράταξης. Οι οιωνοί προοιωνίζονταν μία πολιτική νίκη «στρατηγικής σημασίας» ανάλογη με εκείνη του 1981. Κι όμως, κι ετούτη τη φορά η ΝΔ απεδείχθη εντελώς ανίκανη να χαράξει πολιτική πορεία για τη χώρα. Στάθηκε αμήχανη στη σκηνή, άλλοτε μιμούμενη το ΠΑΣΟΚ και άλλοτε καταχειριάζοντάς το -κατά προτίμηση λεκτικά!- σε παράλογα και άτοπα ξεσπάσματα. Ταυτόχρονα τσιμπολογούσε γερά από τον μπουφέ της εξουσίας «σαν να μην υπήρχε αύριο» (που πράγματι δεν υπήρχε).

Το αποτέλεσμα είναι πως ο μέσος συντηρητικός, κεντροδεξιός, νεοδημοκράτης δεν βρίσκει σήμερα σχεδόν τίποτα για να περηφανευτεί για την παράταξή του. Όταν η ΝΔ κοκορεύεται πως είναι «η παράταξη των μεγάλων επιλογών», αναφέρεται σε πράγματα που συνέβησαν εδώ και τριάντα τουλάχιστο χρόνια.

Μπροστά στη ΝΔ ανοίγουν σήμερα δύο δρόμοι: o πρώτος είναι να συνεχίσει να συμμετέχει στη μεταπολιτευτική business, as usual. Ο δεύτερος να επιχειρήσει ένα ριψοκίνδυνο άλμα στο κενό, μια φυγή προς το εμπρός, ελπίζοντας πως η πορεία της θα συμπέσει με εκείνη του μέλλοντος.

Η πρώτη επιλογή αφορά τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται εντός του συστήματος: στελέχη του κομματικού μηχανισμού, αιρετούς της ΝΔ κ.λπ φοροφυγάδες (ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίους), πλουτοκράτες, κλεπτοκράτες, τη νομενκλατούρα του δημοσίου, τους βαρόνους και βαρονίσκους των ΜΜΕ, τους προνομιούχους μεσήλικες και συνταξιούχους, τους συστηματικούς διαφθορείς και διαφθειρόμενους κ.λπ. Είναι φανερό πως αυτή την επιλογή εκφράζει σήμερα η επιλογή της Ντόρας Μπακογιάννη στην αρχηγία της ΝΔ. Σύμφωνα με αυτή την επιλογή, η ΝΔ καλείται να αποδεχτεί το β' ρόλο στο πολιτικό σύστημα, αρκούμενη στη λεία που αντιστοιχεί στη θέση αυτή, όσο τουλάχιστο το σύστημα θα στέκεται στα πόδια του. Η «ρεαλιστική» αυτή προσέγγιση είναι μονόδρομος και φαντάζει ως η μόνη χρήσιμη και λογική για τον «κομματικό βραχίονα» της κεντροδεξιάς παράταξης. Είναι όμως εντελώς αδιάφορη για την κοινωνική βάση των πολιτών (συντηρητικών, χριστιανοδημοκρατικών, φιλελεύθερων ακόμα και μετριοπαθών σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων) που διψούν για μια εναλλακτική αφήγηση και μια νέα πορεία για τη χώρα, πέραν της κεντροαριστερής ηγεμονίας και της πασοκικής κυριαρχίας της μεταπολιτευτικής περιόδου. Είναι πολύ σοφό να «αφεθείς στον άνεμο για να τον καβαλήσεις», αρκεί να υπάρχει άνεμος -αλλιώς απλά πέφτεις και τσακίζεσαι!

Η «συμβατική» επιλογή κοντολογίς ανοίγει-διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνική βάση της ΝΔ, χάσμα που κινδυνεύει προοπτικά να καταπιεί το πρώτο (με το κόμμα να υπεξαιρεί-εξουδετερώνει την κοινωνία) ή τη δεύτερη (με τη βάση να απορρίπτει το κόμμα), ενώ εμφιλοχωρεί πάντα η πιθανότητα -σε περίπτωση υπερδιόγκωσης μεταπολιτικών-φονταμενταλιστικών φαινομένων- το χάσμα αυτό να καταπιεί το ίδιο το πολιτικό σύστημα -ή τουλάχιστο την υπόθεση του ομαλού-δημοκρατικού ριζικού του μετασχηματισμού.

Η δεύτερη επιλογή είναι να αρνηθεί η ΝΔ τη θέση του «ρολίστα» στο μεταπολιτευτικό σενάριο, διεκδικώντας όχι «μεγαλύτερο ρόλο» (που η τριακονταετία 1981-2009 έδειξε πως δεν μπορεί να πάρει -ή να «σηκώσει») αλλά να «κατέβει» ολωσδιόλου η παράσταση και να ανέβει «νέον έργον». Εκτιμώ πως για να το πετύχει αυτό η ΝΔ θα πρέπει:

(α) Να μετατραπεί εθελουσίως σε «αρένα» έντονης πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης και σύνθεσης των αντιθέσεων που διαπερνούν όχι τη ΝΔ ή την παράταξή της, αλλά την ίδια την νεοελληνική κοινωνία. Σε απλά ελληνικά αυτό θα σήμαινε την ανοικτή λειτουργία οργανωμένων πολιτικών-ιδεολογικών τάσεων και τη βολονταριστική-έντονη προσπάθεια να συμμετάσχουν νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς καν αναφορά στην «παράταξη», σε μια διαβούλευση μακράς πνοής και εθνοσυνελευσιακής στόχευσης, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός πολιτικού-ιδεολογικού προτάγματος για την Ελλάδα του 2020. Αυτή η «επανιδρυτική» διαδικασία θα έπρεπε να αναδείξει μια «νέα γενιά» στελεχών από το χώρο των επιχειρήσεων, της διανόησης, των επαγγελματιών και όχι από τα κομματικά τροφεία της ΟΝΝΕΔ και της ΔΑΠ/ΝΔΦΚ.

(β) Την αντιπαράθεση με τους ισχυρούς ιδεολογικούς/κοινωνικούς/πολιτικούς αρμούς του μεταπολιτευτικού συστήματος και την πολιτική έκφραση των ξεχασμένων της μεταπολίτευσης (των γυναικών, των νέων, των παιδιών, του περιβάλλοντος, του δημόσιου χώρου, της αξιοκρατίας, της αξιολόγησης, της απόδοσης ευθυνών, της λογοδοσίας, της δημοκρατικής εκπροσώπησης, της ελευθεροτυπίας κ.λπ). Στόχος είναι η παραγωγή μιας αφήγησης για την Ελλάδα που να μπορεί να κινητοποιεί τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που «ξεχάστηκαν» από τη μεταπολίτευση διότι αυτές κρατούν στα χέρια τους το μέλλον/την επιβίωση του ελληνικού εθνικού και δημοκρατικού κρατικού μορφώματος σε αυτόν το γεωγραφικό χώρο πέραν του 21ου αιώνα.

Θα έλεγε κανείς πως αυτή την επιλογή την εκφράζει η ανάδειξη του Αντώνη Σαμαρά σε πρόεδρο της ΝΔ. Δε συμφωνώ αναγκαστικά, αν και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ πως η επιλογή Σαμαρά είναι παρασάγγας πιο ενδιαφέρουσα από την «υπναλέα» και «συστημική» εκλογή της Ντόρας Μπακογιάννη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Αντώνης Σαμαράς -ή τουλάχιστο κάποιοι περί αυτόν που τον επηρεάζουν-ονειρεύονται να «τελειώνουν» τη μεταπολίτευση. Η ίδρυση εξάλλου της «πολιτικής άνοιξης» έδειξε πως ο Σαμαράς διαθέτει μια αυθεντική «υπερβατική» φλέβα, αλλά και πολιτική τόλμη και αυτοπεποίθηση3. Δυστυχώς όμως ο ίδιος Σαμαράς το 1996 υπήρξε όχι απλά συνυπεύθυνος, αλλά εμπνευστής μιας από τις μεγαλύτερες καιροσκοπικές κενολογίες των τελευταίων δεκαετιών -του περίφημου «αντισημιτικού μετώπου». Όταν είδε πελατεία, ο Σαμαράς δε δίστασε να μετέλθει του πιο ξεφωνημένου λαϊκισμού προκειμένου να μοσχοπουλήσει την πραμάτεια του. Πράγμα που μας λέει κάτι για το μέλλον μιας «σαμαρικής» ΝΔ: στο βαθμό που -υπό το φάσμα της χρεοκοπίας κ.λπ- η κυβέρνηση προχωρά σε «ξήλωμα» του μεταπολιτευτικού συστήματος4, η διάθεση «ρήξης» του Σαμαρά, σε συνδυασμό με τον εγγενή (;) «ρεαλιστικό λαϊκισμό» του, μπορεί να μετατρέψει τη ΝΔ όχι σε κόμμα της «νέας μεταπολίτευσης», αλλά σε εκφραστή του ancien régime! Θα είναι αυτό ο υπέροχα ειρωνικός τρόπος να γραφτεί ο επίλογος σε ένα βιβλίο που ξεκίνησε σαν επική περιπέτεια το 1974 για να συνεχιστεί ως δράμα τη δεκαετία του '70 και του '80 και ως φαρσοκωμωδία σε εκείνες του '90 και του '00.

Συμπερασματικά, αν η ΝΔ θέλει να ξεφύγει από την κακή της μοίρα, αντί να «ομνύει» στο «γράμμα» των πολιτικών παρακαταθηκών του ιδρυτή της, καλά θα έκανε να διδαχτεί από το «πνεύμα» τους. Να αναγνώσει τη σημερινή πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα με φρέσκο βλέμμα και πολιτική-εθνική φιλοδοξία («ριζοσπαστικά» όπως θα έλεγε δίχως άλλο ο ΚΚ). Και να επιχειρήσει να εκφράσει τις πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις του μέλλοντος, χωρίς να διστάσει «να κάψει τα καράβια πίσω της», να φτύσει κατάμουτρα τα τοτέμ της «κομματικής βάσης» της και να «καρφώσει» το πηδάλιο της πορείας της όχι όπου τη πηγαίνουν τα ρεύματα, αλλά όπου της δείχνει ο πολικός αστέρας της Ελλάδας των επόμενων πενήντα χρόνων.



Σημειώσεις

1.Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ακριβώς όρος περιέγραψε το καθεστώς που εγκαινίασε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος από την κατάργηση της βασιλείας της Ελλάδας (1/6/1973) έως την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τότε αναζητήθηκε τρόπος για τη «φιλελευθεροποίηση» του στρατιωτικού καθεστώτος και την αναζήτηση μιας «εύσχημης» μετάβασης σε ένα είδος «ελεγχόμενης» πολυκομματικής... «νέας δημοκρατίας».
2.Που ευτυχώς μεταβλήθηκαν σε ισόβιες καταδίκες. Η εντυπωσιακή ρήση του πρωθυπουργού τότε Καραμανλή, «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» τηρείται έως σήμερα!
3. Αν και είναι επίσης αλήθεια πως ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε εκτός ΝΔ και διότι δεν κατάφερε να αντεπεξέρθει στον αγώνα πλειοδοσίας σε εσωκομματική αντιπολίτευση στον οποίο τον παρέσυρε ο Μιλτιάδης Έβερτ το διάστημα 1991-1993, αγώνα που είχε ως τρόπαιο τα «κλειδιά» του «μεγάλου μαγαζιού» μετά το επιστροφή της ΝΔ στα χέρια των λεγόμενων «καραμανλικών».
4.Από το Φεβρουάριο του 2009 γράψαμε πως «το εγχείρημα της αντιμετώπισης της κρίσης εμπεριέχει αφ' εαυτόν σε μεγάλο βαθμό το πρόταγμα της "νέας μεταπολίτευσης"»

Σαμαράς - Μπακογιάννη: Δύο διαφορετικά ηγετικά πρότυπα



ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Μία εβδομάδα πριν από την ημέρα της εκλογής, η πόλωση μεταξύ των δύο βασικών διεκδικητών του προεδρικού αξιώματος της ΝΔ φαίνεται να εντείνεται, εις βάρος του 3ου ανθυποψηφίου. Τόσο η συστράτευση του κ.Α.Σπηλιωτόπουλου με την κ.Μπακογιάννη, όσο και, κυρίως, η σημαντικότερη «αντισυσπείρωση», που προκάλεσε η θεαματική άνοδος της επιρροής του κ.Σαμαρά, στο αμέσως προηγούμενο διάστημα (και η πιστοποίησή της στις δημοσκοπήσεις), έχουν μεταβάλλει, ως ένα βαθμό, τις καταγεγραμμένες προτιμήσεις του δυνητικού εκλεκτορικού σώματος.

Διατηρείται το προβάδισμα Σαμαρά

Η εκλογική διαδικασία της 29ης Νοεμβρίου είναι πρωτόγνωρη για τη ΝΔ. Ουδείς γνωρίζει επακριβώς ούτε το μέγεθος, ούτε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος, που τελικά θα ψηφίσει. Κατά συνέπεια, καμία από τις τρεις κατηγορίες δυνητικών ψηφοφόρων (α.βέβαιοι ότι θα συμμετάσχουν, ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, β.ψηφοφόροι της ΝΔ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, και γ.κατά δήλωση μέλη και υποψήφια μέλη της ΝΔ) δεν αποτελεί απολύτως σίγουρη βάση, για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την εκλογική δυναμική των υποψηφίων. Υπό αυτό το πρίσμα, η χρήση των δημοσκοπήσεων θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική. Οι εκτιμήσεις που προκύπτουν από αυτές θα πρέπει να θεωρούνται απλώς και μόνον ενδείξεις τάσεων, που εμπεριέχουν -αντικειμενικά- μεγάλο ποσοστό στατιστικού σφάλματος: Ο κ.Σαμαράς φαίνεται να διατηρεί το προβάδισμα, έναντι της αντιπάλου του, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις εργασίας που υιοθετούνται, σχετικά με το δυνητικό εκλογικό σώμα της επερχόμενης αναμέτρησης. Το ποσοστό του αυξάνεται ελαφρώς, αλλά δεν υπερβαίνει το 44,5%. Από την άλλη πλευρά, η συσπείρωση στο πρόσωπο της κ.Μπακογιάννη υπήρξε την τελευταία εβδομάδα εντονότερη. Στις 3 προαναφερθείσες κατηγορίες δυνητικών εκλεκτόρων, το ποσοστό της κυμαίνεται σήμερα, μεταξύ 36% και 40%, ενώ η μικρότερη απόστασή της, από τον κ.Σαμαρά καταγράφεται στο «στενότερο» εκλογικό σώμα των ψηφοφόρων της ΝΔ, που δηλώνουν «βέβαιοι ότι θα συμμετάσχουν». Το ποσοστό του κ.Ψωμιάδη υποχωρεί σημαντικά (3%-5%), παραμένοντας, ωστόσο, πάνω από το 10%. Ο β’ γύρος, που παραμένει το πιθανότερο ενδεχόμενο της αναμέτρησης, καθίσταται περισσότερο αμφίρροπος, καθότι η διαφορά μειώνεται από 14,5%, προηγουμένως, σε μόλις 5% (49% υπέρ του κ.Σαμαρά, έναντι 44% της κ.Μπακογιάννη). Τέλος, στη δημόσια εικόνα που καταγράφουν οι τρεις ανθυποψήφιοι διαπιστώνονται εντονότατες διαφοροποιήσεις και ως προς την εκπροσώπηση των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων. Πρόκειται, ουσιαστικά, για κοινωνική τριχοτόμηση της εκλογικής βάσης της Δεξιάς παράταξης.

Δύο ισοδύναμα, αλλά διακριτά ηγετικά πρότυπα

Η εμπειρική αξιολόγηση της εικόνας των πολιτικών αρχηγών, στις έρευνες κοινής γνώμης, βασίζεται συνήθως σε δύο άξονες: α) της ικανότητας (competence) και β) της σχέσης με την κοινωνία, δηλαδή της κοινωνικής τους αποδοχής και της ανταπόκρισής τους στα κοινωνικά στερεότυπα (responsiveness). Η σύγκριση των δύο πολιτικών στελεχών, σε αυτούς τους δύο άξονες, με βάση τα χαρακτηριστικά που εντοπίζουν σε κάθε έναν από αυτούς οι πολίτες, αποκαλύπτει ορισμένες κρίσιμες διαφοροποιήσεις, μεταξύ των δύο προσώπων. Διαφοροποιήσεις, που παραπέμπουν σαφέστατα στην ύπαρξη δύο διαφορετικών μεν, αλλά και σχετικά ισοδύναμων ηγετικών προτύπων.

Ισοδυναμία μεταξύ των δύο ανθυποψηφίων διαπιστώνεται σε μια σειρά παραμέτρους, όπως στο δείκτη επάρκειας προγραμματικού λόγου («έχει τις καλύτερες απόψεις και θέσεις»), στην προάσπιση των συμφερόντων της χώρας και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής («μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας») και στο αίσθημα ασφάλειας που εμπνέουν («αισθάνεσαι μεγαλύτερη σιγουριά»).

Σε γενικές γραμμές, η κ.Μπακογιάννη φαίνεται να αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία της, σε ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ηγετική εικόνα ενός/μιας πολιτικού αρχηγού (πρώτος άξονας): Έτσι, προηγείται με σημαντική διαφορά (+17%) στην ηγετική εικόνα («είναι ηγέτης»). Επιβεβαιώνει, επίσης, την κεκτημένη επικοινωνιακή παρουσία της («έχει κάνει τις καλύτερες εμφανίσεις στην τηλεόραση»). Αρνητικό, ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι ταυτίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τα «οικονομικά συμφέροντα» (47%, έναντι 16% του κ.Σαμαρά).

Συμπερασματικά, η κ.Μπακογιάννη μπορεί να διαθέτει ιδιαίτερα ισχυρή ηγετική εικόνα στην κοινή γνώμη, αλλά η κοινωνική της αποδοχή είναι αισθητά αποδυναμωμένη. Αντιθέτως, ο κ.Σαμαράς κυριαρχεί σαφώς στον δεύτερο άξονα: διαθέτει μεγαλύτερη ικανότητα επικοινωνίας με τα λαϊκά στρώματα της συντηρητικής παράταξης («εκφράζει περισσότερο τους ψηφοφόρους της ΝΔ», «είναι πιο κοντά στους απλούς ανθρώπους»), ενώ διακρίνεται και για την κοινωνική του αμεσότητα («νοιώθεις πιο κοντά του», «είναι πιο αληθινός»).

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Τη Νέα Δημοκρατία μην την κλαις



Tου Πασχου Μανδραβελη

Είναι πολλοί που προβλέπουν τα χίλια μύρια όσα για τη Νέα Δημοκρατία την 30ή Νοεμβρίου 2009. Από διάσπαση μέχρι μούτρωμα των οπαδών και από διάλυση μέχρι ανταλλαγές ύβρεων. Στηρίζουν δε τις προφητείες τους στις βολές, αιχμές, ακόμη και προσβολές που εκτοξεύονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Βέβαια, όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες ξεχνούν μερικά πράγματα. Πρώτον: τα ίδια έλεγαν το 2007 και για το ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον και κυριότερο: η δημοκρατική διαδικασία δεν είναι δεξίωση, όπου όλοι ανταλλάσσουν κομπλιμέντα και κανείς δεν κακοκαρδίζει κανέναν. Στην πολιτική, πάντα λέγονται δυο κουβέντες παραπάνω. Στο βαθμό που η συζήτηση δεν ξεφεύγει σε προσωπικές ύβρεις, αντί να απευχόμαστε τον έντονο διάλογο, πρέπει να τον αποζητούμε. Δεν είναι κακό να υπάρχουν επιθέσεις σε πολιτικά ζητήματα. Διά των συκοφαντημένων από τα ΜΜΕ «βολών» και «αιχμών» ξεκαθαρίζουν οι θέσεις των πολιτικών.

Το θετικό είναι ότι ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της Νέας Δημοκρατίας γίνεται κουβέντα. Πολλοί θα υψώσουν το φρύδι λέγοντας ότι «δεν είναι στο βάθος που απαιτείται». Πιθανώς, αλλά δεν μας λένε ταυτόχρονα και το «βάθος» που θα τους ευχαριστούσε. Σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η εκλογή από τη βάση είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία για ένα κατά βάση συντηρητικό κόμμα. Εξάλλου, ποτέ καμιά διαδικασία δεν είναι άριστη, όχι μόνο όταν πρωτοδοκιμάζεται, αλλά και μετά από χρόνια. Στην Ελλάδα έχουμε 35 χρόνια δημοκρατίας κι όμως απομένουν πολλά να κατακτήσουμε. Επομένως, είναι φυσικό κι επόμενο να υπάρχουν προβλήματα στην εκλογή από τη βάση, μια διαδικασία που ουσιαστικά έχει δύο χρόνια ζωής.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι φίλοι και τα στελέχη της Ν.Δ. δεν έχουν να φοβούνται τίποτε από το κλίμα πανικού και καταστροφής, που δημιουργούν καθημερινά οι τηλεαστέρες για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Αντιθέτως, πρέπει να απαιτούν από τους υποψηφίους μεγαλύτερη διασαφήνιση των θέσεων και ας συγκρούονται αυτές μεταξύ τους. Αν οι απόψεις ήταν ταυτόσημες, δεν θα χρειάζονταν τρεις υποψήφιοι· θα αρκούσε ένας. Εξάλλου, ταυτόσημες απόψεις υπάρχουν μόνο στα νεκροταφεία και στο ΚΚΕ, αν και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνει κάποιος το ένα από το άλλο.

Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε μια καμπή της ιστορίας της. Αυτό που κάνει δεν είναι σημαντικό μόνο για την ίδια, είναι σημαντικό για τον τόπο. Ενα μεγάλο κόμμα παύει να είναι μια μάζωξη βαρώνων που ψάχνει να χρίσει τον Εκλεκτό, ούτε ένα άθροισμα στελεχών που απλώς ετοιμάζει το επόμενο γιουρούσι στο κράτος. Μεταμορφώνεται σε ευρωπαϊκό κόμμα που μαθαίνει να συζητάει πολιτικά, έστω κι αν αυτό προκαλεί συγκρούσεις. Δημιουργούνται τριβές, λέγονται παραπανίσιες κουβέντες, φτιάχνεται «κλίμα», αυτό που οι υπεροπτικοί της τηλοψίας λένε ότι «δεν είναι ευχάριστο». Αυτό όμως είναι το ελάχιστο κόστος της δημοκρατίας. Πολιτικός οργανισμός χωρίς τριβές δεν είναι πολιτικός, είναι εξωραϊστικός σύλλογος. Η ενότητα των κομμάτων δεν επιτυγχάνεται διά του σαβουάρ βιβρ, σφυρηλατείται με την κατάθεση και τη σύγκρουση απόψεων. Η μετάβαση στο καινούργιο έχει κόστος, αλλά η στασιμότητα είναι καταστροφική.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2009

Το ζήτημα στη ΝΔ δεν είναι αν θα κινηθεί στο Μεσαιο χώρο ή στην ευρύτερη Κεντροδεξιά, αλλά Ηθικό...



@antinews

Η αντίθεση ανάμεσα στο «καθαρό» ιδεολογικά κόμμα, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ηγεμονία της ΝΔ στη συνέχεια που προτείνει ο Αντώνης Σαμαράς, και το άνευρο ιδεολογικά «πολυσυλλεκτικό» και «πελατειακό» κόμμα που προτείνει ουσιαστικά η Ντόρα Μπακογιάννη δεν είναι η μόνη στη σημερινή ΝΔ. Και ίσως ούτε η κυρίαρχη.

Επειδή το ερώτημα «τι κόμμα θέλουν οι νεοδημοκράτες» έχει να κάνει και με την μεγάλη παθογένεια της πολιτικής μας ζωής, την διαπλοκή και την διαφθορά.

Θα το εξηγήσουμε με απλά λόγια:

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τα γεγονότα του 1993, την πτώση δηλαδή της κυβέρνησης του (επειδή αυτός αποφάσισε να κάνει εκλογές που πίστευε ότι θα κερδίσει) και την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε, για να δημιουργήσει μια ακόμα μεγάλη παρεξήγηση προς όφελός του, μετά εκείνη την αποστασίας: Εισήγαγε πρώτος στο νεοελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «διαπλεκόμενα», με τρόπο όμως που απομάκρυνε την ευθύνη από τους πολιτικούς, όπως ο ίδιος.

Η παρεξήγηση έγκειται στο ότι , εξ ορισμού, «διαπλεκόμενοι» δεν μπορεί να είναι οι επιχειρηματίες, αλλά μόνον οι πολιτικοί.

Όταν η ΝΔ παραδινόταν το 1984 στα χέρια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη όλοι οι νεοδημοκράτες νόμιζαν ότι επέλεγαν τον «αντι-Ανδρέα» που θα την ξανάφερνε στην εξουσία. Στην πραγματικότητα επέλεξαν τον μοναδικό που μπορούσε να μετατρέψει τη ΝΔ σε ένα βαθειά διαπλεκόμενο κόμμα, όπως τότε και το ΠΑΣΟΚ, στερώντας την από την ιδεολογική και πολιτική της φυσιογνωμία.

Η ηγεσία του Έβερτ ολοκλήρωσε την παράδοση της ΝΔ στην διαπλοκή. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Όλοι γνωρίζουν άλλωστε ότι η «πολιτική» πορεία της ΝΔ συνδέεται έκτοτε με μεγάλες συγκρούσεις επιχειρηματικών ονομάτων και εκδοτικούς πολέμους. Ποιος ξεχνάει άλλωστε τι έγινε επι Οικουμενικής για τον γιο του Πέτρου και τον ΟΤΕ και αργότερα για το Φυσικό Αέριο, την Ρεβυθούσα, τα ξενοδοχεία, το εμπάργκο πετρελαίου προς τα Σκόπια, την ΔΕΗ, την Ενέργεια, τους Σιδηροδρόμους κλπ κλπ.

Αυτό όμως που διαφεύγει στους πολλούς είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης αναρριχήθηκε στην κομματική εξουσία και εν συνεχεία της κρατική, υποσχόμενους στους άλλους Βαρόνους (Έβερτ, Βαρβιτσιώτη κλπ) συνδιαχείριση σε όλες τις δραστηριότητες του κόμματος.

Έκαναν δηλαδή ένα deal μεταξύ τους οι Βαρόνοι της ΝΔ και όταν μετά τον Μητσοτάκη κατέρρευσε και ο Έβερτ, έγινε ένα άλλο και ανάλογο deal μεταξύ τους που έφερε τον Κώστα Καραμανλή στην εξουσία.

Αυτό το deal συνδιαχείρισης της κομματικής και κρατικής εξουσίας εξηγεί εν πολλοίς και την τύχη του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού. Και το πρώτο που πρέπει να του καταλογισθεί είναι ότι όχι μόνο δεν τους έβαλε στην θέση τους όταν ήταν πανίσχυρος, αλλά αντιθέτως επέτρεψε στη Ντόρα να κινείται ανεξέλεγκτη και να ετοιμάζει αυτό που αργότερα πολλοί ονόμασαν «δακτυλίδι της διαδοχής».

Βλέπουμε λοιπόν ότι ένα παρόμοιο deal έχει μάλλον συναφθεί και τώρα με τη Ντόρα Μπακογιάννη με την οποία συμπλέουν σε μια απελπισμένη σταυροφορία κατά του Σαμαρά, η οικογένεια Μητσοτάκη, η οικογένεια Έβερτ, η οικογένεια Βαρβιτσιώτη και άλλοι γόνοι και επίγονοι.

Είναι προφανές ότι όλοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται ούτε για το πρόγραμμα, ούτε για την πολιτική και πολύ περισσότερο ούτε για τους οπαδούς της ΝΔ. Για τα συμφεροντά τους νοιάζονται μόνο όπως και επί Καραμανλή, όπως και τα προηγούμενα χρόνια που οι πατεράδες τους είχαν τη ΝΔ στα χέρια τους και είδαμε που την κατάντησαν.