Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

ΝΔ: από το γράμμα στο πνεύμα του "καραμανλισμού"



του Νίκου Ράπτη
© ppol

H αντίφαση που στοιχειώνει τη Νέα Δημοκρατία ξεκινά από την περίοδο που ακολούθησε την ίδρυσή της. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος (ΚΚ) θέλησε να φτιάξει το 1974 το «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της επόμενης περιόδου. Ο ΚΚ αντιλαμβανόταν βέβαια πως η μετεμφυλιοπολεμική «δεξιά» είχε πια σαρωθεί από τις κοινωνικές εξελίξεις (την αστικοποίηση, την ευημερία, την εξατομίκευση, τη μαζικοποίηση της δημοκρατίας) αλλά και είχε απoνομιμοποιηθεί πολιτικά από τα καμώματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β' και της χούντας. Σε μια εποχή που το «ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα» βρισκόταν σε άνοδο, που στη Γαλλία η «ενιαία αριστερά» σοσιαλιστών-κομμουνιστών διεκδικούσε την εξουσία, και που στην Ισπανία και την Πορτογαλία οι αντίστοιχες δικτατορίες τρέκλιζαν και τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα εμφανίζονταν ως εν δυνάμει σοβαροί πολιτικοί παίκτες σε ένα αριστερόστροφο σκηνικό, ο ΚΚ ήταν έτοιμος να αποδεχτεί πως θα εμφανιζόταν και στην Ελλάδα μια μαρξίζουσα αριστερά που ίσως να μπορούσε κάποια στιγμή να διεκδικήσει-αναλάβει δημοκρατικώ τω τρόπω ακόμα και τη διακυβέρνηση της χώρας. Αντί της αρρωστημένης μονοπωλιακής αντίληψης για την εξουσία της προδικτατορικής δεξιάς, ο ΚΚ αρκούνταν να ηγηθεί μιας παράταξης που από τη μια θα συσπείρωνε το σύνολο του αστικού κόσμου , από την άλλη θα ασκούσε τη διακυβέρνηση της χώρας παραχωρώντας ευχαρίστως στη μαρξίζουσα αριστερά μικρά διαλείμματα διακυβέρνησης.

Αυτή η διάθεση του ΚΚ να αντικαταστήσει-μετεξελίξει τη «δεξιά» σε ένα ευρύχωρο καθεστωτικό κόμμα, αποτυπώθηκε ακόμα και στην ονομασία του νέου πολιτικού σχηματισμού: «Νέα Δημοκρατία»1 σε αντίστιξη βέβαια με την παλιά, προδικτατορική, «αμαρτωλή» εκδοχή της. Αποτυπώθηκε όμως κυρίως στις κορυφαίες πολιτικές επιλογές της περιόδου 1974-1980:

*Την επίλυση του «πολιτειακού» και του «γλωσσικού» με τρόπο που πριν τη δικτατορία πρέσβευαν -πέραν των ηττημένων του εμφυλίου (και πάλι όχι όλων)- μόνο ορισμένα τμήματα του προοδευτικού-«πεφωτισμένου» κέντρου. Την πλήρη και άνευ «ασφαλιστικών δικλείδων» νομιμοποίηση των ΚΚΕ.
*Την απηνή δίωξη (με πολύ έωλες από νομική άποψη κατηγορίες) των πρωταιτίων της δικτατορίας και την «εις θάνατον» (!) καταδίκη τους2.
*Τη γενναία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της παράταξης, με την επίμονη αναζήτηση δυνάμεων που προέρχονταν από το προδικτατορικό κέντρο και κυρίως την «ελληνική δημοκρατική νεολαία» (ΕΔΗΝ) (η «διεύρυνση» προς το κέντρο υπηρετήθηκε εξάλλου με επιμονή από τον ΚΚ μέχρι τη μεταπήδησή του στην προεδρία της δημοκρατίας, το 1980).
*Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της «ένταξης στην ΕΟΚ» ως κορυφαίου ιδεολογικού-πολιτικού προτάγματος της παράταξης, θεωρήθηκε -και σωστά-πως θα μπορούσε να συνθέσει τις αντικομουνιστικές ανησυχίες των υπολειμμάτων της άλλοτε κραταιάς δεξιάς («ανήκομεν εις την δύσιν») με τις εκσυγχρονιστικές διαθέσεις του προοδευτικού αστικού χώρου.


Η κατασκευή όμως αυτού του νέου «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας, που αποφάσισε να θεμελιώσει το 1974 ο ΚΚ, προϋπέθετε έναν ακόμα όρο: την απεμπλοκή του νέου κόμματος από ιδεολογικές-ιδεοληπτικές αναζητήσεις που κινδύνευαν να αναζωπυρώσουν ανά πάσα στιγμή ό,τι δίχαζε επί τριάντα χρόνια τις πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες της νέας πολιτικής σύνθεσης. Είναι γνωστό πως ο ΚΚ περιφρονούσε την ιδεολογική διάσταση της πολιτικής. Πρέσβευε την αντίληψη πως η πολιτική ήταν η «τέχνη του εφικτού», με άλλα λόγια η ad hoc επίλυση προβλημάτων μετά από αμερόληπτη και τεκμηριωμένη ανάλυση, εντός ίσως ενός ευρύτατου χώρου πολιτικών αυτονόητων (της λειτουργίας της αγοράς για την παραγωγή πλούτου, της παρέμβασης του κράτους για την αναδιανομή του, του δυτικού προσανατολισμού της χώρας, της δημοκρατικής λειτουργίας, της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών κ.λπ). Η ΝΔ εξάλλου προοριζόταν να είναι κόμμα εξουσίας και ως τέτοιο δεν χρειαζόταν να συζητάει για την πολιτική αλλά να την ασκεί, ως κυβερνητικό έργο. Δεν είναι τυχαίο που το τόσο προσεκτικό και λεπτομερές εγχείρημα της οικοδόμησης της Νέας Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από τόση ιδεολογική κενότητα (στις εκλογές του 1974 και του 1977, σήμα της ΝΔ ήταν η... φωτογραφία του ΚΚ). Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» -με το «ριζοσπαστισμό» να έχει προϋπηρεσία στο καραμανλικό σύμπαν από την εποχή της «εθνικής ριζοσπαστικής ένωσι» (ΕΡΕ)- υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιδεολογικούς πομφόλυγες των τελευταίων δεκαετιών, φτιαγμένος ακριβώς για να μη λέει τίποτα -και συνεχίζει έως σήμερα να ταλαιπωρεί τη Νέα Δημοκρατία.

Η σύλληψη του Καραμανλή ήταν σχεδόν αψεγάδιαστη, πλην μιας λεπτομέρειας: ο ΚΚ είχε διαβλέψει την άνοδο του ΠΑΣΟΚ (που την προτιμούσε από εκείνη των ΚΚ) όπως και την κατάρρευση του παραδοσιακού «κέντρου». Είχε προβλέψει με ακρίβεια το 1981. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο και το πολιτικό του κατασκεύασμα, ήταν εντελώς ανύποπτος για το 1985, το Νοέμβριο του 1989, το 1993, το 1996, το 2000 και το 2009. Διότι τελικά, κατά ειρωνικό τρόπο, «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν αναδείχθηκε η έχουσα «το όνομα» «Νέα Δημοκρατία» αλλά το έχον «τη χάρη» (κακόηχο) ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Παρά τα σκάνδαλα, τις εσωκομματικές του συγκρούσεις, τις ανεπάρκειές του, ακόμα και το προφανές «στόμωμα» της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα τελευταία 28 χρόνια το ΠΑΣΟΚ είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Μετά το 1981, η ΝΔ βγήκε στο προσκήνιο δυο φορές: τη μεν πρώτη, το 1990, ως «τσιρλίντερ» μεταξύ δύο ημιχρόνων πασοκικής διακυβέρνησης (με ηγεσία μάλιστα και πολιτική ακατανόητες από τον κορμό της παράταξης) τη δε δεύτερη, το 2004, για να «στήσει» μια κακή παραγωγή «μικρού μήκους» που «κατέβηκε» άρον-άρον, έστω κι αν το καστ ήταν πολλά υποσχόμενο κι εν πάση περιπτώσει αποτελούνταν από σύμπαν το νεοδημοκρατικό σταρ-σίστεμ, από τον πυρήνα του κομματικού μηχανισμού που είχαν «στήσει» («κατ' εικόνα» του ΠΑΣΟΚ) οι Ευάγγελος Αβέρωφ και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η αυθεντική «οννεδίτικη» και ατόφια νεοδημοκρατική κυβέρνηση τελικά κατέρρευσε υπό το βάρος της ατολμίας, της ανικανότητας και της ατιμίας της.

Με άλλα λόγια: το κόμμα που φαντάστηκε ο ΚΚ το 1974 -ο πλατύς συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας και όχι με ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις «περί όνου σκιάς» και ασκεί το ρόλο του «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας (επιφυλάσσοντας για τον άλλο μεγάλο πόλο ενός δικομματικού συστήματος σύντομα «διαλείμματα» άσκησης της εξουσίας) υπήρξε πράγματι, αλλά δεν ήταν η ΝΔ -ήταν το ΠΑΣΟΚ! Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τη ΝΔ να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, από το 1981 και μετά, η ΝΔ ετεροκαθορίζεται παντελώς από το ΠΑΣΟΚ είτε πιθηκίζοντάς το (στον τρόπο οργάνωσης, στελέχωσης, στη συνθηματολογία (!) κ.λπ) είτε υποστηρίζοντας άκριτα τα ανάποδα από όσα ασκούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ: όποτε εκείνες προκρίνουν τον πελατειασμό και το λαϊκισμό, η ΝΔ παριστάνει τον «φιλελεύθερο» αντίπαλο του κράτους και της φορολογίας. Όποτε ο τόνος δίνεται στη δημοσιονομική λιτότητα, το νοικοκύρεμα της οικονομίας κ.λπ η ΝΔ «ψωνίζει» λαϊκισμό και κρατισμό που την φέρνει συχνά πλάι-πλάι με το ΚΚΕ και τα «συνδικάτα» (διάβαζε: τις ομάδες υπεράσπισης των συμφερόντων της μεταπολιτευτικής νομενκλατούρας). Η ΝΔ έπαψε να υφίσταται ως αυτόνομη πολιτική παράταξη και υπάρχει μόνο ως «είδωλο» του ΠΑΣΟΚ.

Το βάθος του προβλήματος δεν είχε αποκαλυφθεί έως την πτώση της «μικρού μήκους» διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή του νεώτερου. Κι όμως, εκείνο το έργο είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές: ο ηγέτης ένωνε ολόκληρη την παράταξη και αγαπιόταν πέραν αυτής· οι πάντες είχαν σιχαθεί το ΠΑΣΟΚ· ακόμα και στο επίπεδο των κυρίαρχων αντιλήψεων, είχαν πραγματοποιηθεί τεκτονικές μετακινήσεις από τα μεταπολιτευτικά θέσφατα· το κυβερνόν πολιτικό προσωπικό ήταν «σαρξ εκ της σαρκός» της παράταξης. Οι οιωνοί προοιωνίζονταν μία πολιτική νίκη «στρατηγικής σημασίας» ανάλογη με εκείνη του 1981. Κι όμως, κι ετούτη τη φορά η ΝΔ απεδείχθη εντελώς ανίκανη να χαράξει πολιτική πορεία για τη χώρα. Στάθηκε αμήχανη στη σκηνή, άλλοτε μιμούμενη το ΠΑΣΟΚ και άλλοτε καταχειριάζοντάς το -κατά προτίμηση λεκτικά!- σε παράλογα και άτοπα ξεσπάσματα. Ταυτόχρονα τσιμπολογούσε γερά από τον μπουφέ της εξουσίας «σαν να μην υπήρχε αύριο» (που πράγματι δεν υπήρχε).

Το αποτέλεσμα είναι πως ο μέσος συντηρητικός, κεντροδεξιός, νεοδημοκράτης δεν βρίσκει σήμερα σχεδόν τίποτα για να περηφανευτεί για την παράταξή του. Όταν η ΝΔ κοκορεύεται πως είναι «η παράταξη των μεγάλων επιλογών», αναφέρεται σε πράγματα που συνέβησαν εδώ και τριάντα τουλάχιστο χρόνια.

Μπροστά στη ΝΔ ανοίγουν σήμερα δύο δρόμοι: o πρώτος είναι να συνεχίσει να συμμετέχει στη μεταπολιτευτική business, as usual. Ο δεύτερος να επιχειρήσει ένα ριψοκίνδυνο άλμα στο κενό, μια φυγή προς το εμπρός, ελπίζοντας πως η πορεία της θα συμπέσει με εκείνη του μέλλοντος.

Η πρώτη επιλογή αφορά τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται εντός του συστήματος: στελέχη του κομματικού μηχανισμού, αιρετούς της ΝΔ κ.λπ φοροφυγάδες (ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίους), πλουτοκράτες, κλεπτοκράτες, τη νομενκλατούρα του δημοσίου, τους βαρόνους και βαρονίσκους των ΜΜΕ, τους προνομιούχους μεσήλικες και συνταξιούχους, τους συστηματικούς διαφθορείς και διαφθειρόμενους κ.λπ. Είναι φανερό πως αυτή την επιλογή εκφράζει σήμερα η επιλογή της Ντόρας Μπακογιάννη στην αρχηγία της ΝΔ. Σύμφωνα με αυτή την επιλογή, η ΝΔ καλείται να αποδεχτεί το β' ρόλο στο πολιτικό σύστημα, αρκούμενη στη λεία που αντιστοιχεί στη θέση αυτή, όσο τουλάχιστο το σύστημα θα στέκεται στα πόδια του. Η «ρεαλιστική» αυτή προσέγγιση είναι μονόδρομος και φαντάζει ως η μόνη χρήσιμη και λογική για τον «κομματικό βραχίονα» της κεντροδεξιάς παράταξης. Είναι όμως εντελώς αδιάφορη για την κοινωνική βάση των πολιτών (συντηρητικών, χριστιανοδημοκρατικών, φιλελεύθερων ακόμα και μετριοπαθών σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων) που διψούν για μια εναλλακτική αφήγηση και μια νέα πορεία για τη χώρα, πέραν της κεντροαριστερής ηγεμονίας και της πασοκικής κυριαρχίας της μεταπολιτευτικής περιόδου. Είναι πολύ σοφό να «αφεθείς στον άνεμο για να τον καβαλήσεις», αρκεί να υπάρχει άνεμος -αλλιώς απλά πέφτεις και τσακίζεσαι!

Η «συμβατική» επιλογή κοντολογίς ανοίγει-διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνική βάση της ΝΔ, χάσμα που κινδυνεύει προοπτικά να καταπιεί το πρώτο (με το κόμμα να υπεξαιρεί-εξουδετερώνει την κοινωνία) ή τη δεύτερη (με τη βάση να απορρίπτει το κόμμα), ενώ εμφιλοχωρεί πάντα η πιθανότητα -σε περίπτωση υπερδιόγκωσης μεταπολιτικών-φονταμενταλιστικών φαινομένων- το χάσμα αυτό να καταπιεί το ίδιο το πολιτικό σύστημα -ή τουλάχιστο την υπόθεση του ομαλού-δημοκρατικού ριζικού του μετασχηματισμού.

Η δεύτερη επιλογή είναι να αρνηθεί η ΝΔ τη θέση του «ρολίστα» στο μεταπολιτευτικό σενάριο, διεκδικώντας όχι «μεγαλύτερο ρόλο» (που η τριακονταετία 1981-2009 έδειξε πως δεν μπορεί να πάρει -ή να «σηκώσει») αλλά να «κατέβει» ολωσδιόλου η παράσταση και να ανέβει «νέον έργον». Εκτιμώ πως για να το πετύχει αυτό η ΝΔ θα πρέπει:

(α) Να μετατραπεί εθελουσίως σε «αρένα» έντονης πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης και σύνθεσης των αντιθέσεων που διαπερνούν όχι τη ΝΔ ή την παράταξή της, αλλά την ίδια την νεοελληνική κοινωνία. Σε απλά ελληνικά αυτό θα σήμαινε την ανοικτή λειτουργία οργανωμένων πολιτικών-ιδεολογικών τάσεων και τη βολονταριστική-έντονη προσπάθεια να συμμετάσχουν νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς καν αναφορά στην «παράταξη», σε μια διαβούλευση μακράς πνοής και εθνοσυνελευσιακής στόχευσης, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός πολιτικού-ιδεολογικού προτάγματος για την Ελλάδα του 2020. Αυτή η «επανιδρυτική» διαδικασία θα έπρεπε να αναδείξει μια «νέα γενιά» στελεχών από το χώρο των επιχειρήσεων, της διανόησης, των επαγγελματιών και όχι από τα κομματικά τροφεία της ΟΝΝΕΔ και της ΔΑΠ/ΝΔΦΚ.

(β) Την αντιπαράθεση με τους ισχυρούς ιδεολογικούς/κοινωνικούς/πολιτικούς αρμούς του μεταπολιτευτικού συστήματος και την πολιτική έκφραση των ξεχασμένων της μεταπολίτευσης (των γυναικών, των νέων, των παιδιών, του περιβάλλοντος, του δημόσιου χώρου, της αξιοκρατίας, της αξιολόγησης, της απόδοσης ευθυνών, της λογοδοσίας, της δημοκρατικής εκπροσώπησης, της ελευθεροτυπίας κ.λπ). Στόχος είναι η παραγωγή μιας αφήγησης για την Ελλάδα που να μπορεί να κινητοποιεί τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που «ξεχάστηκαν» από τη μεταπολίτευση διότι αυτές κρατούν στα χέρια τους το μέλλον/την επιβίωση του ελληνικού εθνικού και δημοκρατικού κρατικού μορφώματος σε αυτόν το γεωγραφικό χώρο πέραν του 21ου αιώνα.

Θα έλεγε κανείς πως αυτή την επιλογή την εκφράζει η ανάδειξη του Αντώνη Σαμαρά σε πρόεδρο της ΝΔ. Δε συμφωνώ αναγκαστικά, αν και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ πως η επιλογή Σαμαρά είναι παρασάγγας πιο ενδιαφέρουσα από την «υπναλέα» και «συστημική» εκλογή της Ντόρας Μπακογιάννη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Αντώνης Σαμαράς -ή τουλάχιστο κάποιοι περί αυτόν που τον επηρεάζουν-ονειρεύονται να «τελειώνουν» τη μεταπολίτευση. Η ίδρυση εξάλλου της «πολιτικής άνοιξης» έδειξε πως ο Σαμαράς διαθέτει μια αυθεντική «υπερβατική» φλέβα, αλλά και πολιτική τόλμη και αυτοπεποίθηση3. Δυστυχώς όμως ο ίδιος Σαμαράς το 1996 υπήρξε όχι απλά συνυπεύθυνος, αλλά εμπνευστής μιας από τις μεγαλύτερες καιροσκοπικές κενολογίες των τελευταίων δεκαετιών -του περίφημου «αντισημιτικού μετώπου». Όταν είδε πελατεία, ο Σαμαράς δε δίστασε να μετέλθει του πιο ξεφωνημένου λαϊκισμού προκειμένου να μοσχοπουλήσει την πραμάτεια του. Πράγμα που μας λέει κάτι για το μέλλον μιας «σαμαρικής» ΝΔ: στο βαθμό που -υπό το φάσμα της χρεοκοπίας κ.λπ- η κυβέρνηση προχωρά σε «ξήλωμα» του μεταπολιτευτικού συστήματος4, η διάθεση «ρήξης» του Σαμαρά, σε συνδυασμό με τον εγγενή (;) «ρεαλιστικό λαϊκισμό» του, μπορεί να μετατρέψει τη ΝΔ όχι σε κόμμα της «νέας μεταπολίτευσης», αλλά σε εκφραστή του ancien régime! Θα είναι αυτό ο υπέροχα ειρωνικός τρόπος να γραφτεί ο επίλογος σε ένα βιβλίο που ξεκίνησε σαν επική περιπέτεια το 1974 για να συνεχιστεί ως δράμα τη δεκαετία του '70 και του '80 και ως φαρσοκωμωδία σε εκείνες του '90 και του '00.

Συμπερασματικά, αν η ΝΔ θέλει να ξεφύγει από την κακή της μοίρα, αντί να «ομνύει» στο «γράμμα» των πολιτικών παρακαταθηκών του ιδρυτή της, καλά θα έκανε να διδαχτεί από το «πνεύμα» τους. Να αναγνώσει τη σημερινή πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα με φρέσκο βλέμμα και πολιτική-εθνική φιλοδοξία («ριζοσπαστικά» όπως θα έλεγε δίχως άλλο ο ΚΚ). Και να επιχειρήσει να εκφράσει τις πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις του μέλλοντος, χωρίς να διστάσει «να κάψει τα καράβια πίσω της», να φτύσει κατάμουτρα τα τοτέμ της «κομματικής βάσης» της και να «καρφώσει» το πηδάλιο της πορείας της όχι όπου τη πηγαίνουν τα ρεύματα, αλλά όπου της δείχνει ο πολικός αστέρας της Ελλάδας των επόμενων πενήντα χρόνων.



Σημειώσεις

1.Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ακριβώς όρος περιέγραψε το καθεστώς που εγκαινίασε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος από την κατάργηση της βασιλείας της Ελλάδας (1/6/1973) έως την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τότε αναζητήθηκε τρόπος για τη «φιλελευθεροποίηση» του στρατιωτικού καθεστώτος και την αναζήτηση μιας «εύσχημης» μετάβασης σε ένα είδος «ελεγχόμενης» πολυκομματικής... «νέας δημοκρατίας».
2.Που ευτυχώς μεταβλήθηκαν σε ισόβιες καταδίκες. Η εντυπωσιακή ρήση του πρωθυπουργού τότε Καραμανλή, «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» τηρείται έως σήμερα!
3. Αν και είναι επίσης αλήθεια πως ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε εκτός ΝΔ και διότι δεν κατάφερε να αντεπεξέρθει στον αγώνα πλειοδοσίας σε εσωκομματική αντιπολίτευση στον οποίο τον παρέσυρε ο Μιλτιάδης Έβερτ το διάστημα 1991-1993, αγώνα που είχε ως τρόπαιο τα «κλειδιά» του «μεγάλου μαγαζιού» μετά το επιστροφή της ΝΔ στα χέρια των λεγόμενων «καραμανλικών».
4.Από το Φεβρουάριο του 2009 γράψαμε πως «το εγχείρημα της αντιμετώπισης της κρίσης εμπεριέχει αφ' εαυτόν σε μεγάλο βαθμό το πρόταγμα της "νέας μεταπολίτευσης"»

Δεν υπάρχουν σχόλια: