Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

Η Ώρα του Ρεαλισμού & η Προτεραιότητα του Συμφέροντος

Η Ώρα του Ρεαλισμού

&

η Προτεραιότητα του Συμφέροντος


Μέσα στο νέο – υπό διαμόρφωση – διεθνές ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Νέα Γενιά συνειδητοποιεί ότι τώρα είναι η μεγάλη Ώρα της σχολής του Ρεαλισμού. Πιστεύει ότι οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να κατευθύνονται μόνον από το συμφέρον της Εθνικής Κοινότητας, για την οποία είναι υπεύθυνοι, αλλά οφείλουν να μην αγνοούν και το εθνικό συμφέρον και των άλλων εθνικών κοινοτήτων, γιατί ακριβώς ο ρεαλισμός, δηλαδή η αναγνώριση των εθνικών εγωισμών, είναι περισσότερο κατάλληλος να συνειδητοποιεί τα συμφέροντα και τις ιδέες των άλλων από ότι ο ιδεαλισμός και η λατρεία των αφηρημένων ιδεών. Η Νέα Γενιά θεμελιώνει ως κεντρική ιδέα της εξωτερικής πολιτικής το Εθνικό Συμφέρον.

Αν η Ελλάς πρόκειται να έχει μία σταθερή και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, τότε ούτε ο εγωισμός, ούτε ο αλτρουϊσμός επιτρέπεται να αναμιχθούν στην ορθολογική και αντικειμενική εκτίμηση των αληθινών μακροπρόθεσμων συνθηκών των ελληνικών συμφερόντων. Το κλειδί του πολιτικού ρεαλισμού είναι ο Ορθολογισμός· και το κέντρο του Ορθολογισμού πρέπει να είναι το φωτισμένο συμφέρον της χώρας, πάνω από όλα η αυτοσυντήρηση. Ένα Έθνος αναπόφευκτα εμπλέκεται σε μία συνεχή σειρά συμβιβασμών, διότι οι απαιτήσεις της ισχύος σπανίως συμβαδίζουν απολύτως με τα ιδανικά κριτήρια. Η μονόπλευρη επιδίωξη ενός σκοπού χωρίς τον συμβιβασμό των όρων του με τους όρους του άλλου πιθανότατα καταλήγει στην φαλκίδευση και των δύο. Η μεγαλύτερη πρόοδος της διεθνούς ηθικής στο προβλεπτό μέλλον θα προκύψει από ηγέτες με επαρκή «φαντασία» και καλή θέληση, που θα συγκριτοποιήσουν τις άμεσες ή απώτερες απαιτήσεις του εθνικού συμφέροντος με τις απώτερες απαιτήσεις του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του διεθνούς συμβιβασμού και της ορθολογικής, ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών.

Η εκτίμηση, λοιπόν, του Εθνικού Συμφέροντος εναρμονισμένη με τις εκάστοτε απαιτήσεις της μετριοπάθειας, του συμβιβασμού και της δικονομίας των διαπραγματεύσεων μάταια θα την αναζητήσετε στις διπλωματικές θέσεις των κυβερνήσεων της παλαιάς πολιτικής γενιάς. Ο Νέος Ηγέτης της Γενιάς των Αετών πρέπει να τολμήσει ενάντια στο ρεύμα, για να διδάξει τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του δραν της διεθνούς κοινωνίας στην χώρα μας. Με άλλα λόγια θα επιχειρήσει τον εκσυγχρονισμό της Εξωτερικής μας Πολιτικής.

Προωθημένη Διπλωματία & η Πολιτική της Πρωτοβουλίας

Προωθημένη Διπλωματία
&
η Πολιτική της Πρωτοβουλίας

«Εθνική πολιτική είναι η πρωτοβουλία της Ελλάδος υπέρ των δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Μόνον εις το εθνικόν αυτής καθήκον οφείλει ν’αποβλέψει η Ελλάς, οιαδήποτε αν είναι σήμερον η συμβολή της επισήμου Ευρώπης, αναλαμβάνουσα την πρωτοβουλίαν της εκτελέσεως του εθνικού καθήκοντος και επιμένουσα εν αυτώ, ουδέποτε θα έχη αντιμέτωπον την Ευρώπην, θέλει δε τύχει τέλος της υποστηρίξεως αυτής», έλεγε ο Χαρ. Τρικούπης τον Σεπτέμβριο του 1885 στην ελληνική παροικία του Λονδίνου κηρύσσοντας κατά κάποιον τρόπο την προωθημένη διπλωματία. Η στρατηγική των γενικών αρχών εξωτερικής πολιτικής χωρίς την τακτική της διπλωματίας είναι δίκαιο χωρίς δικονομία. Ίσως ορθό, αλλά χωρίς πρακτική αξία. Η εσωτερική σχέση μεταξύ της τακτικής, που είναι η διπλωματία, και στρατηγικής της εξωτερικής πολιτικής, που είναι οι πάγιες γενικές αρχές της, είναι η σχέση μέσου προς σκοπό. Η διπλωματία είναι το μέσο επιτυχίας των στρατηγικών σκοπών της εξωτερικής πολιτικής. Αφότου, λοιπόν, η πολεμική στρατηγική έγινε προωθημένη, δηλαδή εξάρτησε ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας από τον εν γένει πολεμικό μηχανισμό της, για να εξασφαλίσει και εν ειρήνη τη στρατηγική υπεροχή έναντι των αντιπάλων της. Το δίλημμα για την διπλωματία έγινε καταλυτικό· για να επιβιώσει έπρεπε να γίνει και αυτή προωθημένη.

«Είναι η προωθημένη διπλωματία, διπλωματία πρωτοβουλιών. Επιθετική και όχι αμυντική. Αιτιώμενη και όχι απολογούμενη. Διπλωματία επιδιώκουσα μετάθεσην του ενδιαφέροντος όσον πλησιέστερον εις τον χώρον του αντιπάλου» (Σπ. Μαρκεζίνης). Κοιτώντας πίσω στην ιστορία βλέπουμε δύο λαμπρά παραδείγματα προωθημένης διπλωματίας, την τακτική του Σκιπίωνα του Αφρικανού και την τακτική των Σπαρτιατών των αρχών του Πελ/ιακου Πολέμου. Μεταφέρουν τον πόλεμο στο κατώφλι των Αθηνών, την Αττική και όταν αργότερα εξαντλούνται αναδιπλώνονται για να επιτεθούν αυτή τη φορά στο κατ’εξοχήν στοιχείο ισχύος των Αθηναίων, την θάλασσα.

Ένα πρώτο δείγμα προωθημένης διπλωματίας υπήρξε η πολιτική του «Βαλκανικού Κατευνασμού», που εγκαινιάστηκε με το ταξίδι του Σπ. Μαρκεζίνη στη Μόσχα το 1959. Σχέδιο το οποίο τάραξε τα ύδατα των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Με σύνθημα «καλύτερον να συζητούμεν παρά να σφαζώμεθα» ο Σπ. Μαρκεζίνης αρπάζει την ευκαιρία για να μεταφέρει μέσα στην καρδία του Κρεμλίνου το θέατρο του πολιτικού πολέμου. Επίθεση κατά μέτωπον με ένα μήνυμα ειρήνης που σπάει κόκαλα : «Ειρήνη θέλετε; Εγγυηθείτε ένα Σύμφωνο Βαλκανικής απυραύλου ζώνης». Η δικαίωση της τολμηρής πρωτοβουλίας του Έλληνος ηγέτου θα έλθει ύστερα από τρία χρόνια με την πολιτική ύφεσης του Προέδρου Κένεντι.

Δεν πρέπει η Ελλάς να διαπραγματεύεται από φόβο, αλλά και δεν πρέπει να φοβάται ποτέ να διαπραγματευτεί. Ο ρεαλισμός και το εθνικό συμφέρον επιβάλλουν την προωθημένη διπλωματία και την άμεση λήψη πρωτοβουλιών.

Προωθημένη Διπλωματία

Προωθημένη Διπλωματία



Τίποτα δεν μπορεί να εκφράσει καλύτερα την τρομακτική ανάπτυξη της σημασίας της εξωτερικής πολιτικής, όσο η έκλειψη μεγάλων Υπουργών Εξωτερικών. Όταν η ίδια η ύπαρξη της χώρας εξαρτάται πλέον από την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι διόλου περίεργο γιατί ουσιαστικός Υπουργός Εξωτερικών παγκοσμίως είναι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με απλό εκτελεστικό όργανο τον εκάστοτε κάτοχο του τίτλου. Οι σχέσεις μίας χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο έχουν γίνει πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθούν στα χέρια διπλωματών. Στην εποχή μας, η διπλωματία έχει το δόγμα : Διπλωματία των προσωπικών επαφών μεταξύ Εθνικών Ηγετών.

Η Εξωτερική Πολιτική είναι πλέον ο μόνος χώρος καθαρής πολιτικής. Οι εσωτερικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί, αυτοί που άλλοτε μονοπωλούσαν το πολιτικό πάθος, άδειασαν από περιεχόμενο, αφότου τα προβλήματα εσωτερικής πολιτικής πέρασαν στην δικαιοδοσία τεχνοκρατών. Κάποτε τη Δημοκρατία εφόνευε η νομιμότις, τώρα την «αδειάζει» η Τεχνοκρατία. Ότι πυροδοτούσε επί αιώνες το πολιτικό πάθος και τους ιδεολογικούς πολέμους έγιναν τώρα απλές προτεραιότητες, για να τις μετρούν με χημική ουδετερότητα οι αριθμομέτρες των στατιστικών υπηρεσιών και τα τραστ των εγκεφάλων. Η αντιδικία γύρω από αυτά δεν είναι αντιδικία πολιτικών κοσμοθεωριών, αλλά διχογνωμία ειδικών. Γι’αυτό άλλωστε και η οργή των μαζών δεν πυρπολεί όπως άλλοτε τα γραφεία των μεγάλων συμφερόντων, αλλά τις ξένες πρεσβείες, που σημαίνει ότι τα δεινά τους πλέον οι μάζες αποδίδουν περισσότερο στους διεθνείς χειρισμούς και λιγότερο στην εξωτερική μικροπολιτική .

Τι απέμεινε, λοιπόν, για τον πολιτικό που έμαθε από την εποχή του Θουκυδίδη να πιστεύει στην κορυφαία σημασία της αρετής του «γνώναι τε τα δεόντα και ερμήνευσαι ταύτα» ; Ποίος χώρος πολιτικής δράσης εξακολουθεί να χρειάζεται ακόμη περισσότερο την φαντασία και τη διαισθητική ικανότητα πρόβλεψης και λιγότερο τον παντογνώστη εμπειριών ; Πού αλλού εκτός από τον χώρο της Εξωτερικής Πολιτικής μπορεί ο πολιτικός να αδιαφορεί για τους κανόνες των θετικών επιστημών και να αρνείται να βλέπει δια της τεθλασμένης ; Πολύ περισσότερο όταν το τίμημά της δεν είναι όπως στην εσωτερική πολιτική ένα αποτυχημένο νομοσχέδιο, αλλά η ίδια η Εθνική Κυριαρχία.

Η Εθνική Στρατηγική & ο Σχεδιασμός της Εξωτερικής Πολιτικής

Η Εθνική Στρατηγική & ο Σχεδιασμός της Εξωτερικής Πολιτικής


Αν για την κατανόηση της ελληνικής πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης είναι αναγκαίες γνώσεις Οικονομικών, για την αποτίμηση της Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας μας είναι απαραίτητες οι γνώσεις Ψυχοπαθολογίας ! Βιώματα της εθνικής παιδικής ηλικίας ανάμεικτα με ιδεολογικές ψυχώσεις, συμπλέγματα κατωτερότητας με εξάρσεις απροσγείωτων μεγαλοϊδεατισμών, φοβία εναλλασσόμενη με επιδείξεις λεονταρισμών είναι οι κυριότερες παθολογικές καταστάσεις, στις οποίες δούλεψε η Εξωτερική μας Πολιτική. Για να ξεχωρίσει κανείς σήμερα το άρρωστο από το υγείες, τα σφάλματα από τις επιτυχίες πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο που συνιστούν οι αισθητικοί της τέχνης για τη κατανόηση της αρχαίας τραγωδίας. Πρέπει να αρχίσει κανείς από το Σοφοκλή για να μπορέσει να καταλάβει τον Ευριπίδη. Από τους ήρωες όπως θα’πρεπε να είναι στην ιδεατή τους μορφή, στους ήρωες όπως τους παραμορφώνει η πεζή πραγματικότητα.

Η Εξωτερική Πολιτική, όπως και η πολεμική τέχνη έχει μία στρατηγική και μία τακτική. Στρατηγική τους είναι ένα στερέωμα γενικών αρχών με στόχο την Εθνική Αυτοσυντήρηση, όπως εκφράζεται ως διπλό αίτημα εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Ενώ, τακτική της είναι η διπλωματία με την οποία θα πετύχει αυτούς τους αντικειμενικούς στόχους με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Ποιό είναι το σύστημα των γενικών αρχών της εξωτερικής μας πολιτικής ; Μάταια θα αναζητήσει κανείς στα κομματικά προγράμματα της παλαιάς πολιτικής γενιάς ένα τέτοιο σύστημα ή ένα γενικότερο μακροχρόνιο σχεδιασμό. Εδώ και μία πεντηκονταετία όχι λίγες ήττες επεσώρευσε στην Ελλάδα η ανυπαρξία μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου. Έχοντας την εμπειρία αυτή δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προφητικό χάρισμα για να προβλέψει ότι στο μέλλον πολλά θα εξαρτηθούν από το αν πραγματοποιηθεί τώρα ότι δεν έγινε στο παρελθόν.

Σ’αυτό το σημείο στέκεται η Γενιά των Αετών και θέτει τέσσερις (4) βασικές αρχές που έπρεπε να διαθέτει η Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος χρόνια τώρα.

¨ Αρχή Πρώτη : Ελληνική Εξωτερική Πολιτική δεν μπορεί να σημαίνει παρά την πολιτική που εκάστοτε συμφέρει την Ελλάδα. Οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική και όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός. Αρκεί μία υπόθεση για να κατανοήσουμε τα παραπάνω. Αν η ομόδοξή μας Σερβία είχε 60 εκατ. κατοίκους και ηγεμόνευε στα Βαλκάνια, ζητώντας να κατέβει στην Θεσσαλονίκη, και η Τουρκία είχε 20 ή 30 εκατ. κατοίκους και αισθανόταν να απειλείται εξίσου από την Σερβική επέκταση, τότε Ελλάς και Τουρκία θα ήταν εγκάρδιοι φίλοι και σύμμαχοι. Μακραίωνες φιλίες, κοινοί πολιτισμικοί δεσμοί, συναισθηματικές κοινότητες ή ρομαντικοί μεγαλοϊδεατισμοί έχουν την σταθερότητα της κινούμενης άμμου. Δεν μπορούν ποτέ να προσδιορίζουν την ίδια την πολιτική.

¨ Αρχή Δεύτερη (ή η άλλη όψη της πρώτης) : Αν το Ελληνικό Συμφέρον πρέπει να είναι ο μοναδικός γνώμονας της εξωτερικής πολιτικής, είναι γιατί και η εξωτερική πολιτική των άλλων χωρών στηρίζεται αποκλειστικά στην εκτίμηση του συμφέροντός τους, τότε κρίνεται υποχρεωτική η ευθυγράμμιση και της δικής μας πολιτικής στο μοτίβο αυτό.

¨ Αρχή Τρίτη : Ο συμβιβασμός στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή η προσαρμογή προς την εκάστοτε πραγματικότητα, έχει απόλυτη αξία. Καμία ουσιαστική στρατηγική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αφήσει στην άκρη τόσο τα σωβινιστικά όσο και τα ειρηνιστικά ιδεολογήματα · στόχος της είναι ακριβώς η υπέρβαση τους. Η Εθνική Στρατηγική δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερή, ούτε σωβινιστική, ούτε διεθνιστική. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της εκάστοτε κατάστασης. Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η Εθνική μας Στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, που αρχίζει από το συμβιβασμό και τελειώνει στον πόλεμο.

¨ Αρχή Τέταρτη: Σε εποχές μεταβατικές με ασταθή τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων, κανείς δεν είναι τόσο μεγάλος για να μπορεί να αδιαφορήσει έναντι οποιουδήποτε «μικρού», όπως και κανείς δεν είναι τόσο μικρός, ώστε να είναι εντελώς άχρηστος κατά τη διαμόρφωση των οποιοδήποτε διεθνών καταστάσεων. Από την πρόταση αυτή πηγάζουν τρεις (3) πρακτικοί κανόνες :

1. Δεν είμαστε εμείς στο πλευρό των Δυτικών δυνάμεων, αλλά οι δυτικοί βρίσκονται στο πλευρό μας (όχι γιατί είμαστε κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, όπως πιστεύεται, αλλά γιατί ο ρόλος της Ελλάδος είναι το ίδιο χρήσιμος στη δυτική παράταξη, όσο χρήσιμη ενδεχομένως είναι η δυτική κάλυψη στον ελληνικό χώρο)

2. Εφόσον η ισοτιμία μικρών και μεγάλων είναι το παράδοξο επακόλουθο της μεταβατικής εποχής μας, φυσικό είναι να μην υπάρχουν υποανάπτυκτες και ανεπτυγμένες χώρες, παρά υποανάπτυκτες και ανεπτυγμένες κυβερνήσεις.

3. Μικροί και μεγάλοι συνέταιροι σε συμμαχικά σύνολα υπακούουν στην αρχή της καθολικότητας και αμοιβαιότητας.

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

Παλιές Ψευδαισθήσεις & Νέες Ευκαιρίες της Εξωτερικής μας Πολιτικής

Παλαιές Ψευδαισθήσεις & Νέες Ευκαιρίες της Εξωτερικής μας Πολιτικής

Τα ζητήματα που θα εξετάσουμε στην αναλυτική αυτή προσέγγιση είναι τρία:


* Πρώτον, η σχέση ανάμεσα στην Ατλαντική συνεργασία και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Πόσο θα επηρεάσει την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία η ενιαία Ευρώπη, ποιος μπορεί να είναι ο ενδεχόμενος «ανταγωνισμός» ανάμεσά τους ή το πιθανό πεδίο της συνεργασίας μεταξύ τους. Τι ευκαιρίες και τι κίνδυνοι δημιουργούνται για την Ελλάδα, στην περίπτωση που υπάρξει ανταγωνισμός ή νέο πεδίο συνεργασίας Ευρώπης - ΗΠΑ.


* Δεύτερον, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Διεύρυνση και η δυναμική της σε ότι αφορά τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα γενικότερα και τη δυναμική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης πιο συγκεκριμένα.


* Τρίτον: Ποια είναι η εσωτερική δυναμική της κρίσης στην Τουρκία, και πώς μπορεί να επηρεαστεί από τρεις κατηγορίες διεθνών τάσεων: Από τις εξελίξεις στη ίδια της Μέση Ανατολή, από τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης, και από την δυναμική των Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.


Και μια προκαταρτική διευκρίνιση: τα τρία βασικά ερωτήματα που θέσαμε αφορούν πεδία εξελίξεων, μεταξύ τους «διακριτά», αλλά όχι απολύτως «ανεξάρτητα». Για παράδειγμα, το τι θα συμβεί στις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ μπορεί να επηρεάσει και την ίδια δυναμική της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (και αντιστρόφως, βεβαίως). Το τι ακριβώς θα συμβεί με την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση μπορεί να παίξει ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία κοκ. Ωστόσο, ξεχωρίσαμε αυτά τα τρία «διακριτά πεδία» για μεθοδολογικούς λόγους περισσότερο, και χωρίς να παραβλέπουμε την «ανάδραση» (feedback) που υπάρχει μεταξύ τους.


Σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης


Εδώ υπάρχουν τέσσερα σημαντικά στοιχεία:


* Πρώτον, η μετατόπιση της έμφασης της αμερικανικής στρατηγικής, από την Ευρώπη στην Ασία. Ήδη από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου (με την ΕΣΣΔ), το μείζον πρόβλημα των ΗΠΑ είναι τι ακριβώς θα κάνει με την Κίνα. Η οποία έχει ήδη κλείσει δύο δεκαετίες με ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ της πάνω από 6%, επίτευγμα χωρίς γνωστό ιστορικό προηγούμενο.


Παρά το γεγονός ότι η Κίνα ξεκίνησε την αναπτυξιακή της «έκρηξη», στα τέλη της δεκαετίας του ’70, από πολύ χαμηλά επίπεδα (ένδειας) - γεγονός που κατά κάποιο τρόπο μετριάζει το αποτέλεσμα των εντυπωσιακών ρυθμών μεγέθυνσης για μεγάλό χρονικό διάστημα - είναι, ωστόσο, η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο (έχει μόνη της σήμερα όσο πληθυσμό είχε στην αρχές του 20ου Αιώνα όλη η υφήλιος!) Πράγμα που σημαίνει ότι η συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας, ακόμα και με μετριότερους ρυθμούς, πολύ σύντομα θα δημιουργήσει εσωτερικούς κραδασμούς αφενός (αφού παραμένει μη δημοκρατικό καθεστώς), ενώ θα κλονίσει και τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων αφετέρου.

Ακριβώς λόγω του μη δημοκρατικού καθεστώτος της, η πολιτική της Κίνας ρέπει προς τον εθνικισμό (αν και όχι, κατ’ ανάγκην, προς τον τυχοδιωκτισμό, που ο εθνικισμός συχνά συνεπάγεται). Συνεπώς, η Κίνα έχει όλα τα στοιχεία για να μετατεθεί στο επίκεντρο του αμερικανικού στρατηγικού ενδιαφέροντος είτε αυτό ομολογείται στην Ουάσιγκτων είτε όχι.

Αν ισχύει το προηγούμενο, αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία αποκτά για την αμερικανική στρατηγική το ρόλο της «απαραίτητης συμμάχου» για την «συγκράτηση» της Κίνας. Εδώ έχουμε την ανάδειξη ενός στρατηγικού «τριγώνου», παρόμοιου με αυτό που δημιουργήθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (μετά το 1970), αλλά αντιθέτου «φοράς»:


Τότε η «τριγωνική σχέση» Ουάσιγκτων-Πεκίνου-Μόσχας αφορούσε την προσπάθεια της Ουάσιγκτων να χρησιμοποιήσει την στρατηγική «σύζευξη» με τη Μαόϊκή (και μετα-Μαοϊκή) Κίνα, για να εμποδίσει τον ηγεμονισμό της τότε «αντίπαλης υπερδύναμης», δηλαδή της Μόσχας. Τώρα δημιουργείται η μεγάλη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια στρατηγική «σύζευξη» Ουάσιγκτων-Μόσχας για να εμποδιστεί ο αναδυόμενος ηγεμονισμός της Κίνας.

Ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε με τους Αμερικανούς να ζουν τον εφιάλτη της πιθανής συμμαχίας δύο «Κομμουνιστών γιγάντων της Ασίας», εναντίον της Αμερικής. Και τελείωσε με νίκη των ΗΠΑ, όταν χρησιμοποίησαν τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο «Κομμουνιστών γιγάντων», για να εξουδετερώσουν το (τότε) μεγαλύτερο ή πιο «επίφοβο».

Τώρα, έχουν την επιλογή - και τον «πειρασμό» - να συμμαχήσουν με τους ηττημένους του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη (Ρωσία), για να συγκρατήσουν την ενίσχυση του πρώην συμμάχου τους στην Ασία (Κίνα). Και ο «πειρασμός» να καταφύγουν σε αυτή τη στρατηγική μεγαλώνει, καθώς είναι η μόνη επιλογή για τις ΗΠΑ, και η ίδια η Κίνα έχει ανάγκη να τροφοδοτήσει τις εθνικές φιλοδοξίες του λαού της προκειμένου να σφυρηλατήσει την ενότητα μιας κοινωνίας που μεταλλάσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.

Η βαθμιαία αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ προς τη Ρωσία υποκινείται από ανάγκες πέραν του ευρωπαϊκού ορίζοντα, από τις «ασιατικές προτεραιότητες» της πολιτικής τους, προτεραιότητες, που τείνουν να αποτελέσουν και τη «ραχοκοκκαλιά» των αμερικανικών στρατηγικών διλημμάτων στην μετα-Ψυχροπολεμική εποχή. Το γεγονός ότι τα διλήμματα αυτά βρίσκονται εκτός «ευρωπαϊκού ορίζοντα», εμπεριέχει και το μεγάλο κίνδυνο να τα υποτιμήσει η Ευρώπη, που έχει μάθει να βλέπει τον κόσμο με επίκεντρο τον εαυτό της.


* Δεύτερον, μετά τα δραματικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, η αμερικανική στρατηγική στράφηκε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Και στο νέο αυτό πεδίο υψίστης στρατηγικής προτεραιότητας, ανακάλυψε ότι η Ρωσία είναι πολύ πιο «αξιόπιστη» ως σύμμαχος σε σύγκριση με την «Ατλαντική» Ευρώπη. Η Ρωσία έχει η ίδια ανοικτό πρόβλημα με την καταπολέμηση των αποσχιστικών κινημάτων (Τσετσενία), που προσφεύγουν σε τρομοκρατικά χτυπήματα μέσα στην ενδοχώρα της. Κι έτσι, στο μέτωπο κατά της τρομοκρατίας η Ρωσία είναι «φυσικός» σύμμαχος των ΗΠΑ


Επίσης, η Ρωσία έχει «ανοικτούς λογαριασμούς» με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, ο οποίος λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στις περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες με τις οποίες γειτνιάζει. Η Μόσχα είχε, επίσης, «ανοικτούς λογαριασμούς» με τους Ταλιμπάν, ήδη από την εποχή της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Ακόμα, η Ρωσία γειτονεύει με τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, που αποτελούν τη «φυσική κοιτίδα» του προβλήματος. Επί πλέον, η Ρωσία γειτνιάζει με όλες τις χώρες που αποτελούν τον λεγόμενο «άξονα του κακού» - με τη Βόρειο Κορέα στην Άπω Ανατολή, με το Ιράν και το Ιράκ στην Μέση Ανατολή.
Ακόμα και χωρίς να υπήρχε η στρατηγική σπουδαιότητα της Ρωσίας στον αμερικανικό στόχο «συγκράτησης» της Κίνας, που αναδείχθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η σημασία της Ρωσίας, αλλά και η προθυμία της να συνεργαστεί στην αποτελεσματική καταπολέμηση της τρομοκρατίας, θα την καθιστούσε τον πιο πολύτιμο δυνητικά σύμμαχο των ΗΠΑ διεθνώς.

Πολύ περισσότερο, που ο συνδυασμός των δύο αυτών στρατηγικών προτεραιοτήτων καθιστά τη σημασία της Ρωσίας για τους αμερικανούς στρατηγικούς σχεδιασμούς μοναδική και αναντικατάστατη.

Με τη βοήθεια της Ρωσίας, οι ΗΠΑ μπορούν να επιτύχουν το 100% των στόχων τους μεσοπρόθεσμα. Χωρίς τη Ρωσία, το κόστος και το ρίσκο των ΗΠΑ ανεβαίνει υπέρμετρα. Και εναντίον της Ρωσίας είναι αδύνατο να επιτύχουν έστω και το 20% των διακηρυγμένων στόχων τους.

Η Ρωσία το γνωρίζει αυτό και θα προσπαθήσει να αποσπάσει τα μείζονα «ανταλλάγματα». Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί (πέραν όσων ακόμα εμφορούνται από τα στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου), γνωρίζουν ότι τα όποια ανταλλάγματα προσφέρουν στη Ρωσία δεν κινδυνεύουν να αναδείξουν ένα νέο αντίπαλο στην παγκόσμια ηγεμονία τους. Η Ρωσία φιλοδοξεί να γίνει εκ νέου περιφερειακή μεγάλη δύναμη. Αν προσπαθήσει να ξαναγίνει «μείζων υπερδύναμη», μάλλον θα συσπειρώσει εναντίον της περισσότερους αντιπάλους απ’ όσους μπορεί να αντιμετωπίσει.
Χωρίς το υπόβαθρο της Κομμουνιστικής ιδεολογίας, η Ρωσία δεν μπορεί να ξαναγίνει «επίφοβη» για τις ΗΠΑ. Συνεπώς, οι ΗΠΑ μπορούν άφοβα να συνεργαστούν μαζί της, γιατί εξουδετερώνουν το σύνολο των σημερινών αντιπάλων τους, χωρίς να κινδυνεύουν να δημιουργήσουν ένα μείζονα «ανταγωνιστή» στο μέλλον.
Υπογραμμίζουμε, στο σημείο αυτό, ότι τόσο η μετατόπιση της έμφασης των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων στην Ασία, όσο και η ανάδειξη των Ρωσίας στον πολυτιμότερο μακροχρόνια σύμμαχο των ΗΠΑ, σημαίνει, μεταξύ άλλων, και υποβάθμιση της σημασίας της Ατλαντικής σχέσης. Δηλαδή, της σημασίας της Ευρώπης για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς και τα μακροχρόνια συμφέροντα των ΗΠΑ διεθνώς.


* Τρίτον, η ίδια η Ευρώπη, στηρίζεται αυτή τη στιγμή σε μιαν αντίφαση: Οι Ευρωπαίοι στηρίζουν την ενοποίησή τους στις αμερικανικές «εγγυήσεις ασφαλείας», δηλαδή το ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, το σημαντικότερο επίτευγμα αυτής της ενοποίησης είναι το ενιαίο νόμισμα της ευρωζώνης, το οποίο αρχίζει να ανταγωνίζεται το δολάριο ως παγκόσμιο κεντρικό νόμισμα. Βέβαια, ο ανταγωνισμός δεν είναι, αναγκαστικά, «μηδενικού αθροίσματος». Αλλά δεν παύει να είναι ανταγωνισμός.


Και οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, συνειδητοποιούν, όλο και περισσότερο, ότι οι ίδιοι, έχουν αναλάβει, εν μέρει τουλάχιστον, το κόστος των ευρωπαϊκών εγγυήσεων ασφαλείας, ώστε να καταφέρουν οι Ευρωπαίοι να τους ανταγωνίζονται αποτελεσματικότερα για παγκόσμια νομισματική ηγεμονία. Αυτό είναι μια αντίφαση, που δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ…
Πέραν του ότι η ατλαντική σχέση έχει μειωμένο όφελος για τις ΗΠΑ, αρχίζει να έχει και δυσανάλογο «κόστος ευκαιρίας» (opportunity cost). Κι όταν κάτι καθίσταται όλο και λιγότερο ωφέλιμο όλο και περισσότερο δαπανηρό, αποδυναμώνεται συνεχώς.


* Τέταρτον, οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους (πλην Βρετανών, κυρίως), αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η περαιτέρω ενοποίησή τους δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς στην ανάδειξη και εμπέδωση της «ενιαίας ευρωπαϊκή ταυτότητας». Και μια ενιαία ταυτότητα απαιτεί μια κοινή «ετερότητα» - δηλαδή μια κοινή διάκριση από κάτι άλλο. Ο ίδιος ο Χένρυ Κίσσιγκερ, στο πρόσφατο βιβλίο του «Αυτοκρατορία ή ηγέτιδα δύναμη» (όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το Does the US need a foreign policy in the 21st Century?), γραμμένο μόλις στις αρχές του 2001, επισημαίνει ότι αυτή η, παραδοσιακά «γαλλική», άποψη «δηλητηριάζει» και «δυναμιτίζει» την Ατλαντική σχέση. Προειδοποιεί μάλιστα: Αν συνεχίσουν οι Ευρωπαίοι να προσπαθούν να συγκροτήσουν την «ενιαία ταυτότητά τους» σε αντιπαράθεση προς τις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτων, από την πλευρά της, αργά ή γρήγορα θα προβεί σε «αντίποινα».

Το πρόβλημα είναι ότι τον τελευταίο χρόνο, και με αφορμή την αμερικανική επίθεση στο Ιράκ, στην γαλλική άποψη προσχώρησε και η Γερμανία.
Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι επίκειται κάποια «σύγκρουση» ΗΠΑ-Ευρώπης, ή, πολύ περισσότερο, η «διάλυση» του ΝΑΤΟ. Σημαίνει, ωστόσο, ότι όσο οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να προωθήσουν την ενοποίησή τους σε ανώτερο στάδιο θα αυτονομούνται από τις ΗΠΑ, η αυτονόμηση αυτή θα «βιώνεται» από τμήματα των κοινωνιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως «έρπουσα αντιπαλότητα». Η αντιπαλότητα αυτή, είτε θα οδηγήσει την Ουάσιγκτων να υποβαθμίσει την Ατλαντική σχέση (πολύ περισσότερο που τώρα έχει άλλες προτεραιότητες και βρίσκει αλλού πολύτιμους «συμμάχους») είτε θα εξαναγκάσει την Ουάσιγκτων να προκαλέσει σοβαρό ρήγμα μέσα στην Ευρώπη. Κι έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Ή έστω να το επιχειρήσει…

Διλήμματα Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης


Όσον αφορά τη δυναμική της ίδιας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, παλαιότερα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 90, το κυρίαρχο δίλημμα ήταν, αν θα δίνονταν η έμφαση στην «διεύρυνση» ή στην «εμβάθυνση». Τελικώς, οι Ευρωπαίοι κατάργησαν το δίλημμα – προσπάθησαν να κάνουν και τα δύο. Έτσι, σήμερα έφτασαν «αισίως» τα 25 μέλη (μαζί με τα 10 κράτη των οποίων η έγκριση ψηφίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία επικύρωσης από τα εθνικά Κοινοβούλια). Αλλά αυτή η «υπέρβαση» του διλήμματος δεν έλυσε το πρόβλημα, απλώς το μετασχημάτισε σε κάτι άλλο, πιο σοβαρό και πιο πιεστικό πλέον.
Έτσι όπως εξελίχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα. Για να τα λύσει πρέπει να μετασχηματιστεί. Αλλά, προς ποια κατεύθυνση; Να μετασχηματιστεί, σε τι ακριβώς; Εδώ υπάρχουν δύο διαθέσιμα «μοντέλα»:


-- Μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια ΣΥΝονομοσπονδία εθνικών κρατών. Το καθένα θα διατηρήσει την κυριαρχία του, αλλά θα εκχωρήσει κάποιες κρίσιμες εξουσίες στα κοινοτικά όργανα.

--Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το Ομοσπονδιακό μοντέλο, η περιβόητη «γερμανική» πρόταση Φίσσερ, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη βαθμιαία θα μετασχηματιστεί σε ένα ενιαίο «κυριαρχικό χώρο», με εσωτερική νομιμοποίηση από κεντρικά αντιπροσωπευτικά όργανα.

Με αρκετή «δόση» (υπερ)απλούστευσης, θα λέγαμε ότι το δίλημμα «διεύρυνση ή εμβάθυνση», μετασχηματίστηκε πλέον, σε επιλογή ανάμεσα στην «Συνομοσπονδία κυριάρχων εθνικών κρατών, ή στην ενιαία Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία πλήρους ενιαίας κυριαρχίας και εσωτερικής νομιμοποίησης».
Στο συμβολικό επίπεδο οι δύο προτάσεις «αναμετρήθηκαν» στο πεδίο της θεσμικής μεταρρύθμισης: ανάμεσα στην πρόταση ενίσχυσης του «διακυβερνητικού» χαρακτήρα της Ένωσης, δηλαδή του Συμβουλίου, ή της προώθησης του Ομοσπονδιακού μοντέλου με ενίσχυση της Κομμισσιόν (Επιτροπής) και του Ευρωκοινοβουλίου. Ανάμεσα στην προοπτική ενός ισχυρού Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα εκφράζει τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της Ένωσης και την ΣΥΝομοσπονδιακή προοπτική της, ή τον πρόταση αναβάθμισης των εξουσιών από ένα ισχυρό Πρόεδρο της Επιτροπής (Κομμισιόν), εκλεγμένο και νομιμοποιημένο από το (αυξημένων εξουσιών) Ευρωκοινοβούλιο, που θα συμβολίζει την Ομοσπονδιακή μετεξέλιξή της.

Τελικώς, επικράτησε ένας χαρακτηριστικά ευρωπαϊκός «συγκερασμός-συμβιβασμός» των δύο απόψεων. Η Ευρώπη θα έχει ένα αναβαθμισμένο Πρόεδρο του Συμβουλίου και ένα, επίσης αναβαθμισμένο, Πρόεδρο της Κομμισσιόν, πράγμα βεβαίως που δημιουργεί τον κίνδυνο της «δυαρχίας». Μόνο που αυτός ο κίνδυνος είναι για την ώρα μειωμένος, διότι στην πρόταση (και μιλάμε για προτάσεις ακόμα) υπονοείται σαφώς, το ΣΥΝομοσπονδιακό μοντέλο διατήρησης των εθνικών κρατών και της εθνικής κυριαρχίας. Ο κ. Φίσσερ, άλλωστε, δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του...

Άλλωστε, ο Συνομοσπονδιακός χαρακτήρας φαίνεται καθαρά από τον πρόταση Ντ’ Εσταίν, να υπάρξει σαφής διαδικασία αποχώρησης ενός κράτους από τον Ένωση. Το ζήτημα είναι τεράστιο και θα μείνει για αρκετό διάστημα ανοικτό. Δείχνει πάντως, ότι, για την ώρα τουλάχιστον, οι ευρωπαίοι κρατάνε τις εθνικές υποδιαιρέσεις τους ως βασικό συστατικό της νέας «αρχιτεκτονικής» τους.
Η Ευρώπη και πάλι δεν διάλεξε ανάμεσα στις ιστορικά διακριτές εναλλακτικές λύσεις (Συνομοσπονδία εθνικών κρατών ή ενιαία Ομοσπονδία). Αναζήτησε τον «τρίτο δρόμο» ανάμεσά τους, αλλά με σαφή την απόκλιση υπέρ της Συνομοσπονδίας κυριάρχων κρατών.

Πρόκειται για ιστορικά πρωτότυπο πείραμα εθελοντικής σύγκλισης (με ελευθερία και δημοκρατία). Τα κράτη θα εξακολουθούν να ασκούν κυριαρχία, αλλά ταυτόχρονα θα εκχωρούν εξουσίες στα Κοινοτικά όργανα. Μόνο που η εκχώρηση εξουσιών δεν θα θίξει την άμυνα, καθώς η Γερμανία και η Βρετανία δεν είναι διατεθειμένες στο ορατό μέλλον, να θέσουν υπό Κοινοτικό έλεγχο τα πυρηνικά του οπλοστάσια. Καθώς, δε, η εκχώρηση εξουσιών σε Κοινοτικά όργανα δεν μπορεί να θίξει την άμυνα, αυτό έχει και μια παραιτέρω συνέπεια: δεν μπορεί, επίσης, να καταργήσει τον εθνικό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής.
Οπότε η Κοινή Ευρωπαϊκή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Άμυνας (ΚΕΠΠΑ) θα είναι μια συνεχής προσπάθεια σύγκλισης επί μέρους εθνικών προτεραιοτήτων - όχι κατάργησης εθνικών προτεραιοτήτων στο όνομα των «κοινών ευρωπαϊκών συμφερόντων». Θα είναι «κοινή», αλλά ΔΕΝ θα είναι «ενιαία».


ΚΕΠΠΑ: «Kοινή Πολιτική» ή «Ενιαία» Πολιτική;


«Κοινή πολιτική» σημαίνει ότι κάθε χώρα-μέλος θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις προτεραιότητες των άλλων, εφ’ όσον είναι συμβατές με τις δικές της και θα στηρίζει διπλωματικά τις προτεραιότητες των υπολοίπων, εφ’ όσον λαμβάνει αντίστοιχη στήριξη στις δικές της προτεραιότητες. Θα συγκροτηθεί, τελικώς, μια κοινή «λίστα προτεραιοτήτων πολιτικής», συμβατών μεταξύ τους, με ευρύτερη στήριξη από όλα (ή τουλάχιστον, τα περισσότερα) κράτη-μέλη της Ένωσης.
Θα πρόκειται, μάλλον, για ένα «συνεργατικό» (cooperative) σχήμα εξωτερικής πολιτικής – ένα «καρτέλ διπλωματίας». Αλλά, όπως συμβαίνει με όλα τα «καρτέλ», θα είναι εγγενώς ασταθές και «ευάλωτο». Κάθε χώρα θα στηρίζει πολιτικές των υπολοίπων, μόνο στο βαθμό που θα είναι συμβατές με τις δικές της και μόνο μέχρι του σημείου, όπου το όφελός της (από την ανταποδοτική στήριξη των υπολοίπων) θα είναι μεγαλύτερο από κόστος ή το ρίσκο που αναλαμβάνει η ίδια.
«Ενιαία πολιτική», αντιθέτως, θα σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό: μοναδική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, που δεν υπόκεινται σε εσωτερική διαπραγμάτευση (μεταξύ αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων των χωρών-μελών) και η υποστήριξή τους έχει διάρκεια και συνέχεια.

Πέρα από το πρόβλημα των πυρηνικών οπλοστασίων που αφορά στην απροθυμία δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέσουν τέτοια όπλα σε Κοινοτικό έλεγχο, υπάρχουν και οι διακριτές εθνικές προτεραιότητες που δεν επιτρέπουν ενιαία πολιτική, ή τουλάχιστον δεν επιτρέπουν να απαλειφθεί το «δούναι και λαβείν» της εσωτερικής διαπραγμάτευσης μέσα στην Ένωση. Ήδη στην περίπτωση του Ιράκ είχαμε τη Βρετανία να ταυτίζεται πλήρως με την Αμερικανική πολιτική, την Γερμανία να διαφοροποιείται μέχρι…παρεξηγήσεως, τη Γαλλία να κρατά αρχικά μια στάση «ενδιάμεση», ενώ αργότερα μετακινήθηκε προς τις γερμανικές αντιρρήσεις.
Οι μεγάλες χώρες της Ένωσης μοιάζουν να επιθυμούν ένα «ενδιάμεσο» τύπο «Ολοκλήρωσης»: μιαν «Ένωση» που λειτουργεί ως διακυβερνητική Συνομοσπονδία για τις ίδιες και ως ενιαία Ομοσπονδία για τις μικρότερες χώρες. Να κρατήσουν οι ίδιες την εθνική πολιτική ιδιαιτερότητα και κυριαρχία τους, αλλά να απαλλοτριώσουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες των μικροτέρων χωρών. Θέλουν ένα «καρτέλ» που να αποτελεί συνεργατικό παίγνιο για τρεις – το πολύ τέσσερις – «μεγάλους» της Ευρώπης, με όλους τους υπόλοιπους να ευθυγραμμίζονται σιωπηλά. Εξ άλλου, μια εσωτερική διαπραγμάτευση είναι εφικτή ανάμεσα σε τρεις ισχυρούς πόλους, αλλά είναι πρακτικά ανέφικτη ή εξαιρετικά ασταθής ανάμεσα σε 25 διαφορετικούς «πόλους», ακόμα κι αν ληφθεί υπ΄ όψιν το άνισο ειδικό βάρος του καθενός.
Επειδή, όμως, Ένωση δύο ταχυτήτων είναι εφικτή, αλλά Ένωση δύο διαφορετικών και ασύμβατων «ποιοτήτων» (Συνομοσπονδία για κάποιους και Ομοσπονδία για τους υπόλοιπους) είναι αδιανόητη, η «ενδιάμεση» λύση καταλήγει τελικώς σε μια ένωση εθνικών κρατών, με σύγκλιση εθνικών πολιτικών και προτεραιοτήτων, με κοινή αλλά όχι ενιαία εξωτερική πολιτική.


ΝΑΤΟ: «Σύστημα Ασφαλείας» ή «Συμμαχία»;


Αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να είναι συμβατό με μια τέτοια Ευρωπαϊκή Ένωση, στην από δω πλευρά του Ατλαντικού, μόνον εφ’ όσον το ίδιο το ΝΑΤΟ μετεξελιχθεί από «Συμμαχία» που είναι ως σήμερα σε «Σύστημα συλλογικής Ασφαλείας».
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι σημαντική, αν και έχει αγνοηθεί στην Ελλάδα. Ένα Σύστημα συλλογικής Ασφαλείας υπερασπίζεται κοινές αρχές κι έχει κοινές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Μια Συμμαχία έχει κοινό αντίπαλο και κοινό μηχανισμό αντιμετώπισής του με εσωτερικό επιμερισμό του κόστους μεταξύ των μελών του.

«Συμμαχία» σημαίνει δέσμευση σε κοινή έμπρακτη υποστήριξη έναντι κοινού εχθρού. «Σύστημα συλλογικής ασφαλείας» σημαίνει δέσμευση σε κοινά αποδεκτές διαδικασίες διευθέτησης κρίσεων, και κοινές αρχές, που αφορούν περισσότερο την επικοινωνιακή διάσταση και τα προσχήματα της διπλωματίας, μάλλον, παρά εκ των προτέρων δεσμεύσεις πρακτικής συμπεριφοράς ή σαφή ανάληψη κόστους και ρίσκου.
Ένα Σύστημα Ασφαλείας μειώνει τους κινδύνους, υπό προϋποθέσεις, και μάλιστα σε «ήπιες» περιπτώσεις προστριβών, αλλά ΔΕΝ αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα ασφαλείας σε περιόδους κρίσεων.

Η ίδια η επιλογή των Ευρωπαίων για «κοινή» (και όχι «ενιαία») εξωτερική πολιτική, προσφέρει στις ΗΠΑ τα περιθώρια να προσπαθήσουν να επηρεάσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προσεταιριζόμενες χώρες-μέλη που δυσφορούν με την άποψη της εκάστοτε ευρωπαϊκής «πλειοψηφίας». Αυτό δεν είναι μια «ενδεχόμενη» επιλογή για την Ουάσιγκτων είναι μια «αναγκαστική και αναπόφευκτη» επιλογή της Ουάσιγκτων στο εξής - και είναι βέβαιο ότι θα αποδυναμώσει την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.
Θα προσφέρει στις «περιφερειακές» χώρες της ίδιας της Ένωσης (ή στις χώρες που βρίσκονται στην «περίμετρό» της) το κίνητρο να «προσεταιριστούν» τις ΗΠΑ, για να αποφύγουν την περιθωριοποίησή τους μέσα στην (ή γύρω από την) Ένωση.
Και θα προσφέρει στις ΗΠΑ το κίνητρο να ανταποκριθούν σε τέτοιες «ευκαιρίες», ακριβώς για να αποθαρρύνουν τις ισχυρές χώρες της Ένωσης από μια πιο «ανεξάρτητη στάση» ή πολύ περισσότερο για να αποθαρρύνουν εκ μέρους της Ευρώπης μια στάση μη «ευμενή» προς τους εκάστοτε σχεδιασμούς της Ουάσιγκτων.
Είναι ειρωνικό, αλλά ένα μοντέλο «Κοινής» πλην όχι «Ενιαίας» εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη, μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, μόνον όταν συμπλέει πλήρως με τις επιλογές της Ουάσιγκτων, δηλαδή όταν ΔΕΝ χρειάζεται…

Αντίθετα, σε περιπτώσεις που υπάρχει απόκλιση προτεραιοτήτων μέσα στην Ένωση, ή ανάμεσα στην Ένωση και στις ΗΠΑ, τότε η Ουάσιγκτων έχει τη – θεωρητική τουλάχιστον - δυνατότητα να ακυρώνει την «Κοινή» πολιτική (επειδή ακριβώς ΔΕΝ είναι «ενιαία»).

Το τελικό συμπέρασμα, στο σημείο αυτό, αφορά την Ελλάδα, ως περιφερειακή ή μεσαία χώρα της Ένωσης. Είναι υποχρεωμένη να αποβάλλει τις ψευδαισθήσεις της, ότι μπορεί να υπάρξει «ενιαία πολιτική» στο εγγύς μέλλον. Είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει δραστήρια, ευέλικτα και αποφασιστικά σε όλη την «εσωτερική διαπραγμάτευση» της ΚΕΠΠΑ, αλλά να μην υποκαταστήσει την εθνική της διπλωματία με την ΚΕΠΠΑ.

Εθνική διπλωματία - δηλαδή εθνικές προτεραιότητες, συμμαχίες, σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες, για την υποστήριξη των προτεραιοτήτων αυτών – χρειάζεται επειγόντως η Ελλάδα για δύο λόγους: Πρώτον, για να επηρεάσει την ίδια την «εσωτερική διαπραγμάτευση» της Ευρώπης, από την οποία θα προκύψει η Κοινή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεύτερον, για να καλύψει εκείνα τα κενά ασφαλείας που δεν θα μπορεί, από τη, «ελλειπτική» φύση της, να καλύψει η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική.

Η Κοινή Πολιτική ΔΕΝ καταργεί ΟΥΤΕ υποβαθμίζει την ανάγκη εθνικής διπλωματίας (ή πολύ περισσότερο Άμυνας) για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Το αντίθετο: στηρίζεται στην ψευδαίσθηση ότι θα υπάρξει στο εγγύς μέλλον «Ενιαία» πολιτική στην Ευρώπη, και μάλιστα τέτοια που θα λαμβάνει πλήρως υπ’ όψιν τα ελληνικά προβλήματα και τις ανάγκες ασφαλείας. Αλλά, όπως δείξαμε, η Ευρώπη αναζητά «Κοινή» πολιτική - όχι «Ενιαία» πολιτική.

Επίσης, η επιλογή της Κοινής μάλλον, παρά της «ενιαίας πολιτικής» δεν αποτελεί προσωρινή βούληση των ευρωπαϊκών κρατών που αύριο μπορεί να αλλάξει, αλλά αποτέλεσμα εγγενών περιορισμών του ίδιου του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, που συνδέεται άμεσα με τον διακυβερνητικό μάλλον, παρά Ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ένωσης που οικοδομείται.

Τέλος, το ΝΑΤΟ εξελίσσεται σε Σύστημα Ασφαλείας, όχι σε Συμμαχία. Έτσι τα κράτη μέλη – και ιδίως αυτά της περιφέρειας – χρειάζονται επειγόντως εθνική διπλωματία και πολιτική εθνικής άμυνας, που δεν θα αγνοεί την Ευρωπαϊκή διάσταση ούτε τη Νατοϊκή διάσταση, αλλά δεν θα «επαναπαύεται» ούτε στην ΚΕΠΠΑ ούτε στο ΝΑΤΟ.


Όρια και χαρακτήρας της Ενωσης


Η επιλογή για το μελλοντικό χαρακτήρα της Ένωσης, επηρεάζει, όπως είναι φυσικό και τα όρια της διεύρυνσής της.


-- Αν η Ευρώπη μετασχηματιζόταν σε ένα «κοινό οικονομικό χώρο», χωρίς φιλοδοξίες πολιτικής ενοποίησης (το μοντέλο της πολύ χαλαρής ΣΥΝομοσπονδίας), τότε πρακτικά η διεύρυνση δεν θα είχε γεωγραφικά όρια μακροπρόθεσμα. Θα «χώραγαν» στους κόλπους της όσες χώρες ήθελαν να συναποτελέσουν με τα σημερινά μέλη μιαν «ανοικτή αγορά», εφ’ όσον πληρούσαν κάποιες τεχνικού χαρακτήρα προϋποθέσεις (δημοσιονομικής σταθερότητας, νομισματικής ισορροπίας κλπ).


-- Αν πάλι η Ευρώπη μετασχηματιζόταν σε μια σφικτή Ομοσπονδία, ενιαίου κυριαρχικού χώρου, τότε θα υπήρχαν σαφή όρια στην διεύρυνση, αφού κάθε νέο μέλος – ιδιαίτερα αν πρόκειται για μεγάλο κράτος – θα ανέτρεπε τις υφιστάμενες ισορροπίες μέσα σε ολόκληρη της Ένωση, ισορροπίες κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές, και οικονομικές. Ενιαία Ομοσπονδία σημαίνει, ενιαίος κυριαρχικός χώρος, σημαίνει ότι το πώς θα κυβερνάται ολόκληρη η Ένωση μπορεί οριακώς να κριθεί σε ένα μόνο από τα μέλη της. Συνεπώς, κάθε προσθήκη νέων πληθυσμών θα ανέτρεπε τις παλαιές ισορροπίες μέσα σε ολόκληρη της Ενωση, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δυνατότητα μετακίνησης πληθυσμών. Πολλώ μάλλον, που υπάρχει (έστω και δυνητικά) η προοπτική μετακίνηση πληθυσμών, ικανή να αλλάξει και τις κοινωνικές ισορροπίες μέσα σε καθένα από τα κράτη-μέλη.

Το γεγονός ότι η Ευρώπη, μετασχηματίζεται σε ένα «ενδιάμεσο σχήμα», που είναι αρκετά «χαλαρό», ώστε να διατηρεί τη δομή των εθνικών κρατών, αλλά και αρκετά «σφικτό», ώστε να αναγκάζει τα κράτη-μέλη να δεχθούν κοινό καθεστωτικό τρόπο λειτουργίας και «κοινή ταυτότητα», σημαίνει ότι υπάρχουν σαφή όρια διεύρυνσης:
Δεν μπορούν να μπούν στην Ένωση πληθυσμοί που έχουν αισθητά διαφορετική ταυτότητα πολιτισμού, δεν μπορούν να εισέλθουν στην Ένωση μεγάλα κράτη με αισθητά διαφορετικές προτεραιότητες εξωτερικές πολιτικής από τα μεγάλα κράτη μέλη της Ένωσης, δεν μπορούν να εισέλθουν στην Ένωση καθεστώτα των οποίων η ενότητα εξαρτάται από αισθητά διαφορετικές θεσμικές ρυθμίσεις λειτουργίας του πολιτεύματος.

Μια Ένωση, αν είναι πολύ χαλαρή, μπορεί να «χωρέσει» του πάντες, αλλά ΔΕΝ πρόκειται ποτέ να γίνει πολιτική Ένωση. Αν θέλει να είναι πολιτική Ένωση, ΔΕΝ μπορεί να παραμείνει χαλαρή, συνεπώς δεν μπορεί να «χωρέσει» του πάντες. Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μην είναι απολύτως «χαλαρή», και να προχωρήσει σε μορφές πολιτικής ενοποίησης, έβαλε η ίδια όρια στην διεύρυνσή της. Και τα όρια αυτά είναι πολιτισμικά, θεσμικά, γεωπολιτικά και – σε τελευταία ανάλυση – και γεωγραφικά.

Όσοι θέλουν την διεύρυνση της Ένωσης να προχωρά δίχως όρια, οδηγούν την Ένωση σε τέτοια ευρύτητα που να οδηγεί σε απόλυτη χαλάρωση – τελικά, ακυρώνουν την ίδια την Ένωση.


Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση


Από την πλευρά της, η Τουρκία, έχει τα εξής προβλήματα εν όψει της πρόκλησης για την Ευρωπαϊκή της ένταξη:


Αφενός έχει καθεστώς ΜΗ συμβατό με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

Πρόκειται για περίπτωση τελείως διαφορετική από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, την Ισπανία και την Πορτογαλία της δεκαετίας του ’80, την Πολωνία, τη Τσεχία, την Ουγγαρία και τις Βαλτικές δημοκρατίας της δεκαετίας του 2000. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, πρώτα αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία και ύστερα προχώρησε η πλήρης ένταξη - οι ενδιαφερόμενες χώρες είδαν την ένταξη ως βασική εγγύηση θωράκισης των νεοπαγών κοινοβουλευτικών θεσμών.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, ο κοινοβουλευτισμός δεν λειτουργεί εκτός των ορίων της «εποπτείας» εξωκοινοβουλευτικών θεσμών, όπως ο στρατός, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας κλπ. Στην Τουρκία, η ένταξη δεν θεωρείται εγγύηση των θεσμών που ήδη υπάρχουν, αλλά μηχανισμός ανατροπής των «θεσμικών αγκυλώσεων», ώστε να λειτουργήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Το σημερινό καθεστώς της Άγκυρας, καλείται να «διαπραγματευθεί» με τις Βρυξέλλες τους όρους της…ανατροπής του.

Επί πλέον, αν στην Τουρκία αφεθούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί έξω από τον «υψηλή εποπτεία» του στρατού, δεν είναι βέβαιο ότι θα προκύψει τελικώς μια πολιτειακή συγκρότηση συμβατή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θυμίζουμε ότι το ανερχόμενο ρεύμα του πολιτικού Ισλαμ έχει έντονα αντιδυτικές αποχρώσεις και ροπές.

Τέλος, η αποδοχή ορισμένων δικαιωμάτων μειονοτήτων, μπορεί να δημιουργήσει στην Τουρκία πρόβλημα ενότητας - αν όχι άμεσα, ενδεχομένως στο μέλλον. Χωρίς την απειλή της καταστολής εκ μέρους του στρατού, και το πολιτικό Ισλάμ μπορεί να αποκαλύψει ένα (αντιδυτικό) πρόσωπο, που σήμερα αποκρύβει επιμελώς, και οι Κουρδικοί πληθυσμοί της Τουρκία, μπορούν να θέσουν αιτήματα, που σήμερα μόνο παράνομες οργανώσεις διανοούνται να αναδείξουν.
Στην Τουρκία και το καθεστώς και οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις έχουν διαστάσεις «άδηλες»: Υπάρχει, αφενός, το «βαθύ κράτος», που ελέγχει τις εξελίξεις με τρόπους έξω από την δημοκρατική νομιμοποίηση. Όπως υπάρχουν, αφετέρου, και αντικαθεστωτικές δυνάμεις βαθιά ριζωμένες σε στρώματα του πληθυσμού – είτε εθνικιστικές είτε ισλαμικές – που δεν είναι σαφές ποια δυναμική θα απελευθερώσει η απαλλαγή τους από το «χαλινό» των στρατοκρατών.

Προκειμένου να ενταχθεί ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σημερινή Τουρκία, καλείται να διαπραγματευθεί, όχι απλώς κάποιες θεσμικές αγκυλώσεις της, αλλά τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του καθεστώτος της. Για τη σημερινή Τουρκία, η πλήρης ένταξη, απαιτεί θυσίες που δεν θα επιταχύνουν τον «εκδυτικισμό» της, αλλά μπορεί να τον αναστείλουν οριστικά. Δεν θα φέρουν κατοχύρηση της ασφάλειάς της, αλλά μπορεί να επισπεύσουν τον διαμελισμό της. Συνεπώς, η πλήρης ένταξη της Τουρκίας έχει σημαντικότερο κόστος και ρίσκο για τη σημερινή Τουρκία, απ’ ότι είχε η αντίστοιχη διαδικασία ένταξης, για οποιοδήποτε από τα ήδη μέλη της – παλαιότερα και πρόσφατα.

Η Άγκυρα έχει πολλούς λόγους να ζητά σήμερα την πλήρη ένταξη στην Ευρώπη, προκειμένου να αποσπάσει αύριο «ειδική σχέση με την Ευρώπη». Έχει λόγους να διεκδικεί τα μέγιστα, για να κερδίσει τα ελάσσονα, παραχωρώντας τα ελάχιστα.

Η «βολονταριστική» στατηγική των Αθηνών


Συνεπώς, αν ισχύουν τα ανωτέρω, η κατάσταση που διαμορφώνεται στις ευρω-τουρκικές σχέσεις έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά:


* Πρώτον, η Ευρώπη, δεν επιθυμεί την πλήρη ένταξη της Τουρκίας – ακόμα κι αν αποφεύγει να το πεί επισήμως, με απόλυτα σαφήνεια (αν και ημι-επισήμως το έχει ήδη πεί με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνειών). Κι αυτό δεν αποτελεί μιαν «εφήμερη» τάση της Ευρώπης, αλλά ένα «δομικό περιορισμό», που θέτει ο ίδιος ο «τύπος» της ενοποίησης που επιλέγει η Ευρώπη, στο εξής.


* Δεύτερον, η Τουρκία, με τη σειρά της, δεν επιθυμεί την πλήρη ένταξή της στην Ευρώπη – ακόμα κι αν σήμερα μοιάζει (για διαπραγματευτικούς λόγους) να αποτελεί «διακαή της πόθο». Πλην, δεν είναι διατεθειμένη, ούτε το σχετικό κόστος να καταβάλει ούτε το απαραίτητο ρίσκο να αναλάβει, ενώ μακροχρόνια είναι βέβαιο, ότι η πλήρης ένταξή της είναι πέρα από τα όρια ανοχής του καθεστώτος, της ακεραιότητάς της και των «σταθερών» της τουρκικής κοινωνίας. Κι αυτό με τη σειρά του, δεν αποτελεί μιαν εφήμερη στάση του τουρκικού καθεστώτος, αλλά ένα «δομικό περιορισμό», που θέτει η ίδια η «υπόστασή» του και τα μακροχρόνια ανακλαστικά επιβίωσής του.


Η Ευρώπη δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας, και η Τουρκία, από την πλευρά της, δεν «αντέχει» την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνεπώς, η στρατηγική ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας προσκρούει σε δύο βασικούς περιορισμούς, που είναι απίθανο να υπερπηδηθούν, στο ορατό μέλλον.
Προσοχή στο σημείο αυτό: Η Ελληνική στρατηγική έχει σοβαρά ποντάρει στην «ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας» ως βασικό μηχανισμό ανάσχεσης της μακροχρόνια επιθετικής συμπεριφοράς της. Η επιλογή αυτή της Ελληνικής διπλωματίας δεν είναι παράλογη, εκ πρώτης όψεως: Όντως, αν μπορούσε η Τουρκία να γίνει πλήρες μέλος της Ευρώπης, κι αν επιθυμούσε (ή «χωρούσε») η Ευρώπη την Τουρκία ως πλήρες μέλος, κι αν η ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας μπορούσε να «χαλιναγωγήσει» την συμπεριφορά της Άγκυρας, τότε η επιλογή της ελληνικής διπλωματία θα ήταν, πράγματι, «σοφή».

Μόνο που τα τρία αυτά «αν», που προαναφέραμε, αποτελούν ισάριθμες «αφανείς υποθέσεις εργασίας» - οι οποίες δεν ισχύουν. Η Ευρώπη ΔΕΝ επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας, η ίδια η Τουρκία με τη σημερινή καθεστωτική μορφή ΔΕΝ «αντέχει» την πλήρη ένταξη - και αλλαγή καθεστώτος στην Τουρκία ΔΕΝ ξέρουμε τι, ακριβώς, επιφυλάσσει. Τέλος, αν η Ευρώπη «χωρούσε» την Τουρκία θα ήταν πολύ «χαλαρή Ευρώπη» ανίκανη να χαλιναγωγήσει την Άγκυρα. Κι αν ήταν «σφικτή Ευρώπη», ικανή να «χαλιναγωγήσει την Άγκυρα, τότε δεν θα την «χωρούσε», έτσι κι αλλιώς...

Με άλλα λόγια η επιλογή της ελληνικής διπλωματίας, στηρίζεται σε μιαν «Ευρώπη» που σήμερα δεν υπάρχει. Στηρίζεται σε μια «Τουρκία» που, επίσης σήμερα δεν υπάρχει. Στηρίζεται, τέλος, σε μια μελλοντική Ευρώπη, που θα είναι αρκετά «χαλαρή» (για να χωρέσει την Τουρκία) και, ταυτόχρονα, αρκετά «σφικτή» (για να μπορέσει να την «χαλιναγωγήσει»).

Άρα η Ελληνική διπλωματία, σε ότι αφορά το κρίσιμο σκέλος αντιμετώπισης της Τουρκίας μέσω της Ευρωπαϊκής ένταξης στηρίζεται σε προϋποθέσεις που είτε δεν υπάρχουν είτε αντιφάσκουν μεταξύ τους – είτε και τα δύο. Πρόκειται για μια στρατηγική, η οποία στηρίζεται στους «ευσεβείς πόθους» της Αθήνας παρά στην πραγματικότητα, πρόκειται για «βουλισιαρχική» (βολανταριστική) στρατηγική. Που εκλαμβάνει τις επιθυμίες μας ως πραγματικότητα...

Τα ανωτέρω αποτελούν, ασφαλώς, απόπειρα κριτικής προσέγγισης στην Ελληνική διπλωματία, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια. Δεν οδηγούν, αναγκαστικά, στην απόρριψη όσων γίνονται στην τρέχουσα διπλωματική δραστηριότητα.
Το πρακτικό συμπέρσμα της ανωτέρω ανάλυσης συνοψίζεται σε δύο θέσεις:


* Πρώτον, ότι δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την ανάγκη εθνικής διπλωματίας εν ονόματι της ΚΕΠΠΑ, και


* Δεύτερον, είναι σφάλμα να ποντάρουμε στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ως παράγοντα που θα «αναασχέσει» την τουρική επιθετικότητα.


Οι ανωτέρω θέσεις δεν σημαίνουν υποτίμηση της ίδιας της ΚΕΠΠΑ ή πολύ περισσότερο – δεν σημαίνουν υποτίμηση της συμμετοχής μας στη διαμόρφωση της ΚΕΠΠΑ. Σημαίνουν, απλώς, ότι η ΚΕΠΠΑ δεν μπορεί να λύσει προβλήματα που απο τη φύση της (και από τη φύση του ίδιου το μοντέλου Ευρωπαϊκής Ενοποιησης, το οποίο υιοθετείται) ΔΕΝ μπορεί να αντιμετωπίσει. Δεν μπορούμε να φορτώσουμε στους εταίρους μας ΟΛΑ τα προβλήματα ασφαλεία μας.
Επίσης, οι ανωτέρω κριτικές θέσεις ΔΕΝ υπονοούν ότι πρέπει οπωσδήποτε να «αντισταθούμε» στα ευρωπαϊκή ανοίγματα της Αγκυρας. Απλώς, δεν πρσοκούμε ότι αυτά τα ανοίγματα θα λύσουν το δικό μας πρόβλημα με την επιθετικότητα της Αγκυρας.
Σημαίνουν τέλος, ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες μπορούμε να δούμε συσχετισμούς αδιανόητους στα προηγούμενα χρόνια – του Ψυχρού Πολέμου και της πρώτης μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου. Αυτούς τους νέους συσχετισμούς πρέπει να τους διαγνώσουμε έγκαιρα και να τους εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Για παράδειγμα, αν προχωρήσει μια μείζων σύζευξη στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ-Ρωσίας με ταυτόχρονη υποβάθμιση της της Ατλαντικής σχέσης από την πλευρά των ΗΠΑ, αυτό θα αποτελούσε για μας πρώτης τάξεως ευκαιρία: Θα διευρύναμε το περιθώρια επιλογών μας, θα μειώναμε τους «περιορισμούς» μας, και θα μεγιστοποιούσαμε ουσιωδώς τους «βαθμούς ελευθερίας» της εξωτερικής πολιτικής μας.

Μια ανάλυση έχει τόση αξία, όση και οι υποθέσεις εργασίας επί των οποίων στηρίζεται. Και η διατύπωση υποθέσεων για το μέλλον, δεν μπορεί να είναι πλήρης ούτε εξαντλητική – ούτε «προφητική», πολύ περισσότερο. «Συνταγές για την κουζίνα του μέλλοντος» δεν υπάρχουν...

Κάποτε, όμως, πρέπει να μάθουμε να δουλεύουμε με τέτοιου είδους ανάλυση – γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, απλώς «αναδιατυπώνουμε το προφανές» (restating the obvious) ή προβάλλουμε «το παρελθόν που γνωρίζουμε, στο μέλλον που μας τρομάζει» (projecting the known past into the unknown future).
Όμως, σε μεταβατικές εποχές, το μέλλον ανοίκει σε όσους εγκαίρα απαλλαγούν από τις «προσλαμβάνουσες παραστάσεις» του παρελθόντος.

Κάποτε κατηγορήθηκαν οι στρατιωτικοί ότι είναι δέσμιοι των εμπειριών τους από τον τελευταίο πόλεμο. Και πολεμώντας τον «τελευταίο πόλεμο» χάνουν, συνήθως, τον επόμενο. Ίσως οι διπλωμάτες (αλλά και όσοι ασχολούνται με την διπλωματική ανάλυση) πάσχουν από την ίδια «επαγγελματική νόσο»...

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

Ματωμένα Σύνορα




Ματωμένα σύνορα

Ο χάρτης με τα νέα σύνορα για τη νέα Μέση Ανατολή που θέλουν οι ΗΠΑ!

O Ralph Peters, απόστρατος συνταγματάρχης, είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας και έγκριτος αναλυτής σε στρατηγικά και γεωπολιτικά θέματα και αναλύσεις, με εξειδίκευση τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Έχει γράψει 21 βιβλία, ενώ αναλύσεις και άρθρα του δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες των ΗΠΑ, όπως «USA TODAY», «New York Post», «Armed Forces Journal», www.realclearpolitics.com, www.frontpagemag.com κ.λπ.

Το άρθρο «Blood borders, How a better Middle East would look» δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, τον Ιούνιο του 2006, λίγες μέρες πριν από την επίσημη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ στην Ουάσινγκτον. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου ακολούθησε σειρά δημοσιευμάτων τουρκικών εφημερίδων, τα οποία είχαν κοινό παρονομαστή το «οι ΗΠΑ διαμελίζουν την Τουρκία». Μάλιστα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ έφερε το θέμα του δημοσιεύματος του Ralph Peters στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, με επερώτηση προς τον υπουργό Εξωτερικών από τον οποίο ζητούνταν απαντήσεις σε μια σειρά από θέματα, όπως τον αν τέθηκε παραπλήσιο με το άρθρο θέμα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων με αμερικανούς αξιωματούχους και αν ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε για το άρθρο και τους χάρτες που δημοσιεύθηκαν. Πάντως, οι τουρκικές εφημερίδες επανήλθαν στο θέμα του δημοσιεύματος μετά τις δηλώσεις της Κοντολίζα Ράις ότι ήρθε η ώρα για μια «Νέα Μέση Ανατολή».

***

Τα διεθνή σύνορα δεν είναι ποτέ τελείως δίκαια. Αλλά ο βαθμός αδικίας που επιβάλλεται σε εκείνους τους οποίους ενώνουν ή χωρίζουν είναι που κάνει τη διαφορά - τη διαφορά μεταξύ ελευθερίας και κατοχής, ανοχής και αγριοτήτων, κράτους δικαίου και τρομοκρατίας, ή ακόμα και ειρήνης και πόλεμου.


Τα πιο αυθαίρετα σύνορα στον κόσμο είναι στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Χαραγμένα από Ευρωπαίους (που ήδη είχαν πρόβλημα να καθορίσουν τα δικά τους σύνορα), τα σύνορα της Αφρικής συνεχίζουν να προκαλούν θανάτους εκατομμυρίων ντόπιων. Αλλά τα άδικα σύνορα στη Μέση Ανατολή -για να δανειστώ μια φράση του Τσώρτσιλ- παράγουν περισσότερα προβλήματα από όσα μπορεί να αντέξει η περιοχή.

Ενώ η Μέση Ανατολή έχει ήδη πολύ περισσότερα προβλήματα από τα δυσλειτουργικά σύνορα -από την πολιτισμική αποτελμάτωση και τη σκανδαλώδη ανισότητα μέχρι τον ολέθριο θρησκευτικό εξτρεμισμό- το μέγιστο ταμπού στην προσπάθεια να γίνει κατανοητή η συνολική προβληματική κατάσταση της περιοχής δεν είναι το Ισλάμ, αλλά αυτά τα ανεκδιήγητα διεθνή σύνορα που ωστόσο λατρεύονται σαν ιερά και απαράβατα από τους διπλωμάτες μας.

Φυσικά, καμία ρύθμιση των συνόρων, όσο δρακόντεια και αν είναι, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλες τις μειονότητες στη Μέση Ανατολή. Σε μερικές περιπτώσεις, οι εθνικές και θρησκευτικές ομάδες διαβιούν αναμεμιγμένες μεταξύ τους και οι μεικτοί γάμοι δεν είναι ασυνήθιστοι. Αλλού οι επανενώσεις που θα βασίζονται στην κοινή καταγωγή ή στην πίστη μπορεί να μην αποδειχθούν τόσο επιτυχείς όσο αναμένουν αυτοί που σήμερα τις υποστηρίζουν. Τα σύνορα που προβάλλονται στους χάρτες που συνοδεύουν αυτό το άρθρο επανορθώνουν τις αδικίες από τις οποίες υποφέρουν οι σημαντικότερες «αδικημένες» πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Κούρδοι, οι κάτοικοι του Βελουχιστάν και οι Σιίτες Άραβες, αλλά δεν δίνουν επαρκή λύση για τους Χριστιανούς, τους Μπαχάι, τους Ισμαηλίτες, τους Νακσιμπεντί και πολλές άλλες αριθμητικά μικρότερες μειονότητες της Μέσης Ανατολής. Και βέβαια υπάρχει μια αδικία που μας στοιχειώνει και δεν μπορεί ποτέ να επανορθωθεί με μια εδαφική ανταμοιβή: πρόκειται για τη γενοκτονία των Αρμενίων που διαπράχθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία.


Ωστόσο, παρότι η πρόταση επαναχάραξης των συνόρων που καταθέτουμε εδώ δεν αντιμετωπίζει όλες τις αδικίες, χωρίς τέτοιες σημαντικές αναθεωρήσεις δεν θα δούμε ποτέ μια ειρηνικότερη Μέση Ανατολή.


Ακόμη και εκείνοι που αποστρέφονται το θέμα της αλλαγής των συνόρων θα ωφεληθούν συμμετέχοντας σε μια άσκηση που προσπαθεί να συλλάβει μια δικαιότερη, αν και ακόμα ατελή, τροποποίηση των εθνικών σύνορων στην εκτεταμένη από τον Βόσπορο μέχρι τον Ινδό ποταμό. Δεχόμενοι ότι η τέχνη της πολιτικής δεν ανέπτυξε ποτέ αποτελεσματικά εργαλεία -εκτός του πολέμου- για την αναπροσαρμογή των προβληματικών συνόρων, μια διανοητική προσπάθεια να συλλάβουμε τα «οργανικά» σύνορα της Μέσης Ανατολής εν τούτοις μας βοηθά να κατανοήσουμε την έκταση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε και θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε. Έχουμε να κάνουμε με κολοσσιαίες δυσαρμονίες που είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων παρεμβάσεων που δεν θα σταματήσουν να γεννούν την έχθρα και τη βία έως ότου διορθωθούν.


Όσον αφορά εκείνους που αρνούνται «να σκεφτούν το αδιανόητο», δηλώνοντας ότι τα σύνορα δεν πρέπει να αλλάξουν και τελείωσε, αξίζει να θυμηθούν ότι τα σύνορα δεν έχουν σταματήσει ποτέ να αλλάζουν διαμέσου των αιώνων. Τα σύνορα δεν είναι ποτέ στατικά, και πολλά σύνορα, από το Κογκό ως το Κοσόβο και τον Καύκασο, αλλάζουν ακόμα και τώρα (ενόσω πρεσβευτές και ειδικοί αντιπρόσωποι αποστρέφουν το βλέμμα τους, περί άλλα τυρβάζοντες).


Α, υπάρχει και ένα άλλο βρώμικο μικρό μυστικό 5.000 ετών Ιστορίας: η εθνοκάθαρση είναι αποτελεσματική. Ας αρχίσουμε με ένα ζήτημα συνόρων ιδιαίτερα ευαίσθητο για τους αμερικανούς αναγνώστες: Για να έχει το Ισραήλ οποιαδήποτε ελπίδα ειρηνικής συμβίωσης με τους γείτονές του, θα πρέπει να επιστρέψει στα σύνορα που είχε πριν το 1967 - με ουσιαστικές τοπικές ρυθμίσεις για τα ζητήματα ασφάλειας. Αλλά το ζήτημα των εδαφών που περιβάλλουν την Ιερουσαλήμ, μια πόλη που επί χιλιάδες έτη ποτίζεται με αίμα, μπορεί να αποδειχθεί δυσεπίλυτο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τη διάρκεια της ζωής μας. Εκεί όπου όλες οι πλευρές έχουν μετατρέψει τον Θεό τους σε μεγιστάνα ακινήτων, οι εδαφικές διεκδικήσεις ξεπερνούν την απλή απληστία για πετρελαϊκό πλούτο ή τις εθνικές διαμάχες. Έτσι, ας αφήσουμε κατά μέρος αυτό το υπερβολικά μελετημένο ζήτημα και ας στραφούμε σε εκείνα τα θέματα που αγνοούνται επιμελώς.

Η πιο χτυπητή αδικία στην περιοχή μεταξύ των βαλκανικών οροσειρών και των Ιμαλαΐων είναι η απουσία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Υπάρχουν 27 με 36 εκατομμύρια Κούρδοι που ζουν στις παρακείμενες περιοχές στη Μέση Ανατολή (οι αριθμοί είναι ανακριβείς επειδή κανένα κράτος δεν έχει επιτρέψει ποτέ μια τίμια απογραφή). Ακόμη και σύμφωνα με τη συντηρητικότερη εκτίμηση οι Κούρδοι αποτελούν τη μεγαλύτερη φυλετική ομάδα παγκοσμίως χωρίς δικό της κράτος. Ακόμα χειρότερα, οι Κούρδοι έχουν καταπιεστεί από κάθε κυβέρνηση που ελέγχει τα υψίπεδα και τα βουνά όπου κατοικούν από την εποχή των Μυρίων του Ξενοφώντος.

Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της έχασαν μια λαμπρή ευκαιρία να αρχίσουν να επανορθώνουν αυτήν την αδικία μετά την πτώση της Βαγδάτης. Ένα κράτος - τέρας του Φρανκενστάιν από συρραμμένα αταίριαστα κομμάτια, το Ιράκ, έπρεπε να έχει διαιρεθεί σε τρία μικρότερα κράτη αμέσως. Αποτύχαμε λόγω δειλίας και έλλειψης οράματος, υποχρεώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ να υποστηρίξουν τη νέα ιρακινή κυβέρνηση - που το έκαναν με βαριά καρδιά και μόνο επειδή εμείς το θέλαμε. Αλλά αν γινόταν ένα ελεύθερο δημοψήφισμα, μην απατάστε: Σχεδόν το 100% των Κούρδων του Ιράκ θα ψήφιζε την ανεξαρτησία.


Όπως θα έκαναν και οι Κούρδοι της Τουρκίας, οι οποίοι έχουν υπομείνει δεκαετίες βίαιας στρατιωτικής κατοχής και υποβιβασμού τους σε «Τούρκους των βουνών», σε μια προσπάθεια να ξεριζωθεί η ταυτότητά τους. Ενώ η δεινή τους θέση στα χέρια της Άγκυρας είχε αμβλυνθεί κάπως κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, πρόσφατα η καταστολή εντάθηκε πάλι και το ανατολικό ένα πέμπτο της Τουρκίας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κατεχόμενο έδαφος. Όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράν, επίσης θα έσπευδαν να προσχωρήσουν σε ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν εάν μπορούσαν. Η άρνηση των δημοκρατιών μας να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία των Κούρδων είναι ένα αμάρτημα που αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, πολύ χειρότερο από τις δευτερευούσης σημασίας περιπτώσεις διαφθοράς που συναρπάζουν συνήθως τα ΜΜΕ μας. Και παρεμπιπτόντως: Ένα ελεύθερο Κουρδιστάν, που θα εκτείνεται από Ντιγιαρμπακίρ ως το Ταυρίδα, θα ήταν το πιο φιλοδυτικό κράτος μεταξύ Βουλγαρίας και Ιαπωνίας.


Μια δίκαιη ρύθμιση στην περιοχή θα άφηνε τις τρεις επαρχίες του Ιράκ με σουνιτική πλειοψηφία ως μια περικομμένη περιοχή που θα μπορούσε τελικά να επιλέξει να ενωθεί με μια Συρία, η οποία θα έχανε τις ακτές της προς όφελος ενός Μείζονος Λίβανου προσανατολισμένου στη Μεσόγειο: Η Φοινίκη αναγεννημένη. Ο σιιτικός νότος του παλαιού Ιράκ θα αποτελούσε τη βάση ενός Σιιτικού Αραβικού Κράτους που θα περιέβαλλε μεγάλο μέρος του Περσικού Κόλπου. Η Ιορδανία θα διατηρούσε τα εδάφη της, με κάποια νότια επέκταση σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. Από τη μεριά του, το αφύσικο κράτος της Σαουδικής Αραβίας θα υφίστατο μια αποσυναρμολόγηση τόσο μεγάλη όσο το Πακιστάν.


Μια ριζική αιτία της ευρείας στασιμότητας του μουσουλμανικού κόσμου είναι ότι η σαουδική βασιλική οικογένεια αντιμετωπίζει τη Μέκκα και τη Μεδίνα ως φέουδό της. Με τα πιο ιερά προσκυνήματα του Ισλάμ υπό τον έλεγχο ενός από τα πιο φανατικά και καταπιεστικά καθεστώτα παγκοσμίως -ένα καθεστώς που έχει στη διάθεσή του απέραντο ανεκμετάλλευτο πετρελαϊκό πλούτο- οι Σαουδάραβες είναι σε θέση να προβάλλουν το ουαχαβιτικό όραμά τους της αυστηρής, αδιάλλακτης πίστης αρκετά πέρα από τα σύνορά τους.

Η άνοδος του πλούτο των Σαουδαράβων και, συνεπώς, της επιρροής τους είναι το χειρότερο πράγμα που συνέβη στον μουσουλμανικό κόσμο από τον καιρό του Προφήτη, και το χειρότερο που συνέβη στους Άραβες από την οθωμανική (εάν όχι τη μογγολική) κατάκτηση.


Ενώ οι μη μουσουλμάνοι δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μια αλλαγή στον έλεγχο των ιερών πόλεων του Ισλάμ, φανταστείτε πόσο υγιέστερος θα γινόταν ο μουσουλμανικός κόσμος αν τη Μέκκα και τη Μεδίνα τις κυβερνούσε ένα συμβούλιο, αντιπροσωπευτικό των σημαντικών μουσουλμανικών Σχολών και κινημάτων παγκοσμίως σε ένα Ισλαμικό Ιερό Κράτος -ένα είδος μουσουλμανικού Βατικανού- όπου το μέλλον μιας μεγάλης πίστης θα προέκυπτε μέσα από τον διάλογο και όχι με απολυταρχικές αποφάσεις. Η αληθινή δικαιοσύνη -που ίσως να μη μας αρέσει- θα έδινε επίσης τις παράκτιες πετρελαιοπηγές της Σαουδικής Αραβίας στους Σιίτες Άραβες που κατοικούν σ' εκείνη την περιφέρεια, ενώ ένα νοτιοανατολικό τεταρτημόριο θα εκχωρούνταν στην Υεμένη. Περιορισμένος σε ένα απομεινάρι ανεξάρτητης περιοχής της σαουδικής πατρίδας γύρω από το Ριάντ, ο οίκος των Σαουντ θα ήταν ικανός για πολύ λιγότερη αναστάτωση στο Ισλάμ και τον κόσμο.

Το Ιράν, ένα κράτος με παράλογα σύνορα, θα έχανε πολύ έδαφος σε όφελος του ενοποιημένου Αζερμπαϊτζάν, του ελεύθερου Κουρδιστάν, του Σιιτικού Αραβικού Κράτους και του ελεύθερου Βελουχιστάν, αλλά θα κέρδιζε τις επαρχίες γύρω από το Εράτ στο σημερινό Αφγανιστάν - μια περιοχή με ιστορική και γλωσσική συγγένεια με την Περσία. Το Ιράν, συνεπώς, θα γινόταν εθνικό περσικό κράτος πάλι, με το δυσκολότερο ερώτημα να είναι εάν πρέπει ή όχι να κρατήσει τον λιμένα του Μπαντάρ Αμπάς ή να τον παραδώσει στο Σιιτικό Αραβικό Κράτος.

Ό,τι το Αφγανιστάν θα έχανε από την Περσία στη δύση, θα το κέρδιζε στην ανατολή, δεδομένου ότι οι φυλές των βορειοδυτικών συνόρων του Πακιστάν θα επανασυνδέονταν με τους αφγανούς αδελφούς τους (το θέμα αυτής της άσκησης δεν είναι να σχεδιαστούν οι χάρτες όπως θα τους θέλαμε αλλά όπως οι τοπικοί πληθυσμοί θα τους προτιμούσαν). Το Πακιστάν, ένα επίσης αφύσικο κράτος, θα έχανε επίσης το έδαφος της επαρχίας του Βελουχιστάν για να σχηματιστεί ένα ελεύθερο Βελουχιστάν. Το υπόλοιπο «φυσικό» Πακιστάν θα βρισκόταν εξ ολοκλήρου ανατολικά του Ινδού, εκτός από ένα δυτικό παρακλάδι κοντά στο Καράτσι.


Οι πόλεις-κράτη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων θα είχαν μια μεικτή μοίρα - όπως και στην πραγματικότητα πιθανώς. Μερικές θα ενσωματωθούν στο Σιιτικό Αραβικό Κράτος, που θα πιάνει ένα μεγάλο μέρος του Περσικού Κόλπου (κράτος που πιθανότερο να εξελιχθεί ως αντιστάθμισμα του περσικού Ιράν παρά σύμμαχός του). Δεδομένου ότι όλες οι πουριτανικές κουλτούρες είναι υποκριτικές, το Ντουμπάι, αναπόφευκτα, έχει την άδεια για να διατηρήσει τη θέση παιδικής χαράς για τους πλούσιους ακόλαστους. Το Κουβέιτ θα παρέμενε μέσα στα σημερινά σύνορά του, όπως και το Ομάν.


Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο υποθετικός επανασχεδιασμός των συνόρων αντανακλά τις εθνικές συγγένειες και τις θρησκευτικές κοινότητες - σε μερικές περιπτώσεις και τα δύο. Φυσικά, εάν θα μπορούσαμε να κουνήσουμε μια μαγική ράβδο και να τροποποιήσουμε τα σύνορα, θα προτιμούσαμε βεβαίως να το κάνουμε επιλεκτικά.

Ωστόσο, η μελέτη του αναθεωρημένου χάρτη, σε αντίθεση με τον χάρτη που αποτυπώνει τα σημερινά σύνορα, προσφέρει κάποια αίσθηση του μεγάλου κακού που έκαναν τα σύνορα που όρισαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι τον 20ό αιώνα σε μια περιοχή που αγωνιζόταν να αναδυθεί μέσα από τις ταπεινώσεις και τις ήττες του 19ου αιώνα.

Το να διορθωθούν τα σύνορα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στη θέληση των λαών μπορεί να είναι ανέφικτο. Προς το παρόν. Αλλά με τον χρόνο -και την αναπόφευκτη αιματοχυσία- νέα και φυσικά σύνορα θα προκύψουν. Η Βαβυλώνα έχει πέσει περισσότερες από μία φορά.

Εν τω μεταξύ, οι στρατιώτες μας θα συνεχίσουν να παλεύουν για την ασφάλεια ενάντια στην τρομοκρατία, για την προοπτική της δημοκρατίας και για την πρόσβαση στα αποθέματα πετρελαίου σε μια περιοχή καταδικασμένη να μάχεται τον εαυτό της. Οι τωρινοί διαχωρισμοί και οι διά της βίας ενώσεις σε μια περιοχή από την Άγκυρα μέχρι το Καράτσι, σε συνδυασμό με τις άλλες δυσκολίες της περιοχής, διαμορφώνουν το τέλεια γόνιμο έδαφος για τον θρησκευτικό εξτρεμισμό, την κουλτούρα της μνησικακίας και τη στρατολόγηση τρομοκρατών. Τα άδικα σύνορα γεννούν εχθρούς.

Από την υπερπαραγωγή τρομοκρατών ως την ελάττωση των ενεργειακών αποθεμάτων της, οι τωρινές παραμορφώσεις της Μέσης Ανατολής υπόσχονται επιδείνωση, όχι βελτίωση της κατάστασης. Σε μια περιοχή όπου μόνο οι χειρότερες πτυχές του εθνικισμού επικρατούν και που οι ακραίες πτυχές του θρησκευτικού φαινομένου απειλούν να κυριαρχήσουν, οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοί τους και, προ πάντων, οι ένοπλες δυνάμεις μας θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν κρίσεις. Ενώ το Ιράκ μπορεί να παράσχει ένα παράδειγμα ελπίδας -που είναι εξαίρεση στον κανόνα- εάν δεν το εγκαταλείψουμε πρόωρα, το υπόλοιπο αυτής της απέραντης περιοχής παρουσιάζει επιδεινούμενα προβλήματα σχεδόν σε κάθε μέτωπο.


Εάν τα σύνορα της μείζονος περιοχής της Μέσης Ανατολής δεν τροποποιηθούν ώστε να αντανακλούν τους φυσικούς δεσμούς αίματος και πίστης, θα πρέπει να δεχθούμε ως δεδομένο ότι στην αιματοχυσία που θα συνεχιστεί στην περιοχή θα μετέχουμε κι εμείς.

Blood borders

How a better Middle East would look

By Ralph Peters

International borders are never completely just. But the degree of injustice they inflict upon those whom frontiers force together or separate makes an enormous difference — often the difference between freedom and oppression, tolerance and atrocity, the rule of law and terrorism, or even peace and war.

The most arbitrary and distorted borders in the world are in Africa and the Middle East. Drawn by self-interested Europeans (who have had sufficient trouble defining their own frontiers), Africa's borders continue to provoke the deaths of millions of local inhabitants. But the unjust borders in the Middle East — to borrow from Churchill — generate more trouble than can be consumed locally.

While the Middle East has far more problems than dysfunctional borders alone — from cultural stagnation through scandalous inequality to deadly religious extremism — the greatest taboo in striving to understand the region's comprehensive failure isn't Islam but the awful-but-sacrosanct international boundaries worshipped by our own diplomats.

Of course, no adjustment of borders, however draconian, could make every minority in the Middle East happy. In some instances, ethnic and religious groups live intermingled and have intermarried. Elsewhere, reunions based on blood or belief might not prove quite as joyous as their current proponents expect. The boundaries projected in the maps accompanying this article redress the wrongs suffered by the most significant "cheated" population groups, such as the Kurds, Baluch and Arab Shia, but still fail to account adequately for Middle Eastern Christians, Bahais, Ismailis, Naqshbandis and many another numerically lesser minorities. And one haunting wrong can never be redressed with a reward of territory: the genocide perpetrated against the Armenians by the dying Ottoman Empire.

Yet, for all the injustices the borders re-imagined here leave unaddressed, without such major boundary revisions, we shall never see a more peaceful Middle East.

Even those who abhor the topic of altering borders would be well-served to engage in an exercise that attempts to conceive a fairer, if still imperfect, amendment of national boundaries between the Bosporus and the Indus. Accepting that international statecraft has never developed effective tools — short of war — for readjusting faulty borders, a mental effort to grasp the Middle East's "organic" frontiers nonetheless helps us understand the extent of the difficulties we face and will continue to face. We are dealing with colossal, man-made deformities that will not stop generating hatred and violence until they are corrected. As for those who refuse to "think the unthinkable," declaring that boundaries must not change and that's that, it pays to remember that boundaries have never stopped changing through the centuries. Borders have never been static, and many frontiers, from Congo through Kosovo to the Caucasus, are changing even now (as ambassadors and special representatives avert their eyes to study the shine on their wingtips).

Oh, and one other dirty little secret from 5,000 years of history: Ethnic cleansing works.

Begin with the border issue most sensitive to American readers: For Israel to have any hope of living in reasonable peace with its neighbors, it will have to return to its pre-1967 borders — with essential local adjustments for legitimate security concerns. But the issue of the territories surrounding Jerusalem, a city stained with thousands of years of blood, may prove intractable beyond our lifetimes. Where all parties have turned their god into a real-estate tycoon, literal turf battles have a tenacity unrivaled by mere greed for oil wealth or ethnic squabbles. So let us set aside this single overstudied issue and turn to those that are studiously ignored.

The most glaring injustice in the notoriously unjust lands between the Balkan Mountains and the Himalayas is the absence of an independent Kurdish state. There are between 27 million and 36 million Kurds living in contiguous regions in the Middle East (the figures are imprecise because no state has ever allowed an honest census). Greater than the population of present-day Iraq, even the lower figure makes the Kurds the world's largest ethnic group without a state of its own. Worse, Kurds have been oppressed by every government controlling the hills and mountains where they've lived since Xenophon's day.

The U.S. and its coalition partners missed a glorious chance to begin to correct this injustice after Baghdad's fall. A Frankenstein's monster of a state sewn together from ill-fitting parts, Iraq should have been divided into three smaller states immediately. We failed from cowardice and lack of vision, bullying Iraq's Kurds into supporting the new Iraqi government — which they do wistfully as a quid pro quo for our good will. But were a free plebiscite to be held, make no mistake: Nearly 100 percent of Iraq's Kurds would vote for independence.

As would the long-suffering Kurds of Turkey, who have endured decades of violent military oppression and a decades-long demotion to "mountain Turks" in an effort to eradicate their identity. While the Kurdish plight at Ankara's hands has eased somewhat over the past decade, the repression recently intensified again and the eastern fifth of Turkey should be viewed as occupied territory. As for the Kurds of Syria and Iran, they, too, would rush to join an independent Kurdistan if they could. The refusal by the world's legitimate democracies to champion Kurdish independence is a human-rights sin of omission far worse than the clumsy, minor sins of commission that routinely excite our media. And by the way: A Free Kurdistan, stretching from Diyarbakir through Tabriz, would be the most pro-Western state between Bulgaria and Japan.

A just alignment in the region would leave Iraq's three Sunni-majority provinces as a truncated state that might eventually choose to unify with a Syria that loses its littoral to a Mediterranean-oriented Greater Lebanon: Phoenecia reborn. The Shia south of old Iraq would form the basis of an Arab Shia State rimming much of the Persian Gulf. Jordan would retain its current territory, with some southward expansion at Saudi expense. For its part, the unnatural state of Saudi Arabia would suffer as great a dismantling as Pakistan.

A root cause of the broad stagnation in the Muslim world is the Saudi royal family's treatment of Mecca and Medina as their fiefdom. With Islam's holiest shrines under the police-state control of one of the world's most bigoted and oppressive regimes — a regime that commands vast, unearned oil wealth — the Saudis have been able to project their Wahhabi vision of a disciplinarian, intolerant faith far beyond their borders. The rise of the Saudis to wealth and, consequently, influence has been the worst thing to happen to the Muslim world as a whole since the time of the Prophet, and the worst thing to happen to Arabs since the Ottoman (if not the Mongol) conquest.

While non-Muslims could not effect a change in the control of Islam's holy cities, imagine how much healthier the Muslim world might become were Mecca and Medina ruled by a rotating council representative of the world's major Muslim schools and movements in an Islamic Sacred State — a sort of Muslim super-Vatican — where the future of a great faith might be debated rather than merely decreed. True justice — which we might not like — would also give Saudi Arabia's coastal oil fields to the Shia Arabs who populate that subregion, while a southeastern quadrant would go to Yemen. Confined to a rump Saudi Homelands Independent Territory around Riyadh, the House of Saud would be capable of far less mischief toward Islam and the world.

Iran, a state with madcap boundaries, would lose a great deal of territory to Unified Azerbaijan, Free Kurdistan, the Arab Shia State and Free Baluchistan, but would gain the provinces around Herat in today's Afghanistan — a region with a historical and linguistic affinity for Persia. Iran would, in effect, become an ethnic Persian state again, with the most difficult question being whether or not it should keep the port of Bandar Abbas or surrender it to the Arab Shia State.

What Afghanistan would lose to Persia in the west, it would gain in the east, as Pakistan's Northwest Frontier tribes would be reunited with their Afghan brethren (the point of this exercise is not to draw maps as we would like them but as local populations would prefer them). Pakistan, another unnatural state, would also lose its Baluch territory to Free Baluchistan. The remaining "natural" Pakistan would lie entirely east of the Indus, except for a westward spur near Karachi.

The city-states of the United Arab Emirates would have a mixed fate — as they probably will in reality. Some might be incorporated in the Arab Shia State ringing much of the Persian Gulf (a state more likely to evolve as a counterbalance to, rather than an ally of, Persian Iran). Since all puritanical cultures are hypocritical, Dubai, of necessity, would be allowed to retain its playground status for rich debauchees. Kuwait would remain within its current borders, as would Oman.

In each case, this hypothetical redrawing of boundaries reflects ethnic affinities and religious communalism — in some cases, both. Of course, if we could wave a magic wand and amend the borders under discussion, we would certainly prefer to do so selectively. Yet, studying the revised map, in contrast to the map illustrating today's boundaries, offers some sense of the great wrongs borders drawn by Frenchmen and Englishmen in the 20th century did to a region struggling to emerge from the humiliations and defeats of the 19th century.

Correcting borders to reflect the will of the people may be impossible. For now. But given time — and the inevitable attendant bloodshed — new and natural borders will emerge. Babylon has fallen more than once.

Meanwhile, our men and women in uniform will continue to fight for security from terrorism, for the prospect of democracy and for access to oil supplies in a region that is destined to fight itself. The current human divisions and forced unions between Ankara and Karachi, taken together with the region's self-inflicted woes, form as perfect a breeding ground for religious extremism, a culture of blame and the recruitment of terrorists as anyone could design. Where men and women look ruefully at their borders, they look enthusiastically for enemies.

From the world's oversupply of terrorists to its paucity of energy supplies, the current deformations of the Middle East promise a worsening, not an improving, situation. In a region where only the worst aspects of nationalism ever took hold and where the most debased aspects of religion threaten to dominate a disappointed faith, the U.S., its allies and, above all, our armed forces can look for crises without end. While Iraq may provide a counterexample of hope — if we do not quit its soil prematurely — the rest of this vast region offers worsening problems on almost every front.

If the borders of the greater Middle East cannot be amended to reflect the natural ties of blood and faith, we may take it as an article of faith that a portion of the bloodshed in the region will continue to be our own.

• • •

WHO WINS, WHO LOSES

Winners —

Afghanistan

Arab Shia State

Armenia

Azerbaijan

Free Baluchistan

Free Kurdistan

Iran

Islamic Sacred State

Jordan

Lebanon

Yemen

Losers —

Afghanistan

Iran

Iraq

Israel

Kuwait

Pakistan

Qatar

Saudi Arabia

Syria

Turkey

United Arab Emirates

West Bank