ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ . . .
Η ΕΚΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ
& ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ
Οι διάφορες πολιτικές ιδεολογίες και οι αντίστοιχες παρατάξεις και κόμματα που τις εκφράζουν δεν είναι παρά διαφορετικές μεταξύ τους απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας. Αιτήματα, όπως περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, διαφορετικό ρόλο του κράτους, ήταν για μεγάλο διάστημα κυρίαρχα. Βάση των απαντήσεων που έδιδαν σε αυτά τα ζητήματα διαμορφώθηκαν οι πολιτικές παρατάξεις και τα αντίστοιχα κόμματα, που κυριαρχούν έως σήμερα.
Δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το ζήτημα «δεξιότερα ή αριστερότερα» εξακολουθεί να υφίσταται και να καλλιεργείται από τα ίδια τα κόμματα, κυρίως σε περιόδους πόλωσης, για να χειραγωγούν τους υποστηρικτές τους, απομακρύνοντάς τους από τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητάς τους (ανεργία, ακρίβεια, εγκληματικότητα κ.α) και το φλέγον ζήτημα της διατήρησης της ακεραιότητας της χώρας μας.
Σήμερα, παρατηρείται στην εγχώρια πολιτική σκηνή το φαινόμενο της άνθησης των κομμάτων, ενώ οι παρατάξεις που εκπροσωπούν έχουν δύσει μαζί με τον 20ο αιώνα, ο οποίος τις γέννησε. Οι τρεις παραδοσιακές πολιτικές παρατάξεις – Συντηρητική, Δημοκρατική, Κομμουνιστική – οριοθετούν εδώ και έναν αιώνα περίπου τον πολιτικό βίο της χώρας. Τα αδιέξοδα όμως, που αντιμετωπίζουν, θέτουν πλέον ανοιχτά σε κίνδυνο όχι μόνο την ενότητα του πυρήνα τους, αλλά και την ίδια την ύπαρξή τους.
Μία αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από τον Οκτώβριο του 1993 για όλα τα κόμματα της χώρας, καθώς στις τότε εκλογές οι Έλληνες βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ένα μοναδικό φαινόμενο : τα πέντε ισχυρότερα κόμματα, που διεκδικούσαν την ψήφο τους, είχαν όλα ασκήσει η συμμετάσχει στην άσκηση εξουσίας κατά τη διάρκεια των 19 μεταπολιτευτικών χρόνων· και όλα είχαν αποδειχθεί «λίγα», «ανεπαρκή» και «ανίκανα» να κυβερνήσουν. Εισέπραξαν έτσι την ανάλογη λαϊκή δυσαρέσκεια, όπως εκδηλώθηκε στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Επιπλέον, το διεθνές περιβάλλον συνέβαλε στην επέκταση και ενδυνάμωση της δυσαρέσκειας των πολιτών προς τα κόμματα. Η πτώση των Κομμουνιστικών Καθεστώτων, η μετάλλαξη του Καπιταλισμού σε Πλουτοκρατία, η Παγκοσμιοποίηση και η μετεξέλιξή της σε Αστυνομοκρατία, η κατάρρευση της Ευρώ-Ελίτ των Βρυξελλών και η κρίση της Κεντροαριστεράς έχουν επηρεάσει και τον ελληνικό λαό, οδηγώντας τα κόμματα σε αδιέξοδες καταστάσεις. Η διογκωμένη κρίση αξιοπιστίας των πολιτικών κομμάτων έχει ήδη μετατραπεί σε κρίση των αντίστοιχων παρατάξεων με τις όποιες καταλυτικές συνέπειες για τον πολιτικό βίο της χώρας.
Εδώ, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε ότι η έννοια της παράταξης είναι πολύ ευρύτερη από εκείνη του κόμματος, το οποίο σε μία δεδομένη ιστορική στιγμή την εκπροσωπεί κοινοβουλευτικά. Έχουμε φτάσει, λοιπόν, σήμερα οι πολιτικές παρατάξεις της χώρας να χάνουν τα παραδοσιακά ερείσματα και να βλέπουν το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο να αδειάζει επικίνδυνα. Ενώ, την ίδια στιγμή η κοινωνική σύνθεση των εκλογικών τους βάσεων διαφοροποιείται ριζικά με αποτέλεσμα τα παραδοσιακά τους επιχειρήματα να μη βρίσκουν ανταπόκριση ούτε και στα πιο αυστηρώς επιλεγμένα κομματικά ακροατήρια .
Πιο συγκεκριμένα, η συντηρητική παράταξη αντλούσε τη δύναμή της και εξασφαλίζει την ενότητά της από τους εξής ιστορικούς λόγους : το αντικομμουνιστικό μένος, τα Ανάκτορα, τον ξένο παράγοντα και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Η πτώση του Κομμουνισμού, η αποτυχημένη απόπειρα εμπλοκής της βασιλικής οικογένειας στα δημόσια πράγματα το καλοκαίρι του 1993, η στροφή των Αμερικανών – ελέω επικράτησης των Δημοκρατικών του Μπ. Κλίντον – προς την κεντροαριστερά σ’ολόκληρη την Ευρώπη και η στροφή των μεγαλοεπιχειρηματιών προς την πιο «περιποιητική» κεντροαριστερά, οδήγησαν στην σταδιακή απώλεια όλων των ερεισμάτων της Συντηρητικής παράταξης. Ενώ, αν προσθέσει κανείς και το μόνιμο πρόβλημά της αναζήτησης ικανού αρχηγού-ηγέτη, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτή η παράταξη οδηγείται μα μαθηματική ακρίβεια στην αφάνεια. Άλλωστε, προϊόν αυτής της κρίσης δεν ήταν και η μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας – ως ο κύριος εκπρόσωπος της Συντηρητικής παράταξης - προς τον ευρύτερο χώρο του Κέντρου, κατά τις τελευταίες εκλογές του 2004; Πολιτική βέβαια, που αναγκάζεται τώρα να αφήσει, καθώς βλέπει ότι η μετατόπισή της προς το κέντρο της δημιούργησε ρήγματα στο χώρο της παραδοσιακής δεξιάς.
Η Δημοκρατική παράταξη, απ’την άλλη, αντλούσε πάντοτε την ισχύ της και τη γοητεία της από : το Βενιζελισμό, τον κοινωνικά ριζοσπαστικό λόγο των Κοινωνιολόγων του Αλ. Παπαναστασίου, την αποδοχή των κηρυγμάτων του ΕΑΜ, τον αυταρχισμό της Δεξιάς, την αντίθεσή της με τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών και τις χαρισματικές φυσιογνωμίες των ηγετών της. Όμως, η οκταετής επικράτηση των Εκσυγχρονιστών του Κων. Σημίτη στα πράγματα της Δημοκρατικής παράταξης την οδήγησε σε κρίση. Η προσχώρηση στην αμερικανοκινούμενη Ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά μετέτρεψε την επιθετική της εθνική πολιτική, που παραδοσιακά υποστήριζε, στην αρχή του «δεν διεκδικούμε τίποτα»· του οράματος της κοινωνικής δικαιοσύνης σε ανάγκη κοινωνικού εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης, υιοθετώντας τον κοινωνικά ανάλγητο «μονεταρισμό» (τον πλέον άκρατο νέο-φιλελευθερισμό)· των αντιαμερικανικών και σοσιαλιστικών ιαχών σε απροκάλυπτη εύνοια του αμερικανικού Imperium και των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων, επισπεύδοντας την εδραίωση του άκρατου καπιταλισμού, της πλουτοκρατίας, στην χώρα μας. Ενώ, έχασε το «ισχυρό της χαρτί» το λαοπρόβλητο ηγέτη-εγγυητή της ενότητάς της, καθώς τόσο η ατυχής παρένθεση της εκσυγχρονιστικής πτέρυγας του Κων. Σημίτη, όσο και ο «λίγος» - όπως χαρακτηρίζεται – Γ. Παπανδρέου ο νεότερος σήμερα, δεν προμηνύουν και τις ευνοϊκότερες των καταστάσεων. Και αν λάβουμε υπόψιν τη γενικότερη κρίση της Κεντροαριστεράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μετά το στραβοπάτημα του Ευρωσυντάγματος, τότε βλέπουμε ότι δεν φαίνεται ικανή η δημοκρατική παράταξη να παραμείνει παράταξη.
Η Κομμουνιστική παράταξη δε, πάντοτε εξαρτούσε την ύπαρξή της από : το όραμα της παγκόσμιας επικράτησης του Κομμουνισμού, την εικόνα του «Σοβιετικού Παραδείσου», την αντιαμερικανική του ρητορεία και τους αγώνες χιλιάδων τίμιων αγωνιστών που πάλεψαν και θυσιάστηκαν για τα ιδανικά τους. Και ενώ, οι γνωστές διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν το «καλοκαίρι του ‘89», απογύμνωσαν την Κομμουνιστική παράταξη από το σύνολο σχεδόν των λόγων ύπαρξή της, μη μπορώντας να ακολουθήσει μια πιο ευρωπαϊκή και εύπλαστη κατεύθυνση, όπως οι αντίστοιχες παρατάξεις σε Ιταλία και Κύπρο, όπου έχουν λαμβάνειν το 30% περίπου του εκλογικού σώματος των χωρών τους, έμεινε στην ανάμνηση των παλαιών αγώνων, τα «εικονίσματα» και τον «κομματικό πατριωτισμό», τα οποία της αρκούσαν για να εξασφαλίζει την κοινοβουλευτική της εκπροσώπησή της .Παρά όμως, την πρόσκαιρη εύνοιά της λόγω της ανανέωσης των συμβόλων του Κομμουνισμού από το Βλ. Πούτιν στη Ρωσσία, ακόμη και οι πιο καλόπιστοι αναλυτές δεν αμφιβάλλουν πως το ΚΚΕ θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπο με το φάσμα της πολιτικής εξαφάνισης.
Φτάνουμε έτσι στο σήμερα, όπου τα ιδεολογικά σύνορα δεν χωρίζουν το ένα κόμμα από το άλλο. Αλλά περνάνε μέσα από τα κόμματα. Μετά την έκλειψη των τριών παλιών παρατάξεων η Ελλάς έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο πολιτικές. Δύο νέες προτάσεις δράσης για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας.
Η πρώτη των «Επικυρίαρχων», που αποτελεί μετεξέλιξη της παλαιάς πολιτικής γενιάς, ενωμένη και συσπειρωμένη υπό μία νέα πολιτική υπηρέτησης και εξυπηρέτησης του συστήματος με έντονο επιμηθεϊκό χαρακτήρα, πιστή στον «αμερικανιζέ» δικομματισμό, τον νεποτισμό και την οικογενειοκρατία. Η πολιτική των Επικυρίαρχων δημιουργήθηκε για να προστατέψει τα συμφέροντα των δημιουργών της και όχι της χώρας και του λαού. Βασίζεται στον έλεγχο των μεγάλων ομίλων ΜΜΕ, στην υποστήριξη των ισχυρών εγχώριων οικονομικών συμφερόντων της πλουτοκρατίας και στον αμερικανικό παράγοντα, του οποίου τα συμφέροντα προωθεί σε Ευρώπη και Αν. Μεσόγειο. Δημιουργήθηκε για να καλύψει τα χίλια μύρια σκάνδαλα που ταλανίζουν τα μέλη της, υφαίνοντας ένα συντεχνιακό ιστό επαγγελματιών πολιτικών, βασισμένο στις πελατειακές σχέσεις και τις ύποπτες δοσοληψίες.
Η Πολιτική των Επικυρίαρχων λέει ότι πρέπει να είμαστε «λογικοί» με το θέμα του ονόματος της «Μακεδονίας», στις σχέσεις μας με την «πανίσχυρη» Τουρκία και τη «δυναμική» Αλβανία, με το Κυπριακό και την υφαλοκρηπίδα. Είναι εκείνη που απροκάλυπτα διατυμπανίζει ότι δεν αποτελεί εμπόδιο το όνομα για την είσοδο της Βαρδαρίας (ΠΓΔΜ) στην ΕΕ, ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μέλος της ΕΕ πάση θυσία και με οποιοδήποτε κόστος, που υπεστήριξε το σχέδιο Ανάν με θέρμη, ενώ καυτηρίασε «χονδροειδώς» τους Κυπρίους για την «ανθενωτική» τους στάση, και τα σχέδια των Αμερικανών για Βαλκάνια, Ανατ. Ευρώπη και Μέση Ανατολή, προπυλακίζοντας τη Σερβία ότι σε ενδεχόμενη διχοτόμηση της Βοσνίας ή του Κοσσυφοπεδίου, θα πρέπει να ξεχάσει την ευρωπαϊκή της προοπτική, υποστηρίζοντας την πολιτική εγκλωβισμού της Ρωσίας με τις διάφορες «πορτοκαλί» επαναστάσεις, ενώ βάλλουν κατά του Ιράν δίχως λόγο και αιτία, στο όνομα του Διεθνούς Ανθρωπισμού.
Στα πολιτιστικά θέματα επιμένει στο ότι η θέση της χώρας στην ΕΕ, επιβάλλει την άρνηση των εθνικιστικών εξάρσεων (έτσι αποκαλούν την πηγαία διάθεση του λαού να αμυνθεί στην πολιτιστική λαίλαπα της Παγκοσμιοποίησης). Πιστεύει στην κοσμικότητα του κράτους και κατ’επέκταση στο διαχωρισμό του από την Εκκλησία, δίχως ουσιαστικά επιχειρήματα, αμβλύνοντας την Ορθόδοξη ιδιαιτερότητα της χώρας μας. Θέτει εαυτόν προστάτη των «μειονοτήτων» και των «αποκλεισμένων» του κοινωνικού βίου, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, τους μουσουλμάνους κ.α, στο όνομα πάντοτε των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», του οκκουλτισμού και του πολυπολιτισμού.
Η δεύτερη πολιτική ακολουθεί διαφορετική οδό, την Οδό των Προμηθέων. Διακηρύσσει την Ελευθερία , την Αρετή και τη Δικαιοσύνη. Θέτει ως βασικό της πυλώνα την Αφύπνιση και την Ενότητα του Έθνους. Σύνθημά της : «συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα», προωθώντας με απλές, πραγματιστικές και κυρίως άμεσες διαδικασίες επίλυσης των ζητημάτων της χώρας. Κατακρίνει τις «ιδέες» και προωθεί τα «γεγονότα». Είναι κατά της πλουτοκρατίας και κηρύττει την αναδιανομή του πλούτου. Υψώνει τη σημαία της ουσιαστικής δραματικής αναδιάρθρωσης της δημόσιας διοίκησης και της αναβάθμισης του πολιτεύματος. Φέρνει την Ρήξη και την Ανατροπή.
Η Πολιτική των Προμηθέων λέει ότι για την τραγική κατάσταση που βρίσκονται όλα τα εθνικά θέματα της χώρας την ευθύνη φέρουμε μονάχα οι ίδιοι οι Έλληνες με την πολυετή υποχωρητικότητα μας σε όλα τα επίπεδα. Γι’αυτό προκρίνει την υιοθέτηση Εθνικής Στρατηγικής, παγίων θέσεων και διεκδικήσεων. Τρέπει το «δεν διεκδικούμε τίποτα» σε «Διεκδικούμε τα Πάντα». Τάσσεται ενάντια στην αμερικανική πολιτική, όχι δογματικά, αλλά λόγω του ότι δε συνάδει μα τα ελληνικά συμφέροντα. Κατακρίνει κάθε απόπειρα απώλεσης εδαφών ή εθνικής κυριαρχίας προς όφελος και ευημερία της ΕΕ.
Η δεύτερη πολιτική υποστηρίζει την Ευρώπη των Εθνών και όχι την γκρίζα ΕΕ της Ευρω-Ελίτ των Βρυξελλών. Είναι κατά της ΟΝΕ, ζητώντας την αποχώρηση από την Ευρωζώνη, και κατά της ΚΑΠ, ζητώντας τη δυνατότητα χάραξης Εθνικής Αγροτικής Πολιτικής.
Σχετικά με τα πολιτιστικά θέματα επιμένει στην ιδιαίτερη ταυτότητα των Ελλήνων, στο σεβασμό της Ιστορίας και του Πολιτισμού μας, στην άρνηση της πολιτιστικής ενσωμάτωσης είτε από τη Δύση, είτε από την Ανατολή, στη γέννηση ενός νέου λαϊκού πολιτισμού, στην Οικουμενικότητα του Ελληνισμού, στην Ορθόδοξη ταυτότητά μας.
Οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν την πρώτη πολιτική, των Επικυρίαρχων, είναι η ετερόκλητη, με βάση τα παλιά κριτήρια, συμπαράταξη των αυτόεπονομαζόμενων ως «διανοούμενων» (δήθεν πνευματικοί άνθρωποι – ψευτοπροοδευτικοί) από τους χώρους του ΚΚΕ ή της της ανεξάρτητης Κομμουνίζουσας Αριστεράς, του Συνασπισμού ή της λεγόμενης Ευρωπαϊκής Αριστεράς, και των νέο-φιλελεύθερων. Επεκτείνεται δε, στο σύνολο σχεδόν της Αριστεράς, το τμήμα της ΝΔ που γέρνει προς το κέντρο (οι Καραμανλικοί της Ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς και οι Μητσοτακικοί Φιλελεύθεροι), τους λεγόμενους Ευρωπαϊστές του ΠΑΣΟΚ (οι Εκσυγχρονιστές του κ. Σημίτη και οι υποστηρικτές του Γ. Παπανδρέου του νεότερου, επιθυμούν την τροπη του ΠΑΣΟΚ στο αντίστοιχο εν Ελλάδι του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ· κίνηση που προσπαθούν να επιτύχουν και μέσω της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, πρόεδρο της οποίας τελεί ο Γ. Παπανδρέου, σε παγκόσμιο επίπεδο για το Σοσιαλιστικό Κίνημα). Ενώ, βασικές μη κομματικές δυνάμεις της παραπάνω πολιτικής πρέπει να θεωρούνται τα μεγάλα συγκροτήματα ΜΜΕ, οι παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων και οι μετανάστες.
Από την άλλην, τη δεύτερη πολιτική, των Προμηθέων, ωθούν οι υποστηρικτές του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ και του παλιού παπανδρεϊκού, η λαϊκή βάση του ΚΚΕ, κυρίως η μη οργανωμένη, εκείνοι που βίωσαν τις ιδέες της αριστεράς περισσότερο με την καρδιά παρά με τα βιβλία, που βρίσκούν στο πρόσωπο της κ. Κανέλλη και του κ. Παφίλη τους ικανότερους εκπροσώπους τους. Όλοι εκείνοι οι ανεξάρτητοι και μη της πατριωτικής αριστεράς. Ένα σημαντικό μέρος των υποστηρικτών του ΔΗΚΚΙ. Ένα τμήμα της Δεξιάς, εκείνοι που υποστηρίζουν την Ριζοσπαστική και Κοινωνική της κατεύθυνση, οι λεγόμενοι «αβερωφικοί» της Νέας Δημοκρατίας και οι παραδοσιακοί καθαρόαιμοι δεξιοί εντός ή εκτός ΝΔ. Αλλά και ένα μέρος των Ευρωσκεπτικιστών, των υποστηρικτών της Άμεσης Δημοκρατίας και των ορθώς φρονούντων Αναρχικών. Ακόμη, οι Εθνικιστές που έχουν πρότυπά τους τον Ίωνα Δραγούμη και τον Περικλή Γιαννόπουλο, οι αναρχοδεξιοί και οι αντικρατιστές τύπου Δ. Κιτσίκη, και γενικά κάθε πατριώτης δημοκράτης, που είναι πιστός των αρχών της προμηθεϊκής πολιτικής.
Αναντίλεκτα, προβάδισμα μεταξύ των δύο νέων πολιτικών φέρει εκείνη των Επικυρίαρχων, καθότι έχοντες την παλιά τους οργάνωση διαθέτουν έναν ιστό έμπειρων στελεχών, ικανών να αντιμετωπίζουν κάθε απειλή του συστήματος. Αντιθέτως, η προμηθεϊκή πολιτική έχει ως βασικό της γνώρισμα την αμορφία , αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει είτε ανένταχτο σε κάποιο κομματικό σχηματισμό ή βρίσκεται στο περιθώριο των κομμάτων όπου ανήκει. Ενώ, η μειοψηφία των υποστηρικτών της έχει βρει καταφύγιο στο ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, το μοναδικό ίσως φορέα που εκφράζει απόλυτα τη δεύτερη πολιτική. Πιθανόν, στο άμεσο μέλλον να γίνουμε μάρτυρες μίας μαζικής εισροής στελεχών προς το ΛΑΟΣ, που λογικά θα εξαναγκάσει και τον έτερο πώλο, των Επικυρίαρχων, σε συνεργασία και συμπαράταξη, ακόμη και υπό έναν ενιαίο κομματικό σχηματισμό. Οπότε θα οδηγηθούμε σε ένα νέο δικομματικό σύστημα εκπρόσωπο των δύο νέων – υπό διαμόρφωση – παρατάξεων.
Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βάση γεγονότων βρισκόμαστε σε μία κατάσταση παρόμοια των αρχών του 20ου αιώνα. Και τότε, η ελληνική πολιτική σκηνή είχε πέσει σε κρίση από την οποία εξήλθε το 1909 κατόπιν επέμβασης του στρατού (Στρατιωτικός Σύνδεσμος – Κίνημα στο Γουδί) – κάτι που σήμερα κινείται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας – δίνοντας τη λύση στο πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος έγινε η αιτία δημιουργίας ενός νέου διπόλου εξουσίας (Βενιζελικοί – Αντιβενιζελικοί), συσπειρώνοντας ολόκληρη σχεδόν την παλαιά πολιτική γενιά της εποχής εναντίον του. Μένει, λοιπόν, να δούμε ποιος θα αναλάβει να διαδραματίσει τον αντίστοιχο ρόλο στις μέρες μας, βγάζοντας την ελληνική πολιτική σκηνή από το τέλμα, οδηγώντας την στην ανανέωση και την αυτοαναβάθμισή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου