Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Yes We Can’t !

@michaelkokkinos



In Hope We Trust

Σχεδόν ένας χρόνος πέρασε από την εκλογή Ομπάμα στις ΗΠΑ κ θυμάμαι ακόμη εκείνο τον «πανζουρλισμό» που επικρατούσε τότε. Ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κοινής γνώμης κ τα διεθνή ΜΜΕ στο σύνολό τους προσέδιδαν μεσσιανικές διαστάσεις στον πρώτο αφροαμερικανό υποψήφιο πρόεδρο, σε βαθμό που γινόταν λόγος για την απαρχή μιας «Νέας Εποχής». Πολλοί ήταν εκείνοι που προσδοκούσαν από το νέο πλανητάρχη με το απέριττο φιλολαϊκό προφίλ να πολεμήσει φυλετικές διακρίσεις κ θρησκευτικές διαμάχες, να ανατρέψει την «αιμοβόρα» ιμπεριαλιστική πολιτική , να κάνει πράξη την Παγκόσμια Ειρήνη, να «πρασινίσει» την πολιτική, να χορτάσει της Γης τους πεινασμένους …

Ένα χρόνο μετά κ το φαινόμενο Ομπάμα αρχίζει κ ξεφτίζει, να χάνει την πρότερη λάμψη του. Φωνές αντιπολιτευόμενες πληθαίνουν ανεξαρτήτως πολιτικού φάσματος. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν κ εκφράζουν ανοιχτά πλέον την άποψη ότι παρά τις μεσσιανικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τα media γύρω από την εκλογή του, ο Ομπάμα δεν είναι παρά μια «φούσκα», μια από τα ίδια με τάση προς το χειρότερο … Γιατί έχει το image εκείνο που εξαπατά καλύτερα τον απλό κόσμο, όπως το κάνουν πολύ καλά χρόνια τώρα, οι ράπερς κ οι μαντόνες. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μαλακή ισχύς των ελίτ, ένας παραπλανητικός ελιγμός που θα’χει την ίδια κατάληξη με την σαπουνόπερα Κλίντον ή Μπλερ, λιτότητα, ακρίβεια, ανεργία, βία, πόλεμο, υπερκέρδη για τους ισχυρούς.

Και πώς να μην πληθαίνουν οι φωνές απογοήτευσης στις ΗΠΑ, όταν ο νέος πρόεδρος την ίδια ώρα που ευαγγελιζόταν ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας συγκροτούσε κυβέρνηση με στελέχη του Ρηγκανικού κ Κλιντονικού παρελθόντος. Άνθρωποι που βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, είτε είναι Δημοκρατικοί, είτε Ρεπουμπλικάνοι. Ελάχιστα νοιάζονται για την καθημερινότητα κ το πώς οι ζωές των ανθρώπων επηρεάζονται από τις αδυσώπητες μακρο–οικονομικές κ δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αμείλικτα οδηγούν τον απλό κόσμο στην χρεοκοπία.



Το Τίμημα της Αλλαγής

Ένα χρόνο μετά, οι άνεργοι στις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 15 εκ. – για πρώτη φορά μεταπολεμικά η ανεργία είναι πάνω από το 10%. Άνεργοι που ακόμη κ αν η πολυσυζητημένη «ανάκαμψη» έρθει σύντομα, είτε θα αργήσουν να ξαναβρούν δουλειά, είτε πολλοί απ’αυτούς δεν θα ξαναεργασθούν ποτέ ! Σύμφωνα με μελέτες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού οι περισσότερες θέσεις εργασίας που χάθηκαν λόγω της κρίσης δεν θα ανακτηθούν πριν το 2012 κ πέρα από αυτό.

Αρχικά λοιπόν, οι φίλοι αμερικάνοι, αλλά δευτερευόντως όλοι οι υπόλοιποι παγκοσμίως, πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα της μονίμως υψηλής ανεργίας για την επόμενη δεκαετία. Τα οποία κηρύγματα γίνονται περί κοινωνικού κράτους κ δικτύων ασφαλείας δεν είναι παρά απλά τεχνάσματα για να πεισθεί η κοινή γνώμη να υποστηρίξει πολιτικές υψηλών ελλειμμάτων κ «πακέτα» στήριξης τραπεζών κ μεγάλων πολυεθνικών.

«Κάθε επιπλέον μονάδα στο ποσοστό ανεργίας δύναται να επιβαρύνει το εθνικό χρέος κ να μειώνει την αποδοτικότητα του κεφαλαίου», σύμφωνα με τους ειδικούς. Την ίδια ώρα που μόνο τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε, χάθηκαν στις ΗΠΑ 263.000 θέσεις εργασίας κ 7,2 εκ μέσα στο 2009 ! Βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό ότι στην πραγματικότητα οι μεγάλες επιχειρήσεις επιθυμούν την ύπαρξη υψηλής ανεργίας, αφού όπως διδάσκει ένας από τους «κρυφούς νόμους» του management «ο φόβος άμεσης απώλειας της εργασίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποχρεώνεται ο κάθε εργαζόμενος να απασχολείται περισσότερο για λιγότερα χρήματα». Αναλογιστείτε μόνο πόσα κεκτημένα δικαιώματα απώλεσαν τα πανίσχυρα άλλοτε εργατικά συνδικάτα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας για να «σώσουν» τον κλάδο τους κ τις δουλειές τους.



The Obamavilles

Πολλοί ίσως υποστήριζαν ότι η διακυβέρνηση Μπους είναι υπαίτια για την «κατάντια» της αμερικανικής οικονομίας. Όμως, όταν η νέα διακυβέρνηση εν μέσω μιας τόσο ζοφερής πραγματικότητας διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε δημοσιονομικά «ανεύθυνα» μέτρα για να κάμψει την επέλαση της ανεργίας. Όταν διαβεβαιώνει πώς δεν σκοπεύει να παρουσιάσει ένα νέο πρόγραμμα δημοσιών έργων μεγάλης κλίμακας ( την μόνη λύση για μια κυβέρνηση να προσφέρει εργασία σε εκατ. ανέργους). Τότε μάλλον όσοι συνεχίζουν να ξορκίζουν το φάντασμα Μπους είναι ακόμη θαμπωμένοι από το glitter κ τη λάμψη Ομπάμα.

Όταν λοιπόν στην πιο προηγμένη χώρα του πλανήτη, οι καταυλισμοί αστέγων φυτρώνουν πλέον ανεξέλεγκτα στα περίχωρα μεγάλων πόλεων, όπως το Ντητρόιτ, η Ιντιανάπολις, κ προσφάτως το Σακραμέντο (με επίσημη απόφαση του κυβερνήτη της Καλιφόρνια; Α. Σβαρτσενέγκερ πριν 10 μέρες), θυμίζοντας τις παραγκούπολεις της Λατινικής Αμερικής κ της Ασίας, αναρωτιέμαι τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για μας; Αυτές οι δυτικές φαβέλες, τα Obamavilles, όπως ονομάζονται ατύπως από την αμερικανική κοινωνία αποδεικνύουν έμπρακτα το βαθμό της απογοήτευσης προς το πρόσωπο του νέου προέδρου.



Lost Generation


Και όπως συμβαίνει παγκοσμίως έτσι κ στις ΗΠΑ, οι νέοι είναι εκείνοι που πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο κανένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας. Σε μια χώρα που για κάθε θέση εργασίας που ανοίγει αντιστοιχούν κατά μ.ο. 6,3 αιτήσεις κ το 17% του εργατικού δυναμικού είτε δεν εργάζεται, είτε υποαπασχολείται, τότε ο χαρακτηρισμός «Lost Generation», που έδωσε προσφάτως το περιοδικό «BusinessWeek» στους νέους εργαζόμενους, ακούγεται ως πέρα για πέρα ρεαλιστικός.

Όλα αυτά σε μια χώρα που παραδοσιακά η ανεργία είναι συνυφασμένη με το περιθώριο κ τη φτώχεια. Και σήμερα 1 στις 8 οικογένειες κ 1 στα 4 παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ενώ, οι μαζικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών σε πολιτειακό κ ομοσπονδιακό επίπεδο οδηγούν στη φτώχεια κάθε εξειδικευμένο κ μορφωμένο αμερικάνο εργαζόμενο που χάνει τη δουλειά του.



Μια Νέα Τάξη στον κόσμο


Όλα αυτά δεν είναι παρά οι επιπτώσεις της πολιτικής Ομπάμα για μια Νέα Τάξη στον Κόσμο, για το πώς δηλαδή θα αποδομήσουν οι ΗΠΑ τις συμμαχίες Ρώσων κ Κινέζων κ πώς θα προσεταιρισθούν την Ευρώπη κ την Αφρική εναντίον τους. Μέρος αυτής της πολιτικής είναι κ η εξασθένιση του δολαρίου, ενός αδυσώπητου οικονομικού πολέμου των ΗΠΑ κ των χωρών που κρατούν το χρέος τους (κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία κα)

Το φθηνό δολάριο ενισχύει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, μειώνει την αξία του χρέους κ το εξάγει στις χώρες που το ελέγχουν
. Η πολιτική Ομπάμα όμως, πλήττει κ τους αμερικάνους πολίτες. Οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων αυξάνονται, ο πληθωρισμός θα παραμένει υψηλός για πολλά χρόνια κ η ιδιωτική κατανάλωση θα εκμηδενιστεί, περιορίζοντας παράλληλα την ποιότητα ζωής των αμερικάνων, μειώνοντας μισθούς κ περικόπτοντας κοινωνικές δαπάνες.



Keep Your Change


Καταλαβαίνω πως πολλοί διαβάζοντας αυτό το κείμενο ίσως δυσπιστούν για την διαρκώς αναπτυσσόμενη «Κάρολος Ντίκενς» αμερικανική κοινωνία, πρέπει όμως να αναλογιστούν πως όλα τα παραπάνω δεν είναι πράγματα που πρόκειται να συμβούν, αλλά πράγματα που ήδη συμβαίνουν. Ο Ομπάμα δεν κάνει κάτι διαφορετικό από τους προκατόχους του συνεχίζει με τους ίδιους αμείωτους ρυθμούς να τροφοδοτεί το αμερικανικό χρέος μέσω του πολέμου κ της υποστήριξης των τραπεζών. Το κρατικό χρήμα συνεχίζει να ρέει στις τράπεζες για να χρηματοδοτεί το ίδιο έντονα με τρις $ νέους κ παλιούς πολέμους.



What About Us


Ως Έλληνες ξέρουμε ότι καθετί έχει τουλάχιστον δύο όψεις. Τι κ αν η αρνητική δεν είναι ισοβαρής με τη θετική της, η εκλογή Ομπάμα έφερε μια κάποια «αλλαγή». Αλλαγή ως προς τις αξίες που ενδύθηκε για να εκλεγεί, όπως αλληλεγγύη, απλότητα, ανθρωπιά, ειρήνη, οικολογική ευαισθησία, άμβλυνση διαφοροτήτων αξίες κατοχυρωμένες πλέον παγκοσμίως κ αδιαφιλονίκητο κεκτημένο όλων μας.

Κάτι ανάλογο δεν ζήσαμε κ μείς άλλωστε το 1981. Η τότε εκλογή Α. Παπανδρέου εισήγαγε καινοφανή συνθήματα – αιτήματα, όπως «αλλαγή», «εθνική συμφιλίωση», «κοινωνική δικαιοσύνη». Πρακτικά ωστόσο ήταν αξίες ήδη ώριμες στην τότε μεταδικτατορική ελληνική κοινωνία που κάποιος έπρεπε να τις εγκολπωθεί προτού εκφραστούν ανεξέλεγκτα. Μπορεί να μην ζήσαμε το σοσιαλισμό που ευαγγελιζόταν το ΠΑΣΟΚ, οι μετέπειτα διεκδικητές της εξουσίας όμως αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν ένα νέο πρόσωπο δημοκρατίας κ κοινωνικής ευαισθησίας, που ως τότε ήταν παντελώς ανύπαρκτο.

Κάπως έτσι θα γίνει ή με τον άλλον τρόπο με τις αξίες που ενδύθηκε ο Ομπάμα. Αργά ή γρήγορα θα κατοχυρωθούν κ στη ζωή τη δική μας, αλλά κ όλων παγκόσμια.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 23, 2009

Το «τρίτο κύμα» της πολιτικής



Του Πασχου Mανδραβελη

Υπάρχει ένα κοινό για όλες τις δημοκρατικές χώρες δεδομένο: Η πολιτική στην εποχή των εκατοντάδων ΜΜΕ και -κυρίως- των εκατομμυρίων καναλιών πληροφόρησης μέσω Διαδικτύου δεν μπορεί να γίνεται με τους όρους της βιομηχανικής εποχής. Οι προηγούμενοι όροι κερδήθηκαν με αίμα, αλλά πλέον δεν επαρκούν. Καταφέραμε να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά αυτό ήταν η μόνη συμμετοχή που ήταν τεχνολογικά εφικτή.

Γενικώς επικρατούσε ένα μοντέλο μονοδρομικότητας. Ενας μιλούσε και πολλοί άκουγαν, λίγοι αποφάσιζαν και πολλοί υφίσταντο τις αποφάσεις τους. Η κοινωνία και η τεχνολογία της εποχής αυτό επέτρεπε. Τα αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογές σε όλες τις δυτικές χώρες έδειξαν το τέλος αυτού του μοντέλου. Πολλοί -και ειδικά οι νέοι- ένιωσαν δικαιολογημένα αποξενωμένοι από μια διαδικασία στην οποία δεν είχαν λόγο. Εστρεψαν την πλάτη τους όχι στην πολιτική, αλλά σ' αυτό το πράγμα που γινόταν σε κλειστές κάμαρες κι επιζητούσε νομιμοποίηση κάθε τέσσερα χρόνια.

Η εξάπλωση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας ανέδειξε την ευκαιρία. Τώρα υπάρχουν τα εργαλεία ώστε περισσότεροι να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία και να ελέγξουν τα πεπραγμένα των πολιτικών. Η «ανοιχτή διακυβέρνηση» είναι μέρος του κατά Αλβιν Τόφλερ «τρίτου κύματος»· συμπεριλαμβάνει την ηλεκτρονική διαβούλευση των νομοσχεδίων, την ηλεκτρονική δημοσιοποίηση όλων των πεπραγμένων της πολιτικής εξουσίας, την ανοιχτή πρόσκληση για στελέχωση των θέσεων του Δημοσίου.

Η μετάβαση όμως από τις πρακτικές του «δεύτερου κύματος» στο τρίτο δεν γίνεται πατώντας ένα κουμπί. Οι μηχανισμοί δεν αλλάζουν με πολιτικές εντολές, και οτιδήποτε νέο δεν προκύπτει χωρίς τριβές και καθυστερήσεις. Είναι πολύ εύκολο και πολύ πιο γρήγορο να προσλαμβάνει κάποιος τους γνωστούς του -κομματικούς ή φίλους του- και χρονοβόρο να τους προσλάβει μέσω βιογραφικών που θα καταθέσουν σε μια ηλεκτρονική διεύθυνση. Το δεύτερο απαιτεί -αν μη τι άλλο- να διαβάσει κάποιος τα βιογραφικά. Ετσι κι αλλιώς κάθε δημοκρατικό βήμα είναι χρονοβόρο. Ο ελέω Θεού βασιλιάς του «πρώτου κύματος διακυβέρνησης» αποφάσιζε πολύ ταχύτερα από έναν πρωθυπουργό του «δεύτερου κύματος», οι αποφάσεις του οποίου περνούσαν την βάσανο του κοινοβουλίου.

Στην ελληνική περίπτωση της μετάβασης στο «τρίτο κύμα της διακυβέρνησης» δεν έχουμε μόνο τις συνήθεις τριβές και προβλήματα που είχε ακόμη και το «transition period» του Μπαράκ Ομπάμα. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η το αμερικανικό σύστημα έδωσε στον Ομπάμα δίμηνη «περίοδο μετάβασης».

Δεύτερον στις ΗΠΑ είχε προηγηθεί δημόσιος διάλογος για την ανοιχτή διακυβέρνηση. Εκεί τα ΜΜΕ δεν αναδεικνύουν μόνο το «σου 'πα, μου 'πες» των πολιτικών, τις «αιχμές» και τις «βολές» τους. Ασχολούνται και με την πολιτική και αναδεικνύουν τα πιθανά προβλήματα που οι πολιτικές προτάσεις θα δημιουργήσουν. Ενας σοβαρός δημόσιος διάλογος αναδεικνύει ζητήματα. Σε μια πρόταση υπάρχει αντίλογος, επισημαίνονται προβλήματα, προτείνονται λύσεις. Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα. Οι προτάσεις περί ανοιχτής διακυβέρνησης, στην αρχή χλευάστηκαν, μετά θεωρήθηκαν κάτι σαν παιγνίδι και τώρα που πρέπει να τις εφαρμόσουμε, βρίσκουμε μπροστά μας προβλήματα και καθυστερήσεις.

Η ανοιχτή διακυβέρνηση σε ολόκληρο τον κόσμο προχωρεί ψηλαφητά. Κανείς δεν έχει τη συνταγή για να αντιμετωπίσει τις νέες πραγματικότητες. Αυτό όμως που όλοι γνωρίζουν είναι πως το υπάρχον μοντέλο βρίσκεται σε αδιέξοδο. Μακροχρόνια, χειρότερο και από τις καθυστερήσεις στη γέννα του καινούργιου, θα ήταν η αναπαραγωγή του παλιού.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2009

Ε, όχι και ο Σαμαράς!



Του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΠΑ @athensvoice

Kαθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η κούρσα διαδοχής, κάθε άλλο παρά αισιοδοξία διακατέχει τα μέλη και τους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας. Το κόμμα βρίσκεται σε βαθιά κρίση, από την οποία δεν φαίνεται να βγαίνει σύντομα. Εκτός από ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική, η κρίση είναι αναμφισβήτητα και κρίση προσώπων.
Όλοι οι επίδοξοι αρχηγοί είναι πολύ «λίγοι» για να πάρουν στην πλάτη τους το βάρος της ανασύνταξης και της ανάκαμψης ενός κόμματος που, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα κληθεί και πάλι να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά μας πράγματα. Ως απλός παρατηρητής όσων τεκταίνονται σε αυτόν το χώρο, δεν πιστεύω ότι ανάμεσα στους υποψήφιους αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας υπάρχει κάποιος ικανός να φέρει εις πέρας το εξαιρετικά δύσκολο έργο που τον περιμένει, να περιμαζέψει και να συμμαζέψει τους πλίνθους και τους κέραμους που άφησε πίσω της η πενταετής (μη) διακυβέρνηση Καραμανλή.

Η Ντόρα, που φαίνεται να έχει και τον πρώτο λόγο στη μετακαραμανλική εποχή, θα δυσκολευτεί πολύ να τιθασεύσει τη «λαϊκή δεξιά», να συσπειρώσει το κόμμα, και κυρίως να δώσει στην παράταξη αέρα νίκης. Ο Αβραμόπουλος πάλι παραμένει πάντοτε ένα υπερεκτιμημένο –ή μήπως αυτο-υπερεκτιμημένο– «μπλέιζερ που μιλάει», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Σταμάτη Φασουλή. Όσο για τον Ψωμιάδη, αυτός είναι ο φασουλής της παρέας (όχι ο Σταμάτης, ο άλλος, ο αυθεντικός), ο άνθρωπος που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να μας κάνει να γελάσουμε, και στη χειρότερη να μας κάνει να σκεφτούμε πως πάντα υπάρχουν και χειρότερα από όσα έχουμε δει έως σήμερα.

Αυτός όμως στον οποίο αξίζει, νομίζω, ιδιαίτερη αναφορά είναι ο Σαμαράς, ο οποίος θρασύτατα διεκδικεί την ηγεσία της παράταξης. Επαγγελματίας ανεπάγγελτος (σε αυτό το πεδίο, θα μου πείτε, έχει καλή και μεγάλη παρέα, και μάλιστα από όλους τους πολιτικούς χώρους), βουλευτής από 26 ετών, χωρίς πριν ή έκτοτε να έχει δουλέψει έστω και μία ημέρα στη ζωή του, ανέβηκε σταδιακά στην κομματική ιεραρχία, για να φτάσει υπουργός των Εξωτερικών το 1990-93, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Αυτός λοιπόν ο κύριος, φαντασιωνόμενος ίσως ότι καλείται να πρωταγωνιστήσει σε remake των «Μυστικών του βάλτου», που είχε γράψει πριν από περίπου έναν αιώνα η προγιαγιά του, μας οδήγησε σε μια τεράστια περιπέτεια, από την οποία η χώρα ακόμη προσπαθεί να απεμπλακεί. Με τη θερμή συμπαράταξη και συστράτευση του παπαδαριού (και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο), ενεργοποιώντας τα πιο σκοταδιστικά, εθνικιστικά και ξενοφοβικά ανακλαστικά σημαντικού τμήματος του κοινωνικού σώματος, εγκλώβισε την εξωτερική πολιτική μας σε μια στείρα, αδιέξοδη και μακροπρόθεσμα εξαιρετικά επιζήμια για τη χώρα πλειοδοσία «εθνοπαλικαρισμού» απέναντι στη γειτονική χώρα.
Επιπλέον, σαν να μην έφτανε αυτό, υπήρξε και ανατροπέας της κυβέρνησης του κόμματός του, αυτού του ίδιου κόμματος του οποίου φιλοδοξεί σήμερα να ηγηθεί, δίχως ποτέ να εξηγήσει πειστικά για ποιους ακριβώς λόγους οδηγήθηκε σε μια τόσο ακραία απόφαση (πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί επ’ αυτού).

Έσχατο χρονικά, αλλά και ενδεικτικό: κατά το πρόσφατο πέρασμά του από το Υπουργείο Πολιτισμού κατάφερε και πάλι να «διακριθεί» για την ασχετοσύνη του, αλλά και για την αδυναμία/απροθυμία του έστω και να αγγίξει καίρια όσο και επείγοντα προβλήματα της αρμοδιότητάς του. Ένα-δυο εγκαίνια για να μας «παίξει» η τηλεόραση, κι αυτό ήταν όλο. Και μόνο η «πολιτεία» του στο χώρο του βιβλίου, τον οποίο τυχαίνει να γνωρίζω και να παρακολουθώ κάπως καλύτερα, θα αρκούσε για να αντιληφθεί κανείς περί ποίου ανεκδιήγητου κράματος ανικανότητας, ανεπάρκειας και αγραμματοσύνης πρόκειται.

Eν κατακλείδι, αν πράγματι η Νέα Δημοκρατία ήθελε να κάνει μια επιλογή με στοιχειώδη προοπτική, θα έπρεπε ίσως να παρακάμψει τη γενιά των πενηνταπεντάρηδων-εξηντάρηδων και να αναζητήσει λύση στην επόμενη γενιά, σε κάποιον σαν τον Χατζηδάκη, ας πούμε. Ούτε τον ξέρω τον άνθρωπο ούτε μου πέφτει λόγος. Απλώς νομίζω ότι είναι από τους λίγους μη φθαρμένους που διαθέτει σήμερα η Κεντροδεξιά, αλλά και από τους λίγους ικανούς να βάλουν τρεις σκέψεις και τρεις φράσεις στη σειρά. Άλλωστε, και στην περίπτωση του Κώστα Καραμανλή (η οποία, ανεξάρτητα από την πρόσφατη βαριά ήττα, «τους βγήκε»), κάτι αντίστοιχο είχαν κάνει: παρέκαμψαν τους τότε επίδοξους αρχηγούς και προώθησαν ένα σαραντάρη. Βέβαια, θα μου πείτε, εκτός από την ιδιότητα του σαραντάρη, εκείνος είχε και ονοματεπώνυμο τεφαρίκι: Κώστας Καραμανλής. Σωστό κι αυτό. Όσο για τον Χατζηδάκη, στην καλύτερη περίπτωση το όνομά του παραπέμπει στον… Μάνο Χατζιδάκι, του οποίου το «Χάρτινο το φεγγαράκι» λέγεται ότι αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Λέτε να φτάνει αυτό;

Η παράταξη του βέρτιγκο…




Πέτρος Τατούλης@e-rooster.gr

Εκεί ζουν προφανώς οι δήθεν κορυφαίοι της Νέας Δημοκρατίας. Εμμένω να ασχολούμαι με τις καταθέσεις ιδεών του ενός και του άλλου για έναν απλούστατο λόγο. Γίνεται κατανοητό ότι ακόμη και σήμερα αδυνατούν να αντιληφθούν τα αίτια της συντριβής του κ. Καραμανλή, της παρέας του και της ηγετικής τους ομάδας.

Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να συμμεριστεί την άποψη υποψήφιου προέδρου ότι παρήχθη έργο, το οποίο όμως…δεν μπόρεσε να επικοινωνηθεί καλά! Και το λέγει αυτό για την κυβέρνηση που επί χρόνια έκανε την επικοινωνία μοναδική της πολιτική. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να καταλάβει κάποιους έτερους παρεμβασιούχους (προσωρινούς ειδήμονες της παρέμβασης) που εμμένουν να αναρωτιούνται «πώς η κεντροδεξιά στην Ελλάδα υπέστη μία μεγάλη ήττα, ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι… ιδέες μας επικρατούν».
Πώς μπορεί να δει κανείς με νηφαλιότητα την ατζέντα εκείνων που επί πεντέμισι χρόνια στάθηκαν δίπλα στον Καραμανλή, χωρίς να έχουν το θάρρος να προτείνουν καμία αλλαγή;

Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σοβαρά εκείνους που τώρα, κατόπιν εορτής ρητορεύουν «πως δεν μπορεί να υπάρξει ασφάλεια με απονευρωμένη αστυνομία και ανοχή στην παραβατικότητα». Όταν εκείνοι οι ίδιοι σιωπούσαν εκκωφαντικά επάνω στους θώκους τους μπροστά στην αδιάντροπη πολιτική αμηχανία που οδήγησε στον διεθνή διασυρμό της χώρας και την οικονομική καταστροφή εκατοντάδων συμπολιτών μας κατά τα γνωστά «Δεκεμβριανά». Πώς μπορεί να δει κανείς με νηφαλιότητα την ατζέντα εκείνων που επί πεντέμισι χρόνια στάθηκαν δίπλα στον Καραμανλή, χωρίς να έχουν το θάρρος να προτείνουν καμία αλλαγή, δίχως να παράγουν τίποτε το ουσιαστικό στις δικές τους θέσεις ευθύνης, χωρίς ουδεμία διάθεση να προασπίσουν από τότε την ηθική της παράταξης και αυτήν την παρακαταθήκη της στη χώρα; Τέλος, πώς να μη γελάσει κανείς με τον ψευτο-πατριωτισμό που δήθεν μας πουλούν κάποιοι άλλοι, όταν πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια «ζαλώσανε» στην πλάτη μας ένα βάρος που συνεχίζει να ανακόπτει τον βηματισμό της χώρας στο διεθνές περιβάλλον;

Ωραία η αυλή της Αλίκης, αλλά τα θαύματα κρατούν τρεις μόλις ημέρες και μετά τελειώνουν. Το δικό τους «θαύμα» τελείωσε προ καιρού και ας συνεχίζουν να βαυκαλίζονται περί του κορυφαίου τους ρόλου…

Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2009

Το παράδειγμα της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς και η ΝΔ



«Βλέπω μια χώρα όπου περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν με ασφάλεια και αγάπη, επειδή η οικογενειακή ζωή έρχεται πρώτα. Βλέπω μια χώρα όπου επιλέγετε τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή: το σχολείο που πηγαίνει το παιδί σας και την υγειονομική περίθαλψη που λαμβάνετε. Βλέπω μια χώρα όπου οι κοινότητες κυβερνώνται ανεξάρτητες από την Κυβέρνηση: οργανώνοντας μόνες τις τοπικές υπηρεσίες. Βλέπω μια χώρα με τους επιχειρηματίες παντού, που φέρνουν τις ιδέες τους στη ζωή μας. Βλέπω μια χώρα όπου δεν δίνει έμφαση μόνο στα χρήματα, αλλά και στην ποιότητα ζωής. Βλέπω μια χώρα όπου δεν είστε φοβισμένοι να περπατήσετε πίσω στο σπίτι σας, όπου είστε ασφαλείς γνωρίζοντας ότι το σωστό και το λάθος αποκαθίσταται στο νόμο και την τάξη. Βλέπω μια χώρα όπου τα φτωχότερα παιδιά πηγαίνουν στα καλύτερα σχολεία, όπου η γέννα δεν αποτελεί εμπόδιο.»

Ποιος είπε ότι τα οράματα στην πολιτική πέθαναν; Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την ομιλία του Ντέιβιντ Κάμερον (το κόμμα του οποίου προηγείται των Εργατικών του κ. Μπράουν στις δημοσκοπήσεις με περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες, προτάσσει τη μείωση των κρατικών δαπανών, παρά τις εσωκομματικές πιέσεις για μείωση των φόρων) στο πρόσφατο Συνέδριο των Συντηρητικών. Το κλείσιμο της ομιλίας του περιλαμβάνει και τις βασικές του προτεραιότητες: «Τι μπορούμε να υποσχεθούμε: Οικογένεια, κοινότητα, χώρα. Μειώνουμε το μεγάλο κράτος και κινούμε την κοινωνία μπροστά. Χτίζουμε ξανά την εμπιστοσύνη, ώστε να σηκώσουμε πάλι ψηλά τη χώρα».

Ο δρόμος του προσδιορισμού των προτεραιοτήτων και των τρόπων εφαρμογής της ιδεολογικής πλατφόρμας της ΝΔ στα καθημερινά προβλήματα θα πρέπει να λάβει υπόψη το εσωτερικό πολιτικό τοπίο -και κυρίως τις πολιτικές της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ-αλλά και το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. Σε αυτήν την αναζήτηση είναι σίγουρα χρήσιμη η εξέταση των κυβερνητικών μοντέλων Σαρκοζί, Μέρκελ, αλλά και αυτού που ευαγγελίζεται ο Κάμερον στην Αγγλία.

Ο Ν. Σαρκοζί στη Γαλλία, με τη γνωστή έμφασή του σε θέματα δημόσιας ασφάλειας, μιλά ξεκάθαρα για την επιστροφή στην πολιτική και δίνει έμφαση σε μία φιλική προς το κράτος οικονομία της αγοράς (state-friendly market economy). Σύμφωνα με τον “Economist” (27/11/08) «στόχος του Προέδρου είναι να καθησυχάσει το εκλογικό σώμα ότι η κεντροδεξιά κυβέρνηση μπορεί να περιορίσει τα αρνητικά αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης στη γαλλική οικονομία». Επιπλέον, στο βιβλίο του «Κατάθεση» γράφει: «Ο καθένας πρέπει να έχει τη βεβαιότητα ότι, αν αξίζει, ο δρόμος της κοινωνικής του ανόδου είναι ανοιχτός».

Για την κυρία Μέρκελ, η οποία πρόσφατα κέρδισε για δεύτερη φορά τις εκλογές στη Γερμανία, παρότι όπως σημειώνει ο “Economist” δεν έχει ως δυνατό της σημείο την ιδεολογία, προέταξε ξεκάθαρα δύο προτεραιότητες στην πρώτη της θητεία ως καγκελάριος: την κλιματική αλλαγή και το δημογραφικό πρόβλημα, επιβεβαιώνοντας παράλληλα την έμφαση που δίνει στην κοινωνική οικονομία της αγοράς (social-market economy).

Κρίσιμος παράγοντας για την ελληνική κεντροδεξιά είναι ο νέος ηγέτης της παράταξης να ακολουθήσει το κατάλληλο μίγμα πολιτικής. Ένα μίγμα πολιτικής που λαμβάνει τα μηνύματα των καιρών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και προτείνει αξιόπιστες και εφαρμόσιμες λύσεις στα προβλήματα της Ελλάδας. Και κάνοντας ένα απαραίτητο βήμα παραπέρα, πρέπει να δώσει προοπτική στην παράταξη και τη χώρα. Να καθορίσει ένα νέο παραταξιακό και εθνικό στόχο. Να απαντήσει στο ερώτημα πού θέλουμε να βρίσκεται η Ελλάδα σε 15-20 χρόνια από σήμερα, αλλά και το πώς θα βρεθεί σε αυτή τη θέση.

ΚΑ

Το ρουσφέτι


@Tempel or Rebel?

Ένα πρωϊνό του Οκτώβρη ο Βασίλης ξεκίνησε με το ταξί του από το αεροδρόμιο. Πήρε έναν κουστουμαρισμένο κύριο που μιλούσε ακατάπαυστα στο κινητό του. Από αυτά που άκουγε με κόμμα είχε σχέση. Άρχισε να του κλαίγεται λοιπόν για την κατάσταση στην δουλειά του, για το κατάντημα της κυκλοφορίας στην πόλη, για την φορολογία και τις τιμές. Ο κύριος πίσω άκουγε μάλλον απρόθυμα. Και να και ήταν ευγενής στην αρχή, στην πορεία το έδειχνε ότι δεν ενδιαφέρεται.

Εκεί προς την Βασιλίσσης Όλγας, αφού ρώτησε τον επιβάτη του, σταμάτησε να πάρει και ένα δεύτερο πελάτη. Μια κομψή κυρία γύρω στα 30, άντε 35 μάξιμουμ. Με τον χαρτοφύλακά της, με το σοβαρό ταγιέρ της, με ωραίο κορμί και καταγάλανα μάτια που σε καρφώναν μέσα στα δικά σου. Αλλά όχι λάγνα και με υποσχέσεις, αλλά αυστηρά σχεδόν παγωμένα. “Κρίμα τόσο ωραία γυναίκα και να είναι τόσο κακιά” σκέφτηκε από μέσα του.


Η κίνηση φρικτή και το μποτιλιάρισμα τεράστιο. Η ταρίφα ανέβαινε και οι 2 του επιβάτες προφανώς πολυάσχολοι άρχισαν να δυσανασχετούν. Εκείνη την στιγμή που σκεφτόταν κάτι να πει να σπάσει την αδημονία τους, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η γυναίκα του. Ήθελε να του θυμίσει ότι έπρεπε να περάσει από το πολιτικό γραφείο της νέας και διάσημης πολιτεύτριας της Α’ Θεσσαλονίκης Κατερίνας Περαστικόγλου. Ο λόγος ; Να προσφέρει την βοήθειά του και αυτή με την σειρά της να βοηθήσει στον διορισμό του κανακάρη τους στον ΟΑΣΘ.

Μόλις ανέφερε στην γυναίκα του σε μια αποστροφή του λόγου το όνομα της πολιτεύτριας, πετάχτηκε η κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Του έκανε ένα νόημα να κλείσει το τηλέφωνο και του συστήθηκε : “Μάλλον εμένα ψάχνετε να δείτε..”. Η χαρά του απερίγραπτη και ετοιμαζόταν να εκθέσει το θέμα του, αλλά η βαριά αντρική φωνή από το πίσω κάθισμα τον διέκοψε. “Κυρία Περαστικόγλου χαίρομαι κι εγώ που σας γνωρίζω.. είμαι ο κύριος Μεγαλοκονόμας και πολύ φοβάμαι ότι έχετε και με μένα ραντεβού”. Αυτή τότε με απόλυτο σεβασμό γύρισε στον άντρα πίσω. “Κύριε Γραμματέα χαίρομαι πολύ…”. Ήταν ο γραμματέας του κόμματος της που από αυτόν κρεμόταν η πολιτική της καριέρα.

Ξαφνικά η κούρσα απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον και ο Βασίλης ευχόταν να συναντήσουν ακόμη μεγαλύτερη κίνηση στην Τσιμισκή. Ή τώρα ή ποτέ σκέφτηκε… Οι 2 επιβάτες τώρα μιλούσαν και χαμογελούσαν και αυτός ο έρμος έψαχνε τρόπο να διακόψει και στην πρώτη παύση δευτερόλεπτων το έκανε. “Κυρία Περαστικόγλου, ήθελα να σας δω για το παιδί..” και της είπε το γνωστό στόρυ. Άνεργος, πτυχίο, δύσκολη η αγορά, πολλά προβλήματα υγείας δικά του και της γυναίκας του κλπ κλπ. “Κύριε… το ονοματάκι σας;” ξεκίνησε η Κατερίνα “Βασίλης Μικροκακομοιρίδης”… ξεροκατάπιε η πολιτεύτρια και συνέχισε “Κύριε Βασίλη, είπαμε ότι τα ρουσφέτια τέλος.. ο πρόεδρος μας …” και συνέχισε με ένα μικρό τροπάριο περί διαφάνεις και αξιοκρατίας. “Μια στιγμή όμως..” πετάχτηκε ο Μεγαλοκονόμας, “μπορεί ίσως να γίνει κάτι. Ας μην είμαστε και απόλυτοι… πες τε μου αλήθεια, αυτό που λέτε για την γυναίκα σας ..” και του εξήγησε για την πιθανότητα να προσληφθεί λόγω ενδεχόμενης αναπηρίας της μητέρας του κλπ κλπ. Κοίταξε με νόημα την πολιτεύτρια και όπως μετά τις εξηγούσε ότι ναι μεν ρουσφέτι δεν παίζει πλέον, αλλά βοηθάμε τον κόσμο να κατανοήσει τις διαδικασίες προ των εκλογών… “Με άλλα λόγια να θες Κατερίνα μου καριέρα, ποτέ δεν λες ένα ξερό όχι πριν τις εκλογές στον ψηφοφόρο..!!”.

Όταν έφτασαν στο τέρμα της κούρσας, όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ο Βασίλης ειδικά περιχαρής. Πήρε την γυναίκα του αμέσως τηλέφωνο να της πει τα ευχάριστα. Και λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο την ρώτησε ” Βρε γυναίκα με ποιό κόμμα είπες ότι κατεβαίνει η Περαστικόγλου; ” Και άκουσε τα εξ αμάξης του!!!

Αυτή την αντίληψη ήρθε η ώρα να την αλλάξουμε; ΟΛΟΙ ΜΑΣ!!!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2009

Σαμαράς, όπως Σαρκοζύ. Kαι Ντόρα, όπως Χίλαρυ…



N.Z.

Η κρίση της Νέας Δημοκρατίας και η επικείμενη εκλογή νέας ηγεσίας θα επηρεάσουν τις ισορροπίες σʼ ολόκληρη την πολιτική σκηνή. Και τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις...
* Η Ντόρα Μπακογιάννη, που αρχικά έμοιαζε «φαβορί», θυμίζει έντονα την υποψηφιότητα της Χίλαρυ Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις Αμερικάνικες Προεδρικές εκλογές του 2008. Είναι γυναίκα, εκείνη ευνοεί το κατεστημένο του κόμματος (κι όχι μόνο), κι εκείνη απευθύνεται στους «ενδιάμεσους ψηφοφόρους». Όπως ακριβώς η Χίλαρυ…
-- Από την άλλη, η υποψηφιότητα Αντώνη Σαμαρά έχει αρκετά χαρακτηριστικά Ομπάμα: Βάζει ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα, τρέχει «μαραθώνιο» (η αντίπαλός του πήγε να το τελειώσει με «κατοστάρι», αλλά δεν της βγήκε), μιλάει στην «ψυχή» του κόμματος και με στρατηγικούς όρους, όταν η αντίπαλός του μιλάει με τακτικίστικους όρους κι απευθύνεται σε ένα φθαρμένο στελεχιακό δυναμικό.
* Οι ψηφοφόροι της ΝΔ που πήγαν στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι πολλοί. Γιʼ αυτό και το ΠΑΣΟΚ έμεινε στάσιμο σε εκλογική δύναμη, σε σύγκριση με το 2004, όταν είχε υποστεί στρατηγική ήττα!
Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία ανάμεσα στο 2004 και το 2009 έχασε λίγο παραπάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους!
Απʼ αυτούς οι περισσότεροι έκαναν αποχή: πάνω από 500 χιλιάδες συνολικά!
180 χιλιάδες περίπου πήγαν στο ΛΑΟΣ. 230 χιλιάδες πήγαν στο ΠΑΣΟΚ. Ενώ υπάρχουν και 80 χιλιάδες που πήγαν στα μικρότερα κόμματα (λίγο παραπάνω από τους μισούς στο Κόμμα Παπαθεμελή).
Η υποψηφιότητα Σαμαρά, ουσιαστικά διεκδικεί άμεσα όσους δεν πήγαν αριστερότερα: αυτούς που έκαναν αποχή, αυτούς που πήγαν στο ΛΑΟΣ και στον Παπαθεμελή. Σύνολο 750 χιλιάδες!
Μια Νέα Δημοκρατία υπό τον Αντώνη Σαμαρά θα απορροφήσει πολύ σύντομα κάτι παραπάνω από τους μισούς, δηλαδή προσδοκά άμεσα οφέλη της τάξης των 450 χιλιάδων, πάνω από 6% του εκλογικού σώματος…
Και μέσα σε λίγο διάστημα μπορεί να ξεπεράσει και το 8%.
Αν συνεκτιμήσει κανείς την αύξηση του εκλογικού σώματος (από μείωση της αποχής) η εκλογή Σαμαρά μπορεί κάλλιστα να φέρει τη Νέα Δημοκρατία μετά από λίγους μήνες στο 39,5%, με το ΠΑΣΟΚ να υποχωρεί (για στατιστικούς λόγους, δηλαδή λόγω αύξησης του εκλογικού σώματος) στο 41,5%, χωρίς να συνεκτιμάται η παραμικρή κυβερνητική απώλεια, ως τότε, εκ μέρος του ΠΑΣΟΚ.
Από κει και ύστερα, η κυβερνητική φθορά του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ θα μετράει διπλά. Μʼ άλλα λόγια, μόλις 1% φθορά του ΠΑΣΟΚ ως το τέλος του 2010 θα μπορεί να έχει αντιστρέψει πλήρως τους συσχετισμούς.
* Αν, αντίθετα, εκλεγεί η Ντόρα, τότε μεγάλο μέρος της ΝΔ δεν θα αντέξει άλλη…. μετάλλαξη προς το «κέντρο». Είτε θα στραφεί στην αποχή είτε προς το ΛΑΟΣ.
Πράγματι, οι… «ακάλυπτοι δεξιοί», δεν θα αντέξουν άλλη «πολιτική ορθότητα» και πολιτική μετατόπιση στα όρια του… «Σημιτικού εκσυγχρονισμού. Γιατί αυτό είναι το στίγμα που έχει αποτυπωθεί στο «απαστράπτον προφίλ» της κας. Μπακογιάννη. Αν την εκλέξουν αρχηγό, η ΝΔ κυνηγώντας λίγους σχετικά «ενδιάμεσους ταλαντευόμενους» θα χάνει όλο και περισσότερους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της.
Με αποτέλεσμα η παράταξη να διασπαστεί σε μια πολύ ισχυρότερη ακροδεξιά και μια πολύ πιο αδύναμη νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά.
Αυτό θα δώσει μακροημέρευση στην Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Γιατί ακόμα και με 2% απώλειες προς τη Νέα Δημοκρατία μέσα στο 2010, η Νέα Δημοκρατία της Ντόρας (ή ό,τι θα έχει απομείνει απʼ αυτήν, λόγω διαρροής οπαδών προς τα δεξιά της) θα έχει μικρότερα ποσοστά απʼ ό,τι στις 4 Οκτωβρίου του 2009!
Αν 750 χιλιάδες Νεοδημοκρατών ψηφοφόρων εγκατέλειψαν τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή προς αποχή ή προς τα δεξιά, αυτοί που θα εγκαταλείψουν τη ΝΔ της Ντόρας δεν θα είναι λιγότεροι…
Έτσι, την εκλογή της Ντόρας την εύχονται (και την προωθούν) όλοι οι… αντίπαλοί της ΝΔ: Τόσο το ΠΑΣΟΚ (γιατί θα σημάνει οριστική αποδυνάμωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και διάσπαση της Κεντροδεξιάς) όσο και ο Καρατζαφέρης (που προσδοκά, δικαίως - από την φυγή κι άλλων νεοδημοκρατών, αν εκλεγεί η Ντόρα - να υπερδιπλασιάσει τα δικά του ποσοστά).
* Η στρατηγική Σαμαρά μοιάζει αντίστοιχη με εκείνη του Σαρκοζύ για το χώρο της Ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς και του Ομπάμα για το Αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα. Να ενώσει το κόμμα, να ενώσει την παράταξη, κι ύστερα να κερδίσει τις εκλογές.
Αντίθετα η στρατηγική Ντόρας είναι αντίστοιχη με εκείνη της Χίλαρυ Κλίντον: κυνηγώντας τους ενδιάμεσους ψηφοφόρους, κινδυνεύει να χάσει πολύ περισσότερους παραδοσιακούς.
Αν τα καταφέρει ο Σαμαράς, αυτό θα σημάνει και το τέλος της Μεταπολίτευσης. Γιατί θα έχει βρει για πρώτη φορά γνήσια εκπροσώπηση η μη αριστερή παράταξη στην Ελλάδα, με σύνθεση παραδοσιακών και φιλελεύθερων αντιλήψεων. Αυτό ακριβώς που αποτελεί το «μοντέλο Σαρκοζύ» (κι αυτό που διακήρυξε ουσιαστικά, ο ίδιος ο Σαμαράς, την περασμένη Πέμπτη).
Διότι μέχρι τώρα η Νέα Δημοκρατία μάλλον… «ντρεπόταν» για τις ιδέες της!
Που παντού αλλού στον κόσμο κερδίζουν συνεχώς, και στην Ελλάδα τις ξορκίζουν ακόμα τα φαντάσματα της Μεταπολίτευσης…

Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2009

Πολιτική Ελπίδα



Παρουσιάζεται άλλη μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα. Ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία προσέφεραν πάρα πολλά αντιλαμβανόμενα άριστα τις ανάγκες του 1974, περνάει ισχυρή κρίση λόγω εκλογικής συντριβής. Αυτή η κρίση μπορεί υπό προϋποθέσεις να του επιτρέψει επιτέλους να αντιληφθεί τα νέα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας του 2009, τις διεθνείς τάσεις και κατά συνέπεια τον ιδεολογικό μετασχηματισμό που πρέπει να υποστεί για να προτείνει τις πολυπόθητες λύσεις.



Τα βασικά προβλήματα των Ελλήνων σήμερα είναι δύο: τα πολλά χρήματα και το αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας ανέβηκε από τα περίπου 3.000 δολάρια το 1974, στα 30.500 σήμερα, δηλαδή ο πλούτος μας δεκαπλασιάστηκε. Αυτό είχε ως συνέπεια πρώτον την κατακόρυφη άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου και δεύτερον την κατακόρυφη πτώση της ποιότητας ζωής μας, και τα δύο οφείλονται όχι τόσο σε δική μας υπαιτιότητα όσο στην ιστορικά δικαιολογημένη πρόσδεσή μας στο άρμα του Δυτικού πολιτισμού. Το βιοτικό επίπεδο εξαρτάται από τα υλικά αγαθά, ενώ η ποιότητα ζωής φαίνεται από τους δείκτες των αυτοκτονιών, των διαζυγίων, των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, της εγκληματικότητας, του περιβάλλοντος, της παχυσαρκίας κ.λπ. Η κοινωνία μας πατροπαράδοτα φτωχή δεν έχει ακόμη αφομοιώσει αυτή την απίστευτη αύξηση των εισοδημάτων της και επιδεικνύει μια νεοπλουτίστικη συμπεριφορά: άκρατος ατομικισμός, ακαλαισθησία, υπερκατανάλωση.

Η αναποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος ανεξαρτήτως κυβερνώντος κόμματος φαίνεται, κατά κοινή ομολογία, από τα άλυτα χρονίζοντα δομικά προβλήματα στους τομείς: Ανταγωνιστικότητας, Υγείας, Παιδείας, Άμυνας, Δικαιοσύνης κ.λπ. Η αναποτελεσματικότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν οφείλεται στους κακούς πολιτικούς, αλλά στο πολιτικό σύστημα που τους κάνει υποχρεωτικά κακούς για να επιβιώσουν. Το ένστικτο της πολιτικής αυτοσυντήρησης τούς κάνει να αναλώνουν τον χρόνο τους όχι στην πολιτική, αλλά στην συσσώρευση πολιτικού χρήματος για τις επόμενες εκλογές.

Εκτός από τα βασικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη και οι διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές τάσεις. Η εντατικοποίηση του διεθνούς οικονομικού και διακρατικού ανταγωνισμού δεν αφήνει δυστυχώς περιθώριο για τίποτε άλλο εκτός από μια οικονομική πολιτική συνεχούς ανάπτυξης, όπως αυτή μετριέται μέσα από την αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. «Expand or Die» όπως λένε και οι Αμερικανοί. Το θετικό είναι ότι η αύξηση της συνολικής πίτας εξασφαλίζει στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα καλύτερο βιοτικό επίπεδο από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία, σήμερα ακόμη και οι πιο φτωχοί έχουν αυτοκίνητο και τηλεόραση, στην Ελλάδα μάλιστα διαθέτουν και ιδιόκτητη κατοικία. Το αρνητικό είναι ότι η ψαλίδα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις μεγαλώνει. Η κοινωνική μας συνοχή όμως δεν κινδυνεύει εξ αυτού του λόγου (όπως είπαμε μόλις πριν οι φτωχοί για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία καλοπερνάνε), αλλά λόγω της περιθωριοποίησης ανθρώπων δυστυχισμένων που δεν αντέχουν τους ρυθμούς της σημερινής ζωής. Η συνεχής επιδείνωση της ποιότητας ζωής παγκοσμίως θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε εξεγέρσεις τύπου Δεκεμβριανών 2008, μιας και ο πολύς κόσμος θα αδυνατεί να αντέξει το έλλειμμα ψυχικής πληρότητας που συνεπάγεται ο τρόπος ζωής μας. Δεν θα εξεγείρονται, επειδή πεινάνε, αλλά επειδή πονάνε. Ο πόνος δεν θα είναι σωματικός, αλλά ψυχικός και δυσβάσταχτος.

Αν ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα κατανοήσει αυτά τα πραγματικά προβλήματα των Ελλήνων και τις διεθνείς τάσεις, τότε θα πρέπει να βρει το πολιτικό θάρρος να συμπεριλάβει τις λύσεις τους στην νέα ιδεολογική του ταυτότητα. Η κομματική ιδεολογική ταυτότητα ανέκαθεν αποτελούσε συνισταμένη της εκάστοτε ταξικής και της πολιτιστικής συνείδησης. Η ταξική συνείδηση έχει εξαντλητικά συζητηθεί και αφορά το λεγόμενο δίπολο αριστερά-δεξιά. Ασχέτως από την ταμπέλα των κομμάτων και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει «αντίθετες» στην ταμπέλα τους πολιτικές, βλέπε τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη ή τις κρατικοποιήσεις του Καραμανλή Α’. Η ιστορική εναλλαγή δεξιών και αριστερών πολιτικών στην εξουσία είναι απαραίτητη, οι μεν δεξιές πολιτικές εστιάζουν κυρίως στην ανάπτυξη της οικονομίας, οι δε αριστερές πολιτικές στην αναδιανομή του πλούτου αυτής της οικονομικής ανάπτυξης προς διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Η πολιτιστική συνείδηση αφορά το δίπολο έθνος-μηδέν. Την αποδοχή ή όχι μιας πολιτιστικής ετερότητας και τη σημασία της στην επιλογή των πολιτικών θεσμών που συνάδουν με αυτή την ιδιαιτερότητα. Οι εθνικιστικές ή μηδενιστικές τάσεις της πολιτιστικής συνείδησης αποτελούν τα άκρα της. Έθνος και Μηδέν εναλλάσσονται και αυτά μέσα στην ιστορία αλλά με μεγαλύτερους κύκλους από την Αριστερά-Δεξιά.

Ένα ελπιδοφόρο πολιτικό κόμμα αντιλαμβάνεται πλέον ότι οι ιδεολογικές του κατευθύνσεις θα πρέπει προς το παρόν υποχρεωτικά να είναι «δεξιές» και πολιτιστικά πολύ ψαγμένες, όχι άκριτες αμερικανικές ή ευρωπαϊκές «λύσεις». Τα φληναφήματα περί «σοσιαλισμού» και «φιλελευθερισμού» από τα δύο μεγάλα κόμματα τελειώσανε. Ο οικονομικός «σοσιαλισμός» στην πίεση του διεθνούς οικονομικού κρατικού ανταγωνισμού εγκαταλείφθηκε ακόμη και από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Από την άλλη, ο «φιλελευθερισμός» απέτυχε κοινωνικά, διότι υπερτιμώντας το αγαθό της ελευθερίας υποτίμησε άλλα εξ ίσου σημαντικά αγαθά όπως την ευδαιμονία, την σχέση του ανθρώπου με την κοινότητα, και άφησε την πλειονότητα των ανθρώπων μόνους και δυστυχείς. Έχουν γεμίσει τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών από μοναχικούς «φιλελεύθερους» γέρους και παιδιά «φιλελεύθερων» - μονογονεϊκών οικογενειών.

Η κατακόρυφη αύξηση των εισοδημάτων των Ελλήνων, αλλά και η παγκόσμια απαίτηση για συνεχή αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας απαιτούν ξεκάθαρα «δεξιές» οικονομικές πολιτικές. Δεν υπάρχουν πια προλετάριοι που πεινάνε και ο διακρατικός ανταγωνισμός δεν αφήνει δυστυχώς περιθώρια αριστερών πολιτικών δικαιότερης αναδιανομής των εισοδημάτων και κλεισίματος της ψαλίδας των κοινωνικών τάξεων. Αυτό είναι ένα μελανό σημείο των καιρών μας, στην Ελλάδα όμως ίσως μας δημιουργήσει λιγότερα προβλήματα μιας και ποτέ δεν είχαμε τις βαθιές ταξικές διαφορές των άλλων ευρωπαίων που δημιουργούν ισχυρή ταξική συνείδηση. Οι πλούσιοι στην Ελλάδα ανέκαθεν είχαν ασθενή ταξική συνείδηση και ισχυρή πολιτιστική συνείδηση, δεν δίστασαν να μοιραστούν τον πλούτο τους, ας θυμηθούμε την συμβολή των εθνικών ευεργετών, τους αγροτικούς αναδασμούς γης και τους πλούσιους που έδωσαν την ζωή τους το 1821.

Τέλος, η επιδείνωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και η χρόνια αναποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος καλούν για μια εις βάθος ανάλυση των ελληνικών πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων. Από την μια απαιτείται να δοθεί η περιζήτητη ψυχική πληρότητα στους ανθρώπους μέσα από την ανασύσταση των ελληνικών κοινοτήτων και από την άλλη να επανεξετασθούν οι βασικοί σαθροί πλέον πυλώνες του ανισόρροπου πολιτικού μας συστήματος, όπως η αντιδημοκρατική πρωθυπουργοκεντρικότητα, το ανενεργό κοινοβούλιο, η διασταύρωση των εξουσιών, η ανάπηρη τοπική αυτοδιοίκηση, οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες κ.λπ. Για αυτά τα τελευταία όμως δεν απαιτείται απλά μια ιδεολογική επανίδρυση των δύο κομμάτων εξουσίας, αλλά η τολμηρή υιοθέτηση της πρότασης να οδηγηθεί ο ελληνικός λαός σε ένα δημοψήφισμα για την σύσταση μιας συντακτικής βουλής. Αυτή δεν είναι η καλύτερη λύση, είναι η μόνη λύση!

Δημήτριος Μ. Ζιαμπάρας

Δευτέρα, Οκτωβρίου 12, 2009

Περιμένοντας το… Σαρκοζύ!



Στην πολιτική όλοι κάνουν λάθη. Εμπειρική Τέχνη είναι όχι «ακριβής Επιστήμη. Αλλά δεν «μετράνε» όλα τα σφάλματα. Και δεν «μετράνε όλα το ίδιο…

Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε εκείνα τα σφάλματα του Κώστα Καραμανλή, που τελικώς «μέτρησαν». Γιατί υπονόμευσαν το βασικό ατού ενός πολιτικού ηγέτη: τη σχέση εμπιστοσύνης με την παράταξή του και με το λαό.

* Πρώτο σφάλμα, το 2005, η υπόθεση με το «βασικό μέτοχο» και τους «νταβατζήδες»: Ήταν δέσμευσή του να περιορίσει την επιρροή των εξωθεσμικών κέντρων. Και την υλοποίησε με το… χειρότερο τρόπο, το περιβόητο νόμο για το «βασικό μέτοχο».Η πρωτοβουλία του εκείνη ανησύχησε αρχικά τους «νταβατζήδες». Αλλά ο νόμος ήταν ατυχέστατος, συνάντησε την αντίδραση των Βρυξελλών και αποσύρθηκε. Αντί ο Καραμανλής να το διαπραγματευθεί, να επανέλθει, να τον τροποποιήσει, να βρει τελικά τρόπο να ελέγξει τα εξωθεσμικά κέντρα, παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Οι «νταβατζήδες» αναθάρρησαν και στη συνέχεια του έκαναν το βίο αβίωτο…

* Δεύτερο σφάλμα: ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει μεγάλα ΜΜΕ δικής του επιρροής. Δώδεκα χρόνια αρχηγός της ΝΔ και πέντε χρόνια πρωθυπουργός, η ΝΔ δεν είχε μια μεγάλη εφημερίδα, ένα κανάλι, ένα ραδιόφωνο. Ακόμα και παραδοσιακές εφημερίδες της παράταξής του αποδυναμώθηκαν ή έκλεισαν την εποχή της διακυβέρνησής του! Την ίδια εποχή η κυβέρνησή του έδωσε όλα τα μεγάλα έργα σε συγκροτήματα «νταβατζήδων» που τον χτύπαγαν καθημερινά και ανελέητα…

* Τρίτο σφάλμα: απαρνήθηκε την ταυτότητα της παράταξής του. Με την περιβόητη «στρατηγική του μεσαίου χώρου» θεωρούσε «δεδομένους» τους ψηφοφόρους της ΝΔ και κυνηγούσε συνεχώς τους «μετακινούμενους ψηφοφόρους» μη του… φύγουν και πάνε στο ΠΑΣΟΚ. Με το βιβλίο της Ιστορίας έκανε αλλεπάλληλα λάθη: Υιοθέτησε μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση Σημίτη, αλλά δεν τολμούσε να προχωρήσει, γιατί μεταξύ άλλων ήταν και αντισυνταγματική! Προκάλεσε κατακραυγή στο μεγαλύτερο μέρος της παράταξής του, αλλά και σε μεγάλη μάζα πολιτών που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ ακόμα κι απΆ την Αριστερά. Τελικώς και η Ακαδημία Αθηνών το αποδοκίμασε. Όχι μόνο ο «μεσαίος χώρος», αλλά ολόκληρη η κοινωνία στράφηκαν εναντίον του. Τελικά το άλλαξε μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007… Πρώτα υπέστη τη φθορά κι ύστερα το άλλαξε! Στο μεταξύ, το ΛΑΟΣ κέρδισε μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους (από τη ΝΔ κυρίως) και μπήκε στο Βουλή. Η υπουργός του Καραμανλή που επέμενε στο βιβλίο «μαυρίστηκε» από τους ψηφοφόρους της περιφέρειάς της. Κι όμως την έβαλε δύο χρόνια αργότερα πρώτη στο ευρω-ψηφοδέλτιο της ΝΔ!

* Τέταρτο σφάλμα: η τραγική στάση της κυβέρνηση στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου: Έστειλε το «μήνυμα» στις ορδές κουκουλοφόρων να κάψουν την Αθήνα (και δέκα άλλες πόλεις). Νόμισε ότι διακηρύσσοντας τη γραμμή της «μη βίαιης αντιμετώπισης» εκ μέρους της αστυνομίας, θα «εκτόνωνε» τα επεισόδια. Αλλά δεν τα εκτόνωσε, τα πυροδότησε!

Και δεν κέρδισε το «μεσαίο χώρο» λόγω «μετριοπάθειας». Έχασε το σύνολο της κοινωνίας και μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάση του (τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες), λόγω της αναρχίας που ο ίδιος επέτρεψε και ενεθάρρυνε. Τότε κλονίστηκε η οικονομική και πολιτική αξιοπιστία του: Μια κυβέρνηση που δεν ελέγχει το κέντρο της πρωτεύουσάς της για μέρες, πώς είναι δυνατό να προασπιστεί τα σύνορά της, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στο εξωτερικό, ή να εγγυηθεί την αποπληρωμή των χρεών της στους διεθνείς δανειστές της;

Τρία χρόνια πριν ο Νικολά Σαρκοζύ, ως υπουργός εσωτερικών τότε, όταν ξέσπασαν αντίστοιχα επεισόδια στα προάστια του Παρισιού (με τρείς νεκρούς) διακήρυξε απερίφραστα ότι «θα συντρίψει τα καθάρματα»! Όλοι ανατρίχιασαν, σύσσωμη η αντιπολίτευση και ο τύπος τον κατακεραύνωναν - «φασίστα» τον ανέβαζαν, «ναζί» τον κατέβαζαν – αλλά τα γεγονότα αντιμετωπίστηκαν (με 35 νεκρούς συνολικό απολογισμό). Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο ίδιος ο Σαρκοζύ εξελέγη πανηγυρικά Πρόεδρος της Γαλλίας, το κόμμα του σάρωσε στις βουλευτικές εκλογές, και πολλοί απΆ όσους τον ελεηνολογούσαν πριν, ήλθαν και τον «προσκύνησαν». Και μερικοί έγιναν και υπουργοί του! Ο Σαρκοζύ κράτησε αποφασιστική στάση για να δώσει ασφάλεια στους πολίτες την κρίσιμη στιγμή, κινήθηκε προς τα δεξιά για να συσπειρώσει το κόμμα του (και να συμπιέσει τους ακροδεξιούς του Λεπέν), κέρδισε τις εκλογές κι ύστερα στράφηκε προς το κέντρο για να κυβερνήσει. Και πέτυχε τρία στα τρία…

Εδώ ο Καραμανλής έκανε τα ανάποδα. Και τα χασε όλα!

Στις κάλπες της 4ης Οκτωβρίου δεν κέρδισε το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου πήρε τις ίδιες ψήφους με το 2004, όταν είχε χάσει πανηγυρικά!

Αλλά επικράτησε διότι απέναντί του κατέρρευσε η ΝΔ.

Από το 1 εκατομμύριο ψηφοφόρων που έχασε ο Καραμανλής σε σύγκριση με το 2004 πάνω από τους μισούς έκαναν αποχή και γύρω στο 18% πήγαν στο ΛΑΟΣ…

Η Νέα Δημοκρατία έχει κρίση ταυτότητας: οι περισσότεροι οπαδοί της την εγκαταλείπουν χωρίς (ακόμα τουλάχιστον) να πηγαίνουν σε άλλο κόμμα. Και οι συντριπτικά περισσότεροι δεν πηγαίνουν «απέναντι», στο ΠΑΣΟΚ. Μένουν στην «παράταξη». Και περιμένουν…

Αν θα υπάρξει στην Ελλάδα ηγέτης της Κεντροδεξιάς τύπου Σαρκοζύ.
(ο οποίος, παρεμπιπτόντως ΔΕΝ προέρχεται από πολιτικά «τζάκια»)

Ότι τεντώνει... ξεχειλώνει


του Χρύσανθου Λαζαρίδη

Η συντριβή της Νέας Δημοκρατίας στις πρόωρες εκλογές (που η ίδια αποφάσισε) την 4η Οκτωβρίου, είναι μια στρατηγική ήττα. Και δίνει λαμπρή ευκαιρία για κάτι που δεν συνηθίζουμε στην Ελλάδα: να συζητήσουμε τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις από στρατηγική σκοπιά...

Πράγματι, η Νέα Δημοκρατία έκανε τρία πολιτικά σφάλματα. Παραβίασε και τα τρία «δεν» της πολιτικής:

Πρώτον, ποτέ δεν αποφασίζεις να κάνεις εκλογές όταν βρίσκεσαι πολύ πίσω στις δημοσκοπήσεις. Ποτέ δεν αποφασίζεις εκλογές για να τις χάσεις. Και ποτέ δεν δίνεις στους ψηφοφόρους σου την εντύπωση ότι «παραδίδεις» την εξουσία. Οι ψηφοφόροι δεν επιθυμούν να ταυτιστούν με ένα οικειοθελώς παραιτημένο...

Δεύτερον, ποτέ δεν κάνεις εκλογές στο χειρότερο σημείο μιας διεθνούς κρίσης, τουλάχιστον αν μπορείς να τις αποφύγεις.
*Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του '70 αποσταθεροποίησε τη χούντα…
*Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση αποσταθεροποίησε τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή…
*Τη δεκαετία του '80 δεν είχαμε μείζονα διεθνή κρίση, αλλά η εσωτερική οικονομική αναταραχή που προκλήθηκε από τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (πρωτοφανής διεθνής δανεισμός, εκτόξευση πληθωρισμού σε μια περίοδο που υποχωρούσε ο πληθωρισμός διεθνώς, τρεις υποτιμήσεις της δραχμής σε δύο χρόνια και το πιο αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, τη διετία 1985-87) αποσταθεροποίησε τελικά και την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.
*Η (μέτρια) διεθνής κρίση των αρχών της δεκαετίας του '90, σε συνδυασμό με τις νομισματικές αναταραχές στην Ευρώπη εν όψει δημιουργίας του ευρώ, το 1992, αποσταθεροποίησαν και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ένα χρόνο αργότερα.
*Ενώ η διεθνής χρηματιστηριακή κρίση 2000-2002 αποσταθεροποίησε τελικώς και την κυβέρνηση Σημίτη.

Στην Ελλάδα όλες οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές συνέπεσαν με διεθνείς οικονομικές κρίσεις.

Τρίτον, ποτέ δεν κάνεις εκλογές τάζοντας «δάκρυα και αίμα». «Δάκρυα και αίμα» έταξε ο Τσόρτσιλ (Churchill), αλλά για να κερδίσει τον πόλεμο μακροχρόνια, όχι για να κερδίσει... τις επόμενες εκλογές!

Στον πόλεμο, ο λαός παλεύει με την απελπισία. Στις εκλογές, ο λαός «αγοράζει ελπίδα»... Τον πόλεμο συνήθως στον επιβάλουν, δεν τον διαλέγεις. Κι όταν τα εχθρικά «στούκας» οργώνουν τις πόλεις σου, είναι «ελκυστικό» να ακούς κάποιον να σου λέει ότι θα νικήσεις, ακόμα κι αν χρειαστούν θυσίες. Τις θυσίες τις υφίστασαι εκείνη τη στιγμή, έτσι κι αλλιώς. Εκείνο που χρειάζεσαι είναι κάποιος να σου πει ότι στο τέλος θα νικήσεις. Ότι αυτές οι θυσίες έχουν νόημα...

Οι εκλογές είναι εντελώς διαφορετικό «παίγνιο»: εκεί δεν πας να ψηφίσεις για… περισσότερες θυσίες. Πας να ψηφίσεις για μια καλύτερη προοπτική, για ένα καλύτερο αύριο.

Το πρόβλημα στην πολιτική δεν είναι η αντίθεση ανάμεσα στην ειλικρίνεια και το ψέμα. Το πρόβλημα είναι πώς παρουσιάζεις την άποψή σου, ώστε να γίνει αποδεκτή από τον πληθυσμό.

Ο πολιτικός πράγματι, οφείλει να είναι ειλικρινής, οφείλει να είναι έντιμος, οφείλει να είναι υπεύθυνος... Αλλά πάνω απ' όλα οφείλει να είναι πολιτικός, να πείθει την κοινωνία, να τη συσπειρώνει, να εξασφαλίζει τη συναίνεσή της στα εύκολα και στα δύσκολα. Κυρίως στα δύσκολα... Στα εύκολα δεν είναι ανάγκη να είναι πολιτικός. Τα «εύκολα» και τα «ευχάριστα» οποιοσδήποτε μπορεί να τα «πουλήσει». Ο πολιτικός χρειάζεται στα δύσκολα. Κι εκεί η υπεύθυνη πρόταση Καραμανλή δεν παρουσιάστηκε ως πολιτική. Παρουσιάστηκε ως καθαρτικό... Οι λαοί ποτέ δεν ψηφίζουν... ρετσινόλαδο!

Τέλος εκείνο το βαρύγδουπο «βάζουμε το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό όφελος» ήταν σαν να συνομιλούσε η ΝΔ με την... ιστορία, όχι με τον ελληνικό λαό.

Κι αν τις έχανε τις εκλογές η ΝΔ και τις κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ θα (όπως και συνέβη) εξυπηρετούνταν το «εθνικό συμφέρον»; Αν η πρόταση ΠΑΣΟΚ ήταν τόσο «ανεύθυνη και επικίνδυνη», τότε αυτός που έφερνε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία πως εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον;

Ακόμα, το επιχείρημα της «διαχειρίσιμης ήττας» (τις κάνουμε τις εκλογές τώρα, κι ας χάσουμε, γιατί αργότερα θα χάσουμε χειρότερα) ανατράπηκε στην πράξη. Δύσκολα να φανταστεί κανείς χειρότερη ήττα από εκείνη με 10.4 ποσοστιαίες μονάδες...

Τέλος, το επιχείρημα ότι «δεν ήταν αντιστρεπτή η κατάσταση πλέον», είναι ανοησία. Διότι στην πολιτική δεν χαρίζεις ούτε μια μέρα. Κι υπάρχουν θεαματικές αλλαγές τάσης, ανέλπιστες και σε ελάχιστο χρόνο: απόδειξη, ο... Γιώργος Παπανδρέου, που μέσα σε λίγους μήνες, από αμφισβητούμενος ηγέτης ενός εύθραυστου κόμματος (αρχές του 2008) βρέθηκε μπροστά στις δημοσκοπήσεις...

Με ίδιες ψήφους, από την ήττα στο θρίαμβο!


Το αποτέλεσμα, όμως, φωτίζει αυτή την ήττα κι από άλλες πλευρές:
*Το ΠΑΣΟΚ έλαβε το 2009 ακριβώς τις ίδιες ψήφους που είχε λάβει το 2004 (λίγο πάνω από τα 3 εκατομμύρια). Με άλλα λόγια, με τις ίδιες ψήφους που υπέστη «στρατηγική ήττα» το 2004, μόλις πέντε χρόνια αργότερα κατήγαγε «στρατηγική νίκη»! Με τις ίδιες ψήφους...
*Η Νέα Δημοκρατία αντίθετα έχασε περίπου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων της ανάμεσα στο 2004 και το 2009 (λίγο παραπάνω από 1 εκατομμύριο).

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι χαμένες ψήφοι πήγαν κυρίως σε αποχή! Από το 1 εκατομμύριο ψηφοφόρων που έχασε η ΝΔ μέσα σε πέντε χρόνια:
*οι 530 χιλιάδες και πλέον έκαναν αποχή (320 χιλιάδες περίπου αυξήθηκε η αποχή μεταξύ 2007 και 2009, σχεδόν αποκλειστικά από ψηφοφόρους της ΝΔ)·
*οι 230 χιλιάδες περίπου πήγαν στο ΠΑΣΟΚ (σχεδόν αποκλειστικά από το 2007 στο 2009)·
*οι 180 χιλιάδες πήγαν στο ΛΑΟΣ (τα δύο τρίτα αυτών των απωλειών τις υπέστη η ΝΔ από το 2007 ως το 2009) ·
*και γύρω στις 70 χιλιάδες πήγαν από τη ΝΔ στα «πολύ μικρά κόμματα» («οικολόγους» κ.λπ).

Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του έχασε κι αυτό προς τα πιο μικρά κόμματα περίπου τον ίδιο αριθμό ψηφοφόρων που πήρε από τη ΝΔ κι έτσι διατηρήθηκε στις ίδιες ψήφους με το 2004. Αλλά τώρα βρέθηκε με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (43.93% έναντι 40.55% το 2004) επειδή έπεσε ο συνολικός αριθμός των ψηφοφόρων.

«Μετακινούμενοι» και «Απογοητευμένοι»

Σχεδόν το 14% του εκλογικού σώματος εγκατέλειψε τη ΝΔ μέσα σε πέντε χρόνια. Αλλά απ' αυτούς, μόνο το 3.3% πήγε στο ΠΑΣΟΚ κι άλλο 1% περίπου πήγε στα πολύ μικρά κόμματα.

Το υπόλοιπο 10% περίπου του εκλογικού σώματος, δηλαδή 700,000 ψηφοφόροι περίπου, έκαναν αποχή ή πήγαν στο ΛΑΟΣ. Δηλαδή δεν πέρασαν στην «απέναντι όχθη». Δεν άλλαξαν «παράταξη»... Κι αυτοί δεν είναι «ταλαντευόμενοι» ψηφοφόροι. Αυτοί είναι απογοητευμένοι δεξιοί ψηφοφόροι... Όπως απογοητευμένοι είναι και οι νεοδημοκράτες που μετακινήθηκαν προς το ΛΑΟΣ...

Όταν ένα κόμμα χάνει μέσα σε μια πενταετία το ένα τρίτο της εκλογικής της βάσης και το 10% του εκλογικού σώματος από «φυγή απογοήτευσης» κι όχι από «μετακόμιση» προς την αντίπαλη παράταξη, τότε έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας.

Οι «ταλαντευόμενοι» ψηφοφόροι (που πήγαν τελικώς στο ΠΑΣΟΚ) είναι πολύ λιγότεροι -μόλις ένας προς τρεις- σε σύγκριση με τους «απογοητευμένους» που έκαναν αποχή ή πήγαν στο ΛΑΟΣ!

Κι εδώ έχουμε ένα άλλο πρωτοφανές: συνήθως σε συνθήκες δικομματισμού, μετά από κάμποσα χρόνια στην εξουσία, υπάρχει κάποιο ποσοστό που εγκαταλείπει το ένα μεγάλο κόμμα και πηγαίνει στο άλλο.
*Αυτό το ποσοστό ήταν τις παλαιότερες δεκαετίες της τάξης του 8% (όσοι μετακινήθηκαν από το 1981 ως το 1990 από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ, αλλά κι από το 1990 ως το 1993 από τη ΝΔ πίσω στο ΠΑΣΟΚ).
*Στη συνέχεια περιορίστηκε στο 6% (τόσοι μετακινήθηκαν περίπου από το 2000 ως το 2004 από την «κεντροαριστερά» στην «κεντροδεξιά»).
*Τώρα, όμως, οι «μετακινούμενοι» ψηφοφόροι (που πήγαν από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ) είναι ακόμα λιγότεροι, γύρω στο 3.4%! Ενώ αυτοί που έφυγαν προς αποχή ήταν σχεδόν 7% κι εκείνοι που πήγαν στο ΛΑΟΣ εν ξεπέρασαν το 2.5%.

Οι «μετακινούμενοι» λιγοστεύουν. Οι «απογοητευμένοι» της ΝΔ αυξάνονται. Ενώ οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ μένουν στάσιμες γιατί οι απώλειές του προς τα αριστερότερα αντισταθμίζουν τα κέρδη του από τα δεξιά.

Στρατηγικά προβλήματα προτεραιοτήτων

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι απλώς ότι η Νέα Δημοκρατία χάνει ψηφοφόρους, είναι ότι η δημοκρατική διαδικασία χάνει σε «συμμετοχή» πολιτών... Σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος έχει πια πρόβλημα εκπροσώπησης, αφού την απογοήτευση ενός μεγάλου κόμματος δεν μπορεί να την «απορροφήσει» το άλλο μεγάλο κόμμα και στην προκειμένη περίπτωση κανένα κόμμα...

Εδώ προτεραιότητα δεν είναι να κερδηθούν οι «ταλαντευόμενοι» ψηφοφόροι (το 3.4%). Αυτοί όταν θα απογοητευθούν από το ΠΑΣΟΚ θα έλθουν μόνοι τους. Κι αν δεν απογοητευθούν από το ΠΑΣΟΚ δεν θα έλθουν, ό,τι κι αν κάνει η ΝΔ.
*Προτεραιότητα, αντίθετα, είναι να επανέλθουν οι απογοητευμένοι της ΝΔ που πήγαν σπίτι τους. Κι αν καταφέρει και προσελκύσει ξανά τους «απέχοντες», τότε θα είναι ευκολότερο να επαναπατρίσει και κάποιους απ' αυτούς που έφυγαν προς το ΛΑΟΣ.
*Προτεραιότητα για τη ΝΔ είναι να βρει την ταυτότητά της, όχι να αναζητά «διεύρυνση» προς τα αριστερά της.
*Προτεραιότητα για τη ΝΔ είναι να προσελκύσει αυτούς που απομακρύνθηκαν αλλά μένουν «δίπλα της» -που είναι και οι περισσότεροι- όχι να επαναφέρει όσους πέρασαν «απέναντι».
*Προτεραιότητα για τη ΝΔ είναι να εκπροσωπήσει τον κόσμο της που τον θεωρούσε «δεδομένο» ως τώρα και πλέον την εγκαταλείπει. Όχι να κάνει «ανοίγματα»...
*Αν η ΝΔ επιμένει στη λογική του «μεσαίου χώρου», δεν θα επαναφέρει όσους την εγκατέλειψαν προς τα «αριστερά» της. Θα χάσει κι άλλους προς τα δεξιά της. Γιατί ότι τεντώνει ξεχειλώνει. Και, τελικώς, σπάει...
*Αν η ΝΔ προσπαθήσει να διεκδικήσει ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ, απλώς θα βοηθήσει το ΛΑΟΣ να της πάρει κι άλλους...
*Αν δεν θέλει να φτάσει στο σημείο να διασπαστεί σε δύο σαφώς μικρότερα κόμματα -και να υποβαθμίσει οριστικά το ρόλο της- τότε πρέπει να ανασυγκροτήσει την παράταξή της, όχι να συνεχίσει τα «ανοίγματα προς το κέντρο».

Αυτό δεν σημαίνει, κατ' ανάγκην, «μετακίνηση στα δεξιά». Σημαίνει όμως ότι

*δεν μπορεί μια παράταξη που πλησιάζει το 45% του ελληνικού λαού (τόσο πήρε μόλις το 2004) να διώχνει τον κόσμο της μαζικά και να την απασχολούν τα «ανοίγματα» σε αντίπαλους χώρους·
*δεν μπορεί να διεκδικεί τους «οριακούς» όταν χάνει στον «πυρήνα» της·
*δεν μπορεί να ψάχνεις «συμμάχους» όταν διαλύεται ο «στρατός» σου.

Ο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) «έγειρε» προς τα δεξιά τους για να συσπειρώσει το κόμμα του -και να συμπιέσει το Λε Πεν (Le Pen), νίκησε στις εκλογές κι ύστερα «έγειρε» προς το κέντρο για να κυβερνήσει τη χώρα. Τον καθύβρισαν, τον ειρωνεύθηκαν, τον καταράστηκαν, αλλά τελικά ήλθαν και τον «προσκύνησαν» (ακόμα και πολλοί από εκείνους που τον έβριζαν).

Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται μιαν αντίστοιχη πολιτική Σαρκοζί.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009

Τι σημαίνει Δεξιά;





Το ιδεολογικό κενό της πρώην «νέας διακυβέρνησης».

(Σχεδίασμα για ένα βιβλίο που δεν εκδόθηκε πότε)


του Πάσχου Μανδραβέλη


Σε στρωμένο γήπεδο

Τον Μάιο του 2004, δύο μήνες μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές, ο κ. Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε την Δυτική Θράκη. Μια τέτοια επίσκεψη, τρία ή τέσσερα χρόνια πριν, θα εθεωρείτο τουλάχιστον «πρόκληση». Τούρκος πρωθυπουργός με την κουστωδία του σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή, όταν μάλιστα η κυβέρνησή του δηλώνει ότι υπάρχει εκεί τουρκική μειονότητα; Είναι σίγουρο ότι αν η κυβέρνηση Σημίτη επέτρεπε κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν «προδοτική». Κάποιοι θα φώναζαν «στο Γουδί», όπως δυστυχώς ακούστηκε μέα στη Βουλή κατά την κρίση στα Ίμια. Τα επιχειρήματα θα ήταν ότι η Τουρκία έχει στρατό στην Κύπρο, βλέψεις στο Αιγαίο, απαγορεύει την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου· αφήστε δε το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζει την «γενοκτονία των Ποντίων».

Κι όμως! Δεν κουνήθηκε φύλλο. Ακόμη και κάποιες λογικές για την διπλωματία αιτιάσεις του ΠΑΣΟΚ -π.χ. να ανοίξει ως αντάλλαγμα η γραμμή Λέσβου-Ίμβρου- θεωρήθηκαν περίπου εθνικιστική έξαρση.

Η μεγαλύτερη συνεισφορά της διακυβέρνησης Σημίτη στον τόπο δεν ήταν ούτε η ΟΝΕ, ούτε τα μεγάλα έργα. Ήταν η μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα της χώρας επί το ορθολογικότερο. Όχι μόνο στα εθνικά (ας μην ξεχνάμε ότι το 1996 κυριαρχούσε το δόγμα «δεν συζητάμε διότι δεν έχουμε τίποτε να διαπραγματευτούμε»), αλλά παντού: στην οικονομία, στους θεσμούς, στην κοινωνία. Κάθε μεταρρύθμιση, ακόμη και ελλιπής, ήταν ταυτόχρονα μια μεγάλη ιδεολογική μάχη. Δεν μιλάμε μόνο για τις αποκρατικοποιήσεις (ποιος θυμάται την μεγάλη σύγκρουση για την ιδιωτικοποίηση της Ιονικής Τράπεζας;), ούτε για την Παιδεία (ποιος θυμάται τις μάχες έξω από τα σχολεία για την κατάργηση της επετηρίδας;). Ιδεολογική σύγκρουση υπήρξε ακόμη και για τα αυτονόητα: μέχρι και για την εξάρθρωση μια συμμορίας ατόμων που κατηγορούνταν για 27 δολοφονίες.

Η σύγκρουση αυτή ήταν πολυμέτωπη. Δεν ήταν μόνο ο διεκδικητής του θρόνου (δηλαδή η Ν.Δ.) που αντιπαρατέθηκε σε κάθε βήμα (Σ.Σ.: έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι έκανε η ΝΔ όταν οι αγρότες έκοβαν στη μέση την Ελλάδα, τι έλεγε για την συμφωνία του Ελσίνκι που έβαλε την Κύπρο στην Ε.Ε., για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, για τον Καποδίστρια, για το αεροδρόμιο που δεν είχε δρόμους, το Μετρό που απειλούσε τη ζωή κι την σωματική ακεραιότητα των επιβατών, για τα έργα-μακέτες κ.λπ.). Στο κάτω-κάτω της γραφή η ΝΔ την εξουσία ήθελε και ήταν αποφασισμένη να την καταλάβει με κάθε τίμημα.

Ταυτόχρονα με το μέτωπο της ΝΔ υπήρχαν άλλα δύο. Το ένα ήταν με την έξαλλη Αριστερά -η οποία θεωρούσε και θεωρεί κάθε αναχρονισμό, κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η σύγκρουση κόστισε στο ΠΑΣΟΚ πολύ περισσότερο απ' ότι η σύγκρουση με την ΝΔ και όχι μόνο γιατί σε ότι αφορά τη ΝΔ, υπήρχε πάντα στους πολίτες η υποψία περί «λειτουργίας Ισνογκούντ». Διαχρονικά ο λόγος της Αριστεράς είναι πιο συγκροτημένος από εκείνον της Δεξιάς και το κυριότερο: απηχεί τα σκληρά δόγματα της ελληνικής κοινωνίας. Η Αριστερά είναι ενάντια στην αγορά, σις επιχειρήσεις, στην παγκοσμιοποίηση, στον ιμπεριαλισμό -«δαίμονες» τους οποίους κατά την αριστερή προπαγάνδα το ΠΑΣΟΚ θώπευε. Τι κι αν η οικονομία πήγαινε καλύτερα από ποτέ, αφού είχε αρχίσει να παραδίδεται στις δυνάμεις της αγοράς; Τι κι αν οι κοινωνικές δαπάνες έφτασαν για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους στο μέσο όρο της Ε.Ε.; Ο (αδιευκρίνιστος) νεοφιλελευθερισμός τρύπωνε στο ΙΚΑ διότι οι γιατροί του είχαν και ιδιωτικά ιατρεία. Τι κι αν έγινε η Αττική Οδός και το αεροδρόμιο; Ιδιώτες θα είχαν την εκμετάλλευσή τους επί 30 χρόνια. Τι κι αν έγινε η γέφυρα του Ρίου-Αντίρριου; Τα διόδια είναι πολύ ακριβά για τους εργάτες. Τι κι αν δόθηκε το ΕΚΑΣ; Οι ανάγκες ενός συνταξιούχου είναι πάντα πολλές περισσότερες από τα 100 ή 200 ευρώ επιπλέον.

Η αλήθεια είναι ότι η έξαλλη Αριστερά πολέμησε πολύ σκληρά για την νίκη της Δεξιάς. Η ρητορική της δε, έχει σημαντική απήχηση και στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πάντα έχουν την υποψία ή το κόμπλεξ ότι «δεν είναι όσο αριστεροί πρέπει». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, που υπήρξε καμπή για την κυβέρνηση Σημίτη, βούλιαξε από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Το τρίτο μέτωπο της κυβέρνησης Σημίτη ήταν στα μετόπισθεν. Ένα μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ ασπαζόταν όχι μόνο την ρητορεία της έξαλλης Αριστεράς, αλλά και της εθνικιστικής Δεξιάς. Στελέχη του πρωτοστατούσαν στην πολεμική ενάντια σε κάθε άνοιγμα της εξωτερικής πολιτικής και στην μεγάλη σύγκρουση για τις ταυτότητες, ευτυχώς υπήρχε ο Συνασπισμός. Στελέχη του, όπως ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, όχι μόνο δεν στήριξαν, αλλά αντιθέτως υπονόμευαν τον αγώνα. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το 2001 ο κ. Σημίτης, ων πρωθυπουργός και μετά από δύο εκλογικές επιτυχίες, κατέβηκε μόνος του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και πήρε μόνο 70% των ψήφων. Το εν τρίτον του στελεχιακού δυναμικού του δεν τον ήθελε κι ας μην υπήρχε εναλλακτική λύση.

Παρά τον τριμέτωπο αυτόν αγώνα κάποια πράγματα όχι μόνο προχώρησαν, αλλά πέτυχαν. Και αυτή η επιτυχία συνετέλεσε τα μάλα στην μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα της χώρας. Το γεγονός ότι δεν κουνήθηκε φύλλο κατά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Θράκη, οφειλόταν στο γεγονός ότι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ έδωσε την μάχη κατά του απερίσκεπτου εθνικισμού (που φώλιαζε και μέσα στο κόμμα του) και του διακομματικού αλαλάζοντος αντιτουρκισμού και την κέρδισε. Η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη επέτρεψε στον κ. Καραμανλή να είναι γαλαντόμος στο αίτημα του κουμπάρου του. Να μην παρεξηγηθούμε: καλώς έπραξε, αν και υπήρχε μια πραγματική ευκαιρία να ανοίξει εκείνη η γραμμή Λέσβου-Ίμβρου. Αλλά έστω χωρίς ανταλλάγματα η επίσκεψη ήταν επωφελής για τα εθνικά μας θέματα. Ο κ. Ερντογάν μίλησε σε μειονοτικούς Έλληνες πολίτες και τους νουθέτησε να σέβονται το ελληνικό κράτος. Κυρίως απέδειξε ότι και σ' αυτό το θέμα δεν έχουμε τίποτε να φοβόμαστε, πάρεξ των φόβων μας.

Το 2004 υπήρχαν εύλογες επιφυλάξεις για την κυβερνητική θητεία του κ. Καραμανλή, που τότε ξεκινούσε. Στην επτάχρονη παραμονή του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν ανανέωσε το κόμμα και δεν του έδωσε σαφές ιδεολογικό στίγμα. Αντιθέτως εξοστράκισε τις γόνιμες φωνές των φιλελευθέρων. Η κίνηση αυτή ήταν χειρότερη από αντιδημοκρατική. Ήταν επικοινωνιακή. Οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος δεν διώχτηκαν από την ΝΔ διότι ο κ. Καραμανλής είχε αποφασίσει να κάνει συντηρητικό το κόμμα του -κίνηση με την οποία μπορεί να διαφωνεί κάποιος, αλλά εντάσσεται σε μια στρατηγική. Τα φιλελεύθερα στελέχη διώχτηκαν για να επιδειχθεί η πυγμή του κ. Καραμανλή (εξάλλου διώχτηκε κι ο συντηρητικός κ. Σουφλιάς). Ήταν μια κίνηση καθαρά επικοινωνιακή και, δυστυχώς για την πολιτική σκηνή, επέτυχε. Όχι γιατί οι φιλελεύθεροι έμειναν εκτός ΝΔ, αλλά γιατί η κίνηση αυτή θεωρήθηκε πλέον ένα προαπαιτούμενο στιβαρής ηγεσίας, το οποίο επαναλήφθηκε στο πρόσωπο του κ. Σημίτη. Δυστυχώς σ' όλο τον κόσμο οι κακές πολιτικές κινήσεις -όταν δίνουν πολιτικούς πόντους- διώχνουν τις καλές, όπως είναι η ανοχή στην πολυφωνία. Μην ξεχνάμε ότι καθ' όλη την πρώτη τετραετία του κ. Παπανδρέου υπήρχε ένας καημός στο ΠΑΣΟΚ και μια διακομματική σχεδόν απόφανση: «Αν ο Παπανδρέου έδιωχνε τον Βενιζέλο, όπως ο Καραμανλής έδιωξε τον Σουφλιά...»

Παρά τα δείγματα γραφής στην αντιπολίτευση (και οργανωτικά αλλά κυρίως ιδεολογικά: είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιπολίτευση του κ. Καραμανλή δεν δημιούργησε ούτε μια σοβαρή ιδεολογική συζήτηση), το 2004 υπήρχαν ελπίδες για την νέα διακυβέρνηση. Έτσι κι αλλιώς, ο πρωθυπουργός έπαιρνε το γήπεδο στρωμένο. Δεν είχε να αντιπαρατεθεί στα σκληρά δόγματα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά είχαν μαλακώσει από την προηγούμενη διακυβέρνηση. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τολμήσει εκεί που δεν τόλμησε ή δεν μπόρεσε λόγω του τριμέτωπου αγώνα (και κυρίως: λόγω ΠΑΣΟΚ) ο κ. Σημίτης. Αυτό δεν αποτελούσε ευσεβή πόθο μόνο κάποιων διανοούμενων ή μελών της ελίτ. Ήταν κοινή η πεποίθηση: «καλός ο Σημίτης, βρε παιδάκι μου, αλλά κουβαλάει κι αυτό το ΠΑΣΟΚ...»

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το 2004 ο κ. Καραμανλής ήταν ο ισχυρότερος πρωθυπουργός που αναδείχτηκε στην μεταπολίτευση. Ισχυρότερος και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο πρώτος πέρα από τις αγκυλώσεις της μεταπολίτευσης, είχε τον φόβο ενός χουντοκρατούμενου στρατού και ο δεύτερος (βασίμως ή όχι) θεωρούσε ότι η δημόσια διοίκηση αλλά και ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας θα υπονόμευαν το έργο του.




Χωρίς αντιπολίτευση

Το 2004 ο κ. Καραμανλής τα είχε όλα. Το κόμμα, από την κορυφή μέχρι τους κλητήρες του, έπινε νερό στ' όνομά του. Είχε πετύχει την επί έτη πολυπόθητη νίκη για την δεξιά παράταξη. Το ΠΑΣΟΚ ήταν διαλυμένο, αλλά και κατασυκοφαντημένο. Ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου έδειχνε (ασυγχώρητη για πολλούς στο ΠΑΣΟΚ) ανοχή στα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ (στην πλειονότητά τους βουτηγμένες στα χρέη και εξαρτώμενες σε μεγάλο βαθμό από τον κρατικό κορβανά) έκαναν τεμενάδες -όπως, εξάλλου, κάνουν σε κάθε πρωθυπουργό ή όποιον έχει σοβαρές πιθανότητες να γίνει πρωθυπουργός (μην ξεχνάμε πως αντιμετώπιζαν τα ΜΜΕ τον κ. Καραμανλή το 1998 και πως το 2002). Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε φτάσει στο κρεσέντο του με την βύθιση της πρότασης Γιαννίτση κι ακολουθούσε τον δρόμο της απαξίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις συνδικαλιστικές υπερβολές των προηγούμενων χρόνων ακόμη και σοβαρές προτάσεις ή διεκδικήσεις θεώνται πλέον με μισό μάτι, μην πούμε με περιφρόνηση. Το πάλαι ποτέ ένδοξο φοιτητικό κίνημα ξέφτισε σε περιθωριακά γκρουπούσκουλα που κάνουν θόρυβο και επιδίδονται σε καταστροφές. Κυρίως ο κ. Καραμανλής είχε την ανοχή από τ' αριστερά του, εκεί όπου διαμορφώνεται η ιδεολογική κυριαρχία και τελικά η πολιτική κυριαρχία. Είναι χαρακτηριστική η στάση του ΚΚΕ: πριν το 2004 για όλα έφταιγε ο νεοφιλελευθερισμός και το ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004 για όλα φταίει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Κι όχι πάντα μ' αυτή τη σειρά.

Η απογοήτευση πολλών του ευρύτερου χώρου της κεντροαριστεράς από τον κ. Παπανδρέου (του φορτώθηκε π.χ. έστω άρρητα το καθήκον να κάνει παρένθεση την Δεξιά -καθήκον, πάντως, που ενστερνίστηκε και ο ίδιος μετά το 2005) οδήγησε αυτόν το χώρο να απαξιώνει κάθε αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ. Όταν το ΠΑΣΟΚ ύψωνε τους τόνους λαϊκιζε. Όταν τους χαμήλωνε δεν έκανε αντιπολίτευση. Ακόμη και επιθέσεις με βάση τα σοσιαλδημοκρατικά δόγματα (π.χ. παραχώρηση management του ΟΤΕ) αντιμετωπίστηκαν από πολλούς του χώρου με σηκωμένο το φρύδι. Για την κεντροαριστερά στην Ελλάδα τίποτε πλέον δεν είναι αρκετά καλό, τίποτε δεν είναι αρκετά αριστερό, τίποτε δεν είναι αρκετά πραγματιστικό. Τα στελέχη άλλοτε χαρακτηρίζονται άπειρα, επειδή είναι νέα και άλλοτε είναι αμαρτωλά επειδή είναι έμπειρα. Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ, άλλοτε δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικές και καινοτόμες κι άλλοτε είναι πολύ ριζοσπαστικές και αποξενώνουν ένα μεγάλο κομμάτι του (συντηρητικού) κοινού.

Αυτό περισσότερο έχει να κάνει με την ιδεολογική σύγχυση, η οποία είναι εμφανής σε ολόκληρη την κεντροαριστερά της Ευρώπης. Το μίνιμουμ της (εσωτερικής) σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης έπαψε πλέον να υπάρχει. Η κεντροαριστερά μονίμως αναζητεί «κάτι άλλο». Όπως έγραψε παλιότερα και ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρεϊθ «μεταξύ των προοδευτικών, το να διακηρύσσεται η ανάγκη νέων ιδεών έφτασε να λειτουργεί ως υποκατάστατο για τις ιδέες αυτές». Πραγματικά. Αν κοιτάξει κανείς τις συνεντεύξεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης κεντροαριστεράς, θα διαπιστώσει ότι αντί να προπαγανδίζονται οι θέσεις του (που παρά τα ειωθότα, υπάρχουν) διατυπώνεται παντού η ανάγκη «για μια συνολική πρόταση», ή «για μια νέα σύνθεση».

Οι σοβαρές οργανωτικές και επικοινωνιακές αδυναμίες του κ. Παπανδρέου επέτειναν την ιδεολογική σύγχυση στο ΠΑΣΟΚ -κόμμα βέβαια το οποίο βεβαίως ουδόλως ήταν θαλερό και ιδεολογικά συγκροτημένο το 2004. Παρά την τρέχουσα και -ως συνήθως ρηχή- δημοσιογραφική αντίληψη υπήρξε ιδεολογική πρόταση από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, πρόταση όμως που λόγω προσωπικών αδυναμιών δεν μπόρεσε ποτέ να επικοινωνήσει. Ο ίδιος δεν είχε ποτέ την ρητορική δεινότητα να υπερβεί τους ενδιάμεσους στην επικοινωνία, αλλά ούτε την θέληση να συμβιβαστεί μ' αυτούς. Οι οργανωτικές του αδυναμίες συνετέλεσαν επίσης να εμφανιστεί ο λόγος του θολός και συγχεχυμένος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο δημόσιος διάλογος δεν γίνεται για την πολιτική, αλλά για την οργάνωσή της. Δεν αναλύονται οι προτάσεις, αλλά οι κομματικές γραφειοκρατίες και ιεραρχίες. Δεν συζητούνται πολιτικές θέσεις, αλλά πολιτικά κουτσομπολιά: ποιος έφαγε με ποιόν, ποιος άφησε αιχμές εναντίον ποίου, τι σημαίνει η α' αποστροφή του λόγου κάποιου για την κομματική γραφειοκρατία κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από ολόκληρα κείμενα ή συνεντεύξεις θέσεων το μόνο που τελικά συζητείται είναι μια πιθανή και πολλές φορές εκμαιευμένη «σύγκρουση»· όχι πολιτικής αλλά προσώπων.

Οι παθογένειες του πολιτικού και μιντιακού συστήματος της χώρας είναι κοινές για όλους, αλλά ο κ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε να τις δει ή αν τις είδε δεν μπόρεσε να τις αξιοποιήσει. Μαζί με τα προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας, συν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής εκδοχής της, συν η απρόσμενη (για πολλούς στο ΠΑΣΟΚ) ήττα του 2004, συν η διαβρωτική και πολλές φορές άδικη κριτική από φίλια ΜΜΕ, συν οι φιλοδοξίες των στελεχών του αφόπλισαν την αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο κ. Καραμανλής δεν είχε τίποτε να τίποτε να φοβάται από τον βασικό διεκδικητή του θρόνου του. Το ΚΚΕ μέσα από διάφορες υπόγειες διεργασίες αντιπολιτευόταν ισομερώς κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, άρα ουσιαστικά άφηνε την κυβέρνηση στην ησυχία της, και απέμεινε μόνο ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση, κάτι που του πιστώθηκε και στις εκλογές του 2007 και συνεχίζεται να πιστώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Η αντιπολίτευσή του βέβαια είναι επιτυχής, αλλά έχει περιορισμένο ακροατήριο: συγκινεί κομμάτια του εκλογικού σώματος αριστερά του ΠΑΣΟΚ κι ένα κομμάτι των φλου απολιτίκ νέων που συνεγείρεται από επικοινωνιακές πρακτικές αριστερής κοπής. Κυρίως είναι μια αντιπολίτευση, που γίνεται στην βάση των σκληρών δογμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ένα μεγάλο κομμάτι των οποίων έχει ήδη ηττηθεί ιδεολογικά κατά την οκταετία Σημίτη. Αν η ΝΔ είχε συγκροτημένη ιδεολογική πρόταση μπορούσε εύκολα να απαξιώσει αυτού του τύπου την αντιπολίτευση. Αντιθέτως όμως η σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε σε χωροφυλακίστικη βάση: «κι εσείς υποθάλπετε τους κουκουλοφόρους».

Όπως και να'χουν όμως τα πράγματα, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ (με ή χωρίς κουκουλοφόρους) δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις. Αντιθέτως: στην μόνη έστω χωλή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που έγινε στην Παιδεία από την κ. Μαριέττα Γιαννάκου, η ΝΔ βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Όλη σχεδόν η ιντελιγκέντσια της Κεντροαριστεράς τάχθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης, παρά το γεγονός ότι την θεωρούσε ανεπαρκή.




Το ιδεολογικό κενό

Στον κ. Καραμανλή έλαχε το 2004 ένα πολιτικό σκηνικό στα μέτρα του και είχαν δημιουργηθεί ευρύτερες συναινέσεις για να προχωρήσει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα η οποία είχε χάσει την πνοή της την δεύτερη τετραετία Σημίτη. Κι όμως, αυτή η χρυσή ευκαιρία πήγε χαμένη. Όχι μόνο δεν προχώρησαν πράγματα, τα οποία είχαν μείνει λειψά τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πολλά που είχαν προχωρήσει οπισθοδρόμησαν.

Πολλοί ελεεινολογούν το σόφισμα της «δεξιάς παρένθεσης» ως αιτία παράλυσης της κυβέρνησης την πρώτη τετραετία. Σύμφωνα με ένα παλιό θεώρημα του κ. Λαλιώτη (που, όμως, είχε διατυπωθεί για μια συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία) η δεξιά μπορεί να κέρδιζε τις εκλογές του 2004, αλλά όπως έγινε την περίοδο 1990-1993 θα έχανε γρήγορα την εξουσία. Αυτή η θεωρία στοίχειωσε στο πολιτικό σκηνικό και κόστισε στην πολιτική. Στο ΠΑΣΟΚ έγινε κοινή πεποίθηση ότι οι «αδέξιοι» πέφτουν όπου να ‘ναι, κάτι που ευνούχισε τις προσπάθειες ανανέωσης του κόμματος. Τα περίτεχνα σχήματα διαβούλευσης με την κοινωνία ή συμμετοχικής δημοκρατίας θεωρήθηκαν περιττές πολυτέλειες, όταν «οι άλλοι οσονούπω πέφτουν» και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ήταν «έτοιμα να αναλάβουν εκ νέου την διακυβέρνηση του τόπου.»

Το κακό βέβαια δεν ήταν ότι αυτά λεγόταν στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στο γεγονός ότι το πίστεψαν στη Νέα Δημοκρατία. Αυτό συνετέλεσε στο να εμφανιστούν γρήγορα τα φαινόμενα διαφθοράς. Πολλά στελέχη της πίστεψαν ότι το λάφυρο του κράτους θα είναι για λίγο στα χέρια τους κι έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν, με τον ίδιο τρόπο «που και το ΠΑΣΟΚ το άρμεγε τόσα χρόνια».

Ο μπαμπούλας της «δεξιάς παρένθεσης», όμως, μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποια πράματα δεν προχώρησαν, αλλά δε μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποια πράγματα (π.χ. στην Δικαιοσύνη και τους θεσμούς) οπισθοδρόμησαν. Η άγονη πρώτη τετραετία της νέας διακυβέρνησης μπορεί καλύτερα να εξηγηθεί από το ιδεολογικό έλλειμμα που διαχρονικά παρουσίασε ο χώρος της Δεξιάς στην Ελλάδα.

Πριν δέκα χρόνια δημοσίευσα ένα κείμενο γι' αυτό το ιδεολογικό κενό το οποίο αξίζει να επαναληφθεί, διότι -πέρα από τις λεπτομέρειες της συγκυρίας- τα συμπεράσματα του ισχύουν ακόμη.

«Aν θέλει να δεί κανείς τις ρίζες της κρίσης που βιώνει η κεντροδεξιά τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν έχει παρά να ψάξει στα ... βιβλιοπωλεία. Eκεί μπορεί να βρεί οποιονδήποτε τρίτης διαλογής μαρξιστή που κριτικάρει ένα σχολιαστή του Λένιν, αλλά δεν θα βρεί τον «Πλούτο των Eθνών» του Adam Smith. Θα βρεί Σαμίρ Aμίν, αλλά δεν θα βρεί να διαβάσει Friedrich A. Hayek (πλην ενός που αξιώθηκε να βγάλει το 1981 το KΠEE, «O δρόμος προς την Δουλεία»). Δεν θα τα βιβλία του Thomas Paine, ούτε τους Nομπελίστες Oικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο. Oλόκληρες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης είναι terra incognita για το ελληνικό κοινό.

H έλλειψη βιβλιογραφίας συντηρητικών, φιλελεύθερων, ή νεοφιλελεύθερων στοχαστών (είναι εκπληκτικό πόσο οξύμωρο ακούγεται στην ελληνική γλώσσα ο όρος π.χ. «συντηρητικός στοχαστής») αντανακλά μια γενικότερη στάση της κενροδεξιάς απέναντι στον πολιτικό διάλογο και το πολιτικό γίγνεσθαι. Έχει ιστορικές ρίζες και απτά πολιτικά αποτελέσματα. Tο κέντρο και η Δεξιά στην Eλλάδα, αφού κέρδισαν τον εμφύλιο είχαν στα χέρια τους το κράτος το οποίο χρησιμοποίησαν όχι μόνο ως όχημα άσκησης της παντοκρατορίας τους, αλλά και ως μηχανισμό παραγωγής στελεχών. H Δεξιά στην Eλλάδα, όσο είχε το κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. H πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Aριστερά. Tα κόμματα της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες -- με όλες φυσικά τις αγκυλώσεις της σταλινικής παράδοσης. O λόγος τους είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και πολιτική επεξεργασία.

» Όταν το 1981 κερδίζει το ΠAΣOK, η Δεξιά χάνει και τον μηχανισμό παραγωγής στελεχών της και τον όποιο πολιτικό λόγο είχε -- πολιτικός λόγος ο οποίος απέρρε μόνο από την διαχείρηση του κράτους. Mην έχοντας ένα ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο για να αρθρώσει νέα πολιτική πρόταση, αρχίζει να αναλώνεται σε ένα λόγο αντι-ΠAΣOK ο οποίος φαίνεται ξεκάθαρα στην εκλογή Mητσοτάκη στην ηγεσία της N.Δ.. H εκλογή αυτή ήταν μια εντολή του κόμματος: «γεννηθήτω αντι-Aνδρέας». Tο διάστημα αυτό βέβαια υπάρχουν κάποιες σποραδικές αναλαμπές ιδεολογικών αναζητήσεων οι οποίες είναι περισσότερο απόηχος της μεγάλης συντηρητικής επανάστασης που γίνεται στο εξωτερικό παρά μια ανάγκη της εγχώριας κεντροδεξιάς να αρθρώσει εναλλακτικό λόγο. Oι όποιες προσπάθειες του Kέντρου Πολιτικής Έρευνας και Eπιμόρφωσης, του Iδρύματος Freidrich Neumann κ.ά. εντάχθηκαν στις πολιτικές διεργασίες της εποχής που είχαν ένα μόνο στόχο: την ανακατάληψη της εξουσίας. H έλλειψη αποσαφηνισμένης ιδεολογικής πρότασης φάνηκε ανάγλυφα την βραχεία περίοδο διακυβέρνησης Mητσοτάκη με τα αντιφατικά πολλές φορές κυβερνητικά μέτρα.

» Aπό την άλλη πλευρά όμως -και παρά την παντοδυναμία Παπανδρέου που πολλές φορές εκφραζόταν με σταλινικές πρακτικές- ο διάλογος συνεχίστηκε. Tο φαινόμενο Σημίτη δεν ήταν προϊόν ενός τύπου που ξύπνησε ένα πρωϊ και είπε: «Ωραία, κλέβουμε τώρα τις ιδέες της κεντροδεξιάς και συνεχίζουμε να κυβερνάμε τον τόπο» αλλά ήταν προϊόν ενός διαλόγου που γινόταν (είτε μέσα, είτε έξω από το κόμμα) στον ευρύτερο χώρο της Aριστεράς. H πολιτική απεχθάνεται το κενό: το ΠAΣOK δεν έκλεψε την ιδεολογία της Δεξιάς, απλώς κάλυψε τον κενό χώρο που η τελευταία άφησε με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εν μέρει εντός του ΠAΣOK, ο διάλογος που έπρεπε να γίνεται μεταξύ των δύο κομμάτων.

» Kαι σήμερα τι γίνεται; Δυστυχώς η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. H κεντροδεξιά δείχνει να μην θέλει να επενδύσει στον ιδεολογικό προφίλ που πρέπει να αποκτήσει. Aν θέλει να δει κάποιος το ιδεολογικό έλλειμμα που υπάρχει στην ελληνική κεντροδεξιά δεν έχει παρά να κοιτάξει τα δύο τελευταία συνέδρια. Στο πρώτο απεπέμφθη μια σημαντική ιδεολογική και προνομιακή για την κεντροδεξιά τάση και στο δεύτερο ο νέος αρχηγός εξελέγη την πρώτη μέρα χωρίς διάλογο, ως φορέας ενός ένδοξου ονόματος κι όχι ως εκπρόσωπος μιας ιδεολογικής τάσης που κυριάρχησε στον ενδοκομματικό διάλογο. Aυτό δεν έχει να κάνει με πρόσωπα, αλλά δείχνει πως λειτουργεί η παράταξη.

» Έτσι, ενώ στο εξωτερικό (και ειδικά στις HΠA) αναπτύσσεται ένας τεράστιος και γόνιμος διάλογος σε όλο το πολιτικό φάσμα, η Kεντροδεξιά στην Eλλάδα σέρνεται από τις επιλογές της Kεντροαριστεράς. Oι πολιτικές της αναζητήσεις της NΔ περιορίζονται στο να επισημαίνουν τα λάθη διαχείρισης που κάνει το κυβερνόν κόμμα. Λειτουργεί ακόμη, περισσότερο ως αντί-κεντροαριστερά, παρά ως κεντροδεξιά.

» Tο ιδεολογικό κενό που αφήνει αυτός ο χώρος στην Eλλάδα δεν είναι κακό μόνο για την παράταξη της Nέας Δημοκρατίας (οι επόμενες εκλογές δεν θα κερδηθούν από την NΔ, απλώς μπορεί να τις χάσει το ΠAΣOK), αλλά και για την χώρα. O χωλός διάλογος σ' αυτήν την κοινωνία, επιτρέπει κάθε είδους αγυρτείες και συνθηματολογίες που δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των τεράστιων προβλημάτων που έχουμε μπροστά μας.» («Tύπος της Kυριακής» στις 11.8.1998)

Από τότε δεν άλλαξαν πολλά, πλην ίσως του εκφυλισμού της κεντροαριστεράς σε κεντροδεξιά, σε ότι αφορά την ιδεολογική παραγωγή. Ο κ. Παπανδρέου αν και φορέας διακριτών πολιτικών προτάσεων (άρθρο 16, μαλακά ναρκωτικά, σχέσεις εκκλησίας κράτους) δεν έγινε αρχηγός επειδή είχε διατυπώσει αυτές τις προτάσεις. Πήρε το δαχτυλίδι με βάση τα γκάλοπ. Από την άλλη πλευρά αγκαλιάστηκε από το όλον ΠΑΣΟΚ ως φορέας του ένδοξου ονόματος του.

Ο διάλογος που ήταν ζωντανός στο ΠΑΣΟΚ άρχισε να εκφυλίζεται κουβέντα για την μηχανική της εξουσίας ή καλύτερα της κατάκτησής της. Βεβαίως και το 1996 με όρους διατήρησης της εξουσίας εξελέγη τελικά ο κ. Σημίτης. Στο συνέδριο όμως του 1996 συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικές προτάσεις για την ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Υπήρχε η πρόταση του «τριτοδρομικού σοσιαλισμού» και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία του «εκσυγχρονισμού».

Στις εσωκομματικές εκλογές του 2007 δεν υπήρξε σύγκρουση προτάσεων. Ο κ. Βενιζέλος κατήλθε ως καταλληλότερος να κερδίσει τον κ. Καραμανλή και ο κ. Παπανδρέου εξελέγη ως ο γιος του ιδρυτή. Οι καινοτόμες προτάσεις του τελευταίου (συμμετοχική δημοκρατία, σύνδεση του κόμματος με την κοινωνία των πολιτών κ.ά.) που πραγματικά μπορούσαν να ανανεώσουν το ΠΑΣΟΚ και την πολιτική διαδικασία της χώρας, δεν συζητήθηκαν καν. Όπως γινόταν επί χρόνια στη Νέα Δημοκρατία της αντιπολίτευσης έτσι και στο ΠΑΣΟΚ, ολόκληρη η πολιτική συρρικνώθηκε στο στόχο της κατάκτησης του κράτους. Αυτός ήταν ένας λόγος που τα τέσσερα τελευταία χρόνια η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ εστιάστηκε στα εσωκομματικά. Ο βασικός καημός των στελεχών του, όπως και της ΝΔ τα «πέτρινα χρόνια της αντιπολίτευσης» ήταν το πως και με ποια διάταξη στελεχών μπορεί να γίνει η επανακατάληψη του κράτους.

Ο άλλος λόγος που η συζήτηση συρρικνώθηκε στα εσωκομματικά είναι κοινός για όλα τα κόμματα και έχει να κάνει με την λειτουργία των ΜΜΕ, το πολιτικό ρεπορτάζ των οποίων παράγει περισσότερο ένα ημερήσιο newsletter για τα 5.000 άτομα που δραστηριοποιούνται «πολιτικά» στο ιστορικό κέντρο των Αθηνών. Το αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας είναι να νεκρώνει κάθε πολιτική συζήτηση, ενώ αναδεικνύονται ως βασικά πολιτικά θέματα ακόμη και οι προσωπικές πικρίες των στελεχών. Η διολίσθηση της δημοσιογραφίας στην παραπολιτική κάλυψη είναι ίσως αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης, αλλά αποτελεί απλώς το εποικοδόμημα του ελληνικού κρατικοδίαιτου καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο τα κομματικά στελέχη που νοιάζονται για το ποιος ελέγχει το κράτος. Μια σειρά οικονομικών κι εκδοτικών συμφερόντων έχουν ως βασικό τους μέλημα το πως (ανεξαρτήτως κόμματος) διατάσσεται η ανθρωπογεωγραφία του κρατικού μηχανισμού. Αυτό θεωρούν σοβαρό κι αυτό καλύπτουν, ή χρηματοδοτούν για να καλυφθεί επαρκώς. Βέβαια, αυτού του τύπου η κάλυψη δεν στρεβλώνει μόνο τον δημοκρατικό διάλογο, πλήττει και τις επιχειρήσεις των ΜΜΕ. Αλλά, πάλι, ποιος είπε ότι ο κύριος όγκος των ΜΜΕ χρηματοδοτείται από την πώληση εφημερίδων ή διαφημίσεων;

Με δεδομένο το επικοινωνιακό τοπίο το ιδεολογικό κενό που υπάρχει στην κεντροδεξιά άρχισε να εξαπλώνεται και στον όμορο χώρο της, στην κεντροαριστερά. Εξάλλου αποτελούσε κι ένα επιτυχημένο εκλογικά παράδειγμα. Η ΝΔ, παρά την απουσία συγκεκριμένης πρότασης, έγινε κυβέρνηση μετά Βαϊων και κλάδων. Γιατί να μπει κάποιος στην επίπονη διαδικασία διαμόρφωσης ιδεολογικού πλαισίου, που αναγκαστικά θ αποξενώσει ένα κομμάτι του αποκαλούμενου μεσαίου χώρου, όταν ο βασικός για τον κομματικό κορμό στόχος μπορεί να επιτευχθεί με καλές επικοινωνιακές (και ως εκ τούτου ρηχές) πρακτικές, υποσχέσεις για ηθική διακυβέρνηση και νεφελώδεις στόχους για επανίδρυση του κράτους;



Τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ»

Το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2004 (συνέδριο που δεν θυμάται κανείς, ούτε ότι έγινε, ούτε γιατί έγινε) εξαντλήθηκε στους πανηγυρικούς για την κατάκτηση της εξουσίας και στις δοξολογίες για το πρόσωπο του αρχηγού που τελικά τα κατάφερε. Δεν μπήκε όμως στην διαδικασία διατύπωσης ενός ιδεολογικού πλαισίου, ούτε αποσαφήνισης βασικών στόχων της πολιτικής του κόμματος. Η ομιλία του κ. Καραμανλή εστιάστηκε στην διαχείριση του κράτους:

«... Το κράτος δεν κομματικοποιείται και το κόμμα δεν κρατικοποιείται.
Το κόμμα είναι ενεργό τμήμα της κοινωνίας. Είναι σε διαρκή διάλογο με όλους τους πολίτες. Σε διαρκή αμφίδρομη επικοινωνία με ολόκληρη την κοινωνία.
Το κράτος λειτουργεί με βάση τους νόμους. Οι λειτουργοί του δεν αυθαιρετούν, αλλά εφαρμόζουν τους νόμους προς κάθε κατεύθυνση. Δεν υπηρετούν την Κυβέρνηση, αλλά το Δημόσιο, το συλλογικό συμφέρον, υπηρετούν κάθε έλληνα πολίτη. Μιλούμε για Κυβέρνηση, όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το κράτος συγκροτείται και λειτουργεί χωρίς διακρίσεις, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς. Στελεχώνεται με βάση την αξιοσύνη...»

Έξοχη ρητορική και ίσως χρήσιμη στην συγκυρία. Τα αυτονόητα για κάθε δυτική δημοκρατία («Το κράτος λειτουργεί με βάση τους νόμους. Οι λειτουργοί του δεν αυθαιρετούν») πιθανώς να χρειαζόταν υπενθύμιση σε ένα κομματικό ακροατήριο που αδημονούσε «μετά 20 χρόνια» να γίνει ΠΑΣΟΚ. Όχι στις ιδεολογικές αναζητήσεις του τελευταίου, αλλά στη διαχείριση του κράτους. Κυρίως αδημονούσε να γίνει εκείνο το «κακό ΠΑΣΟΚ» που κατήγγειλε. Στην μακρά παραμονή του στην αντιπολίτευση είχαν σωρευτεί πέρα από πικρίες, πολλές πιέσεις για ρουσφέτια, άρρητες προσδοκίες για πλουτισμό (όπως των στελεχών του ΠΑΣΟΚ) και πολλοί μύθοι που συνετέλεσαν στην επιτάχυνση εκφυλιστικών φαινομένων της νέας διακυβέρνησης.

Μια ιδεολογική κατασκευή είναι ένας τρόπος θεώρησης της κοινωνίας και το λειτουργικό σύστημα της πολιτικής δράσης. Η έλλειψη αυτής από την κεντροδεξιά την έκανε να βλέπει όλα τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ σαν σκάνδαλα. Η φτώχεια όμως της ανάλυσης παρήγαγε ηθικολογία. Είναι αστείο, αλλά όλα τα χρόνια της αντιπολίτευσης τα στελέχη της Ν.Δ. μετέφραζαν σε διαφθορά όσα δεν κατανοούσαν. Νέοι θεσμοί συκοφαντήθηκαν, πολιτικοί ρίχτηκαν στην πυρά διότι αδυνατούσαν να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες. Η πραγματική διαφθορά αναμειγνυόταν με ηθικολογικές προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε ακραία νομοθετικά μέτρα (π.χ. «φρουτάκια», απαγόρευση αγοράς μετοχών από βουλευτές κ.λπ.). Μεγάλες τομές της οκταετίας Σημίτη, συρρικνώθηκαν στην σκέψη της πλειονότητας των στελεχών της σε αποκλειστικά «πράσινες διευθετήσεις». Τα μεγάλα έργα ήταν μόνο διαπλοκή, ο Καποδίστριας σχεδιάστηκε μόνο και μόνο για να κερδίζει το ΠΑΣΟΚ δημοτικές εκλογές, το ΑΣΕΠ ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να μπαίνουν στο δημόσιο μόνο «πράσινα παιδιά», και για όλα τα δεινά της οικουμένης έφταιγε (και συνεχίζει να φταίει) το ΠΑΣΟΚ. Η αλήθεια είναι ότι και διαπλοκή υπήρξε και κατά τον σχεδιασμό των νέων Δήμων ελήφθησαν υπόψη εκλογικοί σχεδιασμοί του ΠΑΣΟΚ αλλά και επιμέρους τοπικές ευαισθησίες και ο νόμος για το ΑΣΕΠ τροποποιήθηκε πολλάκις για να καλύψει ιδιαιτερότητες στην πρόσληψη στελεχών του δημόσιου τομέα. Αυτές οι επιμέρους παθογένειες όμως μεταφράστηκαν από το στελεχιακό δυναμικό της τότε αντιπολίτευσης ότι αποτελούσαν το όλον των μεταρρυθμίσεων.

Η ισοπεδωτική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν προϊόν μόνο της ανάγκης για την κατάκτηση της εξουσίας. Πήγαζε και από την φτωχή πολιτική ανάλυση, η οποία οφειλόταν στην έλλειψη ενός συνεκτικού ιδεολογικού πλαισίου. Γι' αυτό και η αντιπολίτευση ήταν επαμφοτερίζουσα. Γινόταν και από ακραίες συντηρητικές θέσεις (π.χ. ταυτότητες) και από αριστερές- κρατικιστικές θέσεις (π.χ. η «πώληση των ασημικών της οικογένειας»).

Αυτή όμως η φτωχή πολιτική ανάλυση για τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ» είχε δευτερογενείς επιπτώσεις, όχι μόνο στον τρόπο άσκησης της αντιπολίτευσης, αλλά και στην διακυβέρνηση της χώρας. Για πάρα πολλά στελέχη ο πήχης της νέας διακυβέρνησης ήταν πολύ χαμηλά. Αν όλα τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ ήταν σκάνδαλα τότε το πρόβλημα της χώρας κατά τον κ. Καραμανλή θα μπορούσε να λυθεί με την ηθική διακυβέρνηση. Για πολλά στελέχη του, όμως, τα εξ ορισμού «λιγότερα δικά τους σκάνδαλα» δεν θα έπρεπε να ενοχλούν κανένα. Έτσι κι αλλιώς μέτρο σύγκρισης ήταν το «απόλυτο κακό» του ΠΑΣΟΚ. Όταν το ΠΑΣΟΚ «έκανε τόσα», πείραζε να κάνουν κι αυτοί κάτι ελάχιστο; Μόνο που το δικό τους «ελάχιστο» συγκρινόταν διαρκώς με το φανταστικό «μέγιστο» του ΠΑΣΟΚ. Γι' αυτό και παρά τις παραινέσεις Καραμανλή φούντωσε η διαφθορά, σε σημείο που να γίνει κοινή πεποίθηση ότι «όσα έκανε το ΠΑΣΟΚ σε είκοσι χρόνια, πρόλαβαν να τα κάνουν αυτοί σε τέσσερα».




Η ηθική διακυβέρνηση

Η ηθική διακυβέρνηση δεν ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, άσχετα αν και λειτούργησε ως τέτοιο επιτυχημένα. Ήταν κατ' αρχήν αναγκαίο προϊόν της αντιπολίτευσης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια η Νέα Δημοκρατία. Όταν καταγγέλλεις διαρκώς σκάνδαλα, το λιγότερο που μπορείς να υποσχεθείς είναι ηθική στην δική σου διακυβέρνηση. Κατά δεύτερο όταν λείπει η πολιτική πρόταση, η ηθιή έρχεται πολύ βολικά να καλύψει το κενό. Η ηθική διακυβέρνηση ως στόχος δεν είναι πολιτική, είναι απουσία πολιτικής.

Να μην παρεξηγηθούμε: η ηθική είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων. Αποτελεί μια επιπλέον εξασφάλιση ότι θα εξυπηρετηθεί το κοινωνικό σύνολο, ειδικά από αποφάσεις που βρίσκονται στην γκρίζα περιοχή της νομιμότητας. Για να το πούμε πιο παραστατικά είναι προτιμότερο να διαχειρίζεται τις προμήθειες του δημοσίου ένα ηθικό στοιχείο, από ένα λαμόγιο. Όμως η ηθική των στελεχών είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μια ενάρετη πολιτική. Κι αυτό όχι μόνο επιδή δεν υπάρχουν αντικειμενικοί δείκτες ηθικής, αλλά επειδή δεν υπάρχουν εκ των προτέρων εγγυήσεις της αρετής των στελεχών. Ολοι μας, δυστυχώς, μόνον κάποια γενική εικόνα μπορούμε να έχουμε για τους ανθρώπους: δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ούτε πόσο ηθικοί είναι, αλλά ούτε και πόσο ανήθικοι μπορεί να γίνουν. Το μόνο που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι την έλλειψη της ηθικής, δηλαδή την ανηθικότητα. Αυτό όμως γίνεται μόνον κατόπιν εορτής. Οταν πια η λαδιά έχει απλωθεί. Αρα, εξ αντικειμένου, η πάταξη της διαφθοράς μπορεί να προϋποθέτει μια μίνιμουμ ηθική συναίνεση, αλλά η ηθική από μόνη της δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.

Το σύνθημα της ηθικής διακυβέρνησης βυθίστηκε γρήγορα στα σκάνδαλα. Ήταν φυσικό εν μέρει λόγω της περίεργης θεωρίας που είχαν πολλά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας για τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ» και εν μέρει λόγω του μεγέθους του κράτους και των αριθμό των στελεχών που χρειαζόταν για την στελέχωσή του. Κακά τα ψέματα: Όταν υπάρχουν εκατοντάδες ΔΕΚΟ κι Οργανισμοί που πρέπει να στελεχωθούν, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις κάθε κυβέρνησης, η διαφθορά και η κακοδιαχείριση θα εμφιλοχωρήσουν. Δεν υπάρχει σύστημα άτρωτο στις ανθρώπινες αδυναμίες. Όποια κι αν είναι η πολιτική βούληση, όσους ελέγχους κι αν κάνει το Μέγαρο Μαξίμου, όσο αυστηρή κι αν σταθεί η κυβέρνηση, αυτού του τύπου τα φαινόμενα θα συνεχίζονται. Οι αδέκαστοι αυτής της χώρας, απλώς δεν αρκούν για να στελεχώσουν όλο αυτό το Δημόσιο που έχουμε.

Η διαφθορά, είναι ένα σύνθετο κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο. Αν και είναι διάχυτη δεν υπάρχει επαρκής ορισμός της. Ο τοκισμός των χρημάτων στον Μεσαίωνα ήταν διαφθορά. Σήμερα διαφθορά είναι ο τοκισμός των χρημάτων από άτομα εκτός των επίσημων αδειοδοτημένων από το κράτος πιστωτικών ιδρυμάτων. Το «μπαχτσίσι» δεν ήταν νόμιμη πρακτική μόνο στην Ανατολή. Στις ΗΠΑ δωροδοκία πολιτικών έγινε αδίκημα μετά το 1850. Πολλές αποφάσεις για την αγορά οπλικών συστημάτων έχουν διπλή ανάγνωση. Για κάθε αντιπολίτευση ένα υψηλότερο τίμημα είναι διαφθορά για κάθε κυβέρνηση είναι πολιτική απόφαση που στόχο έχει να εξυπηρετήσει συνολικότερες διπλωματικές επιδιώξεις τς χώρας. Μια πολιτική απόφαση για μείωση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων μπορεί να στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων, μπορεί να γίνεται και για την εξυπηρέτηση φίλων και χρηματοδοτών του κυβερνώντος κόμματος. Η κατάργηση της λίστας φαρμάκων γονάτισε τα ταμεία και βοήθησε την κερδοφορία ων φαρμακευτικών εταιριών. Παρά το γεγονός ότι αποκαλύφθηκε ότι φαρμακευτικές εταιρίες χρηματοδότησαν προεκλογικές συγκεντρώσεις του τότε υπουργού Υγείας κ. Νικήτα Κακλαμάνη, η κατάργηση τς λίστας δεν εντάσσεται στα φαινόμενα διαφθοράς. Ήταν μια πολιτική απόφαση. Λανθασμένη, όπως αποδείχτηκε, αλλά όχι ποινικά κολάσιμη. Τουλάχιστον μέχρι να αποδειχθεί το κίνητρό πίσω από την απόφαση: αν κίνητρο ήταν η συναλλαγή με τις φαρμακευτικές εταιρίες, τότε έχουμε διαφθορά. Αν κίνητρο ήταν να δοθούν και τα ακριβά φάρμακα στους ασφαλισμένους, τότε έχουμε μια λανθασμένη πολιτική απόφαση. Μόνο που τα κίνητρα είναι παρορμήσεις πολύ εσωτερικές. Δύσκολα αποδεικνύονται και γι' αυτό δημιουργούνται διαρκώς υποψίες διαφθοράς που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου, αλλά σπανίως αποδεικνύονται.

Το πρόβλημα των κινήτρων δεν είναι το μόνο εμπόδιο για τον εντοπισμό της διαφοράς. Σε διογκωμένους και συγκεντρωτικούς μηχανισμούς όπως είναι το ελληνικό κράτος, διαφθορά μπορεί να κρυφτεί κάτω από στρώματα αντικρουόμενων πολλές φορές αποφάσεων. Η άτεγκτη εφαρμογή του νόμου για τις προσλήψεις στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, θα έπνιγε κάθε ευελιξία της δημόσιας διοίκησης με σοβάρα κοινωνικά αποτελέσματα. Η χαλάρωσή της (τα «παραθυράκια στο νόμο) βοηθά στην λειτουργία της, αφήνει όμως χώρο και για ρουσφέτια.

Στο νεφελώδες τοπίο της διαφθοράς ο κ. Καραμανλής απάντησε με μια εξίσου νεφελώδη λύση: την ηθική διακυβέρνηση. Επειδή όμως και η ηθική δεν είναι ακριβής επιστήμη για να έχει μετρήσιμα μεγέθη, η κυβέρνηση και όσοι πίστεψαν στην καταπολέμηση της διαφθοράς δι' αυτού του τρόπου, πέφτουν διαρκώς από τα σύννεφα.

Η άλλη λύση που πρότεινε ο κ. Καραμανλής, για την λύση του σοβαρού προβλήματος της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα του δημοσίου βίου, ήταν η καταστολή. «Κρέμασμα στο Σύνταγμα», ήταν η μεταφορική του απάντηση, όταν ρωτήθηκε προεκλογικά το 2004 τι θα κάνει αν διαπιστώσει ότι κάποια στελέχη του είναι διεφθαρμένα.

Η καταστολή είναι επίσης αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την πάταξη της διαφθοράς. Χρειάζεται όταν υπάρχουν λίγα σάπια μήλα. Αλλά, από ένα επίπεδο παθογένειας και πάνω δεν δουλεύει, γιατί διαφθείρονται και οι μηχανισμοί δίωξης. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως, όταν η ασθένεια εξαπλωθεί, κάθε νέος μηχανισμός πάταξης της διαφθοράς ρίχνει νερό στο μύλο της, διότι βάζει περισσότερους στο παιχνίδι. Ο συγκεντρωτισμός των δομών, όπως είναι του ελληνικού κράτους, γίνεται καλός αγωγός της διαφθοράς. Μακροχρόνια δε, όπως αποδείχθηκε και κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, εξασφαλίζεται και ανοχή στην διαφθορά.

Σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα η ευθύνη και το πολιτικό κόστος από την διαφθορά διαχέεται κάθετα στην ιεραρχία του συστήματος. Για παράδειγμα η διαφθορά σε ένα κρατικό οργανισμό πλήττει ευθέως και τον εποπτεύοντα υπουργό -όπως ορθά το διατύπωσε ο κ. Καραμανλής «έχουν την ευθύνη της επιλογής των συνεργατών τους»- αλλά και τα πολλαπλά κρούσματα διαφθοράς πλήττουν τον ίδιο τον πρωθυπουργό ο οποίος επίσης έχει ευθύνες «για την επιλογή των πολλών (έστω) απρόσεκτων συνεργατών του». Αντιθέτως η διαφθορά σε ένα δήμο, ακόμη κι αν ελέγχεται πολιτικά από το κυβερνών κόμμα, δεν βαρύνει άμεσα την κυβέρνηση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκεντρωμένα και η ευθύνη είναι αποκεντρωμένη.

Όσο όμως προχωρά η κυβερνητική θητεία και δεδομένου του μεγέθους του συγκεντρωτικού κράτους τα κρούσματα διαφθοράς αναγκαστικά θα πληθαίνουν. Από ένα σημείο και μετά το πολιτικό κόστος από την αποκάλυψη των σκανδάλων γίνεται δυσβάσταχτο για κάθε κυβέρνηση. Τότε σιγά-σιγά εμφιλοχωρεί η λογική συγκάλυψης της διαφθοράς, όχι για να προστατευτούν οι διεφθαρμένοι, αλλά η κυβέρνηση συνολικά από το πολιτικό κόστος. Βάση της είναι μια «ηθικοφανής λογική» για να προστατευθεί το ευρύτερο καλό, πρέπει να ανεχθούμε το μικρότερο κακό. Εξάλλου καραδοκούν και «οι άλλοι» που εξ ορισμού είναι το χειρότερο κακό. Έτσι τελικά παρά τις προθέσεις οποιουδήποτε πρωθυπουργού η διαφθορά εξαπλώνεται και σταδιακά όλοι γίνονται συνένοχοι στο φαινόμενο.
Οι αποκεντρωμένες δομές εξουσίας όμως δεν εξασφαλίζουν απλώς τον επιμερισμό των ευθυνών και του κόστους της διαφθοράς. Συμβάλλουν στον περιορισμό της.




Οι συντηρητικές παρεκτροπές


Ο συντηρητισμός είναι εφηρμοσμένη ανοησία. Βασίζεται στην παραδοχή ότι κάτι που δεν δούλεψε στο παρελθόν -και γι' αυτό άλλαξε- θα δουλέψει μια χαρά στο μέλλον. Παρ' όλα αυτά όμως είναι στην πολιτική μια θεμιτή αυταπάτη. Είναι εύκολη στη σύλληψη (όλοι «θυμούνται» τις «παλιές καλές μέρες» της νιότης τους) και γι' αυτό βραχυχρόνια πολιτικά αποτελεσματική. Σε περιόδους δε δυσπραγίας η ηλιθιότητα γίνεται ανίκητη. Κανείς δεν θέλει να ρισκάρει για να υπερβεί τα προβλήματα του παρόντος, αντιθέτως οι περισσότεροι κοιτάζουν στο παρελθόν «τότε που τα πράγματα ήταν καλύτερα», ή τουλάχιστον αυτό «θυμούνται».

Το περίεργο με την διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν οι παροδικές συντηρητικές παρεκτροπές της, αλλά το γεγονός ότι παρά την ιδεολογική της ένδεια δεν διολίσθησε στον (έτσι κι αλλιώς εύκολο) συντηρητισμό. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με τον ίδιο τον πρωθυπουργό και την κυριαρχία που ασκεί στο κόμμα του. Ο κ. Καραμανλής -είτε από πολιτικό ένστικτο, είτε από αποστροφή στον νοσηρό συντηρητισμό που ανέπτυξε η δεξιά παράταξη μετεμφυλιακά- έκοψε τη φόρα πολλών απαίδευτων συντηρητικών που οραματιζόταν την επιστροφή της χώρας -ή πολλών εκφάνσεών της- στην προδικτατορική περίοδο.

Παρ' όλα αυτά βαθιές συντηρητικές πολιτικές υπήρξαν τα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης. Όχι ως συνειδητή πολιτική επιλογή, αλλά ως υποπροϊόν της απουσίας σχεδιασμού σε βάθος. Αδιέξοδες συντηρητικές επιλογές υπήρξαν κυρίως σε δύο χώρους. Στην Δικαιοσύνη, επειδή η μόνη πολιτική επιλογή για την καταπολέμηση της διαφθοράς ήταν η καταστολή.

Η ρεαλιστική προσέγγιση δεν αποκλείει τις δύο πρώτες μεθόδους καταπολέμησης της διαφθοράς, αλλά κατανοεί και τα όριά τους. Το σχήμα είναι απλό: η διαφθορά φύεται σε κάθε ανθρώπινη σύμπραξη. Φουντώνει όμως στις πολύπλοκες δομές. Το κράτος, για παράδειγμα, αποτελεί θερμοκήπιο για τέτοιου είδους φαινόμενα, επειδή αφενός είναι δαιδαλώδες και αφετέρου οι λειτουργοί του διαχειρίζονται ξένο χρήμα.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η διαφθορά δεν εξαλείφεται. Απλώς ελαχιστοποιείται, περικόπτοντας τις ευκαιρίες ανάπτυξής της, δηλαδή μειώνοντας το κράτος. Πρέπει να αποκεντρωθούν αρμοδιότητες είτε προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε προς την αγορά. Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε ευκολότερο δημοκρατικό έλεγχο: Στις μικρές κοινωνίες βλέπουν, ελέγχουν καλύτερα. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου κάποιοι παίζουν τα λεφτά τους, αυτοί επίσης βλέπουν κι ελέγχουν καλύτερα. Αλλά ακόμη κι αν δεν το κάνουν -αν δηλαδή ο διευθύνων σύμβουλος μιας επιχείρησης κάνει ανέλεγκτα και προσωπικές μπίζνες εντός της εταιρείας του- ουδόλως μας αφορά. Αφορά μόνο τους μετόχους. Όταν διαφθείρεται το στέλεχος μιας κρατικής εταιρείας μας αφορά όλους, διότι άθελά μας όλοι είμαστε μέτοχοι.


Η ηθική διακυβέρνηση όμως δεν ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, αν και λειτούργησε ως τέτοιο επιτυχημένα. Ήταν κατ' αρχήν αναγκαίο προϊόν της αντιπολίτευσης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια η Νέα Δημοκρατία. Όταν καταγγέλλεις διαρκώς σκάνδαλα, το λιγότερο που μπορείς να υποσχεθείς είναι ηθική στην δική σου διακυβέρνηση.

Αδημοσίευτο. Γράφτηκε τον Αύγουστο του 2008