Όχι ότι δεν ήταν μια δύσκολη χρονιά. Πολύ δύσκολη, μάλιστα. Κοινωνικά κυρίως (πράγμα που είναι ευρύτερο από την Οικονομία).
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Κανείς δεν ξέρει πού θα κάτσει η μπίλια – υπάρχει ρευστότητα, δημαγωγία, ιεροκήρυκες, απομάγευση κάθε αστικής αξίας, γυμνά ένστικτα, τρελό bullying και μια βαρβάτη αναβίωση του νόμου του Lynch για οποιονδήποτε λέει κάτι που δεν αρέσει στις παντοειδείς ομάδες, oι οποίες αλλάζουν σύσταση και μετακινούνται ανάλογα με τη στιγμή ή τη θολούρα του συναισθήματος. Κι υπάρχουν ελπιδοφόρα πράγματα που ασφυκτιούν να υπάρξουν, ανακατεμένα με τα απωθητικά υγρά της γέννας, που σε αποκαρδιώνουν, ενώ δεν θα ‘πρεπε. Χρειάζεται ψυχραιμία να σταθείς μέσα στο αγριεμένο πλήθος, χωρίς να ξεχνάς ποιος είσαι και τι κάνεις. Από πού έρχεσαι και πού θέλεις να πας. Τι αξίζει απ’ όλο αυτό το ατέρμονο, στομφώδες μπούρου μπούρου και τι όχι. Γιατί κάθε είδους μέθη φέρνει χανγκόβερ. Ενώ εδώ χρειάζεται κάποιος να οικονομήσει τη ζωή εν τάφω.
Στο μεταξύ, επελαύνει και το καλοκαίρι. Το ελληνικό καλοκαίρι της τρυφερής, ζεστής, αρχαίας Μεσογείου. Πάμφωτο, ολιγαρκές, γυμνό, ξεδιάντροπο. Με τα ελάχιστα, έχεις τα πάντα. Οι ανάγκες σου περιορίζονται ξανά στα βασικά: ντομάτα με τυρί, φιλιά, κρασί και μπάνια. Σπίτια της επαρχίας, παλιά δωμάτια, φίλοι καλοί, βερμούδες, σαγιονάρες κι όξω απ’ την πόρτα.
Οι δυσκολίες εξατμίζονται κάτω απ’ το αίτημα του σώματος - του αλατιού που γλείφεις ξερό στ’ αγαπημένα χείλη. Τίποτα δεν νικά ποτέ την ανάγκη της ζωής να προχωρήσει. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές ώρες, στις πιο δύσκολες περιστάσεις, η λαχτάρα της ζωής αναδίδεται από την κοιλιά του ανθρώπου σαν μυρωδιά, σαν ιδρώτας.
Το φθινόπωρο τα λέμε. Have fun.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου