
Μελέτη Μελετόπουλου
Δύο μείζονος σημασίας γεγονότα του Αυγούστου αλλάζουν ριζικά τη γεωστρατηγική εικόνα της Εγγύς Ανατολής.
Το πρώτο είναι η κατ' αρχάς άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση δύο αμερικανικών νοσοκομειακών πλοίων από τον Βόσπορο, με το επιχείρημα ότι το εκτόπισμά τους ήταν μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο στη «συνθήκη του Μοντρέ».
Το δεύτερο είναι η τουρκική πρόταση προς τη Ρωσία, τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία για μια «πρωτοβουλία σταθερότητας και συνεργασίας στον Καύκασο» ως μηχανισμό επίλυσης κρίσεων με προοπτική περιφερειακής συμμαχίας (ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι κύριος εμπορικός εταίρος της Γεωργίας και η Ρωσία αντιστοίχως της Τουρκίας, σημαντικότερος πλέον και από τη Γερμανία). Σημειωτέον ότι ο αρμόδιος Αμερικανός διπλωμάτης Μάθιου Μπράιζα (Matthew J. Bryza) δήλωσε έκπληκτος και μη προειδοποιημένος για την τουρκική πρωτοβουλία.
Όλα αυτά συνοδεύθηκαν από ιταμή δήλωση του προέδρου της Τουρκίας, με την οποία οι ΗΠΑ εκαλούντο να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν πλέον να έχουν το μονοπώλιο της παγκόσμιας κυριαρχίας.
Επιβεβαιώνονται έτσι όσοι υποστήριζαν ότι η (ασφαλώς χρήσιμη σε ενεργειακό επίπεδο) ελληνορωσική προσέγγιση δεν πρόκειται να θωρακίσει την Ελλάδα έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού: διότι στην ανασυγκρότηση της ρωσικής ισχύος η Τουρκία προσφέρει τεράστια γεωπολιτικά πλεονεκτήματα. Και καθώς η Τουρκία γνωρίζει καλά να διαπραγματεύεται, θα διεκδικήσει με επιμονή και αδιαλλαξία τη ρωσική υποστήριξη στις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις. Η Ρωσία θα ζυγίσει και αυτή ψυχρά -και χωρίς θρησκευτικές ή συναισθηματικές αναστολές- το δικό της συμφέρον. Ας ελπίσουμε ότι θύμα της διαγραφόμενης ρωσοτουρκικής προσέγγισης θα είναι μόνον οι ιδεοληψίες των αφελών και η παραφιλολογία περί του «ξανθού γένους».
Στις ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις της εποχής μας, η Ελλάδα δεν μπορεί να τηρήσει πολιτική ουδετερότητος ελβετικού τύπου. Κάτι τέτοιο αποκλείεται από την κρίσιμη γεωγραφική της θέση και από το γεγονός ότι περιβάλλεται από γείτονες με αναθεωρητικές και επεκτατικές βλέψεις.
Επίσης, δεν μπορεί να «τα έχει καλά με όλους», όπως πολλοί προτείνουν. Σ' έναν πολωμένο κόσμο, έστω και πολυπολικό, μόνον μεγάλες και ισχυρές χώρες μπορούν να ελίσσονται ανάλογα με τη συγκυρία. Μικρές χώρες με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα και μακρά συνοριογραμμή οφείλουν να θωρακίζονται διπλωματικά, πολιτικά και στρατιωτικά, στο πλαίσιο ισχυρών συνασπισμών.
Παραδόξως, η συγκυρία ευνοεί την αναβάθμιση της Ελλάδας μέσα στους δυτικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση). Έπειτα από δύο παγκοσμίους πολέμους, κατά τους οποίους η Τουρκία υπήρξε αντίπαλος της δύσης (ή «επιτήδειος ουδέτερος»), και έναν «ψυχρό πόλεμο» κατά τον οποίο παρ' ολίγον να τινάξει στον αέρα τη νατοϊκή συμμαχία με τον αναθεωρητισμό της και τα συνεχή έκτροπα εις βάρος της χώρας μας, ακολούθησε η τουρκική άρνηση διέλευσης των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων στο Ιράκ. Κάτι που έκανε ορισμένους να διερωτώνται εάν, σε περίπτωση μετατροπής του ψυχρού πολέμου σε θερμό, η Τουρκία θα τηρούσε τις συμβατικές συμμαχικές της υποχρεώσεις.
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από το δυτικό κόσμο (στον οποίον ουσιαστικώς δεν ανήκε ποτέ) ενδέχεται να οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της γεωπολιτικής αξίας της Ελλάδας για τη δύση. Απαιτείται ασφαλώς και η ριζική μεταβολή του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία τη θέση της στο δυτικό κόσμο. Απαιτείται επίσης η ελληνική διπλωματία να μεταβάλει εντελώς τον τρόπο λειτουργίας της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς: από μονίμως απούσα ή επαιτούσα, η χώρα μας καλείται να ενσωματωθεί στο σκληρό πυρήνα του δυτικού κόσμου και να καταστεί παίκτης.