Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη, Ιουνίου 17, 2010

Η ιδεολογία της Μεταπολίτευσης



Η αδύνατη εθνική συνείδηση, η ιδεολογία του πλούτου και οι κομματικοί σωλήνες δημιούργησαν τους πολιτικούς που αποδοκιμάζουμε σήμερα

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Όλοι απορούν γιατί τόση εκτεταμένη διαφθορά τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός πως ουδέποτε η ελληνική πολιτική ζωή είχε ξεπέσει τόσο πολύ. Το πράγμα είναι περίπλοκο, αλλά ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε κάπως συνοπτικά. Γιατί η μεταπολιτευτική πολιτική ηγεσία έχει τόσο μειωμένη πολιτική ηθική; Αυτό είναι το ερώτημα.

Η απάντηση θα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθεί στον τομέα της ιδεολογίας. Κάτι άλλαξε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, τόσο στον τρόπο που κανείς γίνεται πολιτικός όσο και στις ιδέες που αυτός ο πολιτικός κουβαλάει μαζί του.

Πρώτα ο τρόπος: είναι γεγονός πως ο πολιτικός σήμερα είναι συνήθως προϊόν ενός κομματικού σωλήνα. Δεν είναι, δηλαδή, ο άνθρωπος που ξεχωρίζει στον κοινωνικό του χώρο ή στην περιφέρειά του, αλλά ο άνθρωπος που εκφράζει τον κομματικό μηχανισμό. Ο παλαιός πολιτικός ήταν συνήθως είτε κάποιος ευπατρίδης της επαρχίας, είτε κάποιος γνωστός επιστήμονας ή λόγιος. Τα πολιτικά κόμματα ήταν τότε συνασπισμοί προσωπικοτήτων και όχι κόμματα «αρχών», όπως τα λένε σήμερα, κατ' ευφημισμόν φυσικά. Ράλλης, Παπαληγούρας, Κανελλόπουλος, Τσάτσος, Μαύρος, Παπανδρέου, Καρτάλης ή Βενιζέλος - όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι κύρους. Επ' ουδενί ένας τέτοιος πολιτικός δεν ήταν δυνατόν να πέσει χαμηλά, να κλέβει και να πλουτίζει προκλητικά. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα για την κοινωνική του θέση.

Αλλά δεν είναι μόνον ο τρόπος ένταξης στην πολιτική που άλλαξε. Είναι και η ιδεολογία που άλλαξε επίσης. Ο αστικός πολιτικός κόσμος πριν την μεταπολίτευση είχε θητεύσει στο κλίμα ενός καθαρού εθνικισμού, στο κλίμα των πατριωτικών παραδόσεων που έδιναν περιεχόμενο τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην εν γένει κοινωνική ζωή. Προείχε πάντα, έστω και στα λόγια, η ιδέα της εξυπηρέτησης ενός σαφώς προσδιορισμένου εθνικού στόχου - η νίκη εναντίον του φασισμού, εναντίον του κομμουνισμού, η πορεία της Ελλάδας προς τη Δύση, ο στόχος της ευημερίας και της ανάπτυξης μιας φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας.

Αντίθετα, μετά την πτώση της χούντας -ίσως και εξαιτίας της, καθότι η χούντα απαξίωσε όλο το ιδεολογικό οπλοστάσιο του εθνικιστικού και πατριωτικού λόγου-προείχε όχι η υπεράσπιση κάποιας εθνικής ιδέας, αλλά η λογική του να καταληφθεί το κράτος ενόψει μιας αναδιανομής οικονομικής. Ο κόσμος που είχε χάσει τον Εμφύλιο και είχε αποκλειστεί από τα αξιώματα αναζητούσε μιαν αποκατάσταση άνευ όρων. Έτσι, οι χαμένοι του Εμφυλίου πήραν την εκδίκησή τους, μεταπολιτευτικά.

Αυτή η παλινόρθωση, όμως, έγινε μέσω μιας ιδεολογίας που αποθέωνε οτιδήποτε υλικό μέσω μιας προσήλωσης στη λογική της απόκτησης, η οποία συνδέθηκε με τον στείρο οικονομισμό της εν γένει Αριστεράς.

Έτσι, οι πολιτικοί της περιόδου αυτής, άνθρωποι του κομματικού σωλήνα, με σαφώς αδύνατη εθνική συνείδηση, επέπεσαν πάνω στα πλεονεκτήματα της εξουσίας, χωρίς να έχουν καμία αναστολή, κοινωνικού ή ιδεολογικού τύπου. Και κάπως έτσι, το να πλουτίζεις από την ένταξή σου στην πολιτική και από εισπράκτορας στα τρόλεϊ να γίνεσαι μέσα σε μια νύχτα υπουργός ήταν μοιραίο να σημαίνει ταυτόχρονα και προκλητικό πλουτισμό, βίλες, παρίσια και λιμουζίνες και κότερα, όλα αυτά στο όνομα φυσικά της δημοκρατίας και της ιδεολογίας «ο λαός στην εξουσία».

Η σημερινή κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, επομένως, είναι προϊόν αυτών των δύο παραμέτρων, οι οποίες καθόρισαν τη φύση του πολιτικού προσωπικού της Μεταπολίτευσης.

Χρειαζόμαστε, λένε, μια νέα μεταπολίτευση. Πολύ μετριοπαθής στόχος. Μάλλον χρειαζόμαστε κάτι πολύ περισσότερο: έναν λαό να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να ξαναγίνει υπερήφανος για την εθνική του καταγωγή και να μάθει και πάλι τα προτερήματα της παράδοσής του. Ο Ίων Δραγούμης έλεγε: «Ήθελα πάντα να είμαι ένα καλό δείγμα Έλληνος». Να ένας ουσιαστικός στόχος...

Δευτέρα, Ιουνίου 14, 2010

Η χρεοκοπημένη δημοκρατία



Η μόνη λύση είναι η αναζήτηση μιας νέας Μεγάλης Ιδέας.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολύ σοβαρό. Διότι πρόβλημα οικονομικό δεν υπάρχει - πολιτικό είναι το ζήτημα. Χρέη έχουν όλα τα δυτικά κράτη και μάλιστα μεγαλύτερα από το δικό μας, όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Αγγλία. Το ζήτημα είναι πολιτικής τάξεως. Δηλαδή η πολιτική μας ηγεσία δεν μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια συνεπή στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί; Διότι έχει χρεοκοπήσει ως αυτόνομη πηγή εξουσίας. Και δεν εμπνέει τον λαό ώστε να συμφωνήσει σε ένα τέτοιο στρατηγικό σχέδιο, που πάντα απαιτεί θυσίες. Αλλά θυσίες κάνει αυτός που έχει συνείδηση εθνικής ύπαρξης, συνείδηση πατρίδας. Εάν αυτό δεν υπάρχει, τότε κανένα σχέδιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η πολιτική μας ελίτ απλώς δεν υπάρχει.

Διότι είναι δοτή. Διότι, δηλαδή, εξαρτάται απολύτως από την πολιτική ηγεσία της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, εφόσον εκχώρησε σ' αυτούς το δικαίωμα να ενεργούν για λογαριασμό της, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με αντάλλαγμα τη συνεχή ροή κονδυλίων, τα οποία δανειζόταν για να αναπαράγεται πολιτικά. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. ήταν μια νέα εκχώρηση κρατικών πολιτικών δικαιωμάτων, πλην εκείνης που είχε ήδη γίνει από την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα σταδιακά μετατράπηκε σε μια χώρα όπου η πολιτική της ηγεσία ήταν περιορισμένης ευθύνης, μια χώρα «φόρου υποτελής» στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.

Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Για πολλά χρόνια η πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα, μέχρι το 1950 περίπου, είχε μια σχετική αυτονομία, καθώς εξέφραζε την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή την πολιτική της απελευθέρωσης των υπόδουλων ακόμα ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας. Η απειλή που δέχθηκε το πολιτικό μας σύστημα από τις ένοπλες ομάδες του ΚΚΕ κατά τον εμφύλιο συσπείρωσε εκ νέου την πολιτική μας τάξη, με αποτέλεσμα αυτή να εκφράζεται σχετικώς αυτόνομα, εν σχέση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Μέχρι και ο στρατάρχης Παπάγος, ως πρωθυπουργός στη δεκαετία του '50, μοιάζει απέναντι στους σημερινούς πολιτικούς μας περίπου ως Τσε Γκεβάρα. Είναι γνωστό το περιστατικό με τον Άγγλο υπουργό των Εξωτερικών Ίντεν, όταν αυτός, σε συνάντησή τους στην Αθήνα, στράφηκε προς το παράθυρο την ώρα που ο Παπάγος τους αράδιαζε τις ελληνικές θέσεις για το Κυπριακό. Ο Παπάγος έγινε έξαλλος και του είπε: «Όταν μιλάει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, κανείς δεν μπορεί να του γυρνάει την πλάτη». Και έφυγε, βροντώντας την πόρτα. Φαντάζεστε κανέναν σημερινό πολιτικό να κάνει κάτι τέτοιο στη Χίλαρι Κλίντον;

Όχι! Διότι η Χίλαρι θα του κόψει το χρήμα και θα τον στείλει σπίτι του σε μια ώρα. Ενώ τον Παπάγο ή τον Πλαστήρα, που πέθαναν και οι δύο χωρίς δεκάρα, ποιος θα τους έστελνε σπίτια τους; Αυτοί ούτε χρώσταγαν λεφτά, ούτε περίμεναν με τη γλώσσα έξω να επανεκλεγούν. Αυτοί εξέφραζαν μια εθνική, μια λαϊκή απαίτηση και είχαν πίσω τους μια λαϊκή νομιμοποίηση, την οποία δεν διαθέτουν οι σημερινοί πολιτικοί μας. Αυτοί εξελέγησαν απλώς για να μας δώσουν αυξήσεις. Και να καταργήσουν τη βάση του 10 στα ΑΕΙ. Και να μας δίνουν λεφτά για εκδηλώσεις. Δεν εξελέγησαν για την υλοποίηση κάποιου εθνικού στόχου, αλλά για την υλοποίηση προσωπικών μας οικονομικών στόχων. Επομένως είναι δοτοί. Εξαρτάται η ύπαρξή τους από τα κονδύλια του Τρισέ και από την ικανότητα να μας δίνουν λεφτά. Για τίποτε άλλο δεν τους χρειαζόμαστε. Γι' αυτό και δεν έχουν κανένα κύρος.

Φυσικά, όλοι μας είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτήν τη χρεοκοπία της δημοκρατίας. Και ο λαός είναι συνυπεύθυνος, διότι και αυτός δεν έχει πια συλλογικούς εθνικούς στόχους. Έχει περιπέσει σε έναν φτηνό υλισμό, ενώ η Αριστερά είναι μια παράταξη, η οποία απλώς διεκδικεί συντάξεις. Τίποτε άλλο. Κοινοβούλιο δεν υπάρχει. Τώρα μάλιστα με τη λίστα χάνει και το τελευταίο φύλλο συκής, καθώς οι βουλευτές δεν θα εκλέγονται καν! Θα διορίζονται από τον αρχηγό, ως δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό το γελοίο πολιτικό καθεστώς που έχουμε δεν έχει καμία σχέση
με καμία δημοκρατία. Είναι χειρότερο και από τη δημοκρατία του '50. Είναι μια καλυμμένη μοναρχία, χωρίς μονάρχη. Τον ρόλο αυτό τον παίζει ο αρχηγός του κόμματος. Αυτός αποφασίζει.

Και είναι χειρότερος και από τον μονάρχη, διότι εκείνος δεν είχε ανάγκη επανεκλογής και επομένως υπήρχε και μια μικρή πιθανότητα να αγνοήσει το προσωπικό του όφελος. Δεν είχε ανάγκη. Όμως αυτοί οι πρωθυπουργοί μας δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια και επομένως ενεργούν πάντα σύμφωνα με το κομματικό, δηλαδή το προσωπικό τους συμφέρον επανεκλογής και βουλιάζουν τη χώρα.

Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν. Όχι οικονομικά. Αλλά πολιτικά. Μόνο μία περίπτωση υπάρχει να βγούμε από το αδιέξοδο και να σχεδιάσουμε ένα ελληνικό μέλλον: να ξαναβρούμε κάποια Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή, τώρα πια, έναν εθνικό στόχο. Που δεν θα 'ναι φυσικά λεφτά ή συντάξεις. Κάτι πιο πνευματικό, πιο ταιριαστό με τη μεγάλη μας παράδοση και ιστορία.

Πέμπτη, Ιουνίου 10, 2010

Η ταφή των πτωμάτων



Νίκος Γεωργιάδης

Η Αριστερά είναι το «χωνευτήρι» των αλλαγών, η Σοσιαλδημοκρατία ο διαχειριστής των οικονομικών ανατροπών και η Λαϊκή Δεξιά το σωσίβιο των απανταχού αναξιοπαθούντων και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών.Η διάσπαση στον Συνασπισμό σηματοδοτεί και επίσημα την έναρξη των διαδικασιών αλλαγής του πολιτικού σκηνικού. Ο νεοκομμουνιστικός ΣΥΡΙΖΑ μετά του μετασταλινικού και εθνικιστικού ΚΚΕ αφήνονται να διαχειριστούν όπως επιθυμούν τους τελευταίους κραδασμούς ενός αδιέξοδου συνδικαλισμού, που πνέει τα λοίσθια υπό το βάρος των οικονομικών εξελίξεων και της αδυναμίας τους να αρθρώσουν πραγματικές λύσεις.

Οι εκκαθαριστές

Η διασπασθείσα Ανανεωτική Πτέρυγα σχεδιάζει να φλερτάρει με Πράσινους-Οικολόγους και την Αριστερή Σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ (;) με την ελπίδα να υπάρξει ως κοινοβουλευτική ομάδα στη Βουλή και ως πολιτική δυναμική στην κοινωνία. Πρόκειται επί της ουσίας για πρόσκαιρο εφαλτήριο, έως ότου διαμορφωθούν οι νέες συνθήκες στο κόμμα-διαχειριστή που είναι το ΠΑΣΟΚ. Οι συνθήκες αυτές θα αρχίσουν να διαφαίνονται την επομένη των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, όπου θα «μετρηθεί» η φθορά της κυβέρνησης και η περαιτέρω συρρίκνωση της ΝΔ, η ενδεχόμενη διόγκωση του ΛΑΟΣ και κυρίως το εύρος της αποχής ή της αδιευκρίνιστης ψήφου. Η επόμενη μέρα των εκλογών αυτών θα προσδιορίσει και τη συμπεριφορά των εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων, που αναμένουν τα «σημάδια» των καιρών για να εκδηλωθούν. Πρόκειται για επιχειρηματικές ομάδας άσκησης πίεσης, οι οποίες προσδοκούν την προοπτική να επιβάλουν κυβερνητικό σχήμα δικής τους επιλογής.

Το Μέγαρο Μαξίμου, τα κόμματα και επιμέρους ομάδες ειδικών έχουν αναλύσει αυτό το ενδεχόμενο και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως επιχειρηματίες, συνασπισμοί επιχειρηματιών και συγκροτήματα Τύπου επιχειρούν την υιοθέτηση του μοντέλου της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» ή ακόμη καλύτερα για τη δική τους πολιτική «αισθητική»… «κυβέρνηση εκ προσωπικοτήτων».

Σε αυτή την προοπτική επενδύει και μέρος του παρόντος πολιτικού σκηνικού. Κυβερνητικά στελέχη με άμεση δυνατότητα επαφής με το πρωθυπουργικό περιβάλλον θεωρούν πως ήδη πολιτικοί του εύρους ενός Ευάγγελου Βενιζέλου επεξεργάζονται την ιδέα του «αναχωρητισμού», υπό την προϋπόθεση πως θα διαθέτουν κάποια εχέγγυα για μία προσεχή ολική επαναφορά υπό τον τίτλο του «Σωτήρα».

Τα VP στην πρωτοπορία

Είναι αρκετοί εκείνοι που, προβλέποντας τα αδιέξοδα του επόμενου φθινοπώρου αλλά και αφουγκραζόμενοι τις προθέσεις των επιχειρηματικών σαλονιών και των εκδοτικών παρακαταστημάτων, ιδιαίτερα εκείνων που καθοδηγούν την ενίσχυση της κατάθλιψης του πολίτη με επιλεκτικά σχόλια περί οικονομικού Αρμαγεδώνα, ελπίζουν να μετεγγραφούν στην αποκαλούμενη «Νέα Μεταπολίτευση». Πρόκειται για ένα μόρφωμα μεταξύ ενός μικροαστικού μπερλουσκονισμού, με επίχρυσα μανικέτια από το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, και ενός περίεργου ελληνοκεντρικού λαϊκισμού, που εξαντλείται στη διαμόρφωση του κλίματος «πογκρόμ» επί δικαίων και αδίκων και πάντως καταλήγει απαραίτητα σε μαζικές εκκαθαρίσεις-φυλακίσεις των «υπευθύνων».

Αυτή η crème de la crème της διαχείρισης των οικονομικών και εκδοτικών πραγμάτων των τελευταίων δεκαετιών προσεγγίζει το μέλλον της χώρας εν είδει ΔΕΚΟ, και ήδη εντοπίζεται σχετική αρθρογραφία επωνύμων, οι οποίοι κατά καιρούς συνελήφθησαν στα θεωρεία των κυβερνητικών εξουσιών, να προετοιμάζουν το έδαφος.

Πρόκειται για το εισαγόμενο είδος του “apolitique total”, του πολιτικού δηλαδή χυλού τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς με τη φλυαρία ενός Σαρκοζί, τη διαχειριστική λογική των Βρετανών Φιλελευθέρων, τη βερμπαλιστική ακράτεια του Μπερλουσκόνι, αλλά και την ακροδεξιά προοπτική των «δυσαρεστημένων» σε Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία κ.λπ. Αυτή την ιδεολογική «τσαλαβούτα» επικαλούνται οι πρώην διαχειριστές της παρακμής και νυν μεσσίες της αλλαγής. Αν και «συλλαμβάνονται» για συμμετοχή σε payrolls βιομηχανικών κολοσσών, επιμένουν να μονοπωλήσουν και την επόμενη φάση της μεταχρεoκοπίας.

Ταφή πτωμάτων

Στη φάση αυτή και πριν τη διεξαγωγή των περιφερειακών εκλογών του Νοεμβρίου, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι στη διαχείριση της χώρας επιχειρούν να ξεφορτωθούν τα πολιτικά τους πτώματα. Άκης και σία, Γιάννος, Μαντέλης, Λιάπης, Μαρκογιαννάκης, Βουλγαράκης, Ρουσόπουλος, Μπασιάκος και Κοντός, Δούκας και Τσουκάτος, Φωτιάδης και Κιλτίδης, είναι τα ονόματα που θα δοθούν στην πυρά. Για την Ιπποκράτους, τη Ρηγίλλης και το Μαξίμου, η διαπόμπευση και ο εξοστρακισμός των «πολιτικών πτωμάτων» είναι αναγκαστική συνθήκη για την, όπως νομίζουν, μελλοντική επιβίωσή τους. Λάθος μέγα, διότι αυτά τα ονόματα έχουν ήδη ενταφιαστεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Το ζήτημα δεν είναι πώς οικοδόμησε το παλάτι του στη Σύρο ο Παπαντωνίου, αλλά το ότι επιχειρηματίες σαν τον κ. Σαχπατζίδη εντοπίζονται σε όλα τα σκάνδαλα που ταλανίζουν την κοινωνία. Με λίγα λόγια, η ανθρωποθυσία που προετοιμάζεται θα προφυλάξει εκείνους που αργότερα θα εμφανιστούν ως συνήγοροι της επόμενης τάξης πραγμάτων, η οποία δεν θα είναι ούτε καν νέα, αλλά παλαιάς και χειρότερης κοπής.

Όλα τα νέα είναι παλιά...

Ευτύχης Παλλήκαρης



«Ο κόσμος δεν ζητάει καινούργια κόμματα» δηλώνει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Ωραία. Τι γίνεται όμως με τα υπάρχοντα και πιο ειδικά με τη ΝΔ; Το κόμμα για το οποίο ο βασικός σύμμαχος της εσωκομματικής νίκης του Αντώνη Σαμαρά τον περασμένο Νοέμβριο θεωρεί ότι πρέπει να παραμείνει στις επάλξεις του «κοινωνικού και πολιτικού Κέντρου»; Ο πρόεδρος της ΝΔ την περασμένη Κυριακή δεν έδειξε να συμμερίζεται τις παλιές καλές εποχές που η ΝΔ κυβερνούσε με τη σύλληψη του «μεσαίου χώρου». Δηλαδή, με την πολιτική του προσεταιρισμού των μεσαίων στρωμάτων, σε ένα νεφελώδες σχήμα «σύνθεσης και συναίνεσης». Τέλος πάντων, ο «μεσαίος χώρος» -την πατρότητα του οποίου διεκδίκησαν πολλοί, ανάμεσά τους ο Άρης Σπηλιωτόπουλος, ο αναλυτής Γιάννης Λούλης, ολίγον και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος- έγινε σημαία της γαλάζιας διακυβέρνησης, όταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής έλεγε πως κυβερνά χάρη σε αυτή τη «μαγική συνταγή».

Όλα αυτά όμως τα παρέσυρε το ρεύμα. Λίγο η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, λίγο η κάκιστη διακυβέρνηση της χώρας από τον Κ. Καραμανλή και τα κυβερνητικά του σχήματα, έφεραν τη ΝΔ σε δεινή αντιπολιτευτική θέση. Τα δημοσκοπικά ποσοστά φέρνουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάτω από τα... νέα ποσοστά του ΦΠΑ στη μετά μνημόνιο εποχή. Κάτι έπρεπε να εφευρεθεί για να καλυφθεί το κενό. Και η σύλληψη έγινε την περασμένη Κυριακή, όταν ο πρόεδρος της ΝΔ κήρυσσε το τέλος εποχής για το μεσαίο χώρο και την αρχή (του τέλους;) μιας νέας εποχής, αυτής του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Κάποιοι λένε πως αυτό θα είναι το κεντρικό θέμα του επικείμενου Συνεδρίου της ΝΔ σε κάτι παραπάνω από δύο εβδομάδες. Η ΝΔ γυρίζει σελίδα! Αλλάζει ιδεολογικό μανδύα. Μεταμορφώνεται σε ένα άλλο κόμμα, που δεν χρειάζεται πλέον Καραμανλήδες, Αλογοσκούφηδες, Λιάπηδες, Ρουσόπουλους, Βουλγαράκηδες, Παυλόπουλους, Σιούφες, ακόμα και καμιά ντουζίνα και βάλε νυν βουλευτές και πρώην υπουργούς. Αμόλυντη και άσπιλη, είναι έτοιμη να βαδίσει το φωτεινό μονοπάτι του κοινωνικού φιλελευθερισμού...
Φυσικά ο κοινωνικός φιλελευθερισμός δεν προήλθε από παρθενογένεση. Υπήρχε στο ντουλάπι του κόμματος, μόνο που, κατά τους σημερινούς κατοικοεδρεύοντες στη Ρηγίλλης, αγνοήθηκε και... ιδού η αιτία της συμφοράς. Βέβαια, πολλοί προεξοφλούν μια καραμπινάτη στροφή του κόμματος προς τα δεξιά, προς ένα κόμμα που θα αυτοκαθαρθεί πρώτα και μετά θα κάνει τα ανοίγματά του και προς το Κέντρο και κάθε λογής μεσαίους. Αυτό περιέγραφε προεκλογικά ο Α. Σαμαράς και αυτό είναι που φοβάται ο Δ. Αβραμόπουλος και αγωνιά όταν μιλάει για την ανάγκη να μη χαθεί το νήμα με ένα χώρο όπου ήδη η Ντόρα Μπακογιάννη ετοιμάζεται να κάνει «σφήνα», με τη διαφαινόμενη δημιουργία νέου πολιτικού σχήματος.

Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός όμως δεν δίνει απαντήσεις στην κοινή γνώμη για το τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής. Θα ακούσουμε επιτέλους ένα «απεταξάμην» στο λαϊκισμό και τον κρατισμό, που έγινε σημαία του κόμματος τα τελευταία χρόνια; Θα υπάρξει εξήγηση πώς παρέδωσε ένα κράτος με 60.000 περισσότερους μόνιμους στα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης του τόπου, με διορισμούς που είχαν έντονο το στοιχείο της εντοπιότητας; Πώς ξεχάστηκαν οι αποκρατικοποιήσεις, ιδιαίτερα αντιπαθείς στους λάτρεις του «κοινωνικού» –βλέπε σπάταλου– κράτους; Πώς αυγάτιζαν τα επιδόματα και οι υπερωρίες; Πώς οι δαπάνες στα υπουργεία έφτασαν τα τελευταία τρία χρόνια να ισοδυναμούν με τα χρεωστικά που μας οδήγησαν στη συμφορά; Όλα αυτά «μυρίζουν» κοινωνικό φιλελευθερισμό που ανδρώθηκε επί μεσαίου χώρου. Βεβαίως εδώ και μερικά 24ωρα ακούσαμε από τον πρόεδρο της ΝΔ ότι το κόμμα του είναι «λαϊκό και όχι ταξικό». Με μερικές μάλιστα «ανθρωποθυσίες» και ολίγη στροφή προς τα δεξιά, οι προσδοκίες της Ρηγίλλης μεγαλώνουν. Μήπως τελικά είχε δίκιο ένας παλιός μου διευθυντής στην τηλεόραση, που σε στιγμές έντασης μου έλεγε «μη σκοτώνεσαι, όλα τα νέα είναι... παλιά»;

Τρίτη, Ιουνίου 08, 2010

Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι




Αρίστος Δοξιάδης

Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία
(Δημοσιεύτηκε στο Athens Review of Books, τεύχος 8, Ιούνιος 2010.)

ΛΟΓΟΠΛΑΙΣΙΟ

Καθαρεύουσα και δημοτική


Ο τρόπος που συζητάμε για την οικονομία άλλαξε άρδην, μέσα σε λίγους μήνες. Πριν ξεσπάσει η δική μας κρίση του χρέους ο δημόσιος διάλογος δεν διέφερε πολύ από τον αντίστοιχο στις δυτικές χώρες. Είχαμε τις κλασικές συζητήσεις υπέρ του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπέρ της τόνωσης της ζήτησης ή της περικοπής δαπανών, για το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, κ.ο.κ.

Λίγοι σχολιαστές επέμεναν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.2 Για παράδειγμα ότι το Δημόσιο δεν είναι Δημόσιο όταν το έχουν αλώσει ιδιωτικά και συντεχνιακά συμφέροντα, και το ιδιωτικό δεν είναι ιδιωτικό όταν ζει από το δημόσιο χρήμα. Αλλά αυτές οι φωνές δεν ήταν παρούσες ούτε στο λόγο των κομμάτων, ούτε των καναλιών, ούτε φυσικά στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.

Οι τεχνοκράτες ασχολούνταν περισσότερο με το επίσημο, παρά με το πραγματικό. Με το ύψος, π.χ., των φορολογικών συντελεστών, αλλά όχι με τους φόρους που πραγματικά πλήρωναν οι επιχειρήσεις – πολύ ψηλότερους από την επίσημη κλίμακα όταν το ΣΔΟΕ επέδραμε επί δικαίων και αδίκων, πολύ χαμηλότερους όταν ο επιχειρηματίας είχε τον τρόπο του.

Υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον επίσημο λόγο της πολιτείας, της πολιτικής, της τεχνοκρατίας, και σε αυτό που διαισθανόμασταν, που κουβεντιάζαμε στις παρέες, αλλά δεν αρθρώναμε δημόσια. Στον επίσημο λόγο, την καθαρεύουσα, μιλούσαμε για επενδύσεις, προγραμματισμό, ανταγωνισμό, παραγωγικότητα, κίνητρα, ελέγχους, νόμους. Στη δημοτική, για φραπέ, χαβαλέ, και το δαιμόνιο του Έλληνα. Ξέραμε ότι οι δημόσιες διακηρύξεις δεν θα πραγματοποιηθούν, αλλά λέγαμε: ας προσπαθήσουμε, και αν γίνει το ένα δέκατο, πάλι καλά – να μη μείνουμε πολύ πίσω από «την Ευρώπη».

Τώρα η δημόσια συζήτηση άλλαξε, και ξαφνικά μοιάζει με τις κουβέντες της παρέας. Το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό;» μεταλλάχτηκε: «με τον αργόμισθο ή με το φοροφυγά;». Το «συνδικάτα ή εργοδοσία;» μεταλλάχτηκε: «να κόψουμε τη σύνταξη από τα 52 ή τα ιατρικά υλικά που τα πληρώνουμε για χρυσάφι;». Αρχίσαμε να συζητάμε για την πραγματική Ελλάδα, όχι για μια θεωρητική μικτή οικονομία. Οι καθημερινές εμπειρίες του καθενός ταυτίστηκαν με τα μεγάλα ζητήματα. Αυτό είναι υγιές. Είναι η αρχή της αυτογνωσίας.

Αλλά η οικονομία είναι πολύπλοκη, και οι εμπειρίες μας είναι χαοτικές, ποικίλες και αντιφατικές. Είναι εύκολο να καταλήξουμε σε υπερβολές, να μείνουμε σε καταγγελίες και μονόλογους, να χάσουμε τις αιτίες και την προοπτική. Από τη δημώδη εμπειρία πρέπει να ξαναστήσουμε μια λόγια θεωρία για την ελληνική οικονομία, που να εστιάζει στα ουσιώδη, να τα εξηγεί, και να ορίζει επιλογές.

Θεωρίες της ιδιομορφίας

Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε από τις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα και όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη μια νεοθεσμική οπτική, που αναλύει τις παραλλαγές του καπιταλισμού και τις σχετίζει με τις ιστορικές καταβολές και τους θεσμούς κάθε χώρας3.

Οι θεσμοί είναι μια ευρεία έννοια, που επιδέχεται διαφορετικούς ορισμούς. Στον πιο γενικό ορισμό ο όρος περιλαμβάνει τους επίσημους θεσμούς (το σχολείο) και τους ανεπίσημους (το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο). Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις (ιατρική νομοθεσία), τους οργανισμούς (το νοσοκομείο), αλλά και τις συχνές συμπεριφορές (το φακελάκι). Περιλαμβάνει επίσης, σε μερικές θεωρήσεις, την ιδεολογία (τι είναι πρόοδος) και τη νοοτροπία (εργασιακή ηθική).

Η νεοθεσμική θεώρηση επιδιώκει να φωτίσει και να εξηγήσει τις μικρο-οικονομικές συμπεριφορές που διαμόρφωσαν τα μακρο-μεγέθη. Γιατί αφήσαμε την κοινωνική ασφάλιση να χρεοκοπήσει; Γιατί δεν πληρώνουμε φόρους; Γιατί δεν έχουμε εξαγώγιμα βιομηχανικά προϊόντα; Γιατί κάνουν φροντιστήριο οι μαθητές των λυκείων; Σε τι είμαστε διαφορετικοί σε αυτό το επίπεδο από τους Γερμανούς;

Η πρόχειρη εμπειρική απάντηση είναι ένας πολύ μακρύς κατάλογος: διαφθορά, πελατειακό σύστημα, γραφειοκρατία, οικογενειοκρατία, διαπλοκή, καταναλωτισμός, παπαγαλία στο σχολείο, καχυποψία, αλλά και ευέλικτες επιχειρήσεις, πτυχιούχοι, φιλοδοξία, κινητικότητα, πολιτική άποψη, αντίσταση, πολυγλωσσία, εργατικότητα (υπό όρους), εξωστρέφεια. Δεν βοηθάει όμως πολύ μια τέτοια παράθεση. Πιο διαφωτιστικό είναι, από όλο το πλέγμα των θεσμών που απαρτίζουν την ελληνική μικροοικονομία, να ξεχωρίσουμε λίγα και βασικά, όπου διαφέρουμε από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες. Τα ακόλουθα θεωρώ ότι είναι τα κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής ιδιομορφίας:

Το πλήθος και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, μαζί με τη μεγάλη διασπορά της ιδιοκτησίας των ακινήτων (νοικοκυραίοι).
Η μεγάλη έκταση και διασπορά των προσόδων (ραντιέρηδες).
Η ελλιπής συνείδηση συνεργασίας και παράλληλα η μεγάλη ανταπόκριση σε κίνητρα και αντικίνητρα (καιροσκόποι).

Η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική οικονομία με κοινωνικό κράτος, όπως πολλές άλλες. Αλλά όπως και κάθε άλλη έχει τη δική της δυναμική, που δημιουργείται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της μαζί με τα γενικά στοιχεία του καπιταλισμού.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ

‘Ενας θεμελιακός θεσμός


Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη και στον ΟΟΣΑ που να έχει τόσο πολλούς αυτοαπασχολούμενους και τόσα μικροαφεντικά όπως η Ελλάδα σε αναλογία με τον πληθυσμό. Στην Ελλάδα το 57% όσων απασχολούνται στη «μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία» (ΜΧΕΟ) είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 απασχολούμενους. Στο σύνολο της ΕΕ των «27» ο δείκτης είναι 30%. Η Ιταλία έρχεται δεύτερη με 47%, η Πορτογαλία τρίτη με 42%. Η Γαλλία είναι στο 27%, η Μ. Βρετανία στο 21%, η Γερμανία στο 18%. Το νέο μας πρότυπο, η Δανία, στο 20%4.

Εξίσου κατακερματισμένη είναι και η γεωργία, που δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω. Στην αμπελοπαραγωγό Κορινθία ο μέσος εξαγωγικός αμπελώνας είναι κάτω από 30 στρέμματα και ο μεγαλύτερος κάτω από 200. Οι ανταγωνιστές της Κορινθίας στη Μούρθια της Ισπανίας έχουν πάνω από 1.000 στρέμματα ο καθένας. Το ίδιο και στην Καλιφόρνια, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή, στην Αίγυπτο.

Στο σύνολο της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού – μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες.

Πώς έχει συμβεί να έχουμε τόσο πολλές και μικρές επιχειρήσεις –αμπέλια, ελαιοτριβεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, μίνι μάρκετ, ιατρεία, θέατρα, μπουτίκ, βιοτεχνίες ενδυμάτων, εταιρειούλες πληροφορικής– και γιατί πολύ λίγους μεγάλους εργοδότες;

Το οφείλουμε στην ιστορία, που απέτρεψε σε εμάς την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου των δυτικών οικονομιών, στους θεσμούς του σημερινού κράτους, που βοηθούν να επιβιώσει η μικρή ιδιοκτησία και εμποδίζουν τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, αλλά και στη νοοτροπία που μας αποτρέπει από το να συνεργαζόμαστε.

Η Δυτική Ευρώπη μπήκε στη βιομηχανική εποχή με μεγάλες γαιοκτησίες και πλήθος ακτήμονες εργάτες, κληρονομιά της φεουδαρχίας. Το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μέσα σε μια κοινωνία από μικροϊδιοκτήτες, συνέπεια της οθωμανικής πολιτικής που στήριζε τον μικρό γεωργό και αποθάρρυνε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η πολιτική γης του νέου κράτους συνέχισε να ευνοεί τον μικρό κλήρο. Ακόμα και τα μεγάλα τσιφλίκια της Θεσσαλίας κατακερματίστηκαν με τα χρόνια. Η μεγάλη πλειονότητα των οικογενειών είχε κάποια ακίνητη περιουσία, αγροτική ή αστική, όπου έστησε μια αγροτική εκμετάλλευση ή ένα μαγαζί ή έχτισε ιδιόκτητο σπίτι. Σε αυτό η Ελλάδα ήταν τελείως διαφορετική από όλη τη μη Οθωμανική Ευρώπη. Οι δε γείτονές μας στα Βαλκάνια, όσοι είχαν εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία, την απώλεσαν με τον σοσιαλισμό.

Οι μικροεπιχειρήσεις εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μετά από 180 χρόνια σύγχρονου κράτους, με αστικούς θεσμούς και με περίπου ελεύθερη αγορά. Αυτό είναι αξιοπερίεργο. Σε μια σύγχρονη οικονομία το μέγεθος είναι πλεονέκτημα – αν όχι σε όλες τις δουλειές, πάντως σε πάρα πολλές. Εδώ όμως οι επιχειρήσεις δεν μεγαλώνουν. Ας απαριθμήσουμε τις αιτίες.

Οι οικογένειες με ιδιοκτησία, έστω και μικρή, δεν στέλνουν τα παιδιά τους να γίνουν εργάτες. Αν αποφασίσουν να γίνουν χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, αυτό γίνεται μόνο σε δουλειές με εργασιακή ασφάλεια και καλή σύνταξη – στο Δημόσιο ή στις τράπεζες. Αλλιώς προτιμάνε το χωράφι ή το μικρομάγαζο των γονιών. Το νοικοκυριό αντιστέκεται στην προλεταριοποίηση.

Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα. Η φορολογία, η κοινωνική ασφάλιση, οι κανονισμοί εργασίας κ.ά. επιβαρύνουν περισσότερο τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, επειδή οι μικρές παρανομούν πιο εύκολα. Όταν το ταμείο το κρατάει η οικογένεια μπορεί να αποκρύψει πωλήσεις ή να απασχολήσει ανασφάλιστους. Ενώ όταν η τιμολόγηση και οι προσλήψεις καταγράφονται σε οργανωμένο λογιστήριο από υπαλλήλους, η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Συνεπώς στην Ελλάδα η ανομία ευνοεί τον κατακερματισμό. Το κράτος γενικά δεν κυνηγάει τους μικρούς.

Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αποθαρρύνονται. Σε άλλες περιφερειακές χώρες δημιουργήθηκε μεγάλη βιομηχανία από το ξένο κεφάλαιο. Εδώ, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών, η ρητορική του λαϊκισμού είχαν αποτέλεσμα να έρθουν σχετικά λίγοι ξένοι επενδυτές και να παραμείνουν πολύ λιγότεροι. Σημαντικές εξαιρέσεις, οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων (non-tradable) υπηρεσιών: τράπεζες, τηλεφωνία, λιανικό εμπόριο.5 Σε αυτούς οι ξένοι ήρθαν γιατί το ψηλό κόστος εισόδου και λειτουργίας δεν τους αποτρέπει – το καλύπτουν με ψηλότερες τιμές. Άλλο να έχεις να ανταγωνιστείς στην παγκόσμια αγορά και άλλο μόνο τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά.

Στα παραπάνω ας προστεθούν οι πάμπολλοι κανονισμοί και απαγορεύσεις που προστατεύουν τον υπάρχοντα τρόπο λειτουργίας σε δεκάδες κλάδους, καθώς και το μικρό μέγεθος των οικοπέδων.

Είναι τόσο ισχυρή η θεσμική προτίμηση προς τη μικρή κλίμακα, ώστε ούτε οι πρόσφυγες του 1922, ούτε οι μετανάστες μετά το 1990 δεν έγιναν μόνιμο προλεταριάτο για μεγάλους εργοδότες, όπως συνέβη αντίστοιχα αλλού. Ενώ οι μικροεργοδότες πλούτισαν στα χωράφια και στις πόλεις στην πλάτη των μεταναστών.

Η αυτοαπασχόληση, η μικροεργοδοσία, η οικογενειακή επιχείρηση είναι σταθερός και θεμελιακός θεσμός της οικονομικής μας οργάνωσης. Ίσως ο πιο θεμελιακός. Η ποσοστιαία συμμετοχή τους στην απασχόληση και στο εισόδημα δεν πρόκειται να συρρικνωθεί υπό κανονικές συνθήκες. Ούτε καν μια βαθιά και μακροχρόνια ύφεση δεν θα το αλλάξει αυτό. Μόνο μια επανάσταση στους θεσμούς θα το άλλαζε.

Είναι σημαντικό το εξής: ο θεσμός ορίζει την εξειδίκευση και όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, επειδή είμαστε μια κοινωνία μικροεπιχειρηματιών, δεν μπορούμε να παράγουμε ηλεκτρονικές συσκευές – και όχι, επειδή δεν παράγουμε συσκευές, είμαστε μικροεπιχειρηματίες. Αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση στην τεχνοκρατία που σχεδιάζει κατά καιρούς τις πολιτικές της ανάπτυξης. Πιστεύει ότι με κατάλληλες χρηματοδοτήσεις και υποδομές μπορεί να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές βιομηχανίες σε κλάδους που απαιτούν μεγαλύτερη κλίμακα. Σε κάθε εποχή οι μικροϊδιοκτήτες θα κάνουν τις εργασίες που τους ταιριάζουν – χτες σφουγγαράδες, σήμερα ενοικιαζόμενα δωμάτια, αύριο τι;

Οικογενειακές στρατηγικές

Μια οικονομία μικρών μονάδων ωθεί τα νοικοκυριά σε άλλες επιλογές από μια οικονομία υπαλλήλων και μεγάλων οργανισμών. Η οικογένεια αναζητά τη σταθερότητα στην πολυέργεια6, δηλαδή σε πολλαπλές πηγές εισοδήματος, όσες μπορεί να βρει και να προσποριστεί. Υπάρχει οικογενειακή αλληλεγγύη: τα πολλαπλά εισοδήματα απαιτούν πολλαπλά χέρια: ο πατέρας έχει το πρατήριο βενζίνης για τη σιγουριά, ο γιος σπουδάζει πληροφορική για το κάτι παραπάνω, αλλά άμα δεν του βγει δεν θα πεινάσει. Η κόρη, κατά προτίμηση δασκάλα ή υπάλληλος του Δήμου – κάτι σταθερό που αφήνει ελεύθερο χρόνο για να φροντίζει γέροντες γονείς και την επόμενη γενιά. Αν το οικογενειακό μαγαζί πάει καλά, η οικογένεια ολόκληρη το δουλεύει. Αν όχι, μένει να δουλεύει με ένα-δυο μέλη. Το σύστημα έχει θαυμαστή σταθερότητα, ευελιξία και διάρκεια.

Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και σε εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.

Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα – δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα – αν η αγορά εργασίας δεν την ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός, όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στη Volkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, και ίσως ίσως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών: σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.

Δυναμική

Ο θεσμός είναι σταθερός εφόσον μπορεί να παράγει αρκετό εισόδημα για τα μέλη του, έστω με κρίσεις και μεταλλάξεις. Αλλά δεν υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στον κόσμο που οι τοπικές οικονομίες μικροεπιχειρήσεων να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές – στη βόρεια Ιταλία βρίσκονται τα λίγα πετυχημένα παραδείγματα. Στην Ελλάδα ήταν ανταγωνιστική κατά καιρούς η μικρής κλίμακας γεωργία και ο τουρισμός, και είχαν μεγάλη συμβολή τα εμβάσματα από προσωπική εργασία– από τους μετανάστες και τους ναυτικούς. Αλλά αυτά δεν έφταναν και τα συμπληρώναμε με δάνεια και επιχορηγήσεις από το εξωτερικό.

Τώρα που στέρεψαν τα δάνεια, η Ελλάδα θα χρειαστεί να γίνει ανταγωνιστική σε περισσότερους κλάδους. Μπορούν αυτό να το πετύχουν οι μικροεπιχειρήσεις; Δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερο πρόβλημα η μετάβαση σε νέες δραστηριότητες. Η ελληνική πολυέργεια των οικογενειών αυτό σημαίνει. Δεν πρόκειται για οικογένειες που αφοσιώνονται στην ίδια τέχνη από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά σπουδάζουν νέα αντικείμενα και οι γονείς τα στηρίζουν.

Τρία είναι τα μεγάλα μειονεκτήματα της μικρής κλίμακας: το κόστος (οικονομίες κλίμακας), ο συντονισμός (κόστος συναλλαγών, οικονομίες φάσματος) και η συνέχεια (καινοτομία, αναβάθμιση, διαδοχή γενεών). Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση του κεφαλαίου.

ΡΑΝΤΙΕΡΗΔΕΣ

Ο όρος πολιτική πρόσοδος δηλώνει τους διάφορους μηχανισμούς με τους οποίους επιχειρήσεις, συντεχνίες και άτομα καρπώνονται εισοδήματα από το κράτος που δεν αντιστοιχούν σε πραγματική προσφορά υπηρεσίας ή προϊόντος. Ο όρος περιλαμβάνει την αργομισθία, τη συνταξιοδότηση με προνομιακούς όρους, τις επιχορηγήσεις χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα, τις υπερκοστολογημένες προμήθειες και έργα, και τις μίζες των δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει επίσης τις ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε συντεχνίες να υπερτιμολογούν στην αγορά (κλειστά επαγγέλματα, ρυθμιζόμενες αμοιβές, απαγορεύσεις), και, κάτι λιγότερο φανερό, τα οφέλη από την παρανομία όταν οι ανταγωνιστές σου είναι σύννομοι. Δεν περιλαμβάνει εκείνους του μισθούς του Δημοσίου που αμείβουν πραγματικά εργαζόμενους, ούτε τις συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας, κτλ, που δίνονται με γενικά κοινωνικά κριτήρια.

Μερικοί ανάγουν τη διόγκωση της πολιτικής προσόδου στη δεκαετία του 1980 και στον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε νέα στρώματα και νέα τζάκια στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά η φαυλοκρατία και οι πελατειακές σχέσεις ήταν σύμφυτες με το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του7, και το κράτος ήταν πάντα ρυθμιστής στην οικονομία. Η διανομή προσόδων ήταν αναγκαίος μηχανισμός για τη νομιμοποίηση των πολιτικών στα μάτια του κόσμου, αλλά και ο προσπορισμός προσόδων ήταν βασικός λόγος για γίνει κάποιος πολιτικός.

Το κράτος συνολικά υπήρξε ραντιέρης εμβασμάτων, ζώντας σε μεγάλο βαθμό από διεθνείς εισροές: δάνεια που μοίρασε και δεν αποπλήρωσε, σχέδια βοήθειας, και πιο πρόσφατα τα ταμεία της ΕΕ. Τούτα τα εμβάσματα έχουν επηρεάσει σε βάθος την κοινωνία: «Ας περάσει το χρήμα τα σύνορα και θα βρούμε τη μοιρασιά» μου έλεγε ένας μικροεργολάβος αγροτικών εγκαταστάσεων κουβεντιάζοντας πώς θα πάρουμε κάποια επιχορήγηση.

Υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικές μη πολιτικές πρόσοδοι στην ιδιωτική οικονομία. Τα έσοδα από τουρισμό ενέχουν μεγάλο στοιχείο προσόδου, εφόσον ο επισκέπτης πληρώνει πρώτα για τον τόπο και μετά για τις υπηρεσίες. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό (ναυτιλιακά, μεταναστευτικά) παράγονται μεν από εργασία εκτός συνόρων, αλλά για την τοπική κοινωνία που τα υποδέχεται είναι καθαρή πρόσοδος.

Η δημοκρατική πρόσοδος

Οι μηχανισμοί προσπορισμού προσόδων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Παράγουν όμως ένα κοινό πολιτισμικό αποτέλεσμα: όλοι σχεδόν οι Έλληνες, από τον μεγάλο επιχειρηματία μέχρι τον μικροοικοπεδούχο στο νησί και τον δημοτικό υπάλληλο στην επαρχία, θεωρούν φυσικό να έχουν κάποια εισοδήματα χωρίς να ρισκάρουν κεφάλαια και χωρίς να εργάζονται παραγωγικά – εισοδήματα σημαντικά για τα μέτρα του καθενός. Αν δεν το πετύχουν αισθάνονται αδικημένοι.

Πώς αναπαραγόταν τόσα χρόνια το σύστημα της προσοδοκρατίας; Η πρώτη αιτία ήταν ότι «λεφτά υπάρχουν» – από τις εισροές από το εξωτερικό, από την απομύζηση της παραγωγής σε μια κοινωνία που μπορούσε κατά καιρούς να παρακολουθεί ικανοποιητικά την τεχνική πρόοδο, αλλά πρόσφατα και από την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.

Η δεύτερη αιτία ήταν ο δημοκρατικός χαρακτήρας του συστήματος. Οι πρόσοδοι είχαν ευρεία διασπορά· ιδίως μετά το 1980 τα περισσότερα νοικοκυριά κάτι τσιμπούσαν από το σύστημα. Η δημοκρατική νομιμοποίηση ενισχύθηκε από νέους μηχανισμούς που προσδίδουν στο σύστημα έναν αντικειμενικό χαρακτήρα: ΑΣΕΠ αντί για ρουσφέτι, πανελλαδικές αντί για το βαθμό του σχολείου. Όταν για να διοριστούν ή να εισαχθούν χρειάζεται να κοπιάσουν και να ανταγωνιστούν τίμια, κανένας δεν αναρωτιέται μήπως η θέση που πήραν είναι άχρηστη. Και θεωρείται άδικο να καταργηθούν τα όποια προνόμια έχει η θέση.

Συμπεριφορές


Όπως κάθε οικονομικός μηχανισμός που κυριαρχεί (ή συγκυριαρχεί) σε μια κοινωνία έτσι και η προσοδοκρατία επιδρά με πολλούς τρόπους στις συμπεριφορές και στη νοοτροπία. Μπορεί να μην πηγάζει από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αλλά σίγουρα τις δημιουργεί.

Μηδενικό άθροισμα: η πρόσοδος δεν μεγεθύνει την πίτα, τη μοιράζει. Συνεπώς προϋποθέτει μαχητική διεκδίκηση, και δεν προϋποθέτει παραγωγική εργασία. Εκτρέφει το λαϊκισμό, που βασικό συστατικό του είναι ότι μεταθέτει την ευθύνη για το σύνολο στον άλλο πόλο, στον εχθρό. Στο λαϊκισμό οι πολίτες, ανεξάρτητα από την πραγματική τους θέση στην παραγωγή και στη διανομή, νιώθουν σαν να ανήκουν στο πιο αδύναμο στρώμα, που δικαιούται να διεκδικεί αναδιανομή για λόγους ανθρωπιστικούς, δικαιοσύνης8. Δεν τους αφορά πώς θα παραχθεί ο πλούτος, ούτε αν πρέπει η αναδιανομή να γίνει πρώτα σε άλλους, πιο αδύναμους. Την ευθύνη για το όλον την έχουν άλλοι. Ο λαϊκισμός διαφέρει ριζικά σε τούτο από μια σοσιαλιστική στρατηγική που θα άρχιζε από τον τρόπο παραγωγής πριν φτάσει στη διανομή. Ή από μια στρατηγική αναδιανομής που θα εστίαζε στους πραγματικά πιο αδύναμους και αποκλεισμένους.

Επιχειρηματικότητα: αν οι επιχειρήσεις μπορούν να βγάλουν ψηλά κέρδη από τις κρατικές εργολαβίες ή από άλλα προνόμια, επενδύουν πιο πολύ στο να αποκτήσουν τα προνόμια παρά στο να γίνουν ανταγωνιστικές σε μια ανοιχτή αγορά. Με το καιρό αυτό στρεβλώνει όλη τη στρατηγική τους – ο καλός πωλητής είναι αυτός που καλλιεργεί σχέσεις στο Δημόσιο, ο καλός μηχανικός είναι αυτός που ξεχειλώνει το έργο για να κοστίσει περισσότερο, κτλ. Σπάνια μια επιχείρηση κρατικοδίαιτη είναι και ανταγωνιστική. Τα παραδείγματα αρχίζουν από τους εθνικούς προμηθευτές και φτάνουν στις εταιρειούλες πληροφορικής της δεκαετίας του 1990, όπου ευφυέστατοι τεχνικοί έφαγαν τα νιάτα τους σε άκαρπη «έρευνα και ανάπτυξη» για ευρωπαϊκά προγράμματα.

Μετρήσεις και προϋπολογισμοί: ο ραντιέρης δεν έχει ανάγκη να μετρήσει τον κόσμο, ο παραγωγός έχει. Ο ραντιέρης θα παζαρέψει. Ο παραγωγός θα σχεδιάσει τις εισροές και τις εκροές του, θα προσπαθήσει να μεγιστοποιήσει το περιθώριο ανάμεσα στις δύο. Ό,τι κάνει ο ραντιέρης κάνει και το κράτος της προσοδοκρατίας. Παζαρεύει συνεχώς με διάφορες ομάδες (αδιόριστους για διορισμούς, αγρότες για παροχές, επιχειρηματίες για έργα), στις οποίες πάντα δίνει κάτι παραπάνω από εκεί που ξεκίνησε. Δεν δεσμεύεται από ένα απόλυτο όριο δαπανών ή φοροαπαλλαγών. Καταλήγει σχεδόν πάντα με έλλειμμα, χωρίς να το έχει προγραμματίσει. Αλλά και πέρα από τα δημοσιονομικά, η κοινωνία δεν ζητά μετρήσεις: ούτε για τους ρύπους, ούτε την ποιότητα των νοσοκομείων, ούτε για την επίδραση της αστυνόμευσης στην εγκληματικότητα. Δεν υπάρχει καμιά πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες να μετρήσουν και να αξιολογήσουν. Κάπως έτσι καταλήγουμε στα Greek statistics – πολύ πριν τη σκόπιμη παραποίηση των αριθμών.

ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ

Ίσως να είμαστε το ίδιο εργατικοί με τους Δυτικούς όταν έχουμε τις ίδιες επιλογές με αυτούς. Είμαστε όμως λιγότερο συνεργατικοί.

Στη θεωρία παιγνίων καιροσκόπος (ή οπορτουνιστής) είναι αυτός που αρπάζει την ευκαιρία να βγάλει ένα καλό κέρδος σήμερα, ακόμα και αν αυτό δυσχεράνει τη θέση του αύριο. Συνήθως, είναι αυτός που παραβαίνει έναν κανόνα ή χαλάει μια συνεργασία για να κάνει την αρπαχτή.

Ο ταβερνιάρης στην Πλάκα που σερβίρει σαβούρα στους τουρίστες αυτό κάνει: παραβαίνει την άτυπη σύμβαση του εστιάτορα με τον πελάτη, για να βγάλει καλό κέρδος στη μερίδα, με κίνδυνο ο πελάτης να μην ξαναέρθει. Πράττει απόλυτα ορθολογικά, γιατί ο τουρίστας είναι περαστικός και δεν θα ξαναερχόταν έτσι κι αλλιώς. Αυτό χαλάει τη γενική εικόνα της Αθήνας, αλλά δεν τον ενδιαφέρει, γιατί η εικόνα διαμορφώνεται από όλες τις ταβέρνες μαζί, όχι από τη δική του.

Στον αντίποδα της καιροσκοπίας είναι η συμμόρφωση ή η συνεργασία. Η επιχείρηση που επενδύει στην ποιότητα, ο εργολάβος που αποθέτει τα μπάζα στη μακρινή επίσημη χωματερή αντί για το διπλανό χωράφι, ο συνεργάτης που δουλεύει σκληρά αντί να λουφάρει σε βάρος της ομάδας, ο επαγγελματίας που δεν φοροδιαφεύγει είναι στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων συνεργάσιμος (cooperator).

Οι ρίζες της συνεργασίας

Οι Έλληνες φέρονται πιο καιροσκοπικά από τους Σουηδούς ή και τους Γάλλους. Η διαφορετική συμπεριφορά δεν έχει μια μόνο αιτία. Υπάρχει πολιτισμική διαφορά νοοτροπίας. Παράλληλα η δομή των κινήτρων και των κυρώσεων συγκριτικά ευνοεί την αρπαχτή. Τα δύο επίπεδα (νοοτροπία - δομή) αλληλεπιδρούν μέσα από την ανοχή (δεν σε καταγγέλλω που φοροδιαφεύγεις) και τη δυσπιστία (σε ρίχνω, γιατί φοβάμαι ότι θα με ρίξεις).

Πού οφείλεται η πολιτισμική διαφορά στην έφεση για συνεργασία, και πόσο βαθιά είναι; Σε τέτοια ερωτήματα η συστηματική έρευνα και θεωρία διεθνώς τώρα ξεκινάει, ουσιαστικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για την Ελλάδα η πιο ενδιαφέρουσα αφήγηση είναι του Στέλιου Ράμφου, για την «άπρακτη εξατομίκευση». Η ανθρωπολογία του προσώπου διαμορφώθηκε διαφορετικά σε εμάς από ό,τι στη Δύση. Εκεί «σκοπός του ατόμου είναι η εντός του ανακεφαλαίωση, ει δυνατόν, της συνολικής κοινωνικής και πνευματικής εξελίξεως – η εν ευαισθησία καθολικότης του ως ανθρώπου»9. Ο δυτικός άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες της κοινωνίας – τους έχει εξατομικεύσει. Στους Έλληνες, όταν διασπάστηκαν οι συλλογικές δομές του μεσαίωνα, μείναμε στον ατομισμό χωρίς την εξατομίκευση.

Συναφής αλλά διακριτός παράγοντας ήταν η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών και των οικονομικών ιεραρχιών. Στη Δύση η φεουδαρχία, η μοναρχία και η Καθολική Εκκλησία με την αλληλεπίδρασή τους δημιούργησαν το απολυταρχικό κράτος που είχε την ευθύνη να καθοδηγεί την κοινωνία. Το κράτος αυτό το κληρονόμησε η αστική τάξη και ενίσχυσε τον καθοδηγητικό του ρόλο10. Παράλληλα, στη βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκαν οι μεγάλες επιχειρήσεις-ιεραρχίες που έδιναν σταθερούς ρόλους σε εργάτες και υπαλλήλους. Αυτά δεν έγιναν στην Ελλάδα, που αποτίναξε το οθωμανικό κράτος, δεν το μετεξέλιξε, και που αντιστάθηκε στις οικονομικές ιεραρχίες.

Με άλλα λόγια, οι αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες δεν στηρίχτηκαν μόνο στην ελεύθερη αγορά και στα ατομικά κίνητρα. Στηρίχτηκαν σε ιεραρχικούς οργανισμούς (κάθετους κανόνες) και σε στρατηγικές συνεργασίας (οριζόντιους κανόνες). Ο πετυχημένος και ιδεολογικά ηγεμονικός καπιταλισμός είναι ελεύθερη αγορά ενσωματωμένη σε κοινωνία κανόνων και ευθύνης. Αλλιώς είναι ή ζούγκλα ή μικρομάγαζα. Εμείς δεν έχουμε αποδεχθεί ούτε τους κάθετους κανόνες ούτε τους οριζόντιους – ούτε πειθαρχούντες ούτε πειθαρχημένοι. Αν έχουμε αποφύγει τη ζούγκλα είναι γιατί έχουμε κρατήσει τα μικρομάγαζα.

Οι θεσμοί των καιροσκόπων

Η καιροσκοπική νοοτροπία εξηγεί γιατί αποτυχαίνουν οι συνεταιρισμοί και πετυχαίνουν οι συντεχνίες. Ο συνεταιρισμός διαχειρίζεται ένα συλλογικό αγαθό – για παράδειγμα, ένα συσκευαστήριο για τα αγροτικά προϊόντα των μελών του ή μια κρατική επιχορήγηση που δίνεται για να γίνει το συσκευαστήριο. Χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη και συμμόρφωση στους κανόνες τα μέλη κοιτάνε πώς θα κερδίσουν ο καθένας ρίχνοντας τη ζημιά στο συλλογικό αγαθό. Θα στείλουν στο συσκευαστήριο τη δεύτερη ποιότητα, αλλά το καλό θα το πουλήσουν ιδιωτικά – ή θα φάνε την επιχορήγηση χωρίς να επενδύσουν, γιατί δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο για συνεταίρο.

Η συντεχνία δεν έχει συλλογικό αγαθό, έχει συλλογική διεκδίκηση. Τα μέλη αναγνωρίζουν το κοινό συμφέρον στην κοινή επαγγελματική ταμπέλα, και διεκδικούν προνόμια κοινά μεν, αλλά που θα τα καρπωθούν ιδιωτικά. Είναι μια συνεργασία με χαμηλή επένδυση και ρίσκο, όπως αρμόζει σε σύνολα με χαλαρούς δεσμούς συνεργασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύξαμε μερικούς αξιοθαύμαστους οικονομικούς θεσμούς, που όμως ξενίζουν τους δυτικής παιδείας τεχνοκράτες. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές, με το νομικό πλαίσιο που τις διέπει, ενισχύουν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συναλλασσόμενους γιατί επιφέρουν άμεση κύρωση στον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να παρεμβάλλεται η γραφειοκρατία μιας τράπεζας. Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη για τον αντισυμβαλλόμενο που επιλέγει. Το πρόσωπο, η φήμη, μετράει ιδιαίτερα. Είναι εντυπωσιακό ότι κανένας αποδέκτης μεταχρονολογημένης επιταγής δεν την εμφανίζει πρόωρα για πληρωμή, ενώ νομικά το δικαιούται. Αν το κάνει, η αγορά θα τον αποβάλει. Αυτόν τον θεσμό της ίσος-προς-ίσον χρηματοδότησης, με την ατομική και ονομαστική ευθύνη, θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε, και όχι να θέλουμε να τον καταργήσουμε. Η ιεραρχική χρηματοδότηση των τραπεζών περιθωριοποιεί τη ατομική ευθύνη και ενισχύει τον καιροσκοπισμό.

Το μέλλον της συνεργασίας

Ο καιροσκόπος δεν είναι φύσει απατεώνας. Είναι «ορθολογικά εγωιστής». Θα συμμορφωθεί στους κανόνες όταν τον συμφέρει. Αν βρεθεί σε περιβάλλον όπου πλειοψηφούν οι συνεργάσιμοι και υπάρχουν κυρώσεις στην καιροσκοπία, τότε μετατρέπεται σε συνεργάσιμο11. Το πρόβλημα εδώ είναι ο φαύλος κύκλος. Αν το σύνολο ξεκινάει με πλειονότητα καιροσκόπων, πολύ δύσκολα θα συγκλίνει σε ένα καθεστώς συνεργασίας. Για αυτό μετράει τόσο πολύ η ιστορική κληρονομιά.

Στη Δύση η κληρονομιά ήταν υπέρ της συνεργασίας. Υπάρχουν όμως φόβοι ότι τις τελευταίες δεκαετίες φθείρονται οι θεσμοί και διογκώνεται ο ατομισμός. Οι αιτίες που αναφέρονται είναι πολλές, από τη διάβρωση της οικογένειας, τον καταναλωτισμό και τα ατομικά δικαιώματα μέχρι τον οικονομικό φιλελευθερισμό, την εισοδηματική ανισότητα και τις προσόδους. Μήπως εκεί που τείνουν οι Δυτικοί είμαστε ήδη εμείς; Μήπως είμαστε εικόνα από το δυστοπικό τους μέλλον;

Μια αντίρροπη τάση έρχεται από την τεχνολογία. Οι πλατφόρμες ενημέρωσης και συνεργασίας που καθιστούν διάφανη τη συνεισφορά του καθενός και άχρηστη την ιεραρχία επιτρέπουν για πρώτη φορά στην ιστορία να δημιουργούνται συλλογικά προϊόντα με καταμερισμό ατομικής ευθύνης. Δίνουν ένα πλαίσιο συνεργασίας για καιροσκόπους· π.χ. δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μοναχικό προγραμματιστή να πουλήσει υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα δίνουν μεγάλη δύναμη στην εθελοντική προσφορά του ελεύθερου χρόνου (λ.χ. Wikipedia) και επιτρέπουν τη συντήρηση μερικών συλλογικών αγαθών χωρίς μεγάλες προσωπικές θυσίες. Μήπως ο ελληνικός ατομισμός βρει τώρα μια δημιουργική θέση στην παγκόσμια οικονομία;

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ


Κλείνω με λίγα προλεγόμενα σε μια μεγάλη συζήτηση.

Η πολιτική ανάπτυξης θα πετύχει μόνο αν εστιάσει στις οικογενειακές στρατηγικές, στις μικροεπιχειρήσεις, στην προσοδοκρατία και στον καιροσκοπισμό – είτε για να αξιοποιήσει μερικά στοιχεία τους, είτε για να τα αλλάξει.

Ένα νέο ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν θα μοιάζει με τα πετυχημένα διεθνώς. Ξεκινάει από άλλες βάσεις, και θα έχει άλλη τροχιά. Ας αποδεχθούμε την ιδιομορφία.

Η κοινωνία έχει αναπτύξει ανεπίσημους θεσμούς ευρείας αποδοχής. Τα φροντιστήρια, για παράδειγμα, που δεν κλείνουν ποτέ όταν γίνονται καταλήψεις στα σχολεία. Ή τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ας σκεφτούμε πώς θα τους αξιοποιήσουμε.

Δεν έχουμε μεγάλες επιχειρήσεις στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Θα ενισχύσουμε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου εκεί, και με ποιο τρόπο; Να ένα ερώτημα-αγκάθι για όλο το ιδεολογικό φάσμα. Και αν ναι, πώς θα αποτρέψουμε την προσοδοθηρία και τον καιροσκοπισμό που εισχωρούν σε όλες τις μεγάλης κλίμακας προσπάθειες στη χώρα μας;

Οι μικρές μονάδες θα είναι πάντα κρίσιμες σε εμάς. Χρειάζεται να γίνουν εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές, να καινοτομούν, να συντονίζονται, να μην επιβαρύνονται από τη δημόσια διοίκηση. Όλα τα συστήματα του Δημοσίου, εκπαιδευτικό, φορολογικό, ασφαλιστικό, έρευνα, υποδομές, πρέπει να υποστηρίξουν αυτούς τους στόχους. Το αναπτυξιακό λογοπλαίσιο να διαμορφωθεί πάνω στη μικρή κλίμακα.

Ο καθείς και τα όπλα του.

Πέμπτη, Ιουνίου 03, 2010

«Το μεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήτανε διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και καγιέν», Στέλιος Ράμφος




ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΛΑΣ KAI ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΓΔΑΝΟΣ



Σας καλημερίζω. Χαίρομαι πάρα πολύ που είσαστε εδώ και ειδικά που είσαστε εδώ μια μέρα όπως η σημερινή.
«Το καλύτερο…».

Τι σημαίνει για εσάς η 21η Απριλίου;
«Σημαίνει ένα κλειδί για να καταλάβουμε τη σημερινή κρίση. Καταλαβαίνουμε ότι είμαστε τόσο ανατολίτες ώστε να κάνουμε δικτατορίες και ταυτοχρόνως χρεοκοπίες. Διότι το κυνήγι το απόλυτου φέρνει χρεοκοπίες και δικτατορίες. Το ενδιάμεσο είναι που σώζει. Αλλά το ενδιάμεσο δεν το ξέρουμε. Ή δεν θέλουμε να το μάθουμε. Όλο το ταλέντο είναι να κάνεις το ενδιάμεσο συναρπαστικό. Όλα τα άλλα δεν θέλουν ταλέντο. Γιατί είναι φυσικά. Όπου υπάρχει φύση, δεν υπάρχει ταλέντο»....

Πότε καταλαβαίνετε για πρώτη φορά την έννοια Έλληνας;
«Την κατάλαβα στα σοβαρά όταν πήγα στο Παρίσι. Όπως συμβαίνει με όλους μας. Όταν φεύγουμε από την Ελλάδα, καταλαβαίνουμε στα σοβαρά τι χάσαμε. Αν το χάσαμε ή αν μας έχασε. Τότε το κατάλαβα. Και πώς το κατάλαβα μάλιστα; Από την περηφάνια που νιώθω στο πανεπιστήμιο όταν όλοι μιλάνε για τους Έλληνες. Άλλα ποιους Έλληνες; Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη… Και τον καιρό εκείνο εν πάση περιπτώσει επίσης λίγο για τον Παπαδόπουλο. (γέλια) Επειδή ήταν η περίοδος τότε. Οπότε υπήρχε και αυτό. Από εκεί είναι που το παίρνεις πάνω σου και λες κάτι είμαι. Αλλά αλίμονο όταν προσγειωθείς πίσω».

Πιστεύετε ότι έχει σχέση αυτό που κάποιοι θεωρούν σαν Έλληνα με αυτό που βλέπουμε εμείς γύρω μας σήμερα; Υπάρχει μια συνέχεια σ’ αυτό ή υπάρχει μια ασυνέχεια;
«Υπάρχει μια συνέχεια υπό την έννοια ότι το παλιό είναι η ψευδαίσθηση του τώρα. Μας χρησιμεύει ως ψευδαίσθηση ζωτική. Μα όταν η ουσία είναι η ψευδαίσθηση, τότε γίνεται κι ο λόγος της χρεοκοπίας. Ένα φαγοπότι 35 ετών είναι φαγοπότι ψευδαισθήσεων και ο πραγματικός λογαριασμός έρχεται τώρα. Το γλέντι στήθηκε πάνω στη βάση του ότι η βασιλεία των ουρανών είναι εντός ημών. Δηλαδή στο τραπέζι επάνω, στις ψησταριές. Στο τραγούδι και στις διαδηλώσεις. Γιατί το μεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήτανε διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και καγιέν. Αυτό το μεγάλο τρίπτυχο ήτανε εκείνο που καλούμαστε τώρα και είναι λογικό ένας λογαριασμός να πρέπει να πληρωθεί».

Γιατί αυτός ο συγκεκριμένος λαός κάνει αυτού του είδους τη συμπεριφορά και δεν την έχει ο Ιταλός, δεν την έχει ο Γερμανός, δεν την έχει ο Γάλλος;
«Μια στιγμή. Ο νότιος Ιταλός την έχει».

Ο νότιος ναι, έχετε δίκιο. Γιατί ο Nότος λοιπόν;
«Ο Βορράς, λοιπόν, η βόρεια Γαλλία, αλλά όχι η Πορτογαλία, η Ισπανία, η νότια Ιταλία, η Ελλάδα κ.τ.λ., έχει αυτήν τη συμπεριφορά, γιατί κατάφερε στην ιστορία του ένα πράγμα: να ταιριάξει το αίσθημα με τη λογική. Κάνοντας λογική το αίσθημα μόνο σε φαγοπότι αντέχεις ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ή κάνεις πολέμους και κινείσαι με τρόπο τέτοιο ώστε την επομένη να μπορείς να αλληλοσφάζεσαι με τη μεγαλύτερη ευκολία. Και ακριβώς επειδή το συναίσθημα είναι το κυρίαρχο, έχεις χάσει το πρίσμα με το οποίο αρχίσαμε και το οποίο είναι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο είναι η ζωή. Το συναίσθημα είναι τα άκρα. Έχοντας φτάσει λοιπόν στα άκρα το μόνο που σου μένει είναι ή να αυτοκτονήσεις ή να πέσεις στο κενό. Εμείς προτιμήσαμε το φαγητό. (γέλια) Έτσι έγινε η ιστορία».

Να αναλύσουμε λιγάκι το φαγοπότι. Τι χάνει κάποιος όταν είναι πεσμένος με τα μούτρα για 35 χρόνια στο φαγοπότι και τι κερδίζει; Υπάρχει κέρδος από το φαγοπότι; Τι κερδίσαμε σαν άνθρωποι, σαν λαός από αυτή τη μανία της γιορτής;
«Κερδίζουμε μια ψευδαίσθηση του παρόντος. Γιατί το φαγοπότι είναι στο παρόν. Ούτε στην πείνα της προηγουμένης ούτε στον λογαριασμό της επομένης. Και θέλω να πω ότι ένα μεγάλο φαγοπότι και μια έμφαση στο παρόν είναι εκείνα που αποτελούν πρόβλημα για τους λαούς που είπαμε πριν, για λαούς χωρίς διάρκεια και χωρίς προοπτική. Οπότε το μόνο που τους μένει ως διάρκεια είναι θλιβερές διαδικασίες, οι οποίες πληρώνονται πολλαπλά αφού δεν υπάρχουν προοπτικές. Και αυτό το πράγμα κοστίζει. Όταν το παρόν αρχίζει να μεταβάλλεται σε αιωνιότητα, τότε πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε πού είναι ο πιο κοντινός ψυχίατρος».

Τι αφήσαμε πίσω μας παίρνοντας την απόφαση να ζήσουμε έτσι αυτά τα 35 χρόνια;
«Δεν ξέρω αν αφήσαμε τίποτα. Νομίζω ότι η μόνιμη δίψα για αιωνιότητα μετατράπηκε σε φαγοπότι 35 ετών χωρίς να γνωρίζουμε ότι υπάρχει συνέχεια. Νομίζαμε ότι δεν υπάρχει συνέχεια. Και όταν νομίζεις ότι δεν υπάρχει μετά, απολαμβάνεις το τώρα άνευ ορίων και όρων. Αυτό παίχτηκε και αυτό τώρα καλούμαστε λογικά να πληρώσουμε. Με μια διαφορά, ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ενδιαφέρεται να μάθει για ποιους λόγους έγινε, αλλά θέλει να εισπράξει την επιταγή. Και εκεί θα έχουμε πλέον την επόμενη φάση…».

Αυτή η επιταγή είναι υπενθύμιση ότι το συναίσθημα πρέπει να πηγαίνει παρέα με τη λογική;
«Είναι μια υπενθύμιση και μια ευκαιρία αυτή τώρα της κρίσεως. Ζούμε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία».

Η οποία πού μπορεί να μας οδηγήσει;
«Σε αυτού του είδους τον δημιουργικό συνετισμό».

Άρα ζούμε μια εποχή που τώρα αναγκάζεται το συναίσθημα να κάνει πρόταση γάμου στη λογική.
«Για λόγους συναισθηματικούς καθαρά. Έχει ενδιαφέρον γιατί μπορεί να είναι και παγίδα. Αν σκεφτούμε σοβαρά τους συναισθηματικούς λόγους, τότε θα γίνει δουλειά. Αν συναισθηματικά πειθαρχήσουμε, καήκαμε γιατί θα γίνουνε πάλι τα ίδια από την αρχή. Και μην ξεχνάμε το εξής. Ότι με την ίδια ψυχολογία απολύτου έγινε η 21η Απριλίου».

Γίνετε λίγο πιο αναλυτικός.

«Αν ακούσει κανείς την πρώτη εκείνη ομιλία του Παπαδόπουλου, συνειδητοποιεί ότι και εκεί έλεγε ότι βγαίνουμε από τη χαώδη κατάσταση κ.λπ., πως ένας γύψος, εν πάση περιπτώσει, ετοιμάζεται για τον κόσμο. Με την ίδια αίσθηση της απολύτου λύσεως γίνεται καθετί, το οποίο αφού τελειώνει με την καταστροφή του Κυπριακού για λόγους συνετισμού μεταβάλλεται στο τρίγωνο καγιέν-απεργία- τραγούδι. Όπου έχει την άλλη λογική, αλλά το ίδιο υπόβαθρο γι’ αυτό που ζούμε σήμερα. Ο ίδιος ψυχισμός ευθύνεται για την 21η Απριλίου και για το 2010. Έχει μεγάλη σημασία να το καταλάβουμε. Υπάρχει μια παγίδα από κάτω. Η ίδια ψυχική απαίτηση, το ίδιο λογικό βάθος είναι εκείνο που μπορεί να οδηγεί δύο καταστάσεις μισούμενες απολύτως, διότι καγιέν, τραγούδι, διαδηλώσεις μισιούνται με την κατάσταση 21η Απριλίου, αλλά που βαθύτεροι λόγοι ψυχικοί τις κάνουν να συγκλίνουν σε μια λογική τέτοια που οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο μια χώρα. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Αν αρχίσουμε και σκεφτόμαστε πώς ακριβώς ο συναισθηματισμός και η επιπολαιότητα μπορούν να συνεργαστούν σε θανάσιμο βαθμό και να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί που είναι σήμερα, τότε ίσως υπάρξει κάτι ενδιαφέρον για μας. Θεωρώ ότι υπό τέτοιες συνθήκες μπροστά μας είναι μια τεράστια ιστορική ευκαιρία».

Γιατί σημειολογικά κρατάτε αυτά τα τρία στοιχεία, δηλαδή καγιέν, τραγούδι, διαδηλώσεις; Αυτά τα τρία σημεία…

«Είναι σύμβολα απολυτότητας συναισθήματος. Με το καγιέν είσαι μοναδικός, με το τραγούδι εκφράζεσαι. Και με τη διαδήλωση πολιτικοποιείσαι και εκφράζεις την ευθύνη σου απέναντι στα τεκταινόμενα παγκοσμίως και εν Ελλάδι. Οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα σου. Ό,τι κάνουμε στην Ελλάδα επειδή γίνεται για λόγους συναισθηματικούς έχει μιαν απόληξη. Ποια είναι η απόληξη; Η ανάγκη συμπτώσεως φαντασιώσεως με εικόνα. Η εικόνα μας φτιάχνεται έτσι όπως τη θέλουμε και φτιάχνοντας την εικόνα έτσι όπως τη θέλουμε φτιάχνουμε και μια πραγματικότητα την οποία παρακολουθούμε μέχρι να έρθει η ώρα του λογαριασμού».

Είναι σαν να μου λέτε ότι ο Έλληνας έχει ένα μεγάλο πρόβλημα μεταξύ τριών λέξεων. Του θέλω, του μπορώ και του πρέπει. Έχουμε ένα ανεξέλεγκτο θέλω που πολλές φορές το φτιάχνουμε εντελώς φαντασιακά…

«Μόνο έτσι γιατί το φτιάχνουμε χωρίς πρέπει. Το ενδιαφέρον του θέλω μας είναι ότι δεν έχει πρέπει. Το ενδιαφέρον του θέλω του Γερμανού είναι ότι έχει πρέπει».

Άρα δεν καταλάβαμε ποτέ ότι αυτό που θέλαμε το κάναμε με δανεικά. Άλλων ήταν τα λεφτά.
«Είναι ο δρόμος που μας οδηγεί η θρησκευτική πίστη. Γιατί η πίστη υποβάλλει ένα θέλω χωρίς λογική. Επομένως, όπου η πίστη είναι πανίσχυρη υπάρχει ένα θέλω αναρχικό από πίσω που ακολουθεί και το οποίο όταν είναι αναρχικό εύκολα οδηγεί στο μηδέν. Ο ελληνικός αναρχομηδενισμός, με την καλή έννοια, όχι την τρομοκρατική, έχει να κάνει ακριβώς με ένα θέλω αχαλίνωτο. Αυτό είναι και το ζητούμενο του καινούργιου μου βιβλίου. Αυτό είναι το αδιανόητο τίποτα».

Άρα ουσιαστικά είναι αυτό: ο νεοελληνικός μηδενισμός και πώς ερμηνεύεται.
«Τον ερμηνεύω πλέον με δεδομένα από τον 4ο έως τον 14ο αιώνα. Δηλαδή πώς χτίζεται, πώς θεμελιώνεται μέσα σε μια μεγάλη ασκητική παράδοση, η οποία χτίζει έναν νέο άνθρωπο και ταυτοχρόνως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για παρεκβάσεις. Όπως ένα θέλω χωρίς σκέψη. Ένα θέλω με συναίσθημα από πίσω βαθύ. Επομένως εκεί, Θεός φυλάξοι». (γέλια)

Αν υπάρχει Θεός.

«Δεν έχει σημασία. Υπάρχει ακριβώς επειδή υποβάλλει το θέλω χωρίς σκέψη. Δεν είναι αντικειμενικό δεδομένο πλέον, είναι ένα βαθύ βίωμα γύρω από το οποίο φτιάχνω τον ψυχισμό μου και τις ανάγκες μου. Γιατί η πραγματική ύπαρξη τέτοιων μεγεθών έχει να κάνει με την εμβέλεια που έχουν στην ψυχή μας και όχι με την αντικειμενική πραγματικότητα που μπορούμε να τους αποδώσουμε».

«Η δυσκολία είναι στο να σκεφτούμε»

Το μηδενικό πώς μπορεί να γίνει μονάδα;
«Αν το τίποτα γίνει κάτι. Αν πάρουμε στα σοβαρά το τίποτα. Αν αρχίσουμε να λογαριάζουμε την αδυναμία μας, τον εξευτελισμό μας, το χάλι μας. Γιατί το τίποτα γίνεται κάτι αν πάρουμε σοβαρά το χάλι μας. Και είναι αυτό που έχουμε ανάγκη. Και έχει ενδιαφέρον πώς τότε πια το αδιανόητο τίποτα γίνεται δημιουργική κατάσταση. Υπάρχει για τον καθένα μας ένα έτερο ήμισυ. Το οποίο είναι η καλή μας εκδοχή. Και όλο το θέμα είναι ποιος από τους δύο εαυτούς έχει το πάνω χέρι. Ε, εκεί παίζουν ρόλο και έχει σημασία τι θα κάνουν οι θεσμοί, τι θα κάνουν οι πολιτικοί. Γιατί αν οι πολιτικοί εκφράζουν το κακό ήμισυ, πάει αλλού το πράγμα».

Για ποιο λόγο είναι πιο εύκολο ο άνθρωπος να ακολουθήσει την ευκολία από τη δυσκολία;

«Διότι για να ακολουθήσουμε τη δυσκολία δεν χρειάζεται σκέψη. Μας τραβάει το συναίσθημα. Και επειδή είπαμε πριν ότι το κόλλημα είναι στη σκέψη, δεν έχουμε πλέον και πολλά πράγματα. Η δυσκολία είναι στο να σκεφτούμε. Αν δεν σκεφτούμε, η ευκολία είναι ο δρόμος. Ε, και η ευκολία έχει ένα κόστος, το οποίο όμως δεν είναι μόνο τώρα. Είναι λίγο αργότερα».

«Να προσέξουμε πάρα πολύ είναι την έπαρσή μας στο συναίσθημα- Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι»

Το συναίσθημα δεν βάζει ποτέ εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουμε;

«Το συναίσθημα βάζει εμπόδια στο μέτρο που τα πράγματα γίνονται δύσκολα – καλή ώρα. Το μυαλό βάζει εμπόδια κάθε φορά γιατί μας ζητάει να διακρίνουμε. Ενώ το συναίσθημα είναι αδιάκριτο. Και γι’ αυτό είναι νόστιμο. Και γι’ αυτό είμαστε και εμείς πολιτισμικά συναισθηματικοί, βιαστικοί, αδιάκριτοι και φαγοπότηδες».

Τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε διαφορετικοί από τους Γερμανούς; Είναι θέμα νοοτροπίας; Είναι γεωπολιτικό; Είναι το ότι είμαστε μεσογειακοί που δημιουργεί αυτήν τη διαφορά ή είναι κάτι άλλο;

«Η πρώτη εντύπωση που έχει κανείς είναι ότι οι βόρειοι λαοί είναι ψυχροί. Και είναι ψυχροί γιατί έχουν και σκέψη. Και όταν περνάει κάτι από τη σκέψη παγώνει. Αλλά αυτό δεν απηχεί στην πραγματικότητα. Γιατί εκεί γεννώνται τα μεγάλα έργα τέχνης. Εκεί έχουμε τον Beethoven, τον Bach, τους μεγάλους ποιητές. Άρα δεν είναι η ψυχρότης του τύπου που εισπράττουμε στον δρόμο. Στον δρόμο μπορεί να εισπράξουμε είτε μια επιφύλαξη είτε μια ανάγκη περισκέψεως. Σε αυτό τους βοηθάει η ίδια τους η θρησκευτικότητα, η ίδια τους η κουλτούρα, όπως είπατε, η ίδια τους η νοοτροπία. Τι είναι η νοοτροπία τώρα. Η νοοτροπία είναι μια ζωή που έχει γίνει συνήθεια. Γι’ αυτό αλλάζει. Άρα μπορούμε να ελπίζουμε, αρκεί να καταλάβουμε τους μηχανισμούς πλέον του τι μεταβάλλουμε σε συνήθεια εμείς. Και αυτό θα το καταλάβουμε αν βγούμε από τη σφαίρα της φύσεως και πάμε στη σφαίρα των σκοπών. Οι Γερμανοί λοιπόν και οι βόρειοι έκαναν και θρησκευτικές επιλογές αντίστοιχες. Ο προτεσταντισμός τους παίζει μεγάλο ρόλο στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν τον κόσμο. Ενώ οι ορθόδοξοι είναι κάτι διαφορετικό. Ο προτεσταντισμός τους λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ενός διαμορφωμένου εγώ, όχι με την έννοια του εγωισμού, με την έννοια της οντότητας. Πράγμα το οποίο για εμάς ήταν μονίμως καταστροφικό. Εμείς έπρεπε να είμαστε μονίμως ταπεινοί και σεμνοί. Ταπεινοί βαθύτερα με την έννοια του να έχουμε μια απώλεια εαυτού για να πλησιάσουμε τον Θεό. Τότε μοιραία το μόνο που σου μένει είναι να αγαπάς όπως μισείς, δηλαδή αδιακρίτως. Το πρόβλημά μας είναι ότι αγαπάμε όπως μισούμε. Είμαστε αδιάκριτοι στο συναίσθημα επειδή είναι μόνο του. Η διάκριση του βορείου επειδή είναι προτεστάντης ή επειδή είναι πιο σύγχρονος καθολικός, όπως οι Γάλλοι, του δίνει τη δυνατότητα διαφορετικής στάσεως απέναντι στα πράγματα. Ενώ ο νότιος, ο παλαιο-καθολικός ή ο ορθόδοξος, έχει μια συναισθηματική αδιακρισία η οποία μετράει σε αυθεντικότητα σε μέτρο εκρηκτικό. Ένα θέμα που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι η έπαρσή μας στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι».

Αυτό τον ρόλο ποιος θα τον παίξει; Ποιος θα μας κάνει να είμαστε πιο προσεκτικοί σε αυτό το θέμα; Οι πολιτικοί ή οι ηγέτες γενικότερα;

«Οι πολιτικοί σε αυτό το θέμα είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης».

«Ψάχνουμε για εχθρούς επειδή δεν έχουμε τρόπο να καταλάβουμε ποιοι είμαστε»

Πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι;
«Αυτό είναι το μεγάλο μας έλλειμμα. Μας λείπει εξίσου με τον ατομικό μας εαυτό. Σε επίπεδο θεσμικό το έλλειμμα αυτό μεταφράζεται σε έλλειψη ηγεσίας. Δεν εννοώ ανθρώπους που γράφουν βιβλία κ.λπ. Σημαίνει άνθρωποι που σκέφτονται με βάση πραγματικά προβλήματα. Δηλαδή, αυτά που συζητάμε έπρεπε να είναι το κεντρικό θέμα των πανεπιστημίων. Η αυτογνωσία ενός έθνους. Γιατί το πρόβλημά μας είναι ότι κινούμαστε ακατάπαυστα και αχαλίνωτα χωρίς να ξέρουμε ποιοι είμαστε ούτε πού πάμε. Αυτό το πράγμα έπρεπε να γίνεται στην παιδεία με μια σειρά από έργα και με παράδοση πνευματική η οποία μας φωτίζει. Οι διάφοροι Γκαίτε τι έδιναν; Μιαν αυτογνωσία και έναν σκοπό σε αυτούς τους λαούς. Αυτό το πράγμα λείπει σε μας. Έχουμε ένα βαθύ κενό εαυτού, το οποίο καλούμαστε να γεμίσουμε με ιδέα για τον εαυτό μας. Η οποία μεταβάλλεται σε μανιοκαταδίωξη,γιατί κάθε τόσο λέμε ότι όταν “εκείνοι” τρώγανε βελανίδια, “εμείς” χτίζαμε Παρθενώνες και ότι κάθε τόσο κάποιοι συνωμοτούν εναντίον μας. Αυτά είναι μανιοκαταδιωκτικά φαινόμενα, επειδή ακριβώς δεν έχουμε σαφή εικόνα εαυτού. Ο άνθρωπος που πάσχει από μανιοκαταδιώξεις αγνοεί πλήρως τον εαυτό του, αλλά φροντίζει να έχει εχθρούς για να τον καταλάβει. Ψάχνουμε για εχθρούς επειδή δεν έχουμε τρόπο να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Και εκεί είναι η μεγάλη παγίδα. Έχω γράψει ένα βιβλίο που λέγεται ο “Καημός του Ενός”. Καημός σημαίνει ο καημός να έχεις εαυτό. Είναι το μεγάλο πρόβλημα. Το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι ο άπρακτος εαυτός. Και η αντικατάσταση του άπρακτου εαυτού με ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις. Επομένως είναι πάρα πολύ απλό σε έναν μηχανισμό φαντασιώσεων να ξοδεύεις με τις Ουκρανές στα club της Eθνικής Oδού και να αρχίζεις το ατελείωτο φαγοπότι. Διότι εισπράττεις εαυτό απέξω. Επειδή εισπράττουμε εαυτό απέξω, το ρίχνουμε στο φαγοπότι και λέμε υπάρχουμε. Ορθά γίνονται έξω φρενών οι Γερμανοί οι οποίοι λένε, εμείς από τα βαθιά χαράματα δουλεύουμε και οι άλλοι είναι στα καφενεία και απολαμβάνουνε. Τι θα γίνει με αυτούς; Αν κάποιος έλεγε αυτά που λέω σε μια διάσκεψη κορυφής, θα είχε άλλη τύχη. Θα τους βοηθούσε να καταλάβουν το ελληνικό πρόβλημα».

«Εμείς φτιάξαμε ένα κράτος για να το αρμέγουμε και όχι για να λειτουργεί ως κράτος»

Γιατί εδώ είτε μιλάς για τον αγρότη ο οποίος παίρνει τις επιχορηγήσεις και τις κάνει τριώροφα ή Mercedes είτε μιλάς για τον νεόπλουτο ο οποίος νομίζει ότι, επειδή μέσα από μια διαδικασία μιζών απέκτησε κάποια χρήματα, όλα αυτά είναι δύναμη. Ενώ για να γίνουν δύναμη πρέπει να διοχετευτούν, να παράγουν ένα καινούργιο έργο…

«Και προσοχή τώρα. Ο λόγος για την καινούργια φοροδιαφυγή θα είναι ο θιγμένος μας εαυτός. Τα φορολογικά μέτρα δεν μας κάνουν απλώς φτωχότερους. Μας θίγουν τον εαυτό. Ε, εκεί θα γίνει της μουρλής».

Της κακομοίρας.

«Δεν είναι κανείς διατεθειμένος να χάσει εαυτό. Αν μπορούσε να πληρώσει και να το διατηρήσει θα το έκανε».

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλο αυτό το πρόβλημα που ζούμε είναι ένα μεσαιωνικό αποτέλεσμα;
«Ναι. Και η πρακτική του εκδοχή έχει σχέση με το πρόβλημα συγχύσεως του πιλότου μεταξύ γης και ουρανού. Πέφτουμε στον γκρεμό και νομίζουμε ότι ο οδηγός πάει στον ουρανό. Αυτό είναι το πρόβλημα αυτήν τη στιγμή. (γέλια) Το πρόβλημα της συλλογικής συγχύσεως έχει να κάνει ακριβώς με το πρόβλημα ενός ιδιότυπου αποπροσανατολισμού. Φουντάρουμε και νομίζουμε ότι πηγαίνουμε πάνω. Αυτό φυσικά είναι αποτέλεσμα μιας παλιάς θρησκευτικής διαμάχης, όπου πλέον ο άνθρωπος συνδέθηκε πλήρως με τη χάρη του Θεού παραιτούμενος από το πνεύμα του. Η άμεση συνέχεια ήτανε ότι έγινε η επιλογή των Τούρκων. Γιατί εμείς επιλέξαμε τους Τούρκους. Μην ξεχνάμε τη φράση: “Καλύτερα φακιόλι τουρκικό παρά τιάρα παπική”. Η ομάδα των φιλότουρκων ήταν εκείνη που παρέδωσε την Πόλη στους Τούρκους. Τα 400 χρόνια στερέωσαν αυτή την προαποφασισμένη κατάσταση. Και από κει και πέρα το νεοελληνικό έθνος ήταν εκείνο το οποίο έδινε τη δυνατότητα της επιβιώσεως σε αυτό το σχήμα αλλά με τρόπο δραματικό. Ποιος ήταν αυτός ο δραματικός τρόπος; ΒΑπό τη στιγμή που ξεκολλάς από την Oθωμανική Aυτοκρατορία έπρεπε να κάνεις ένα κράτος. Και το κράτος απαιτεί μια άλλη νοοτροπία. Εμείς φτιάξαμε ένα κράτος για να το αρμέγουμε και όχι για να λειτουργεί ως κράτος. Και το κράτος το πραγματικό το παίζει η οικογένεια και το χωριό. Γίνεται αίμα και τόπος. Και υπονομεύουν το αίμα και ο τόπος το κράτος. Γιατί διαμορφώνεται κατ’ ανάγκη μια πελατειακή σχέση τέτοια που για να υπάρχει κράτος με τους πολιτικούς πρέπει οπωσδήποτε να εξυπηρετούνται οι νοοτροπίες των πολιτών. Οι οποίες είναι: αίμα και τόπος. Αυτό είναι η μόνιμη κρίση του ελληνικού κράτος, αυτή είναι η αποτυχία του Καποδίστρια και θα είναι η αποτυχία του σωστού Καλλικράτη αν δεν ληφθούν υπόψη οι προεκτάσεις αυτού του τύπου».

Οι οποίες είναι;
«Οι προεκτάσεις αυτού του τύπου είναι ότι δεν πρόκειται απλώς για συνένωση περιφερειών, αλλά για την αποκοπή από τη στενή εντοπιότητα του πολίτη. Και αυτό είναι κρισιμότατο. Δεν είναι απλώς λίστες και τέτοια πράγματα».

Άρα εδώ πέρα πρέπει να αλλάξει ένα ιστορικό δεδομένο. Μπορεί να αλλάξει αυτό το ιστορικό δεδομένο αφού δεν έχουμε ζήσει Αναγέννηση; Γιατί η Αναγέννηση μετά τον Μεσαίωνα ήρθε να ξαναβάλει στο παιχνίδι τον άνθρωπο. Που άνθρωπος σημαίνει σκέψη.

«Σημαίνει ατομικότητα, συνείδηση, ευθύνη κ.λπ. Αυτό έχει αποκλειστεί από την κουλτούρα μας θεολογικά, δογματικά. Η ίδια η Εκκλησία πληρώνει με την παρακμή της, ως διοικητική κατάσταση, αυτό που αποφάσισε και δεν δέχεται τρόπους οι οποίοι θα τη διευκολύνουν. Για παράδειγμα, επιλέγει να μην παραιτηθεί από τα δόγματα, να μη δεχτεί τη δυνατότητα μιας ελεύθερης ερμηνείας. Μια ελεύθερη ερμηνεία, χωρίς το δόγμα να πάθει τίποτα, αυτομάτως διευκολύνει μια κινητικότητα του πνεύματος που δίνει περιθώρια μιας άλλης ζωτικότητας’BB.

Μέσα από αυτά τα κλειδιά που δίνετε μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο ουσιαστικά αρνούμαστε να δώσουμε τη δυνατότητα στο κράτος να λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός μέσα στη ζωή μας. Άρα με αυτή την έννοια, τα μέτρα που παίρνουμε σήμερα μάλλον δεν θα οδηγήσουν σε λύση.
«Αν δεν υπάρξει μια ανθρωπολογική λύση, δηλαδή κάποιος να λέει του αρμοδίου του ποια είναι η προέκταση του προβλήματος, θα έχει χαθεί το παιχνίδι».

Για παράδειγμα, γιατί ο Έλληνας αποφασίζει να φοροδιαφύγει;
«Διότι το κράτος είναι μια αφηρημένη οντότητα που απαιτεί ευθύνη και σκέψη, ενώ το αίμα δεν ζητάει. Η οικογένεια δεν μας ζητάει σκέψη, μας ζητάει ένστικτο. Και τα δίνουμε όλα για την οικογένεια αλλά για το κράτος… η γνωστή φράση, “καθαρό σπίτι, σκουπίδια στον δρόμο”. Αυτή είναι εμβληματική πραγματικότητα η οποία δείχνει πόσο κακή σχέση έχουμε με τη δημόσια πραγματικότητα. Επομένως, η φυσιολογική απόρροια μιας ρήξεως με τη δημόσια πραγματικότητα, δηλαδή με το ότι δεν θέλουμε να είμαστε πολίτες, έγκειται στον μόνιμο πόλεμο με το κράτος. Ζούμε μονίμως πόλεμο με το κράτος. Άρα και το παρασύρουμε εκεί που θέλουμε. Γιατί η εξουσία προκειμένου να κερδίσει οφείλει να ακολουθήσει τα γούστα μας».

«Το δράμα με μία χώρα η οποία δεν έχει μια καλλιεργημένη παιδεία είναι ότι δέχεται δανεικές λογικές»

Πιστεύουν ορισμένοι ότι μερικές φορές όταν θα μιλήσεις με έναν επιστήμονα, με έναν διανοητή, με έναν φιλόσοφο, με έναν άνθρωπο τέλος πάντων που σκέφτεται, θα πει πράγματα που επειδή εσύ δεν έχεις την «εκπαίδευση», δεν μπορείς να καταλάβεις. Μ’ αρέσει πάρα πολύ που μιλώντας μαζί σας καταλαβαίνουμε πράγματα που συμβαίνουν μέσα μας, τα οποία είναι απλά και δεν χρειάζεται να βυθιστείς μέσα σε μια βιβλιογραφία για να βρεις την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια στην πραγματικότητα είμαστε εμείς οι ίδιοι, αρκεί να την κοιτάξουμε.
«Ξέρετε, όλη η δυσκολία στα πράγματα έχει να κάνει με τη λογική που υιοθετούμε. Τα πράγματα χάνονται ή κερδίζονται στη λογική τους. Το δράμα με μία χώρα η οποία δεν έχει μια καλλιεργημένη παιδεία είναι ότι δέχεται δανεικές λογικές. Γιατί ακριβώς είναι ισχυρότερη η δύναμη του ενστίκτου από την απλή λογική που θέλει να σου επιβάλει μέτρα χωρίς να έχει καταλάβει τη λογική σου. Αν ήξερε ο υπάλληλος του ΔΝΤ ποιος είσαι εσύ, τότε θα μπορούσε να σε χειριστεί καλά, αλλά όταν έρθει απλώς για να επιβάλει μέτρα, τότε βρίσκεται σε δύσκολη θέση γιατί το βράδυ τον πας στο κέντρο, τον περιποιείσαι, όπως πρέπει να τον περιποιηθείς, τον βάζεις στη γιορτή και λέει, “έχω χάσει τη ζωή μου”».

Λέει, τι κάνουμε εκεί στη Νορβηγία. (γέλια) Εδώ είναι η ζωή, ρε. Δίκιο είχανε.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Έτσι γίνεται κατά σύστημα. Όπως αυτό που λέτε είναι πράγματι πολύ σοβαρό και αξιοπρόσεκτο θέμα. Όταν ο Έλληνας πηγαίνει στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία προκόβει πάρα πολύ καλά. Γιατί; Γιατί το θεσμικό σύστημα του λέει βασίσου στον εαυτό σου. Εκείνο το οποίο μας απαγορεύει η κουλτούρα μας είναι να βασιστούμε στον εαυτό μας».

Γι’ αυτό θέλουμε και να απομυζήσουμε και το κράτος.

«Τα βάζουμε λοιπόν με το κράτος, με τη διαφθορά, γιατί εκεί εκδικούμαστε το ότι μικροί μαθαίναμε να αποστηθίζουμε, άρα να μην έχουμε εαυτό, γιατί μαθαίναμε στο σχολείο να επισκέπτεται ο πατέρας τον δάσκαλο και να φροντίζει ο δάσκαλος να μας συμπεριφέρεται με ηπιότερο τρόπο… Μέσα σε ένα θεσμικό σύστημα που επειδή δεν σου ζητάει εαυτό, σου ζητάει τον πλάγιο τρόπο δεν μπορεί ένας άνθρωπος να μεγαλώσει. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πεμπτουσία της ελληνικής διεξόδου έγκειται στο να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα μπορεί ένας άνθρωπος να πετυχαίνει στην κοινωνία όπως θα πετυχαίνει στη Γαλλία. Όταν ο Ρωμιός δεν χρειαστεί να περάσει απ’ όλους αυτούς τους τεμενάδες, τις προσαρμογές και όλα αυτά που ζητάει η κοινωνία μας, προκειμένου να γίνει ο απέναντι συνεργάσιμος και να ακολουθούν τα πράγματα τον δρόμο τους, τότε θα έχει λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Αυτός είναι ο δείκτης».

«Ο σκοπός του συστήματος είναι να μη διακριθεί κανείς»

Μα μου λύνετε τόσα προβλήματα αυτήν τη στιγμή με αυτό που λέτε… Για παράδειγμα, σκεφτόμουν γιατί να φτιάχνουμε μια εφημερίδα για να πάρουμε ένα έργο. Γιατί να μη φτιάχνουμε μια εφημερίδα η οποία να είναι καλή και να μας παρέχει αυτά που χρειαζόμαστε για να ζούμε και παράλληλα να βελτιώνουμε και την οικονομική μας κατάσταση; Γιατί δηλαδή από κει που φτιάχναμε μια εφημερίδα για τον ρόλο που πρέπει να ’χει μια εφημερίδα, ένα ραδιόφωνο, μια τηλεόραση, φτάσαμε στο να φτιάχνονται πια πράγματα ώστε μέσα από αυτά να τα παίρνουμε από κάπου αλλού.
«Γιατί το σύστημα έχει έναν σκοπό. Ο σκοπός αυτός είναι να μη διακριθεί κανείς. Μέσα από αυτό υπάρχει μια τέτοια αλληλοεμπλοκή που σου λέει θα πετύχεις από τη στιγμή που δεν θα διαφέρεις. Από τη στιγμή που θα παίζεις σε ένα κοινό τραπέζι με όλους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Το ίδιο στην Τουρκία, σε όλες τις χώρες παλαιάς κοπής και λογικής. Η διαφορά μας λοιπόν με τις χώρες οι οποίες έτυχε να έχουν Αναγέννηση και έτυχε να εμπιστευτούν τον άνθρωπο είναι πως όλα αυτά, όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν αποτελούν τον κανόνα ζωής. Αποτελούν εξαιρέσεις, κατάπτυστες και αρνητικές. Εδώ, στα μέρη μας, μόνο αν αποδείξεις ότι ταυτίζεσαι με την πραγματικότητα που ισχύει, άρα ότι δεν πρόκειται να κινδυνέψει ποτέ η πραγματικότητα αυτή από το ταλέντο σου, μόνο τότε σου ανοίγει ο δρόμος. Άρα με αυτό το σύστημα –το οποίο πέρα από πρακτική είναι λογική– το πράγμα είναι προδιαγεγραμμένο. Αλλά όταν βλέπουμε τις μεταρρυθμίσεις για την παιδεία, συνειδητοποιούμε ότι είναι μόνο διαδικασίες. Ακούει κανείς επί 30 χρόνια για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο σαν να είναι κανένα τρομερό πρόβλημα. Ενώ το ουσιαστικό στο πανεπιστήμιο, που δεν υπάρχει, είναι πώς θα γίνεται έρευνα. Η έρευνα είναι στο μηδέν. Είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη στην καινοτομία. Αλλά οι διαδικασίες μάς αφορούν άμεσα και είναι πάντα στο προσκήνιο. Εκεί ακριβώς είναι η παλιά Ελλάδα».

Η παλιά Ελλάδα είναι εκείνη που έβγαλε τα έπιπλά της στο πεζοδρόμιο για να βάλει κάποια άλλα έπιπλα, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα αλλάξει. Κι αν βγάλεις τα Βαράγκης και βάλεις τα Armani, δεν θα αλλάξει τίποτα.

«Δεν αλλάζει τίποτα γιατί στο βάθος δεν θέλεις κιόλας να αλλάξει κάτι. Αισθανόμαστε αφάνταστα ανασφαλείς με την αλλαγή. Διότι όταν τα μοντέλα, τα κοσμοείδωλα, η πίστη, η θρησκεία, οι αξίες είναι σταθερές και αμετακίνητες, δεν υπάρχει κανένα έναυσμα που να σε κάνει να θέλεις την αλλαγή ο ίδιος μέσα σου. Αυτό που πρέπει να μάθεις είναι να συνεργάζεσαι και να προσαρμόζεσαι. Ζούμε σε κουλτούρα προσαρμογής. Αν υπάρχει διαφοροποίηση –και εδώ επιστρέφουμε στην 21η Απριλίου–, πρέπει να γίνεις τύραννος για να γίνεις κυρίαρχος. Αλλιώς πρέπει να προσαρμοστείς. Οι εκδοχές είναι δύο: ή τυραννία ή φαγοπότι. Και είναι μία η λογική που τα παράγει αυτά. Δεν τα παράγουν απλώς κακοήθεις ή βλάκες. Είναι μια λογική σαν πολιτισμική αντίληψη μέσα στην οποία μαντρώνει ο Ρωμιός τον εαυτό του με την ευφυΐα του. Αν ελευθερωθεί, αν τον πας στις θάλασσες και γίνει εφοπλιστής, θα γίνει κοσμοκράτορας. Όταν ελευθερωθεί από αυτή την πίεση των αιώνων είναι άλλη η δυναμική του. Όμως ο προορισμός στον οποίο τον οδηγεί η χώρα με το πνευματικό της σύστημα είναι ακριβώς να μη διαφοροποιείται».

Άρα είναι δίκαιη η σκέψη των ανθρώπων που έχουν παραδοθεί σε αυτό το γλέντι όταν λένε «καλύτερα το παιδί μου να ζήσει έξω».

«Μα δεν υπάρχει αμφιβολία, απλώς ο φόβος είναι μήπως δεν μπορέσει να ζήσει έξω. Γιατί δεν το έχουν ετοιμάσει. Οι γονείς εκείνοι που το έχουν ετοιμάσει, μαθαίνοντάς του την απαραίτητη γλώσσα και δίνοντάς του τα εφόδια που πρέπει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θέλουν να δουν το παιδί να φεύγει. Γι’ αυτό καμαρώνουμε και κάνουμε αφιερώματα για τους Έλληνες που προκόβουν έξω. Γιατί ακριβώς είναι η εικόνα μιας Ελλάδας που ποθούμε και που φεύγει απ’ τα χέρια μας».

Τι να πάει ένα παιδί να κάνει στο πανεπιστήμιο αν δεν υπάρχει έρευνα; Η έρευνα είναι το παν.
«Στη μία περίπτωση χάνω τον εαυτό μου, στη άλλη τον βρίσκω. Ενώ το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να είναι χώρος ευρέσεως εαυτού. Και τώρα τον χάνουμε συστηματικά και με επιτροπές οι οποίες συστήνονται επί τούτου. Πώς θα βελτιωθούν τα πράγματα, δηλαδή πώς θα χάνεις μαλακότερα τον εαυτό σου, απαλότερα».

«Η συνταγή της οικονομικής ανατάξεως είναι το άνοιγμα σε αγορές που μπορεί να είναι έξω από την Ευρώπη»

Ας κάνουμε μια υποθετική συζήτηση. Αν είχατε τη δυνατότητα να μιλήσετε στον σύγχρονο Έλληνα που ασκεί εξουσία, κυρίως μέσω του κράτους. Ποιο θα του λέγατε πως είναι το κόλπο που θα μας βοηθούσε πραγματικά να περάσουμε στην επόμενη φάση, η οποία θα μας έκανε να νιώθουμε υπερήφανοι που υπάρχουμε, ότι έχουμε έναν δρόμο, ότι μπορούμε να βρούμε κι εμείς μια λύση.
«Θα του έλεγα ότι το πρόβλημα είναι παγκοσμίως τοπικό. Θα του έλεγα άνοιξε τις πόρτες σου και αξιοποίησε τη νέα ιστορική πραγματικότητα, η οποία την ίδια στιγμή που σου λέει έχεις τόπο σου λέει και πως είσαι πλανήτης. Επομένως η συνταγή της οικονομικής ανατάξεως δεν είναι η ύφεση, είναι ένα άνοιγμα σε αγορές που μπορεί να είναι έξω από την Ευρώπη, είναι ένα άνοιγμα σε δραστηριότητες. Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να αξιοποιηθεί, ξέρετε, είναι πως η ελληνική οικονομία είναι πολύ ρηχή. Αυτό της δίνει τη δυνατότητα μιας τρομερής ελαστικότητας. Να αλλάζει ατελείωτα μορφές. Οι 850.000 των μικρομεσαίων έχουν μια δυνατότητα ευκινησίας. Επομένως το λεπτό σημείο είναι μια πολιτική η οποία δεν θα βυθιστεί απλώς στην απομύζηση, αλλά θα αξιοποιήσει μια σύγχρονη πραγματικότητα, μιας επικοινωνίας ας πούμε παγκόσμιας, η οποία μπορεί πλέον να λειτουργήσει διαφορετικά και να είναι θεραπευτική για το θέμα το οποίο μας απασχολεί. Στο θέμα της ανταγωνιστικότητας στην ντόπια αγορά η ύφεση θα πολλαπλασιαστεί. Συν τα επιτόκια τα οποία είναι δραματικά, θα έχουμε νοκ άουτ. Όλη η σκέψη είναι να βγούμε από αυτήν τη λογική του βυθίσματος στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο τη στιγμή που η παγκόσμια πραγματικότητα μας δίνει ένα τεράστιο άνοιγμα. Άρα χρειάζεται μια άσκηση στο άνοιγμα και κυρίως της αυτοπεποιθήσεως».

Γιατί μια ανασφάλεια κυριαρχεί στα πάντα…

«Όταν ένας άνθρωπος φεύγει από την Ελλάδα κερδίζει σε αυτοπεποίθηση. Μπορεί να κάνει κάτι και να μην τον τσακίσουν. Αυτή είναι η διαφορά προκοπής στην Αγγλία και στη Γαλλία. Επομένως χρειάζεται ένας καινούργιος χάρτης δραστηριοτήτων. Και αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τους Ευρωπαίους να καταλάβουν καλύτερα και το δικό μας πρόβλημα. Γιατί; Γιατί έχουμε ένα ειδικό πλεονέκτημα. Ως ανατολίτες μπορούμε με την Ανατολή να μιλήσουμε καλά. Αλλιώς μιλάμε με τον ανατολίτη εμείς, αλλιώς ο Γερμανός. Όλα αυτά μπορούμε να τα γυρίσουμε σε πλεονέκτημά μας. Επομένως ξαφνικά ανοίγει ένα πεδίο δραστηριοτήτων που αλλάζει τα δεδομένα. Αρκεί να το πιστέψουμε και να δώσουμε τη μάχη προς τα εκεί».

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Ράμφο. Είναι σαν μια γενναία ανάσα οξυγόνου η συνομιλία μαζί σας.
«Κι εγώ σας ευχαριστώ για τη συζήτησή μας. Ελπίζω κάποιοι να τη βρουν χρήσιμη και ουσιώδη»



Ο φιλόσοφος και πανεπιστημιακός Στέλιος Ράμφος

Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Είναι φιλόσοφος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας δοκιμίων. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών ενώ συνέχισε στο Παρίσι σπουδάζοντας Φιλοσοφία. Ξεκίνησε την καριέρα του ως πανεπιστημιακός διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο του Βενσάν. Η πλούσια βιβλιογραφία του αντικατοπτρίζει τις πνευματικές αναζητήσεις του, τις θέσεις και τις προτάσεις του αναφορικά με τον μαρξισμό, την οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού, τους συσχετισμούς της σύγχρονης πνευματικής δημιουργίας με την ελληνορθόδοξη παράδοση. Στην εργοβιογραφία του περιλαμβάνεται πλούσια αρθρογραφία με αναφορές σ’ αυτά τα γνωσιακά πεδία, δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως «Ευθύνη», «Ερουρέμ», « Ίνδικτος».