Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2009

Κόμματα στο χείλος της πτώχευσης



Υπερχρεωμένα στις τράπεζες και πλήρως εξαρτώμενα από την κρατική επιχορήγηση παραμένουν ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία, που αδυνατούν να εξορθολογίσουν τα οικονομικά τους, με αποτέλεσμα η λειτουργία τους να ζημιώνει πολλά εκατομμύρια ευρώ ετησίως τους έλληνες πολίτες.

ΠαΣοΚ και ΝΔ έχουν προεισπράξει την κρατική επιχορήγηση ως και το 2016 αλλά πορεύονται με οξυμμένα ελλείμματα, υπερβολικό δανεισμό και χρέη προς τρίτους.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι οργανώσεις των δύο κομμάτων εξουσίας υπολειτουργούν, το ΠαΣοΚ και η ΝΔ είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες, χρωστώντας περισσότερα από 130 εκατ. ευρώ, ενώ έχουν λάβει ως προκαταβολή την κρατική επιχορήγηση, τουλάχιστον ως το 2016! Παράλληλα, για το 2010 τα κόμματα θα λάβουν, ανάλογα με τα ποσοστά τους στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, 109.343.200 ευρώ.

Παρά την απλόχερη κρατική επιχορήγηση τα δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται στα όρια της οικονομικής πτώχευσης, με οξυμμένα ελλείμματα, υπερβολικό δανεισμό και με χρέη προς τρίτους. «Η Δημοκρατία στοιχίζει ακριβά» έλεγε συχνά ο αείμνηστος Αθανάσιος Τσαλδάρης και επιβεβαιώνεται από τις αυξανόμενες ετήσιες κρατικές επιχορηγήσεις προς όλα τα κόμματα.

Μια προσεκτική ματιά στους ισολογισμούς των κομμάτων τα τελευταία χρόνια δίνει σαφή εικόνα για την τραγική κατάσταση των οικονομικών τους, παρά τις ακριβές προεκλογικές εκστρατείες που διεξήγαγαν στις πρόσφατες εκλογές. «Τα κόμματα έχουν γίνει οι μεγάλοι ασθενείς του συστήματος» είχε πει παλαιότερα ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Δ. Δασκαλόπουλος και δεν είχε άδικο, αν κρίνει κανείς από την πορεία των οικονομικών στοιχείων των κομμάτων που είναι αρκετά ζημιογόνοι οργανισμοί.

Σύμφωνα με τον Νόμο 3023 του 2000 απαγορεύονται οι χορηγίες εταιρειών στα κόμματα και μοναδική πηγή χρηματοδότησής τους, εκτός από την κρατική επιχορήγηση, αποτελούν οι εισφορές των μελών. Αυτή η πηγή χρηματοδότησης δεν δίνει πολλά περιθώρια στα κόμματα, αφού οι εισφορές των μελών είναι ελάχιστες και δεν αποτελούν «σανίδα σωτηρίας».

Ουσιαστικά ΠαΣοΚ και ΝΔ ενεχυριάζουν την κρατική επιχορήγηση, την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους, για να λάβουν δάνεια από τις τράπεζες. Μάλιστα τον περασμένο Απρίλιο, το κυβερνών κόμμα μέσω σύμβασης που υπέγραψε, είχε το δικαίωμα να ενεχυριάσει την κρατική επιχορήγηση που αναλογεί σε έσοδα περίπου τεσσάρων ετών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχε το δικαίωμα να ενεχυριάσει την κρατική επιχορήγηση των περίπου 88 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει στις τράπεζες τις κρατικές επιχορηγήσεις που αντιστοιχούν σε έσοδα τουλάχιστον τρεισήμισι ετών.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει την πρωτοκαθεδρία στον τραπεζικό δανεισμό, ενώ το κυβερνών κόμμα έχει επιχειρήσει τουλάχιστον το τελευταίο ενάμισι έτος να εξορθολογίσει σε μεγάλο βαθμό τα έξοδάτου και να μειώσει τα δάνειά του. Συγκεκριμένα η ΝΔ οφείλει στις τράπεζες άνω του 20% των εσόδων της, ενώ το ΠαΣοΚ οφείλει στα πιστωτικά ιδρύματα ποσό άνω του 12-12,5% των εσόδων της.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουντα δύο κόμματα εξουσίας είναι η δυσκολία στο να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων τους, σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι δαπάνες τους βαίνουν αυξανόμενες. Με βάση τους ισολογισμούς των κομμάτων που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα» προκύπτει ότι η εξάρτηση του ΠαΣοΚ και της ΝΔ από την κρατική χρηματοδότηση την τελευταία δεκαετία προσεγγίζει περίπου το 81% και το 75% αντίστοιχα. Το ποσοστό συμμετοχής της κρατικής χρηματοδότησης για το ΚΚΕ ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 55% και του ΣΥΡΙΖΑ σε 81%. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η πενιχρή συνεισφορά της κομματικής βάσης στα συνολικά έσοδα των κομμάτων. Το μέσο ποσοστό την περίοδο 1999-2007 ανέρχεται σε 5,4% για το ΠαΣοΚ και σε 4,1% για το ΚΚΕ, ενώ σχεδόν μηδενική είναι η συνεισφορά των μελών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Λόγω της χαμηλής συνεισφοράς των μελών τους τα κόμματα- ειδικά ΝΔ και ΠαΣοΚ- προσφεύγουν σε χορηγίες οι οποίες δεν καταγράφονται, επειδή υπάρχουν περιορισμοί. Βέβαια σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, η οικονομική υποστήριξη προς τους πολιτικούς είναι θεσμοθετημένη. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (νόμος για δαπάνες κομμάτων) απαγορεύεται έκαστος χρηματοδότης να προσφέρει σε κάθε κόμμα άνω του ποσού των 15.000
ευρώ ετησίως.

Τα τελευταία χρόνια πολλές ήταν οι διακηρύξεις των εκάστοτε πρωθυπουργών για την ανάγκη διαφάνειας στη χρηματοδότηση των κομμάτων. Ωστόσο δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική κίνηση για να υπάρξει διαφάνεια, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση γύρω από την πραγματική οικονομική κατάσταση των κομμάτων που δεν δημοσιοποιούν πλήρως τα οικονομικά τους στοιχεία, όπως π.χ. οι επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Ουσιαστικά δεν συντάσσονται και δεν δημοσιοποιούνται ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ενώ δεν τηρείται ούτε το διπλογραφικό σύστημα στο πλαίσιο της διπλογραφικής λογιστικής μεθόδου.

Από την αρχή της Μεταπολίτευσης, τα κόμματα- ειδικά η ΝΔ και το ΠαΣοΚ- για να αντιμετωπίσουν τις πολύ μεγάλες εκλογικές δαπάνες τους, που αυξάνονται ραγδαία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είχαν εισροές όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά κορυφαία πολιτικά στελέχη των δύο κομμάτων. Ο βουλευτής Α΄ Αθήνας του ΠαΣοΚ κ. Κ. Σκανδαλίδης αποκάλυψε στη Βουλή το 2002 ως υπουργός Εσωτερικών, ότι τα κόμματα είχαν εισροές από ιδιωτική χρηματοδότηση με τη μορφή άδηλων πόρων που αντάλλασσαν νομότυπα με κουπόνια, μέσω των οικονομικών εξορμήσεων. Από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής δεν έχει διαπιστωθεί ουδεμία παράβαση. Η εν λόγω Επιτροπή ελέγχει το γράμμα του νόμου, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει αν κάποιο κόμμα συγκεκαλυμμένα παραβιάζει τον νομό.

Τα χρήματα της κρατικής χρηματοδότησης αποτελούν σταθερά έσοδα των κομμάτων, με τα οποία εξασφαλίζουν εγγυήσεις για να έχουν υπόσταση έναντι των τραπεζικών οργανισμών. Ουσιαστικά τα κόμματα, ως οιονεί νομικά πρόσωπα, αναγκάζονται να εκχωρούν τα έσοδα της κρατικής επιχορήγησης επομένων ετών.

Για το 2008 τα κόμματα εισέπραξαν 62.489.723 ευρώ, ενώ ως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, είχαν εκταμιευθεί 140.231.372 ευρώ. Σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς που ψηφίζονται κάθε χρόνο, το ποσό που δίδεται στα κόμματα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.

Ενα από τα πιο εντυπωσιακά και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι το 10% (περίπου 2-2,2 εκατ. ευρώ) της συνολικής επιχορήγησης του ΠαΣοΚ και της ΝΔ κατευθύνεται στην εκπαίδευση των μελών τους! Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τους ισολογισμούς για το οικονομικό έτος 2008, η επιμορφωτική χρηματοδότηση ανήλθε σε 1.858.067 εκατ. ευρώ για το ΠαΣοΚ, σε 2.087.000 εκατ. ευρώ για τη ΝΔ και σε 424.000 ευρώ για το ΚΚΕ.

Ειδικά στα δύο κόμματα εξουσίας - ΝΔ και ΠαΣοΚ- καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να μειωθούν τα χρέη τους και να εξορθολογιστούν οι δαπάνες τους. Ο πρωθυπουργός κ. Γ.Παπανδρέου έχει δώσει εντολή στον διευθυντή του κόμματος κ. Ροβέρτο Σπυρόπουλο να μειωθούν οι δαπάνες του ΠαΣοΚ, το οποίο βρίσκεται πλέον ένα βήμα πριν από την έκδοση πιστωτικής κάρτας για τα μέλη του. Εντός των επομένων ημερών, η Ιπποκράτους σε πρώτη φάση θα αποστείλει σε περίπου 150.000 ψηφοφόρους που έχουν συμπληρώσει τη σχετική αίτηση την κάρτα μέλους του Κινήματος που θα ισχύει εφ΄ όρου ζωής. Με την κίνηση αυτή εκτιμούν ότι θα βάλουν τάξη στα οικονομικά τους αφού οι ψηφοφόροι που είναι μέλη θα κληθούν να πληρώσουν τις συνδρομές τους, αποφέροντας έσοδα περίπου 8.000.000 ευρώ. Επίσης το ΠαΣοΚ έχει καταθέσει πλάνο στην Αγροτική Τράπεζα βάσει του οποίου σε μία δεκαετία θα έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι δανειακές ανάγκες του κόμματος.

Από την άλλη πλευρά, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της ΝΔ κ. Αντ.Σαμαράς έχει στόχο να μειωθούν κατά πολύ οι δανειακές ανάγκες του κόμματος, να εξορθολογιστούν οι λειτουργικές δαπάνες παρά τη βελτίωση των τελευταίων μηνών από τον γενικό διευθυντή κ. Μενέλαο Δασκαλάκη. Π.χ., το 2008 τα έσοδα της ΝΔ έφθασαν τα 28 εκατ. ευρώ και οι εισφορές των μελών ανήλθαν μόλις σε 220.00 ευρώ. Ωστόσο στην πρόσφατη εσωκομματική εκλογική αναμέτρηση τα έσοδα από τις ανανεώσεις και τις εγγραφές νέων μελών προσέγγισαν το 1.600.000 ευρώ, ποσό που, όπως έχει επισημάνει και ο Γραμματέας του κόμματος κ. Ελ. Ζαγορίτης σε συνομιλητές του, ήταν σωτήριο διότι καλύφθηκε ένα πολύ μεγάλο τμήμα για την υλικοτεχνική υποδομή των εκλογών.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

Ζωή γεμάτη αντιφάσεις



Λένε πως το ταπεινό μας μυαλό ελκύεται από ένα συγκεκριμένο βαθμό λογικής, ακριβώς όπως η συμμετρία κ η τάξη ελκύουν το βλέμμα μας. Όταν όμως υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις κ μάλιστα «χτυπητές», τότε το μυαλό προσπαθεί να τις κατανοήσει, να τις εξηγήσει ή κ να τις συμβιβάσει αν είναι δυνατόν. Η προσπάθεια αυτή γεννάει την απογοήτευση, αφού όταν οι αντιφάσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά, τότε το μυαλό αφήνεται να παραδοθεί. Οι αντιφάσεις δημιουργούν μια αντιφατική πραγματικότητα, που το μυαλό αδυνατεί να αποδεχτεί, κ τότε είναι που κλείνει τα μάτια κ υπερασπίζεται μονό τον εαυτό του.

Ανάλογα με ένα νέο άνθρωπο, κάθε φορά που διάφοροι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν τα σχέδια κ τα όνειρά του, μύριες πλείστες αντιφάσεις δημιουργούνται στη ζωή του, κάνοντάς τον να υπερασπίζεται τον εαυτό του, κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα. Κλείνεται γιατί συνειδητοποιεί ότι οι υποσχέσεις που του δίνονταν για το μέλλον του δεν μπορούν να εκπληρωθούν, το σύστημα της αγοράς – για το οποίο είχε μάθει ότι παρέχει ελευθερίες κ δυνατότητες απεριόριστες στον καθένα – τελικά αποδεικνύεται περισσότερο άδικο, η διαφθορά κυριαρχεί παντού, ακόμη κ σε παραδοσιακούς θεσμούς της κοινωνίας, όπως η εκκλησία. Κ αν προσθέσει την ανύπαρκτη παιδεία ή την όλη οικτρή οικονομική κ πολιτική κατάσταση, τότε συνειδητοποιεί το μέγεθος της «καταστροφής» που επιφέρουν οι αντιφάσεις στη ζωή του.

Αν λοιπόν, ως νέος, βλέπεις αυτές τις αντιφάσεις, μα δεν μπορείς να τις εμποδίσεις, τις αντιμάχεσαι, μα βρίσκεις τον εαυτό σου ηττημένο, υψώνεις την φωνή σου απέναντι στις αδικίες που δημιουργούν, μα ούτε καν ακούγεσαι, τότε τι σου απομένει να κάνεις;

Γίνεσαι αδιάφορος! Προσποιείσαι ότι η πολιτική κ τα κοινά δεν σε αφορούν. Ενδιαφέρεσαι μόνο για τον εαυτό σου κ όχι για τους γύρω σου.

Έτσι κάθε νέος κλείνεται στον εαυτό του. Οι ικανότητες του δεν αξιοποιούνται ποτέ. Η κοινωνία δεν θα μπορέσει να αντλήσει οφέλη από το ανεκμετάλλευτο ταλέντο του.

Χάνεται, κ μαζί του χάνεται κ το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Κανείς νέος δεν πρόκειται να εμπλακεί ενεργά, να εκφραστεί δυναμικά. Μπορεί να μη ψηφίζει κ καθόλου. Θα αντιμετωπίζει την πολιτική κ τους ανθρώπους της με αδιαφορία κ περιφρόνηση. Τι κ αν «χρησιμοποιεί» τους πολιτικούς, ποτέ δεν πρόκειται να τους θαυμάσει ή να τους σεβασθεί.



Ποιος μπορεί να μεμφθεί για μια τέτοια συμπεριφορά όταν εκείνοι που έχουν το καθήκον να τον αντιπροσωπεύουν, τον έχουν «προδώσει» τόσο άσχημα;

Μεγαλύτερος χαμένος όλων βεβαίως δεν είναι ο νέος, που μηδενίζει πλέον τα πάντα, αλλά η ίδια η κοινωνία. Γιατί το να σκοτώσεις τις δυνατότητες ενός νέου δεν είναι απλά ένα κοινωνικό έγκλημα, αλλά αμάρτημα. Κ το αμάρτημα αυτό το αντιλαμβάνεται η κοινωνία στο πρόσωπο ενός μόνιμα άνεργου νέου, με πλήρη απώλεια αυτοσεβασμού κ δίχως ίχνος ελπίδας για το μέλλον.

Το δράμα όμως είναι ότι λίγοι αντιλαμβάνονται αυτή την πραγματικότητα ως έχει κ ίσως ακόμη λιγότεροι να προσπαθούν να κάνουν κάτι για να βελτιώσουν τα πράγματα.

Καταλήγουμε λοιπόν, η ενέργεια κ το ταλέντο της κοινωνίας μας να μη διοχετεύεται στη δημιουργία, αλλά στην καταστροφή κ τη βία. Η απόγνωση που μεταδίδεται από τον ένα στον άλλον, είναι η σταγόνα που σιγά – σιγά κάνει το «ποτήρι» να ξεχειλίζει.

Άλλωστε οι Στάσεις «ου δια μικρά, αλλά εκ μικρών».

Πρέπει επιτέλους να ξεκινήσουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα αυτών που είναι άνεργοι, που υποφέρουν, κ μόλις κ μετά βίας τα «βγάζουν πέρα». Εκείνων που τους είχαν υποσχεθεί ότι η εκπαίδευση θα τους βοηθούσε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους κ τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους να κερδίζουν 700 ευρώ το μήνα.

Δημιουργήθηκε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με τη μοναδική ικανότητα να χαραμίζει τεράστια αποθέματα νεανικού φυσικού ταλέντου με μια προκλητική ελευθεριότητα. Με αποτέλεσμα ένα new age προλεταριάτο ημι–μορφωμένων ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν αρκετά για να είναι δυσαρεστημένοι, αλλά πολύ λίγα για να μπορούν να εργασθούν επικερδώς.

Στο όνομα της Δημοκρατίας κ της κοινωνικής εξίσωσης δημιουργήθηκε μια καχεκτική ανώτατη εκπαίδευση με πληθώρα ιδρυμάτων κ σχολών, εργαστήρια παραγωγής κενών πτυχίων, δίχως αξία καμιά.

Φταίει λοιπόν το κράτος που δημιουργεί αμφιβόλου αξίας σχολές κ υποτιμημένα πτυχία ή ο νέος που δεν βρίσκει δουλειά;

Θα αποφασίσει κανείς να «αγχωθεί» με τις ανησυχίες μιας γενιάς;

Μάλλον όχι, τουλάχιστον μέχρι να επανέλθει μια πραγματικά σοβαρή κοινωνική αναταραχή, η οποία θα μεταλλάξει τη νοοτροπία όχι μόνο της πολιτικής ελίτ, αλλά κ εκείνων που ηγούνται της κοινωνίας μας εν γένει. Έτσι ώστε να μην αποφασίζει κανείς με το στενό «συντεχνιακό» συμφέρον, αλλά συλλογικά, Δημοκρατικά.



Η χώρα μας δυστυχώς έχει πάψει να ευημερεί. Το τεράστιο φυσικό ταλέντο του έθνους μας χαραμίζεται ανεκμετάλλευτο. Η κοινωνία μας νοσεί, νοσεί ηθικά… Γιατί έγινε συνήθεια να πράττουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που επιζητούμε. Μάθαμε να μην πιστεύουμε σε τίποτα κ σε κανέναν, παρά μόνο να κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Χάσαμε τη δύναμη μας να ονειρευόμαστε πράγματα δημιουργικά κ σπουδαία. Ο κυνισμός κ η στωικότητα του σήμερα γεννήθηκαν μέσα από τα ψέματα κ τις αντιφάσεις, τους ψευδείς ισχυρισμούς κ τη διαφορετική μεταχείριση ομοίων πραγμάτων. Η απόγνωση, η θλίψη, η απογοήτευση, ο μηδενισμός κ φυσικά ο θυμός του αύριο αρχίζουν να κυοφορούνται.

Είμαστε ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο πρέπει να καταλάβεις, για να μπορέσεις να τον διαχειριστείς. Ένας κόσμος προϊόν μιας μακροχρόνιας πολιτικής. Σε προκαλώ να τον αλλάξεις … αν μπορείς !!!

31 Μαρτίου 2010: η Ελλάδα αποχωρεί από την ευρωζώνη



31 mars 2010, Athènes sort de la zone euro

© Libération

του Βιτόριο Ντε Φιλιπίς


Αθήνα, πρωθυπουργικό μέγαρο: είναι Τετάρτη, 31 Μαρτίου 2010. Ο υποστηριζόμενος από ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρωθυπουργός μόλις ανακοίνωσε πως η Ελλάδα προτίθεται να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και να επαναφέρει τη δραχμή. Από τον Ντομινίκ Στρος-Καν (Dominique Strauss-Kahn) του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) έως το Ζαν-Κλοντ Τρισέ (Jean-Claude Trichet) της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) και το Χοσέ Λούις Θαπατέρο (José Luis Zapatero) προέδρου της ισπανικής προεδρίας της ΕΕ ως τον Ιούλιο του 2010, οι πάντες προσπάθησαν να αποτρέψουν την καταστροφή.

Κάθε φορά όμως, οι όροι που έθεταν στην Ελλάδα οι διεθνείς οργανισμοί προκειμένου να κατορθώσει να βρει δανειστές, απορρίπτονταν από το κοινοβούλιο των Αθηνών ως υπέρμετρα αντιδημοφιλείς Οπότε, ελπίζοντας πως έτσι θα μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία, η κυβέρνηση υποκύπτει στις σειρήνες του εθνικισμού. Και επιλέγει να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. «Η Ελλάδα μόλις μεταμορφώθηκε σε ένα κράτος-Λέμαν μπράδερς επί δέκα», εξηγεί, ταραγμένος ακόμα, ένας οικονομολόγος.

Είναι οι παραπάνω γραμμές απλά μια φανταστική περιγραφή ή μήπως ένα σενάριο καταστροφής, που όμως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει; Σήμερα η πλειοψηφία των οικονομολόγων και των πολιτικών θεωρεί πως η πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας είναι σχεδόν μηδενική. Μιλώντας χθες στο μικρόφωνο του ραδιοσταθμού RMC, η υπουργός οικονομίας Κριστίν Λαγκάρντ (Christine Lagarde) δήλωνε σχετικά: «δεν το πιστεύω». Αλλά την ίδια ημέρα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου πρόφερε τα εξής τουλάχιστο ανησυχητικά: «το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας απειλεί την εθνική μας κυριαρχία». Λόγια που δικαιώνουν τη συγγραφή ενός φανταστικού σεναρίου: τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε;

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου

Την 31η Μαρτίου 2010 οι πάντες προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν πώς φθάσαμε ως εδώ. Όλα ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του 2009, όταν η Ελλάδα κάθεται στο εδώλιο των χωρών που κατηγορούνται ως δημοσιονομικά ασταθή. Είναι η στιγμή που ο αξιολογικός οίκος «στάνταρντ εντ πουρς» (S&P) σκέφτεται να αξιολογήσει αρνητικά τις επιδόσεις της Αθήνας: «ζητήσαμε από τις ελληνικές αρχές να μας παράσχουν περισσότερες πληροφορίες για τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και δημοσιονομικές πιέσεις, που αυξάνονταν ακατάπαυστα» μας εξομολογείται, ελαφρώς εκνευρισμένος, ένας αναλυτής της S&P. Με άλλα λόγια, ο οίκος είχε προειδοποιήσει από τα τέλη κιόλας του 2009 πως χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα μειωνόταν από τη βαθμολογία «A-» στο «BBB+», ακόμα και στο «BBB-». Κάτι τέτοιο πρακτικά θα σήμαινε πως θα δυσχεραινόταν αποφασιστικά ο δανεισμός της χώρας, καθώς τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν δυσθεώρητα. Κι αυτό ακριβώς συνέβη.

Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν στα τέλη Φεβρουαρίου 2010, όταν η κυβέρνηση δήλωσε με σαφήνεια πως δεν ήταν εις θέση να εφαρμόσει τα μέτρα δημοσιονομικής πειθάρχησης που της ζητούντο. Η κοινή γνώμη δεν θα τα δεχόταν ποτέ. Οι ταραχές των αρχών του έτους είχαν ήδη δείξει πως η κυβερνητική πλειοψηφία βρισκόταν υπό κοινωνική πίεση. Οπότε, στα τέλη Φεβρουαρίου, το αναπόφευκτο συνέβη: η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας βαθμολογήθηκε με «BBB+». Οι αγορές παλάβωσαν. Η Αθήνα χρειάστηκε να προτείνει επιτόκια της τάξης του 6.12%-7% στις νέες εκδόσεις των κρατικών ομολόγων της. Αλλά η δυσπιστία των επενδυτών (τοπικών και διεθνών τραπεζών, αμοιβαίων κεφαλαίων...) οδήγησε σε εγγραφές της τάξης των 3 μόνο δις, έναντι 7 που θεωρούντο το ελάχιστο όριο προκειμένου να τηρηθεί ο προϋπολογισμός. «Αυτή η κίνηση πώλησης ελληνικών ομολόγων τελικά το μόνο που δεν πέτυχε είναι να καθησυχάσει τις αγορές», εξηγεί ένας εμπειρογνώμονας. Η Ελλάδα ασφυκτιά. Η πιστοληπτική της ικανότητα υποβαθμίζεται κι άλλο, στο «ΒΒΒ-».

Μονόδρομος

Οι ελληνικές τράπεζες αδυνατούν πια να ρευστοποιήσουν τα ελληνικά κρατικά τους ομόλογα στην ΕΚΤ. Και οι ξένες το ίδιο. «Η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να ρευστοποιεί ελληνικά χρεόγραφα» δηλώνει ένας διεθνής οικονομικός αναλυτής. Οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν όπως-όπως. «Τα ελληνικά χρεόγραφα δεν αξίζουν πια τίποτα», δηλώνει ένας τραπεζίτης. Παρά τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Γερμανία, καμία ευρωπαϊκή χώρα δε δείχνει να θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα, φοβούμενη μήπως συμπαρασυρθεί στην ελληνική περιδίνηση.

Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις; Θεωρητικά, η Ελλάδα θα μπορούσε να κηρύξει μονομερή παύση στην αποπληρωμή του χρέους της. Με άλλα λόγια: «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!» Αλλά ούτε κι αυτό είναι δυνατό: πάνω από το μισό της χρέος (ήτοι 150 δις ευρώ) βρίσκεται στα χέρια ελληνικών τραπεζών. Μια παύση πληρωμών θα σήμαινε την ολοκληρωτική κατάρρευση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οπότε δεν απέμενε άλλη λύση από την ανακοίνωση της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Μην εγγίζετε!



© ppol

Οι απαγορευμένοι καρποί του δικομματικού παραδείσου

του Νίκου Ράπτη

Ο νέος δικομματικός παράδεισος

Με την εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ολοκληρώνεται η νέα ανθρωπογεωγραφία στην ηγεσία των δύο μεγάλων πόλων της πολιτικής μας ζωής στον επόμενο πολιτικό κύκλο. Έχει μεγάλη σημασία πως αμφότεροι οι ηγέτες έχουν εκλεγεί από πρωτοφανείς -και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη- δημοψηφισματικού τύπου διαδικασίες. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξέλεξαν/ενίσχυσαν τους ηγέτες τους από εκλεκτορικά σώματα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μελών και φίλων τους, μετά από ανοικτή αντιπαράθεση και κανονικές προεκλογικές διαδικασίες που διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες.

Ιδίως στην περίπτωση της ΝΔ, αλλά και σε εκείνη του ΠΑΣΟΚ, η διαδικασία αυτή πολιτικοποίησε τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο διεκδικητών της κομματικής ηγεσίας· στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, οι αναταράξεις της προεκλογικής περιόδου του φθινοπώρου του 2007 έχουν ήδη ενσωματωθεί και το κόμμα εμφανίζεται ενωμένο όσο ποτέ. Παρόμοια εξέλιξη θα πρέπει να αναμένεται και στη ΝΔ: από την ημέρα της εκλογής του, ο Αντώνης Σαμαράς πολλαπλασιάζει τις χειρονομίες «καλής θέλησης» προς τους εσωκομματικούς ομοϊδεάτες του της «άλλης πλευράς».

Το πολιτικό συμπέρασμα αυτών των διαδικασιών είναι πως οι δύο πόλοι του ταλαιπωρημένου ελληνικού δικομματισμού τόλμησαν να συλλάβουν, να οργανώσουν, να φέρουν εις πέρας και να ενσωματώσουν τόσο ταραχώδεις, συγκρουσιακές, μαζικές διαδικασίες, χωρίς να βλαφθεί -αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί- η εσωτερική τους συνοχή. Πράγμα που αποδεικνύει πως οι δυνάμεις του «μεγάλου» δικομματισμού χαίρουν αυτή την περίοδο άκρας πολιτικής υγείας, επικοινωνούν με ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και διαψεύδουν εν τοις πράγμασι όσους προέβλεπαν (προβλέπαμε) την ταχεία τους αποσύνθεση. Το αν ορισμένοι εκτιμούμε πως οι δυνάμεις του δικομματισμού «θα πάνε καλύτερα πριν πάνε χειρότερα», αυτή τη στιγμή είναι ασήμαντο. Το απτό γεγονός είναι πως μετά την παταγώδη χρεοκοπία του εγχειρήματος του «νέου κέντρου» κυρίως στις ευρωεκλογές του 2009, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ) και Αντώνης Σαμαράς (ΑΣ) διαθέτουν άφθονο πολιτικό χρόνο και πλήρη κυριαρχία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Σε βαθμό που να τους επιτρέπεται ορέγονται περαιτέρω επέκταση της κυριαρχίας τους με την απορρόφηση μικρών σχηματισμών, όπως ο ΣΥΝ και ο ΛΑΟΣ αντίστοιχα.

Η διαμόρφωση του κομματικού μας τοπίου σε «παράδεισο του δικομματισμού» έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογίσουμε πως ο πολιτικός χρόνος που έχουν αγοράσει ΓΑΠ και ΑΣ αναμένεται να είναι εξαιρετικά «πυκνός», αφού κατά τη διάρκεια των δύο-τριών το πολύ επόμενων ετών θα κριθεί αν η χώρα θα αντιμετωπίσει με επάρκεια τα οικονομικά της (κυρίως δημοσιονομικά) προβλήματα ή αντιθέτως θα χρεοκοπήσει/θα προσφύγει στο «διεθνές νομισματικό ταμείο», οπότε θα μιλάμε βέβαια για πλήρη ανατροπή των όρων διεξαγωγής του πολιτικού παιγνίου.

Εντάξει, ρόλο θα παίξουν και τα ΜΜΕ, τα συνδικάτα και οι κοινωνικοί φορείς, τα άλλα κόμματα, οι κομματικοί στρατοί των οποίων ηγούνται ΓΑΠ και ΑΣ κ.ο.κ. Αλλά στην κοινωνία μας η πολιτική εξακολουθεί να είναι «ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο» και στην πολιτική αυτή κυριαρχούν οι ηγέτες των μεγάλων αρχηγικών κομμάτων, ενισχυμένοι μάλιστα από τη δημοψηφισματική τους εκλογή. Στο πολιτικό τοπίο της χώρας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι δύο πύργοι σε ένα τοπίο σπαρμένο από χαμόσπιτα. Και στους πύργους αυτούς, ΓΑΠ και ΑΣ είναι οι γίγαντες, που διαφεντεύουν σε κομματική μυρμηγκιά νάνων.

Από το δικομματικό παράδεισο στην πολιτική κόλαση

Τούτων λεχθέντων, ΓΑΠ και ΑΣ καλούνται τα λίγα επόμενα χρόνια που θα κυριαρχούν στην κεντρική πολιτική σκηνή «να βγάλουν τα (μεταρρυθμιστικά) κάστανα από την (ελληνική) φωτιά» και να αντιμετωπίσουν την κρίση που σφραγίζει την ύστερη μεταπολίτευση.

Περισσότερο ο ΑΣ, δευτερευόντως ο ΓΑΠ, έχουν συνειδητοποιήσει πως για να μπορέσει να συνεχιστεί ομαλά η μεταπολιτευτική περίοδος -και να μην καταρρεύσει όπως π.χ. κατέρρευσε η χούντα, η «καχεκτική δημοκρατία» (1946-1967), η τα αλλεπάλληλα ελληνικά καθεστώτα του μεσοπολέμου κ.ο.κ- θα χρειαστούν «πρώτης κατηγορίας» ανατροπές στην οικονομία, στην αναδιανομή πόρων και δύναμης, στην πολιτιστική, πολιτική ταυτότητα της χώρας. Για να μη γίνει αντικαθεστωτική επανάσταση θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί μέγιστη «παλατιανή» εκκαθαριστική επιχείρηση.

Αυτό που ξέρουμε ήδη, είναι πως η «νέα μεταπολίτευση» δε θα προκύψει από κάποιο αυτόνομο-αυτοαναφορικό πολιτικό κίνημα που θα τη διεκδικεί, αλλά ως «παράπλευρη απώλεια» μιας πολιτικής αντιμετώπισης του «ελληνικού άχθους». Η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης εμπεριέχει την ανανεωτική-μεταρρυθμιστική διαδικασία της «νέας μεταπολίτευσης», συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών και κοινωνικών της όρων: «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε».

Ξέρουμε επίσης τι χρειάζεται να πετύχουν οπωσδήποτε οι ΓΑΠ-ΑΣ τα επόμενα λίγα χρόνια:

*Να ενισχυθεί η παραγωγικότητα της χώρας, με ότι αυτό σημαίνει σε άνοιγμα των αγορών, εξυγίανση του ανταγωνισμού, νέες εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο, «δημιουργική καταστροφή» στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τόνωση της κερδοφορίας και μείωση του χάσματος στον τρόπο λειτουργίας ιδιωτικού-δημόσιου τομέα.
*Να αρχίσει να διαμορφώνεται στη χώρα ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα όπου: (α) δίπλα στη ναυτιλία και τον τουρισμό θα προστεθούν μερικοί ακόμα παραγωγικοί κλάδοι ενώ (β) το σύνολο του παραγωγικού ιστού της χώρας θα αναδιαρθρώνεται σύμφωνα με τις επιταγές της βιωσιμότητας στον αιώνα της κλιματικής αλλαγής.
*Να μειωθούν το κόστος των υφιστάμενων κρατικών δομών τουλάχιστο κατά 30%, όσο δηλαδή λογίζεται σήμερα η «κρατική σπατάλη» (διάβαζε: όσο είναι το «λίπος του γουρουνιού» που καρπούται η προσοδοθηρική λειτουργία της μεταπολιτευτικής νομενκλατούρας στο δημόσιο).
*Να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα κατά 30%-35%, ώστε να φθάσουν τουλάχιστο στο μέσο όρο των εσόδων των κρατών της ευρωζώνης, κυρίως με τη σύλληψη της φορολογικής ύλης που σήμερα διαφεύγει από την εφορία (διάβαζε: των λαφύρων που αποκομίζουν η παραοικονομία, η «μαύρη» οικονομία, η μαφιοκρατία, η διαφθορά κ.λπ ισχυροί ομοτράπεζοι των κομματικών στελεχών του ΓΑΠ και του ΑΣ). Να αποκτήσουν οι φορολογικές δηλώσεις την αξία αξιόπιστων κοινωνικών διαπιστευτηρίων.
*Να σταματήσει η ξέφρενη περιδίνηση του λεγόμενου «ασφαλιστικού», που καταβαραθρώνει πελώριους πόρους και υπονομεύει όλο και πιο μακροπρόθεσμα το μέλλον των επομένων γενιών. Να πάψει να διευρύνεται η διαγενεακή αδικία.

Απαγορευμένοι καρποί

Στον νέο ελληνικό δικομματικό παράδεισο, το ζεύγος ΓΑΠ-ΑΣ ένα μόνο έχουν να κάνουν: να μείνουν αυστηρά προσηλωμένοι, προσκολλημένοι σε αυτό το πλαίσιο. Μπορούν ασφαλώς να διαφωνούν για τις προτεραιότητες, τις μεταρρυθμιστικές ταχύτητες, τα μέσα πολιτικής, τις κοινωνικές τους συμμαχίες κ.λπ. Αλλά και για τον ένα και για τον άλλο, απαγορεύεται αυστηρά (επί ποινή αποβολής τους από τον παράδεισο) να γευτούν δύο απαγορευμένους καρπούς, όσο κι αν τους προσκαλεί ακριβώς αυτό να πράξουν ο «όφις» της λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος.

Πρώτος απαγορευμένος καρπός είναι εκείνος του λαϊκισμού: για την παραγωγική χρεοκοπία της χώρας φταίνε τα «υπερκέρδη» επιχειρηματιών και τραπεζών ή/και το άνοιγμα των διεθνών αγορών ή/και υιοθέτηση του ευρώ· οι εργασιακές σχέσεις του δημοσίου ενσαρκώνουν το ιδεώδες, προς το οποίο οφείλει να προσεγγίζει... το σύνολο της οικονομικής λειτουργίας της χώρας· η παραοικονομία είναι η «ατμομηχανή» της ελληνικής ανάπτυξης· η φοροδιαφυγή (η ανομία εν γένει) συνιστά αντιστασιακή πράξη, ου μη και «δικαίωμα»· κάθε προσπάθεια τιθάσευσης του ασφαλιστικού που κατασπαράσσει τα ελληνικά νιάτα είναι «αντιασφαλιστική»· το κράτος είναι «ταξικό»· κάθε αξιολόγηση είναι «ταξική»· η αξιοκρατία είναι «αδύνατη»· η διεθνής κοινότητα αποσκοπεί στην «ξενοκρατία» της χώρας κ.ο.κ.

Παρά το πληβειακό της πρόσημο, αυτή η «δέσμη ιδεών» δεν είναι παρά η κυρίαρχη ιδεολογία των προνομιούχων του μεταπολιτευτικού συστήματος. Ενώ μάλιστα ο λαϊκισμός είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τη πολύπλευρη αποσύνθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από το 1974 (σε παραγωγικό, δημογραφικό, περιβαλλοντικό επίπεδο τουλάχιστο), έχει επιπλέον το θράσος να παριστάνει τον δήθεν... απόκληρο του συστήματος και να επιζητά την (ακόμα πληρέστερη) κυριαρχία του (επί τριάντα χρόνια εφαρμόζεται λιτότητα· α, και νεοφιλελεύθερες πολιτικές!)

Τα καλά νέα για το λαϊκισμό είναι πως, παρά τις ρωγμές που έχει αδιαμφισβήτητα υποστεί, εξακολουθεί να διαθέτει, ακόμα και σήμερα, μεγάλο εκλογικό «κεφάλαιο» (με άλλα λόγια, «φέρνει» ψήφους, τηλεθέαση, δημοφιλία). Τα κακά νέα είναι πως στο πολιτικό επίπεδο όσο περισσότερο προσφεύγει κανείς στο λαϊκιστικό «κεφάλαιο», τόσο πιο σίγουρη είναι η κυβερνητική του... χρεοκοπία. Το όλο σχήμα μοιάζει αρκετά με την τοκογλυφία: ο λαϊκισμός προσφέρει ανά πάσα στιγμή πολιτικό κεφάλαιο για να «περνάς καλά» (να κερδίσεις τις εκλογές) αλλά όμως το δάνειο αυτό παρέχεται με ολοένα και πιο εξωφρενικούς τοκογλυφικούς όρους, ώστε όσο περισσότερο κεφάλαιο να έχεις δανειστεί, τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη να είναι η χρεοκοπία (η κυβερνητική παραλυσία). Καλύτερα να μην πλησιάζει λοιπόν κανείς το πολιτικό... ενεχυροδανειστήριο του λαϊκισμού ή τουλάχιστο να «καταναλώνει με σωφροσύνη» το «τοξικό» του κεφάλαιο.

Δεύτερος απαγορευμένος καρπός είναι τα λεγόμενα «ζητήματα αξιών». Μιλάμε για ζητήματα που αφορούν τον αυτοπροσδιορισμό (σεξουαλικό, εθνοτικό, θρησκευτικό κ.λπ), την καθιέρωση ειδικών ρυθμίσεων (γάμοι ομοφυλοφίλων, ψήφος μεταναστών), την επιβολή πιο επιτρεπτικής νομοθεσίας, την «εκκοσμίκευση» ορισμένων κρατικών λειτουργιών.

Τα ζητήματα αυτά είναι πολιτικά ελκυστικά διότι είναι εκ κατασκευής διχαστικά, άρα προσφέρουν, θα λέγαμε «με το κλειδί στο χέρι» μια ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα, χωρίζουν ξεκάθαρα τους «από εδώ» και τους «από εκεί» και δίδουν την ψευδαίσθηση πως αφορούν «υψηλά» ζητήματα «αρχών» (η εθνική ταυτότητα· οι αρχές του διαφωτισμού). Αυτός όμως ακριβώς είναι και ο λόγος που σήμερα, που η πατρίδα μας βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας, λειτουργούν στην πραγματικότητα ως υπεκφυγή από τις πραγματικές επιλογές και τις αληθινά σημαντικές προτεραιότητες. Σήμερα είναι ζωτικής σημασίας οι πολιτικές/ιδεολογικές/κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές να αφορούν αυτά που θα έχουν επιπτώσεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και όχι αυτά που μας προσφέρουν πολιτική αυτοϊκανοποίηση/επανάπαυση/αυταρέσκεια: νέα μεταπολίτευση ή πολιτική οπισθοδρόμηση; Χρεοκοπία ή αλλαγή; Συλλογικό ή ατομικό συμφέρον; Πολιτική για το παρόν ή για το μέλλον; Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλούμε πολιτικό κεφάλαιο ή «κεφάλαιο συναίνεσης» σε ιδεολογικά/ιδεοληπτικά ζητήματα.

Τούτων λεχθέντων, δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα ζητήματα αξιών θα απασχολούν σε κάθε περίπτωση την επικαιρότητα καθώς «ακουμπούν» σε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, για τις οποίες κανείς δεν μπορεί να αδιαφορεί. Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού θα συνεχίσει να εξαπλώνεται, διάφορες κοινωνικές ομάδες θα συνεχίσουν να ζητούν νέα δικαιώματα, η σχέση χριστιανισμού-κράτους οφείλει να εξελίσσεται. Το θέμα είναι οι αλλαγές αυτές να γίνονται (α) εφόσον έχει διαμορφωθεί κάποια συναίνεση, (β) με πολιτικά και σπανιότατα με δικαστικά κριτήρια, (γ) με σεβασμό στο αίσθημα αλλοτρίωσης από την πολιτική που μπορεί να δημιουργεί εκείνη ή η άλλη εκκεντρική/πρωτοποριακή ρύθμιση στην πλειοψηφία των πολιτών και μάλιστα την πλειοψηφία όσων πασχίζουν να ενταχθούν στη μεσαία τάξη και (δ) με συνεκτίμηση των γεωπολιτικών επιπτώσεων σε μια τόσο ασταθή περιοχή όσο η νοτιοανατολική Ευρώπη.

Το κρίσιμο είναι τα ζητήματα αυτά να διευθετούνται με σωφροσύνη, μετριοπάθεια και συναίνεση και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μην απελευθερώνεται το -αδιαμφισβήτητα υπαρκτό- φαντασιακό/διχαστικό τους δυναμικό στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αποτελεί ευθύνη των κεντρικών πολιτικών δυνάμεων του ΓΑΠ και του ΑΣ να μην ενθαρρύνουν τις ένθεν κακείθεν πουριτανικές προσεγγίσεις στα ζητήματα αυτά, που το μόνο που μπορούν να προσφέρουν σήμερα είναι η αποδυνάμωση του μετώπου των λύσεων στο πραγματικά καίριο ζήτημα της δημιουργικής μετάβασης προς μια «νέα μεταπολίτευση», για να μη μιλήσουμε για τον κίνδυνο υποδαύλισης φονταμενταλιστικών, λαϊκιστικών, μεταπολιτικών «αντιποίνων».

Συμπερασματικά:

1.Η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά ως επικεφαλής της ΝΔ από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, σε συνέχεια της ανάλογης εκλογής του Γιώργου Παπανδρέου, ολοκληρώνει για μια μέση χρονική περίοδο την ανθρωπογεωγραφία των δύο πυλώνων του πολιτικού μας συστήματος.
2.Στο πολιτικό αυτό σύστημα κυριαρχούν σήμερα δύο ανθεκτικά-μαζικά κόμματα, που μάλιστα έχουν ως επικεφαλής δύο λαοπρόβλητους πολιτικούς που ο δημοψηφισματικός τρόπος εκλογής τους έχει καταστήσει ακλόνητους στις ήδη προσωποπαγείς-αρχηγικές κομματικές τους δομές.
3.Η «μέση χρονική περίοδος» κατά τη διάρκεια της οποίας θα κυριαρχούν οι δύο αυτές πολιτικές προσωπικότητες είναι ταυτόχρονα εκείνη όπου θα κριθεί αν η χώρα θα αποφύγει την -οικονομική κατ' αρχήν- χρεοκοπία της.
4.Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αποφυγή της χρεοκοπίας έχουν τέτοια έκταση και βάθος που εξ ανάγκης θα οδηγήσουν σε ραγδαία ανατροπή των οικονομικών, ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών της λεγόμενης μεταπολιτευτικής περιόδου, πλήττοντας τα κύρια καθεστωτικά στηρίγματα (τη νομενκλατούρα του δημοσίου, την μαφιοκρατία, της φοροκλεπτοκρατία) και αποκαθιστώντας την πολιτική και κοινωνική ισχύ των «ξεχασμένων της μεταπολίτευσης» (των γυναικών, των νέων και των παιδιών, του περιβάλλοντος, του δημοσίου χώρου).
5.Ο «οδικός χάρτης» των αλλαγών που απαιτούνται για την αποφυγή της χρεοκοπίας είναι γνωστός και αποδεκτός από όλους τους ιθύνοντες του πολιτικού μας συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του δίπολου ΓΑΠ-ΑΣ. Είναι ζωτικής σημασίας η πολιτική αντιπαράθεση από εδώ και πέρα να αφορά τις προτεραιότητες, τον τρόπο εφαρμογής των αλλαγών, το ιδεολογικό/κοινωνικό τους πρόσημο, την υφή των κοινωνικών-πολιτικών συμμαχιών που θα τις επιβάλλουν κ.ο.κ. όχι όμως το «σκληρό πυρήνα» των «επώδυνων αλλά αναγκαίων» βημάτων που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα.
6.Την επόμενη πολιτική περίοδο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, υπό την πίεση ψηφοθηρικών-εκλογικών αναγκών, να υποκύψουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στον πειρασμό να αποπροσανατολίσουν την πολιτική διαμάχη κατευθύνοντάς την προς το πεδίο του λαϊκισμού ή των ζητημάτων αξιών.
7.Αυτή η επιλογή όμως, που στο παρελθόν αποδείχτηκε πολιτικά αποδοτική, σήμερα έρχεται με δυσβάσταχτο «πολιτικό σπρεντ» που ακυρώνει τη δυνατότητα πολιτικής-κυβερνητικής «ρευστοποίησης» της ψηφοθηρίας. Στην ουσία σήμερα λαϊκισμός και «πολιτική αξιών» είναι οι «απαγορευμένοι καρποί» του δικομματικού παραδείσου, αφού κινδυνεύει να απορροφήσουν πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο και να μη γίνει εντέλει δυνατό να αντιμετωπιστεί το φάσμα της χρεοκοπίας της χώρας. Αλλά αυτό θα συμβεί επί ποινή κατάρρευσης της χώρας, πολιτικής ακύρωσης της μεταπολιτευτικής περιόδου και πολιτικού/κοινωνικού εκμηδενισμού του πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης.

Η άλλη όψη της Δεξιάς



Του Ν. ΜΟΥΖΕΛΗ

Πολλοί θεωρούν τη διάκριση Αριστερά- Δεξιά ξεπερασμένη. Ισχυρίζονται ότι στη σημερινή συγκυρία η χρήση της, και στο επίπεδο της θεωρίας και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής, αποτελεί εμπόδιο στη διερεύνηση του πολιτικού γίγνεσθαι. Κατ΄ άλλους η διάκριση εξακολουθεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στην ανάλυση των πολιτικών φαινομένων. Συμφωνώ με τη δεύτερη άποψη, με την προϋπόθεση πως όταν χρησιμοποιούμε τον διαχωρισμό λαμβάνουμε υπόψη ότι το τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά αλλάζει ανάλογα με τη χρονική περίοδο, καθώς και με τον θεσμικό χώρο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) μέσα στον οποίο η διάκριση αυτή χρησιμοποιείται.

Κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική Δεξιά


Περνώντας τώρα στη συζήτηση στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος της Κυριακής» («Δεξιά ή Κεντροδεξιά;», 29.11.2009), νομίζω πως όταν αναφερόμαστε στη Δεξιά σήμερα πρέπει κυρίως (αλλά όχι μόνο) να διακρίνουμε μεταξύ της νεοφιλελεύθερης κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς και της παραδοσιακά προσανατολισμένης, λαϊκής, πολιτισμικής Δεξιάς. Η διάκριση είναι απολύτως απαραίτητη γιατί οι δύο αυτές διαστάσεις της Δεξιάς δεν κινούνται πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ετσι, μπορεί κάποιος να είναι δεξιός στον πολιτισμικό χώρο και μη δεξιός ή ήπια δεξιός (δηλ. κεντροδεξιός) στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος εθνικοσοσιαλισμός στον Μεσοπόλεμο βασιζόταν σε έναν παραδοσιακό σοβινιστικό εθνικισμό από τη μια μεριά και έναν φιλολαϊκό κρατισμό από την άλλη. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η Δεξιά, ακολουθώντας τις θεωρίες της λεγόμενης Σχολής του Σικάγου, πιστεύει ότι οι μηχανισμοί της αγοράς, όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει, λύνουν όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα μιας χώρας. Δεν δημιουργούν μόνο περισσότερο πλούτο αλλά και τον διανέμουν- αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα- κατά κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Και αυτό γιατί ο παραγόμενος πλούτος αργά ή γρήγορα διαχέεται από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (το περίφημο trickle down effect). Με βάση αυτή την αρχή, μια δεξιά κοινωνικο-οικονομική πολιτική δίνει έμφαση στην αποδυνάμωση του κρατισμού και στην επέκταση της λογικής της αγοράς όχι μόνο στον χώρο της οικονομίας (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), αλλά και στον χώρο της παιδείας (π.χ. άμεση διασύνδεση μεταξύ πανεπιστημίου και επιχειρήσεων), στον κοινωνικό χώρο (π.χ. αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους) κτλ.

Οσο για την πολιτισμική διάσταση της Δεξιάς, αυτή δίνει βάρος στις παραδοσιακές αξίες που συχνά ο οικονομικός εκσυγχρονισμός διαβρώνει. Το τρίπτυχο οικογένειαθρησκεία- πατρίδα γίνεται σημαία της. Στην πιο ακραία μορφή της η έμφαση της πολιτισμικής Δεξιάς στην πατρίδα οδηγεί στον αμυντικό εθνικισμό, στον εθνοκεντρισμό, στην ξενοφοβία και στον υπεροπτικό ρατσισμό. Η έμφαση στη θρησκεία οδηγεί στον φανατισμό και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ η έμφαση στην οικογένεια συχνά συνδέεται με έναν πατριαρχικό αυταρχισμό.

Η αντίθεση των δύο λογικών

Αυτό που είναι σημαντικό να τονίσει κανείς είναι ότι η λογική της κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς, κυρίως σε ένα πρακτικό επίπεδο, τείνει να είναι αντίθετη με τη λογική της πολιτισμικής Δεξιάς. Η έμφαση στον σκληρό ανταγωνισμό και στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας οδηγεί στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, στην αποδυνάμωση των οικογενειακών θεσμών και στην ένταση της εγκληματικότητας/παραβατικότητας. Οδηγεί επίσης στην κυνική, μηδενιστική νοοτροπία όλων αυτών που η αγορά θέτει στο περιθώριο- ενώ από την άλλη άκρη ενθαρρύνει την υλιστική, άκρως καταναλωτική, εγωκεντρική νοοτροπία μιας κοσμοπολίτικης, νεοπλουτίστικης ελίτ που κάθε άλλο παρά κόπτεται για την ενδυνάμωση των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της θατσερικής διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η κυρία Θάτσερ ακολούθησε μια καθαρά νεοφιλελεύθερη, δεξιά πολιτική: απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, καταπολέμηση των συνδικάτων, μονεταρισμός, δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως, όμως, η βρετανίδα πρωθυπουργός ήταν βαθιά συντηρητική στον εξωοικονομικό, πολιτισμικό χώρο. Βέβαια όλοι θυμούνται τη ρήση της ότι δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. Εννοούσε όμως άτομα στον χώρο της οικονομίας όπου τα συλλογικά υποκείμενα, τα συνδικάτα, εμπόδιζαν την εφαρμογή της πολιτικής της. Στον εξωοικονομικό χώρο πίστευε βαθιά στον κεντρικό ρόλο της οικογένειας, της Εκκλησίας και του επιθετικού πατριωτισμού. Ας μην ξεχνάμε τον ημιαποικιακό πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και τον ευρωσκεπτικισμό της. Αν στο επίπεδο της ρητορείας η αντίθεση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και της «νεοπαραδοσιακής» πολιτισμικής λογικής δεν ήταν τόσο εμφανής, στο πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας η αντίθεση ήταν ολοφάνερη. Το όλο και πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού βίωσε την πλήρη αλλοτρίωση, ενώ η έμφαση στον γρήγορο πλουτισμό, στον επιχειρηματία-ήρωα και στον άκρατο καταναλωτισμό οδήγησε στη δημιουργία των γιάπις και των golden boys- η εγωκεντρική, αρπακτική, υλιστική κουλτούρα των οποίων κάθε άλλο παρά συμβατή είναι με παραδοσιακές αξίες.

Η ελληνική Δεξιά και Κεντροδεξιά

Τέλος, δύο λόγια για την ελληνική Δεξιά/Κεντροδεξιά. Η νίκη του Αντώνη Σαμαρά στις 29 Νοεμβρίου σαφώς δείχνει μια κίνηση από την Κεντροδεξιά στη Δεξιά. Και αυτό γιατί η Ντόρα Μπακογιάννη, η ηττημένη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές, σαφώς τοποθετείται σε έναν «ήπιο» δεξιό (δηλ. κεντροδεξιό) χώρο. Απορρίπτει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, ενώ συγχρόνως είναι υπέρ του ανοίγματος της χώρας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο. Ο νέος αρχηγός της ΝΔ, από την άλλη μεριά, με τον ανένδοτο αγώνα του εναντίον της διπλής ονομασίας και με τον λαϊκιστικό εθνικισμό του έχει έναν σαφή δεξιό παρά κεντροδεξιό προσανατολισμό σε ό,τι αφορά την πολιτισμική διάσταση. Ενώ στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο ο προσανατολισμός του είναι κεντροδεξιός - αφού ασπάζεται τον λεγόμενο κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει ότι οι ιδεολογικές διαφορές με το ΠαΣοΚ, στις οποίες ο κ. Σαμαράς αναφέρεται χωρίς να τις προσδιορίζει, εστιάζονται λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο στον χώρο της εξωτερικής και της μεταναστευτικής πολιτικής, καθώς και στις σχέσεις Εκκλησίας- Κράτους. Είναι κρίμα που στις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού της ΝΔ η κύρια αντιπαράθεση είχε να κάνει περισσότερο με γενικόλογες αναφορές στους «μηχανισμούς» και στη σχέση του κόμματος με τον λαό και λιγότερο με τις διαφορές των δύο αντιπάλων σε συγκεκριμένα θέματα στον κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Συμπερασματικά:

* Η έννοια της Δεξιάς (όπως και της Αριστεράς) είναι χρήσιμη όταν ο μελετητής λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις διάφορες διαστάσεις του όρου, διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.

* Οι δύο πιο σημαντικές διαστάσεις είναι η κοινωνικο-οικονομική και η πολιτισμική διάσταση που αναφέρεται στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας- θρησκείας- πατρίδας.

* Σε ένα ρητορικό επίπεδο η κοινωνικο-οικονομική λογική συνάδει με την πολιτισμική. Στο επίπεδο της καθημερινότητας όμως η νεοφιλελεύθερη, δεξιά κοινωνικο-οικονομική στρατηγική οδηγεί σε αποτελέσματα που υποσκάπτουν τον δεξιό στόχο της ενδυνάμωσης των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών.

* Στη σημερινή ελληνική συντηρητική παράταξη η συζήτηση για τού τι είδους πολιτικές ο νέος αρχηγός της ΝΔ θα ακολουθήσει δεν έχει ακόμη αρχίσει.