Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2009

Κόμματα στο χείλος της πτώχευσης



Υπερχρεωμένα στις τράπεζες και πλήρως εξαρτώμενα από την κρατική επιχορήγηση παραμένουν ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία, που αδυνατούν να εξορθολογίσουν τα οικονομικά τους, με αποτέλεσμα η λειτουργία τους να ζημιώνει πολλά εκατομμύρια ευρώ ετησίως τους έλληνες πολίτες.

ΠαΣοΚ και ΝΔ έχουν προεισπράξει την κρατική επιχορήγηση ως και το 2016 αλλά πορεύονται με οξυμμένα ελλείμματα, υπερβολικό δανεισμό και χρέη προς τρίτους.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι οργανώσεις των δύο κομμάτων εξουσίας υπολειτουργούν, το ΠαΣοΚ και η ΝΔ είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες, χρωστώντας περισσότερα από 130 εκατ. ευρώ, ενώ έχουν λάβει ως προκαταβολή την κρατική επιχορήγηση, τουλάχιστον ως το 2016! Παράλληλα, για το 2010 τα κόμματα θα λάβουν, ανάλογα με τα ποσοστά τους στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, 109.343.200 ευρώ.

Παρά την απλόχερη κρατική επιχορήγηση τα δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται στα όρια της οικονομικής πτώχευσης, με οξυμμένα ελλείμματα, υπερβολικό δανεισμό και με χρέη προς τρίτους. «Η Δημοκρατία στοιχίζει ακριβά» έλεγε συχνά ο αείμνηστος Αθανάσιος Τσαλδάρης και επιβεβαιώνεται από τις αυξανόμενες ετήσιες κρατικές επιχορηγήσεις προς όλα τα κόμματα.

Μια προσεκτική ματιά στους ισολογισμούς των κομμάτων τα τελευταία χρόνια δίνει σαφή εικόνα για την τραγική κατάσταση των οικονομικών τους, παρά τις ακριβές προεκλογικές εκστρατείες που διεξήγαγαν στις πρόσφατες εκλογές. «Τα κόμματα έχουν γίνει οι μεγάλοι ασθενείς του συστήματος» είχε πει παλαιότερα ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Δ. Δασκαλόπουλος και δεν είχε άδικο, αν κρίνει κανείς από την πορεία των οικονομικών στοιχείων των κομμάτων που είναι αρκετά ζημιογόνοι οργανισμοί.

Σύμφωνα με τον Νόμο 3023 του 2000 απαγορεύονται οι χορηγίες εταιρειών στα κόμματα και μοναδική πηγή χρηματοδότησής τους, εκτός από την κρατική επιχορήγηση, αποτελούν οι εισφορές των μελών. Αυτή η πηγή χρηματοδότησης δεν δίνει πολλά περιθώρια στα κόμματα, αφού οι εισφορές των μελών είναι ελάχιστες και δεν αποτελούν «σανίδα σωτηρίας».

Ουσιαστικά ΠαΣοΚ και ΝΔ ενεχυριάζουν την κρατική επιχορήγηση, την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους, για να λάβουν δάνεια από τις τράπεζες. Μάλιστα τον περασμένο Απρίλιο, το κυβερνών κόμμα μέσω σύμβασης που υπέγραψε, είχε το δικαίωμα να ενεχυριάσει την κρατική επιχορήγηση που αναλογεί σε έσοδα περίπου τεσσάρων ετών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχε το δικαίωμα να ενεχυριάσει την κρατική επιχορήγηση των περίπου 88 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει στις τράπεζες τις κρατικές επιχορηγήσεις που αντιστοιχούν σε έσοδα τουλάχιστον τρεισήμισι ετών.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει την πρωτοκαθεδρία στον τραπεζικό δανεισμό, ενώ το κυβερνών κόμμα έχει επιχειρήσει τουλάχιστον το τελευταίο ενάμισι έτος να εξορθολογίσει σε μεγάλο βαθμό τα έξοδάτου και να μειώσει τα δάνειά του. Συγκεκριμένα η ΝΔ οφείλει στις τράπεζες άνω του 20% των εσόδων της, ενώ το ΠαΣοΚ οφείλει στα πιστωτικά ιδρύματα ποσό άνω του 12-12,5% των εσόδων της.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουντα δύο κόμματα εξουσίας είναι η δυσκολία στο να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων τους, σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι δαπάνες τους βαίνουν αυξανόμενες. Με βάση τους ισολογισμούς των κομμάτων που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα» προκύπτει ότι η εξάρτηση του ΠαΣοΚ και της ΝΔ από την κρατική χρηματοδότηση την τελευταία δεκαετία προσεγγίζει περίπου το 81% και το 75% αντίστοιχα. Το ποσοστό συμμετοχής της κρατικής χρηματοδότησης για το ΚΚΕ ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 55% και του ΣΥΡΙΖΑ σε 81%. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η πενιχρή συνεισφορά της κομματικής βάσης στα συνολικά έσοδα των κομμάτων. Το μέσο ποσοστό την περίοδο 1999-2007 ανέρχεται σε 5,4% για το ΠαΣοΚ και σε 4,1% για το ΚΚΕ, ενώ σχεδόν μηδενική είναι η συνεισφορά των μελών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Λόγω της χαμηλής συνεισφοράς των μελών τους τα κόμματα- ειδικά ΝΔ και ΠαΣοΚ- προσφεύγουν σε χορηγίες οι οποίες δεν καταγράφονται, επειδή υπάρχουν περιορισμοί. Βέβαια σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, η οικονομική υποστήριξη προς τους πολιτικούς είναι θεσμοθετημένη. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (νόμος για δαπάνες κομμάτων) απαγορεύεται έκαστος χρηματοδότης να προσφέρει σε κάθε κόμμα άνω του ποσού των 15.000
ευρώ ετησίως.

Τα τελευταία χρόνια πολλές ήταν οι διακηρύξεις των εκάστοτε πρωθυπουργών για την ανάγκη διαφάνειας στη χρηματοδότηση των κομμάτων. Ωστόσο δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική κίνηση για να υπάρξει διαφάνεια, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση γύρω από την πραγματική οικονομική κατάσταση των κομμάτων που δεν δημοσιοποιούν πλήρως τα οικονομικά τους στοιχεία, όπως π.χ. οι επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Ουσιαστικά δεν συντάσσονται και δεν δημοσιοποιούνται ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ενώ δεν τηρείται ούτε το διπλογραφικό σύστημα στο πλαίσιο της διπλογραφικής λογιστικής μεθόδου.

Από την αρχή της Μεταπολίτευσης, τα κόμματα- ειδικά η ΝΔ και το ΠαΣοΚ- για να αντιμετωπίσουν τις πολύ μεγάλες εκλογικές δαπάνες τους, που αυξάνονται ραγδαία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είχαν εισροές όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά κορυφαία πολιτικά στελέχη των δύο κομμάτων. Ο βουλευτής Α΄ Αθήνας του ΠαΣοΚ κ. Κ. Σκανδαλίδης αποκάλυψε στη Βουλή το 2002 ως υπουργός Εσωτερικών, ότι τα κόμματα είχαν εισροές από ιδιωτική χρηματοδότηση με τη μορφή άδηλων πόρων που αντάλλασσαν νομότυπα με κουπόνια, μέσω των οικονομικών εξορμήσεων. Από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής δεν έχει διαπιστωθεί ουδεμία παράβαση. Η εν λόγω Επιτροπή ελέγχει το γράμμα του νόμου, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει αν κάποιο κόμμα συγκεκαλυμμένα παραβιάζει τον νομό.

Τα χρήματα της κρατικής χρηματοδότησης αποτελούν σταθερά έσοδα των κομμάτων, με τα οποία εξασφαλίζουν εγγυήσεις για να έχουν υπόσταση έναντι των τραπεζικών οργανισμών. Ουσιαστικά τα κόμματα, ως οιονεί νομικά πρόσωπα, αναγκάζονται να εκχωρούν τα έσοδα της κρατικής επιχορήγησης επομένων ετών.

Για το 2008 τα κόμματα εισέπραξαν 62.489.723 ευρώ, ενώ ως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, είχαν εκταμιευθεί 140.231.372 ευρώ. Σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς που ψηφίζονται κάθε χρόνο, το ποσό που δίδεται στα κόμματα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.

Ενα από τα πιο εντυπωσιακά και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι το 10% (περίπου 2-2,2 εκατ. ευρώ) της συνολικής επιχορήγησης του ΠαΣοΚ και της ΝΔ κατευθύνεται στην εκπαίδευση των μελών τους! Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τους ισολογισμούς για το οικονομικό έτος 2008, η επιμορφωτική χρηματοδότηση ανήλθε σε 1.858.067 εκατ. ευρώ για το ΠαΣοΚ, σε 2.087.000 εκατ. ευρώ για τη ΝΔ και σε 424.000 ευρώ για το ΚΚΕ.

Ειδικά στα δύο κόμματα εξουσίας - ΝΔ και ΠαΣοΚ- καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να μειωθούν τα χρέη τους και να εξορθολογιστούν οι δαπάνες τους. Ο πρωθυπουργός κ. Γ.Παπανδρέου έχει δώσει εντολή στον διευθυντή του κόμματος κ. Ροβέρτο Σπυρόπουλο να μειωθούν οι δαπάνες του ΠαΣοΚ, το οποίο βρίσκεται πλέον ένα βήμα πριν από την έκδοση πιστωτικής κάρτας για τα μέλη του. Εντός των επομένων ημερών, η Ιπποκράτους σε πρώτη φάση θα αποστείλει σε περίπου 150.000 ψηφοφόρους που έχουν συμπληρώσει τη σχετική αίτηση την κάρτα μέλους του Κινήματος που θα ισχύει εφ΄ όρου ζωής. Με την κίνηση αυτή εκτιμούν ότι θα βάλουν τάξη στα οικονομικά τους αφού οι ψηφοφόροι που είναι μέλη θα κληθούν να πληρώσουν τις συνδρομές τους, αποφέροντας έσοδα περίπου 8.000.000 ευρώ. Επίσης το ΠαΣοΚ έχει καταθέσει πλάνο στην Αγροτική Τράπεζα βάσει του οποίου σε μία δεκαετία θα έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι δανειακές ανάγκες του κόμματος.

Από την άλλη πλευρά, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της ΝΔ κ. Αντ.Σαμαράς έχει στόχο να μειωθούν κατά πολύ οι δανειακές ανάγκες του κόμματος, να εξορθολογιστούν οι λειτουργικές δαπάνες παρά τη βελτίωση των τελευταίων μηνών από τον γενικό διευθυντή κ. Μενέλαο Δασκαλάκη. Π.χ., το 2008 τα έσοδα της ΝΔ έφθασαν τα 28 εκατ. ευρώ και οι εισφορές των μελών ανήλθαν μόλις σε 220.00 ευρώ. Ωστόσο στην πρόσφατη εσωκομματική εκλογική αναμέτρηση τα έσοδα από τις ανανεώσεις και τις εγγραφές νέων μελών προσέγγισαν το 1.600.000 ευρώ, ποσό που, όπως έχει επισημάνει και ο Γραμματέας του κόμματος κ. Ελ. Ζαγορίτης σε συνομιλητές του, ήταν σωτήριο διότι καλύφθηκε ένα πολύ μεγάλο τμήμα για την υλικοτεχνική υποδομή των εκλογών.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

Ζωή γεμάτη αντιφάσεις



Λένε πως το ταπεινό μας μυαλό ελκύεται από ένα συγκεκριμένο βαθμό λογικής, ακριβώς όπως η συμμετρία κ η τάξη ελκύουν το βλέμμα μας. Όταν όμως υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις κ μάλιστα «χτυπητές», τότε το μυαλό προσπαθεί να τις κατανοήσει, να τις εξηγήσει ή κ να τις συμβιβάσει αν είναι δυνατόν. Η προσπάθεια αυτή γεννάει την απογοήτευση, αφού όταν οι αντιφάσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά, τότε το μυαλό αφήνεται να παραδοθεί. Οι αντιφάσεις δημιουργούν μια αντιφατική πραγματικότητα, που το μυαλό αδυνατεί να αποδεχτεί, κ τότε είναι που κλείνει τα μάτια κ υπερασπίζεται μονό τον εαυτό του.

Ανάλογα με ένα νέο άνθρωπο, κάθε φορά που διάφοροι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν τα σχέδια κ τα όνειρά του, μύριες πλείστες αντιφάσεις δημιουργούνται στη ζωή του, κάνοντάς τον να υπερασπίζεται τον εαυτό του, κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα. Κλείνεται γιατί συνειδητοποιεί ότι οι υποσχέσεις που του δίνονταν για το μέλλον του δεν μπορούν να εκπληρωθούν, το σύστημα της αγοράς – για το οποίο είχε μάθει ότι παρέχει ελευθερίες κ δυνατότητες απεριόριστες στον καθένα – τελικά αποδεικνύεται περισσότερο άδικο, η διαφθορά κυριαρχεί παντού, ακόμη κ σε παραδοσιακούς θεσμούς της κοινωνίας, όπως η εκκλησία. Κ αν προσθέσει την ανύπαρκτη παιδεία ή την όλη οικτρή οικονομική κ πολιτική κατάσταση, τότε συνειδητοποιεί το μέγεθος της «καταστροφής» που επιφέρουν οι αντιφάσεις στη ζωή του.

Αν λοιπόν, ως νέος, βλέπεις αυτές τις αντιφάσεις, μα δεν μπορείς να τις εμποδίσεις, τις αντιμάχεσαι, μα βρίσκεις τον εαυτό σου ηττημένο, υψώνεις την φωνή σου απέναντι στις αδικίες που δημιουργούν, μα ούτε καν ακούγεσαι, τότε τι σου απομένει να κάνεις;

Γίνεσαι αδιάφορος! Προσποιείσαι ότι η πολιτική κ τα κοινά δεν σε αφορούν. Ενδιαφέρεσαι μόνο για τον εαυτό σου κ όχι για τους γύρω σου.

Έτσι κάθε νέος κλείνεται στον εαυτό του. Οι ικανότητες του δεν αξιοποιούνται ποτέ. Η κοινωνία δεν θα μπορέσει να αντλήσει οφέλη από το ανεκμετάλλευτο ταλέντο του.

Χάνεται, κ μαζί του χάνεται κ το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Κανείς νέος δεν πρόκειται να εμπλακεί ενεργά, να εκφραστεί δυναμικά. Μπορεί να μη ψηφίζει κ καθόλου. Θα αντιμετωπίζει την πολιτική κ τους ανθρώπους της με αδιαφορία κ περιφρόνηση. Τι κ αν «χρησιμοποιεί» τους πολιτικούς, ποτέ δεν πρόκειται να τους θαυμάσει ή να τους σεβασθεί.



Ποιος μπορεί να μεμφθεί για μια τέτοια συμπεριφορά όταν εκείνοι που έχουν το καθήκον να τον αντιπροσωπεύουν, τον έχουν «προδώσει» τόσο άσχημα;

Μεγαλύτερος χαμένος όλων βεβαίως δεν είναι ο νέος, που μηδενίζει πλέον τα πάντα, αλλά η ίδια η κοινωνία. Γιατί το να σκοτώσεις τις δυνατότητες ενός νέου δεν είναι απλά ένα κοινωνικό έγκλημα, αλλά αμάρτημα. Κ το αμάρτημα αυτό το αντιλαμβάνεται η κοινωνία στο πρόσωπο ενός μόνιμα άνεργου νέου, με πλήρη απώλεια αυτοσεβασμού κ δίχως ίχνος ελπίδας για το μέλλον.

Το δράμα όμως είναι ότι λίγοι αντιλαμβάνονται αυτή την πραγματικότητα ως έχει κ ίσως ακόμη λιγότεροι να προσπαθούν να κάνουν κάτι για να βελτιώσουν τα πράγματα.

Καταλήγουμε λοιπόν, η ενέργεια κ το ταλέντο της κοινωνίας μας να μη διοχετεύεται στη δημιουργία, αλλά στην καταστροφή κ τη βία. Η απόγνωση που μεταδίδεται από τον ένα στον άλλον, είναι η σταγόνα που σιγά – σιγά κάνει το «ποτήρι» να ξεχειλίζει.

Άλλωστε οι Στάσεις «ου δια μικρά, αλλά εκ μικρών».

Πρέπει επιτέλους να ξεκινήσουμε να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα αυτών που είναι άνεργοι, που υποφέρουν, κ μόλις κ μετά βίας τα «βγάζουν πέρα». Εκείνων που τους είχαν υποσχεθεί ότι η εκπαίδευση θα τους βοηθούσε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους κ τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους να κερδίζουν 700 ευρώ το μήνα.

Δημιουργήθηκε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με τη μοναδική ικανότητα να χαραμίζει τεράστια αποθέματα νεανικού φυσικού ταλέντου με μια προκλητική ελευθεριότητα. Με αποτέλεσμα ένα new age προλεταριάτο ημι–μορφωμένων ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν αρκετά για να είναι δυσαρεστημένοι, αλλά πολύ λίγα για να μπορούν να εργασθούν επικερδώς.

Στο όνομα της Δημοκρατίας κ της κοινωνικής εξίσωσης δημιουργήθηκε μια καχεκτική ανώτατη εκπαίδευση με πληθώρα ιδρυμάτων κ σχολών, εργαστήρια παραγωγής κενών πτυχίων, δίχως αξία καμιά.

Φταίει λοιπόν το κράτος που δημιουργεί αμφιβόλου αξίας σχολές κ υποτιμημένα πτυχία ή ο νέος που δεν βρίσκει δουλειά;

Θα αποφασίσει κανείς να «αγχωθεί» με τις ανησυχίες μιας γενιάς;

Μάλλον όχι, τουλάχιστον μέχρι να επανέλθει μια πραγματικά σοβαρή κοινωνική αναταραχή, η οποία θα μεταλλάξει τη νοοτροπία όχι μόνο της πολιτικής ελίτ, αλλά κ εκείνων που ηγούνται της κοινωνίας μας εν γένει. Έτσι ώστε να μην αποφασίζει κανείς με το στενό «συντεχνιακό» συμφέρον, αλλά συλλογικά, Δημοκρατικά.



Η χώρα μας δυστυχώς έχει πάψει να ευημερεί. Το τεράστιο φυσικό ταλέντο του έθνους μας χαραμίζεται ανεκμετάλλευτο. Η κοινωνία μας νοσεί, νοσεί ηθικά… Γιατί έγινε συνήθεια να πράττουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που επιζητούμε. Μάθαμε να μην πιστεύουμε σε τίποτα κ σε κανέναν, παρά μόνο να κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Χάσαμε τη δύναμη μας να ονειρευόμαστε πράγματα δημιουργικά κ σπουδαία. Ο κυνισμός κ η στωικότητα του σήμερα γεννήθηκαν μέσα από τα ψέματα κ τις αντιφάσεις, τους ψευδείς ισχυρισμούς κ τη διαφορετική μεταχείριση ομοίων πραγμάτων. Η απόγνωση, η θλίψη, η απογοήτευση, ο μηδενισμός κ φυσικά ο θυμός του αύριο αρχίζουν να κυοφορούνται.

Είμαστε ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο πρέπει να καταλάβεις, για να μπορέσεις να τον διαχειριστείς. Ένας κόσμος προϊόν μιας μακροχρόνιας πολιτικής. Σε προκαλώ να τον αλλάξεις … αν μπορείς !!!

31 Μαρτίου 2010: η Ελλάδα αποχωρεί από την ευρωζώνη



31 mars 2010, Athènes sort de la zone euro

© Libération

του Βιτόριο Ντε Φιλιπίς


Αθήνα, πρωθυπουργικό μέγαρο: είναι Τετάρτη, 31 Μαρτίου 2010. Ο υποστηριζόμενος από ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρωθυπουργός μόλις ανακοίνωσε πως η Ελλάδα προτίθεται να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και να επαναφέρει τη δραχμή. Από τον Ντομινίκ Στρος-Καν (Dominique Strauss-Kahn) του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) έως το Ζαν-Κλοντ Τρισέ (Jean-Claude Trichet) της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) και το Χοσέ Λούις Θαπατέρο (José Luis Zapatero) προέδρου της ισπανικής προεδρίας της ΕΕ ως τον Ιούλιο του 2010, οι πάντες προσπάθησαν να αποτρέψουν την καταστροφή.

Κάθε φορά όμως, οι όροι που έθεταν στην Ελλάδα οι διεθνείς οργανισμοί προκειμένου να κατορθώσει να βρει δανειστές, απορρίπτονταν από το κοινοβούλιο των Αθηνών ως υπέρμετρα αντιδημοφιλείς Οπότε, ελπίζοντας πως έτσι θα μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία, η κυβέρνηση υποκύπτει στις σειρήνες του εθνικισμού. Και επιλέγει να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. «Η Ελλάδα μόλις μεταμορφώθηκε σε ένα κράτος-Λέμαν μπράδερς επί δέκα», εξηγεί, ταραγμένος ακόμα, ένας οικονομολόγος.

Είναι οι παραπάνω γραμμές απλά μια φανταστική περιγραφή ή μήπως ένα σενάριο καταστροφής, που όμως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει; Σήμερα η πλειοψηφία των οικονομολόγων και των πολιτικών θεωρεί πως η πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας είναι σχεδόν μηδενική. Μιλώντας χθες στο μικρόφωνο του ραδιοσταθμού RMC, η υπουργός οικονομίας Κριστίν Λαγκάρντ (Christine Lagarde) δήλωνε σχετικά: «δεν το πιστεύω». Αλλά την ίδια ημέρα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου πρόφερε τα εξής τουλάχιστο ανησυχητικά: «το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας απειλεί την εθνική μας κυριαρχία». Λόγια που δικαιώνουν τη συγγραφή ενός φανταστικού σεναρίου: τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε;

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου

Την 31η Μαρτίου 2010 οι πάντες προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν πώς φθάσαμε ως εδώ. Όλα ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του 2009, όταν η Ελλάδα κάθεται στο εδώλιο των χωρών που κατηγορούνται ως δημοσιονομικά ασταθή. Είναι η στιγμή που ο αξιολογικός οίκος «στάνταρντ εντ πουρς» (S&P) σκέφτεται να αξιολογήσει αρνητικά τις επιδόσεις της Αθήνας: «ζητήσαμε από τις ελληνικές αρχές να μας παράσχουν περισσότερες πληροφορίες για τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και δημοσιονομικές πιέσεις, που αυξάνονταν ακατάπαυστα» μας εξομολογείται, ελαφρώς εκνευρισμένος, ένας αναλυτής της S&P. Με άλλα λόγια, ο οίκος είχε προειδοποιήσει από τα τέλη κιόλας του 2009 πως χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα μειωνόταν από τη βαθμολογία «A-» στο «BBB+», ακόμα και στο «BBB-». Κάτι τέτοιο πρακτικά θα σήμαινε πως θα δυσχεραινόταν αποφασιστικά ο δανεισμός της χώρας, καθώς τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν δυσθεώρητα. Κι αυτό ακριβώς συνέβη.

Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν στα τέλη Φεβρουαρίου 2010, όταν η κυβέρνηση δήλωσε με σαφήνεια πως δεν ήταν εις θέση να εφαρμόσει τα μέτρα δημοσιονομικής πειθάρχησης που της ζητούντο. Η κοινή γνώμη δεν θα τα δεχόταν ποτέ. Οι ταραχές των αρχών του έτους είχαν ήδη δείξει πως η κυβερνητική πλειοψηφία βρισκόταν υπό κοινωνική πίεση. Οπότε, στα τέλη Φεβρουαρίου, το αναπόφευκτο συνέβη: η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας βαθμολογήθηκε με «BBB+». Οι αγορές παλάβωσαν. Η Αθήνα χρειάστηκε να προτείνει επιτόκια της τάξης του 6.12%-7% στις νέες εκδόσεις των κρατικών ομολόγων της. Αλλά η δυσπιστία των επενδυτών (τοπικών και διεθνών τραπεζών, αμοιβαίων κεφαλαίων...) οδήγησε σε εγγραφές της τάξης των 3 μόνο δις, έναντι 7 που θεωρούντο το ελάχιστο όριο προκειμένου να τηρηθεί ο προϋπολογισμός. «Αυτή η κίνηση πώλησης ελληνικών ομολόγων τελικά το μόνο που δεν πέτυχε είναι να καθησυχάσει τις αγορές», εξηγεί ένας εμπειρογνώμονας. Η Ελλάδα ασφυκτιά. Η πιστοληπτική της ικανότητα υποβαθμίζεται κι άλλο, στο «ΒΒΒ-».

Μονόδρομος

Οι ελληνικές τράπεζες αδυνατούν πια να ρευστοποιήσουν τα ελληνικά κρατικά τους ομόλογα στην ΕΚΤ. Και οι ξένες το ίδιο. «Η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να ρευστοποιεί ελληνικά χρεόγραφα» δηλώνει ένας διεθνής οικονομικός αναλυτής. Οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν όπως-όπως. «Τα ελληνικά χρεόγραφα δεν αξίζουν πια τίποτα», δηλώνει ένας τραπεζίτης. Παρά τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Γερμανία, καμία ευρωπαϊκή χώρα δε δείχνει να θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα, φοβούμενη μήπως συμπαρασυρθεί στην ελληνική περιδίνηση.

Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις; Θεωρητικά, η Ελλάδα θα μπορούσε να κηρύξει μονομερή παύση στην αποπληρωμή του χρέους της. Με άλλα λόγια: «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!» Αλλά ούτε κι αυτό είναι δυνατό: πάνω από το μισό της χρέος (ήτοι 150 δις ευρώ) βρίσκεται στα χέρια ελληνικών τραπεζών. Μια παύση πληρωμών θα σήμαινε την ολοκληρωτική κατάρρευση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οπότε δεν απέμενε άλλη λύση από την ανακοίνωση της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Μην εγγίζετε!



© ppol

Οι απαγορευμένοι καρποί του δικομματικού παραδείσου

του Νίκου Ράπτη

Ο νέος δικομματικός παράδεισος

Με την εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ολοκληρώνεται η νέα ανθρωπογεωγραφία στην ηγεσία των δύο μεγάλων πόλων της πολιτικής μας ζωής στον επόμενο πολιτικό κύκλο. Έχει μεγάλη σημασία πως αμφότεροι οι ηγέτες έχουν εκλεγεί από πρωτοφανείς -και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη- δημοψηφισματικού τύπου διαδικασίες. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξέλεξαν/ενίσχυσαν τους ηγέτες τους από εκλεκτορικά σώματα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μελών και φίλων τους, μετά από ανοικτή αντιπαράθεση και κανονικές προεκλογικές διαδικασίες που διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες.

Ιδίως στην περίπτωση της ΝΔ, αλλά και σε εκείνη του ΠΑΣΟΚ, η διαδικασία αυτή πολιτικοποίησε τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο διεκδικητών της κομματικής ηγεσίας· στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, οι αναταράξεις της προεκλογικής περιόδου του φθινοπώρου του 2007 έχουν ήδη ενσωματωθεί και το κόμμα εμφανίζεται ενωμένο όσο ποτέ. Παρόμοια εξέλιξη θα πρέπει να αναμένεται και στη ΝΔ: από την ημέρα της εκλογής του, ο Αντώνης Σαμαράς πολλαπλασιάζει τις χειρονομίες «καλής θέλησης» προς τους εσωκομματικούς ομοϊδεάτες του της «άλλης πλευράς».

Το πολιτικό συμπέρασμα αυτών των διαδικασιών είναι πως οι δύο πόλοι του ταλαιπωρημένου ελληνικού δικομματισμού τόλμησαν να συλλάβουν, να οργανώσουν, να φέρουν εις πέρας και να ενσωματώσουν τόσο ταραχώδεις, συγκρουσιακές, μαζικές διαδικασίες, χωρίς να βλαφθεί -αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί- η εσωτερική τους συνοχή. Πράγμα που αποδεικνύει πως οι δυνάμεις του «μεγάλου» δικομματισμού χαίρουν αυτή την περίοδο άκρας πολιτικής υγείας, επικοινωνούν με ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και διαψεύδουν εν τοις πράγμασι όσους προέβλεπαν (προβλέπαμε) την ταχεία τους αποσύνθεση. Το αν ορισμένοι εκτιμούμε πως οι δυνάμεις του δικομματισμού «θα πάνε καλύτερα πριν πάνε χειρότερα», αυτή τη στιγμή είναι ασήμαντο. Το απτό γεγονός είναι πως μετά την παταγώδη χρεοκοπία του εγχειρήματος του «νέου κέντρου» κυρίως στις ευρωεκλογές του 2009, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ) και Αντώνης Σαμαράς (ΑΣ) διαθέτουν άφθονο πολιτικό χρόνο και πλήρη κυριαρχία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Σε βαθμό που να τους επιτρέπεται ορέγονται περαιτέρω επέκταση της κυριαρχίας τους με την απορρόφηση μικρών σχηματισμών, όπως ο ΣΥΝ και ο ΛΑΟΣ αντίστοιχα.

Η διαμόρφωση του κομματικού μας τοπίου σε «παράδεισο του δικομματισμού» έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογίσουμε πως ο πολιτικός χρόνος που έχουν αγοράσει ΓΑΠ και ΑΣ αναμένεται να είναι εξαιρετικά «πυκνός», αφού κατά τη διάρκεια των δύο-τριών το πολύ επόμενων ετών θα κριθεί αν η χώρα θα αντιμετωπίσει με επάρκεια τα οικονομικά της (κυρίως δημοσιονομικά) προβλήματα ή αντιθέτως θα χρεοκοπήσει/θα προσφύγει στο «διεθνές νομισματικό ταμείο», οπότε θα μιλάμε βέβαια για πλήρη ανατροπή των όρων διεξαγωγής του πολιτικού παιγνίου.

Εντάξει, ρόλο θα παίξουν και τα ΜΜΕ, τα συνδικάτα και οι κοινωνικοί φορείς, τα άλλα κόμματα, οι κομματικοί στρατοί των οποίων ηγούνται ΓΑΠ και ΑΣ κ.ο.κ. Αλλά στην κοινωνία μας η πολιτική εξακολουθεί να είναι «ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο» και στην πολιτική αυτή κυριαρχούν οι ηγέτες των μεγάλων αρχηγικών κομμάτων, ενισχυμένοι μάλιστα από τη δημοψηφισματική τους εκλογή. Στο πολιτικό τοπίο της χώρας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι δύο πύργοι σε ένα τοπίο σπαρμένο από χαμόσπιτα. Και στους πύργους αυτούς, ΓΑΠ και ΑΣ είναι οι γίγαντες, που διαφεντεύουν σε κομματική μυρμηγκιά νάνων.

Από το δικομματικό παράδεισο στην πολιτική κόλαση

Τούτων λεχθέντων, ΓΑΠ και ΑΣ καλούνται τα λίγα επόμενα χρόνια που θα κυριαρχούν στην κεντρική πολιτική σκηνή «να βγάλουν τα (μεταρρυθμιστικά) κάστανα από την (ελληνική) φωτιά» και να αντιμετωπίσουν την κρίση που σφραγίζει την ύστερη μεταπολίτευση.

Περισσότερο ο ΑΣ, δευτερευόντως ο ΓΑΠ, έχουν συνειδητοποιήσει πως για να μπορέσει να συνεχιστεί ομαλά η μεταπολιτευτική περίοδος -και να μην καταρρεύσει όπως π.χ. κατέρρευσε η χούντα, η «καχεκτική δημοκρατία» (1946-1967), η τα αλλεπάλληλα ελληνικά καθεστώτα του μεσοπολέμου κ.ο.κ- θα χρειαστούν «πρώτης κατηγορίας» ανατροπές στην οικονομία, στην αναδιανομή πόρων και δύναμης, στην πολιτιστική, πολιτική ταυτότητα της χώρας. Για να μη γίνει αντικαθεστωτική επανάσταση θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί μέγιστη «παλατιανή» εκκαθαριστική επιχείρηση.

Αυτό που ξέρουμε ήδη, είναι πως η «νέα μεταπολίτευση» δε θα προκύψει από κάποιο αυτόνομο-αυτοαναφορικό πολιτικό κίνημα που θα τη διεκδικεί, αλλά ως «παράπλευρη απώλεια» μιας πολιτικής αντιμετώπισης του «ελληνικού άχθους». Η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης εμπεριέχει την ανανεωτική-μεταρρυθμιστική διαδικασία της «νέας μεταπολίτευσης», συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών και κοινωνικών της όρων: «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε».

Ξέρουμε επίσης τι χρειάζεται να πετύχουν οπωσδήποτε οι ΓΑΠ-ΑΣ τα επόμενα λίγα χρόνια:

*Να ενισχυθεί η παραγωγικότητα της χώρας, με ότι αυτό σημαίνει σε άνοιγμα των αγορών, εξυγίανση του ανταγωνισμού, νέες εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο, «δημιουργική καταστροφή» στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τόνωση της κερδοφορίας και μείωση του χάσματος στον τρόπο λειτουργίας ιδιωτικού-δημόσιου τομέα.
*Να αρχίσει να διαμορφώνεται στη χώρα ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα όπου: (α) δίπλα στη ναυτιλία και τον τουρισμό θα προστεθούν μερικοί ακόμα παραγωγικοί κλάδοι ενώ (β) το σύνολο του παραγωγικού ιστού της χώρας θα αναδιαρθρώνεται σύμφωνα με τις επιταγές της βιωσιμότητας στον αιώνα της κλιματικής αλλαγής.
*Να μειωθούν το κόστος των υφιστάμενων κρατικών δομών τουλάχιστο κατά 30%, όσο δηλαδή λογίζεται σήμερα η «κρατική σπατάλη» (διάβαζε: όσο είναι το «λίπος του γουρουνιού» που καρπούται η προσοδοθηρική λειτουργία της μεταπολιτευτικής νομενκλατούρας στο δημόσιο).
*Να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα κατά 30%-35%, ώστε να φθάσουν τουλάχιστο στο μέσο όρο των εσόδων των κρατών της ευρωζώνης, κυρίως με τη σύλληψη της φορολογικής ύλης που σήμερα διαφεύγει από την εφορία (διάβαζε: των λαφύρων που αποκομίζουν η παραοικονομία, η «μαύρη» οικονομία, η μαφιοκρατία, η διαφθορά κ.λπ ισχυροί ομοτράπεζοι των κομματικών στελεχών του ΓΑΠ και του ΑΣ). Να αποκτήσουν οι φορολογικές δηλώσεις την αξία αξιόπιστων κοινωνικών διαπιστευτηρίων.
*Να σταματήσει η ξέφρενη περιδίνηση του λεγόμενου «ασφαλιστικού», που καταβαραθρώνει πελώριους πόρους και υπονομεύει όλο και πιο μακροπρόθεσμα το μέλλον των επομένων γενιών. Να πάψει να διευρύνεται η διαγενεακή αδικία.

Απαγορευμένοι καρποί

Στον νέο ελληνικό δικομματικό παράδεισο, το ζεύγος ΓΑΠ-ΑΣ ένα μόνο έχουν να κάνουν: να μείνουν αυστηρά προσηλωμένοι, προσκολλημένοι σε αυτό το πλαίσιο. Μπορούν ασφαλώς να διαφωνούν για τις προτεραιότητες, τις μεταρρυθμιστικές ταχύτητες, τα μέσα πολιτικής, τις κοινωνικές τους συμμαχίες κ.λπ. Αλλά και για τον ένα και για τον άλλο, απαγορεύεται αυστηρά (επί ποινή αποβολής τους από τον παράδεισο) να γευτούν δύο απαγορευμένους καρπούς, όσο κι αν τους προσκαλεί ακριβώς αυτό να πράξουν ο «όφις» της λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος.

Πρώτος απαγορευμένος καρπός είναι εκείνος του λαϊκισμού: για την παραγωγική χρεοκοπία της χώρας φταίνε τα «υπερκέρδη» επιχειρηματιών και τραπεζών ή/και το άνοιγμα των διεθνών αγορών ή/και υιοθέτηση του ευρώ· οι εργασιακές σχέσεις του δημοσίου ενσαρκώνουν το ιδεώδες, προς το οποίο οφείλει να προσεγγίζει... το σύνολο της οικονομικής λειτουργίας της χώρας· η παραοικονομία είναι η «ατμομηχανή» της ελληνικής ανάπτυξης· η φοροδιαφυγή (η ανομία εν γένει) συνιστά αντιστασιακή πράξη, ου μη και «δικαίωμα»· κάθε προσπάθεια τιθάσευσης του ασφαλιστικού που κατασπαράσσει τα ελληνικά νιάτα είναι «αντιασφαλιστική»· το κράτος είναι «ταξικό»· κάθε αξιολόγηση είναι «ταξική»· η αξιοκρατία είναι «αδύνατη»· η διεθνής κοινότητα αποσκοπεί στην «ξενοκρατία» της χώρας κ.ο.κ.

Παρά το πληβειακό της πρόσημο, αυτή η «δέσμη ιδεών» δεν είναι παρά η κυρίαρχη ιδεολογία των προνομιούχων του μεταπολιτευτικού συστήματος. Ενώ μάλιστα ο λαϊκισμός είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τη πολύπλευρη αποσύνθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από το 1974 (σε παραγωγικό, δημογραφικό, περιβαλλοντικό επίπεδο τουλάχιστο), έχει επιπλέον το θράσος να παριστάνει τον δήθεν... απόκληρο του συστήματος και να επιζητά την (ακόμα πληρέστερη) κυριαρχία του (επί τριάντα χρόνια εφαρμόζεται λιτότητα· α, και νεοφιλελεύθερες πολιτικές!)

Τα καλά νέα για το λαϊκισμό είναι πως, παρά τις ρωγμές που έχει αδιαμφισβήτητα υποστεί, εξακολουθεί να διαθέτει, ακόμα και σήμερα, μεγάλο εκλογικό «κεφάλαιο» (με άλλα λόγια, «φέρνει» ψήφους, τηλεθέαση, δημοφιλία). Τα κακά νέα είναι πως στο πολιτικό επίπεδο όσο περισσότερο προσφεύγει κανείς στο λαϊκιστικό «κεφάλαιο», τόσο πιο σίγουρη είναι η κυβερνητική του... χρεοκοπία. Το όλο σχήμα μοιάζει αρκετά με την τοκογλυφία: ο λαϊκισμός προσφέρει ανά πάσα στιγμή πολιτικό κεφάλαιο για να «περνάς καλά» (να κερδίσεις τις εκλογές) αλλά όμως το δάνειο αυτό παρέχεται με ολοένα και πιο εξωφρενικούς τοκογλυφικούς όρους, ώστε όσο περισσότερο κεφάλαιο να έχεις δανειστεί, τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη να είναι η χρεοκοπία (η κυβερνητική παραλυσία). Καλύτερα να μην πλησιάζει λοιπόν κανείς το πολιτικό... ενεχυροδανειστήριο του λαϊκισμού ή τουλάχιστο να «καταναλώνει με σωφροσύνη» το «τοξικό» του κεφάλαιο.

Δεύτερος απαγορευμένος καρπός είναι τα λεγόμενα «ζητήματα αξιών». Μιλάμε για ζητήματα που αφορούν τον αυτοπροσδιορισμό (σεξουαλικό, εθνοτικό, θρησκευτικό κ.λπ), την καθιέρωση ειδικών ρυθμίσεων (γάμοι ομοφυλοφίλων, ψήφος μεταναστών), την επιβολή πιο επιτρεπτικής νομοθεσίας, την «εκκοσμίκευση» ορισμένων κρατικών λειτουργιών.

Τα ζητήματα αυτά είναι πολιτικά ελκυστικά διότι είναι εκ κατασκευής διχαστικά, άρα προσφέρουν, θα λέγαμε «με το κλειδί στο χέρι» μια ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα, χωρίζουν ξεκάθαρα τους «από εδώ» και τους «από εκεί» και δίδουν την ψευδαίσθηση πως αφορούν «υψηλά» ζητήματα «αρχών» (η εθνική ταυτότητα· οι αρχές του διαφωτισμού). Αυτός όμως ακριβώς είναι και ο λόγος που σήμερα, που η πατρίδα μας βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας, λειτουργούν στην πραγματικότητα ως υπεκφυγή από τις πραγματικές επιλογές και τις αληθινά σημαντικές προτεραιότητες. Σήμερα είναι ζωτικής σημασίας οι πολιτικές/ιδεολογικές/κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές να αφορούν αυτά που θα έχουν επιπτώσεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και όχι αυτά που μας προσφέρουν πολιτική αυτοϊκανοποίηση/επανάπαυση/αυταρέσκεια: νέα μεταπολίτευση ή πολιτική οπισθοδρόμηση; Χρεοκοπία ή αλλαγή; Συλλογικό ή ατομικό συμφέρον; Πολιτική για το παρόν ή για το μέλλον; Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλούμε πολιτικό κεφάλαιο ή «κεφάλαιο συναίνεσης» σε ιδεολογικά/ιδεοληπτικά ζητήματα.

Τούτων λεχθέντων, δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα ζητήματα αξιών θα απασχολούν σε κάθε περίπτωση την επικαιρότητα καθώς «ακουμπούν» σε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, για τις οποίες κανείς δεν μπορεί να αδιαφορεί. Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού θα συνεχίσει να εξαπλώνεται, διάφορες κοινωνικές ομάδες θα συνεχίσουν να ζητούν νέα δικαιώματα, η σχέση χριστιανισμού-κράτους οφείλει να εξελίσσεται. Το θέμα είναι οι αλλαγές αυτές να γίνονται (α) εφόσον έχει διαμορφωθεί κάποια συναίνεση, (β) με πολιτικά και σπανιότατα με δικαστικά κριτήρια, (γ) με σεβασμό στο αίσθημα αλλοτρίωσης από την πολιτική που μπορεί να δημιουργεί εκείνη ή η άλλη εκκεντρική/πρωτοποριακή ρύθμιση στην πλειοψηφία των πολιτών και μάλιστα την πλειοψηφία όσων πασχίζουν να ενταχθούν στη μεσαία τάξη και (δ) με συνεκτίμηση των γεωπολιτικών επιπτώσεων σε μια τόσο ασταθή περιοχή όσο η νοτιοανατολική Ευρώπη.

Το κρίσιμο είναι τα ζητήματα αυτά να διευθετούνται με σωφροσύνη, μετριοπάθεια και συναίνεση και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μην απελευθερώνεται το -αδιαμφισβήτητα υπαρκτό- φαντασιακό/διχαστικό τους δυναμικό στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αποτελεί ευθύνη των κεντρικών πολιτικών δυνάμεων του ΓΑΠ και του ΑΣ να μην ενθαρρύνουν τις ένθεν κακείθεν πουριτανικές προσεγγίσεις στα ζητήματα αυτά, που το μόνο που μπορούν να προσφέρουν σήμερα είναι η αποδυνάμωση του μετώπου των λύσεων στο πραγματικά καίριο ζήτημα της δημιουργικής μετάβασης προς μια «νέα μεταπολίτευση», για να μη μιλήσουμε για τον κίνδυνο υποδαύλισης φονταμενταλιστικών, λαϊκιστικών, μεταπολιτικών «αντιποίνων».

Συμπερασματικά:

1.Η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά ως επικεφαλής της ΝΔ από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, σε συνέχεια της ανάλογης εκλογής του Γιώργου Παπανδρέου, ολοκληρώνει για μια μέση χρονική περίοδο την ανθρωπογεωγραφία των δύο πυλώνων του πολιτικού μας συστήματος.
2.Στο πολιτικό αυτό σύστημα κυριαρχούν σήμερα δύο ανθεκτικά-μαζικά κόμματα, που μάλιστα έχουν ως επικεφαλής δύο λαοπρόβλητους πολιτικούς που ο δημοψηφισματικός τρόπος εκλογής τους έχει καταστήσει ακλόνητους στις ήδη προσωποπαγείς-αρχηγικές κομματικές τους δομές.
3.Η «μέση χρονική περίοδος» κατά τη διάρκεια της οποίας θα κυριαρχούν οι δύο αυτές πολιτικές προσωπικότητες είναι ταυτόχρονα εκείνη όπου θα κριθεί αν η χώρα θα αποφύγει την -οικονομική κατ' αρχήν- χρεοκοπία της.
4.Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αποφυγή της χρεοκοπίας έχουν τέτοια έκταση και βάθος που εξ ανάγκης θα οδηγήσουν σε ραγδαία ανατροπή των οικονομικών, ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών της λεγόμενης μεταπολιτευτικής περιόδου, πλήττοντας τα κύρια καθεστωτικά στηρίγματα (τη νομενκλατούρα του δημοσίου, την μαφιοκρατία, της φοροκλεπτοκρατία) και αποκαθιστώντας την πολιτική και κοινωνική ισχύ των «ξεχασμένων της μεταπολίτευσης» (των γυναικών, των νέων και των παιδιών, του περιβάλλοντος, του δημοσίου χώρου).
5.Ο «οδικός χάρτης» των αλλαγών που απαιτούνται για την αποφυγή της χρεοκοπίας είναι γνωστός και αποδεκτός από όλους τους ιθύνοντες του πολιτικού μας συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του δίπολου ΓΑΠ-ΑΣ. Είναι ζωτικής σημασίας η πολιτική αντιπαράθεση από εδώ και πέρα να αφορά τις προτεραιότητες, τον τρόπο εφαρμογής των αλλαγών, το ιδεολογικό/κοινωνικό τους πρόσημο, την υφή των κοινωνικών-πολιτικών συμμαχιών που θα τις επιβάλλουν κ.ο.κ. όχι όμως το «σκληρό πυρήνα» των «επώδυνων αλλά αναγκαίων» βημάτων που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα.
6.Την επόμενη πολιτική περίοδο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, υπό την πίεση ψηφοθηρικών-εκλογικών αναγκών, να υποκύψουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στον πειρασμό να αποπροσανατολίσουν την πολιτική διαμάχη κατευθύνοντάς την προς το πεδίο του λαϊκισμού ή των ζητημάτων αξιών.
7.Αυτή η επιλογή όμως, που στο παρελθόν αποδείχτηκε πολιτικά αποδοτική, σήμερα έρχεται με δυσβάσταχτο «πολιτικό σπρεντ» που ακυρώνει τη δυνατότητα πολιτικής-κυβερνητικής «ρευστοποίησης» της ψηφοθηρίας. Στην ουσία σήμερα λαϊκισμός και «πολιτική αξιών» είναι οι «απαγορευμένοι καρποί» του δικομματικού παραδείσου, αφού κινδυνεύει να απορροφήσουν πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο και να μη γίνει εντέλει δυνατό να αντιμετωπιστεί το φάσμα της χρεοκοπίας της χώρας. Αλλά αυτό θα συμβεί επί ποινή κατάρρευσης της χώρας, πολιτικής ακύρωσης της μεταπολιτευτικής περιόδου και πολιτικού/κοινωνικού εκμηδενισμού του πολιτικού προσωπικού της μεταπολίτευσης.

Η άλλη όψη της Δεξιάς



Του Ν. ΜΟΥΖΕΛΗ

Πολλοί θεωρούν τη διάκριση Αριστερά- Δεξιά ξεπερασμένη. Ισχυρίζονται ότι στη σημερινή συγκυρία η χρήση της, και στο επίπεδο της θεωρίας και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής, αποτελεί εμπόδιο στη διερεύνηση του πολιτικού γίγνεσθαι. Κατ΄ άλλους η διάκριση εξακολουθεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στην ανάλυση των πολιτικών φαινομένων. Συμφωνώ με τη δεύτερη άποψη, με την προϋπόθεση πως όταν χρησιμοποιούμε τον διαχωρισμό λαμβάνουμε υπόψη ότι το τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά αλλάζει ανάλογα με τη χρονική περίοδο, καθώς και με τον θεσμικό χώρο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) μέσα στον οποίο η διάκριση αυτή χρησιμοποιείται.

Κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική Δεξιά


Περνώντας τώρα στη συζήτηση στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος της Κυριακής» («Δεξιά ή Κεντροδεξιά;», 29.11.2009), νομίζω πως όταν αναφερόμαστε στη Δεξιά σήμερα πρέπει κυρίως (αλλά όχι μόνο) να διακρίνουμε μεταξύ της νεοφιλελεύθερης κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς και της παραδοσιακά προσανατολισμένης, λαϊκής, πολιτισμικής Δεξιάς. Η διάκριση είναι απολύτως απαραίτητη γιατί οι δύο αυτές διαστάσεις της Δεξιάς δεν κινούνται πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ετσι, μπορεί κάποιος να είναι δεξιός στον πολιτισμικό χώρο και μη δεξιός ή ήπια δεξιός (δηλ. κεντροδεξιός) στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος εθνικοσοσιαλισμός στον Μεσοπόλεμο βασιζόταν σε έναν παραδοσιακό σοβινιστικό εθνικισμό από τη μια μεριά και έναν φιλολαϊκό κρατισμό από την άλλη. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η Δεξιά, ακολουθώντας τις θεωρίες της λεγόμενης Σχολής του Σικάγου, πιστεύει ότι οι μηχανισμοί της αγοράς, όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει, λύνουν όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα μιας χώρας. Δεν δημιουργούν μόνο περισσότερο πλούτο αλλά και τον διανέμουν- αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα- κατά κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Και αυτό γιατί ο παραγόμενος πλούτος αργά ή γρήγορα διαχέεται από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (το περίφημο trickle down effect). Με βάση αυτή την αρχή, μια δεξιά κοινωνικο-οικονομική πολιτική δίνει έμφαση στην αποδυνάμωση του κρατισμού και στην επέκταση της λογικής της αγοράς όχι μόνο στον χώρο της οικονομίας (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), αλλά και στον χώρο της παιδείας (π.χ. άμεση διασύνδεση μεταξύ πανεπιστημίου και επιχειρήσεων), στον κοινωνικό χώρο (π.χ. αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους) κτλ.

Οσο για την πολιτισμική διάσταση της Δεξιάς, αυτή δίνει βάρος στις παραδοσιακές αξίες που συχνά ο οικονομικός εκσυγχρονισμός διαβρώνει. Το τρίπτυχο οικογένειαθρησκεία- πατρίδα γίνεται σημαία της. Στην πιο ακραία μορφή της η έμφαση της πολιτισμικής Δεξιάς στην πατρίδα οδηγεί στον αμυντικό εθνικισμό, στον εθνοκεντρισμό, στην ξενοφοβία και στον υπεροπτικό ρατσισμό. Η έμφαση στη θρησκεία οδηγεί στον φανατισμό και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ η έμφαση στην οικογένεια συχνά συνδέεται με έναν πατριαρχικό αυταρχισμό.

Η αντίθεση των δύο λογικών

Αυτό που είναι σημαντικό να τονίσει κανείς είναι ότι η λογική της κοινωνικο-οικονομικής Δεξιάς, κυρίως σε ένα πρακτικό επίπεδο, τείνει να είναι αντίθετη με τη λογική της πολιτισμικής Δεξιάς. Η έμφαση στον σκληρό ανταγωνισμό και στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας οδηγεί στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, στην αποδυνάμωση των οικογενειακών θεσμών και στην ένταση της εγκληματικότητας/παραβατικότητας. Οδηγεί επίσης στην κυνική, μηδενιστική νοοτροπία όλων αυτών που η αγορά θέτει στο περιθώριο- ενώ από την άλλη άκρη ενθαρρύνει την υλιστική, άκρως καταναλωτική, εγωκεντρική νοοτροπία μιας κοσμοπολίτικης, νεοπλουτίστικης ελίτ που κάθε άλλο παρά κόπτεται για την ενδυνάμωση των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της θατσερικής διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο η κυρία Θάτσερ ακολούθησε μια καθαρά νεοφιλελεύθερη, δεξιά πολιτική: απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, καταπολέμηση των συνδικάτων, μονεταρισμός, δημοσιονομική πειθαρχία. Συγχρόνως, όμως, η βρετανίδα πρωθυπουργός ήταν βαθιά συντηρητική στον εξωοικονομικό, πολιτισμικό χώρο. Βέβαια όλοι θυμούνται τη ρήση της ότι δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. Εννοούσε όμως άτομα στον χώρο της οικονομίας όπου τα συλλογικά υποκείμενα, τα συνδικάτα, εμπόδιζαν την εφαρμογή της πολιτικής της. Στον εξωοικονομικό χώρο πίστευε βαθιά στον κεντρικό ρόλο της οικογένειας, της Εκκλησίας και του επιθετικού πατριωτισμού. Ας μην ξεχνάμε τον ημιαποικιακό πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και τον ευρωσκεπτικισμό της. Αν στο επίπεδο της ρητορείας η αντίθεση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και της «νεοπαραδοσιακής» πολιτισμικής λογικής δεν ήταν τόσο εμφανής, στο πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας η αντίθεση ήταν ολοφάνερη. Το όλο και πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού βίωσε την πλήρη αλλοτρίωση, ενώ η έμφαση στον γρήγορο πλουτισμό, στον επιχειρηματία-ήρωα και στον άκρατο καταναλωτισμό οδήγησε στη δημιουργία των γιάπις και των golden boys- η εγωκεντρική, αρπακτική, υλιστική κουλτούρα των οποίων κάθε άλλο παρά συμβατή είναι με παραδοσιακές αξίες.

Η ελληνική Δεξιά και Κεντροδεξιά

Τέλος, δύο λόγια για την ελληνική Δεξιά/Κεντροδεξιά. Η νίκη του Αντώνη Σαμαρά στις 29 Νοεμβρίου σαφώς δείχνει μια κίνηση από την Κεντροδεξιά στη Δεξιά. Και αυτό γιατί η Ντόρα Μπακογιάννη, η ηττημένη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές, σαφώς τοποθετείται σε έναν «ήπιο» δεξιό (δηλ. κεντροδεξιό) χώρο. Απορρίπτει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, ενώ συγχρόνως είναι υπέρ του ανοίγματος της χώρας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο. Ο νέος αρχηγός της ΝΔ, από την άλλη μεριά, με τον ανένδοτο αγώνα του εναντίον της διπλής ονομασίας και με τον λαϊκιστικό εθνικισμό του έχει έναν σαφή δεξιό παρά κεντροδεξιό προσανατολισμό σε ό,τι αφορά την πολιτισμική διάσταση. Ενώ στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο ο προσανατολισμός του είναι κεντροδεξιός - αφού ασπάζεται τον λεγόμενο κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει ότι οι ιδεολογικές διαφορές με το ΠαΣοΚ, στις οποίες ο κ. Σαμαράς αναφέρεται χωρίς να τις προσδιορίζει, εστιάζονται λιγότερο στην οικονομία και περισσότερο στον χώρο της εξωτερικής και της μεταναστευτικής πολιτικής, καθώς και στις σχέσεις Εκκλησίας- Κράτους. Είναι κρίμα που στις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού της ΝΔ η κύρια αντιπαράθεση είχε να κάνει περισσότερο με γενικόλογες αναφορές στους «μηχανισμούς» και στη σχέση του κόμματος με τον λαό και λιγότερο με τις διαφορές των δύο αντιπάλων σε συγκεκριμένα θέματα στον κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Συμπερασματικά:

* Η έννοια της Δεξιάς (όπως και της Αριστεράς) είναι χρήσιμη όταν ο μελετητής λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις διάφορες διαστάσεις του όρου, διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.

* Οι δύο πιο σημαντικές διαστάσεις είναι η κοινωνικο-οικονομική και η πολιτισμική διάσταση που αναφέρεται στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας- θρησκείας- πατρίδας.

* Σε ένα ρητορικό επίπεδο η κοινωνικο-οικονομική λογική συνάδει με την πολιτισμική. Στο επίπεδο της καθημερινότητας όμως η νεοφιλελεύθερη, δεξιά κοινωνικο-οικονομική στρατηγική οδηγεί σε αποτελέσματα που υποσκάπτουν τον δεξιό στόχο της ενδυνάμωσης των οικογενειακών, θρησκευτικών και πατριωτικών αξιών.

* Στη σημερινή ελληνική συντηρητική παράταξη η συζήτηση για τού τι είδους πολιτικές ο νέος αρχηγός της ΝΔ θα ακολουθήσει δεν έχει ακόμη αρχίσει.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2009

Τα συντηρητικά ανακλαστικά και ο δρόμος προς την πολιτική ανάκαμψη



@old whig

Μετά από μία μεγάλη ήττα σε εκλογική αναμέτρηση, κάθε κομματική οντότητα παρουσιάζει –εύλογα ή μη- την τάση να αντιδρά με συντηρητικά ανακλαστικά και να περιχαρακώνεται στο πολιτικό της καβούκι. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ενισχύεται όταν το κόμμα προέρχεται από το ευρύτερο φάσμα της κεντροδεξιάς, η οποία παραδοσιακά εμπεριέχει μεγαλύτερη ποσόστωση στελεχών με συντηρητικές καταβολές. Πόσο μάλλον όταν το κόμμα αυτό είναι η καθ’ημάς εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς, η ΝΔ, και προέρχεται από μία από τις συντριπτικότερες ήττες της σύγχρονης ιστορίας της.

Έχοντας ως κόμμα εξ’αρχής και ελέω της εκλογής νέου ηγέτη, εισέλθει σε μία διαδικασία εσωστρέφειας, πολλοί τις τελευταίες μέρες δεν διστάζουν να κάνουν κι ένα βήμα παραπέρα. Υποστηρίζουν ότι το σχέδιο που πρέπει να ακολουθήσει η ΝΔ και το οποίο θα την οδηγήσει στην ανάκαμψη, είναι η προσύλωση στην παραδοσιακή δεξιά της πτέρυγα και η γενικότερη ενδυνάμωση αυτής με διαφόρων ειδών πολιτικά ανοίγματα – ακόμα και προς το κόμμα του ΛΑΟΣ. Κι ενώ οι υποστηρικτές αυτής της επιλογής διατείνονται ότι μόνον κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να βρει πάλι τον βηματισμό της η παράταξη, τουναντίον είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο μονοπάτι θα οδηγήσει στην περιχαράκωση της και στην περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής της.

Σε παγκόσμια κλίμακα και στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα του κόμματος που κυβερνά, για το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης ισχύουν δύο τινά, όσον αφορά την αντίδρασή του και την στρατηγική που ακολουθεί. Όπου επιλέγεται στροφή προς άκρο του πολιτικού συστήματος –είτε αριστερό είτε δεξιό-, η αποτυχία είναι παταγώδης. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν τα υπό διάλυση σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και οι βρετανοί Torries πριν την εκλογή του Cameron στην αρχηγία, οι οποίοι προσκολλημένοι στις υπερσυντηρητικές εμμονές τους, δεν είδαν ούτε καν δείγμα ανάκαμψης και πρόσφεραν στους Εργατικούς δεκατρία χρόνια διακυβέρνησης. Στον αντίποδα, όταν επιλέγετε άνοιγμα στην κοινωνία με εξωστρακισμό του λαικισμού και πρυτάνευση επιλογών μετριοπάθειας και realpolitik, τα αποτελέσματα είναι εξόχως ενθαρρυντικά. Παράδειγμα εδώ αποτελούν οι υπό τον Cameron Tories, οι οποίοι μεταμορφωμένοι σε ένα σύγχρονο κεντρδεξιό κόμμα προελαύνουν, αλλά και οι αμερικανοί ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι στηρίζοντας στις πρόσφατες τοπικές εκλογές μετριοπαθείς (moderates) υποψηφιότητες αντί για νεοσυντηρητικές, επέτυχαν εντυπωσιακά και για πολλούς αναπάντεχα θετικά αποτελέσματα.

Το ότι ένα κυβερνών κόμμα ηττάται –έστω και συντρηπτικά- σε μία εκλογική αναμέτρηση, δεν δικαιλογεί το πρώτο του βήμα στην επόμενη μέρα να είναι το να σβήσει με μονοκοντηλιά όλα τα παρελθόντα επιτεύγματα και να οδεύσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Καραμανλής μπορεί να απέτυχε να προσδώσει στην ΝΔ πολιτική κατεύθυνση και ιδεολογία, αφήνει όμως ως μεγάλη παρακαταθήκη του το γεγονός ότι δημιούργησε ένα κόμμα που απευθυνόταν σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας κι όχι σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτής. Αυτό το αναντίρρητο επίτευγμα, η ΝΔ δεν έχει την πολυτέλεια να το απεμπολήσει. Δεν έχει το παραμικρό περιθώριο περιχαράκωσης στο δεξιό κομμάτι του πολιτικού φάσματος. Η επιστροφή, σε ιδεολογικό, στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο, της παράταξης σε επιλογές μίας παλαιάς κοπής δεξιάς, με έκδηλα φοβικά, αναχρονιστικά και υπερσυντηρητικά χαρακτηριστικά, αποτελεί βέβαιο δρόμο προς την πολιτική αλλά και –κρισιμότερα- την κοινωνική της συρρίκνωση. Μην λησμονούμε άλλωστε το όχι και τόσο μακρυνό παράδειγμα της προεδρίας Έβερτ, που «κατόρθωσε» να οδηγήσει το κόμμα από τον εκλογικό πυθμένα του ’93 στην άβυσσο του ’96.

Η ΝΔ, ανεξαρτήτως προσώπων, εφ’όσον θέλει να λογίζεται ως πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας, οφείλει να συνεχίσει με αποφασιστηκότητα κι ακόμα πιο εντατικό ρυθμό το άνοιγμα σε όλα τα φάσματα της κοινωνίας που ξεκίνησε επί Καραμανλή, μόνο που αυτήν την φορά πρέπει να το κάνει διαθέτοντας συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση η οποία να μετουσιώνεται σε διαμορφωμένη εκσυγχρονιστική πλατφόρμα διακυβέρνησης. Αντιθέτως, εάν επιλέξει την στροφή προς το πολιτικό άκρο, θα έχει μοιραία, για την ίδια αλλά και για τον τόπο, ακολουθήσει -όπως θα έλεγε κι ο Χάγιεκ- τον «δρόμο προς την δουλεία»...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2009

Η ελληνική Δεξιά τού αύριο



Του ΣΠΥΡΟΥ ΠΕΓΚΑ
Δημοσιεύτηκε στο SOUL (No39)

Μετά τη σαρωτική ήττα της δεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες εθνικές εκλογές υπήρξαν αρκετές γνώμες και αναλύσεις για τα αίτια αυτής της καταστροφής. Οι περισσότερες απόψεις προερχόμενες από την αριστερή προοπτική εστίασαν στην ανεπάρκεια των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Μέλη της δεξιάς παράταξης, αντίθετα, μίλησαν για κακή επικοινωνιακή πολιτική και για αδυναμία ανάδειξης του έργου της δεξιάς διακυβέρνησης. Ουσιαστικά, τα στελέχη, οι βουλευτές και οι πρώην υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή δεν κατάλαβαν τίποτα. Αναφέρονται αποκλειστικά στην παράταξη και τους πληγωμένους οπαδούς τους, αδιαφορώντας έτσι για τις πληγές που προκάλεσαν στο σώμα του κοινωνικού ιστού της χώρας.

Αυτή η διαφορετικότητα στη μέθοδο ανάλυσης και εξήγησης της ήττας μοιάζει να είναι και η διαφορά προσέγγισης της πολιτικής πράξης από τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς». Οι δεξιοί προσπαθούν μέσω της ικανοποίησης μερικών, επιμεριστικών και ειδικών συμφερόντων να δημιουργήσουν ένα δίκτυο πολιτικής πελατείας. Αυτό συνεχώς τροφοδοτούμενο με την ικανοποίηση των αιτημάτων του οφείλει να φέρει και να στηρίζει τη δεξιά παράταξη στην εξουσία. Αντίθετα, η αριστερά επιχειρεί μέσω της διατύπωσης και εκτέλεσης συνολικών, κοινωνικών οραμάτων να «βολέψει» και να ικανοποιήσει τους δικούς της πολιτικούς «πελάτες», τοποθετώντας τους σε στρατηγικές θέσεις στο συνολικό αυτό σχεδιασμό.

Παράλληλα, το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Δεξιάς δεν έχει ανανεωθεί και προσαρμοστεί στη σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα. Η επίκληση αξιών, όπως η πατρίδα, η θρησκεία, και ο θεσμός της παραδοσιακής οικογένειας, αποτελούν ατομικές επιλογές αρχών και όχι ιδεολογία. Μετά την έξωση των φιλελεύθερων στοιχείων από τις τάξεις της Νέας Δημοκρατίας επιλέχθηκε η «διατήρηση της Καραμανλικής παράδοσης … στην παράταξη δεν διάλεξαν κάποιον καθ’ όλα ικανό που θα σηματοδοτούσε τη συνέχεια της πολιτικής κληρονομιάς του μεγάλου ηγέτη. Αλλά κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του οικογενειακού μεγαλείου και των συνδαιτυμόνων του», όπως γράφει και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος στο site του. Η τακτική αυτή διέτρεξε στη συνέχεια κάθετα το σώμα της Νέας Δημοκρατίας. Από τους «βαρόνους» του κόμματος και τους κουμπάρους και τα ανίψια, μέχρι τους «κολλητούς» και τις κοσμικές, κυρίες, που ανέλαβαν να ηγηθούν της ελληνικής κοινωνίας.
Πολιτικός καθοδηγητής της νέας διακυβέρνησης ορίστηκε –πλάι στα οννεδίτικα «παιδιά του σωλήνα»- ο επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης. Εάν κανείς ρίξει μια ματιά στα βιβλία του κ. Λούλη, θα διαπιστώσει ότι είναι απλά δημοσκοπικά, τεχνικά εγχειρίδια, απαλλαγμένα από κάθε ιδεολογική σκέψη ή αμφιβολία. Είναι τρόποι αναρρίχησης και στη συνέχεια διαχείρισης της εξουσίας με επικοινωνιακές τεχνικές.
Αναγκαστικά, πλέον, η Νέα Δημοκρατία, «αντί να διαλέξει την ανανέωση της παράταξης μέσα από τον καταιγισμό νέων ιδεών και αντιλήψεων προτίμησε τη νεκρανάσταση του παρελθόντος με την παλινόρθωση παλαιομοδίτικων συνθημάτων και στοχεύσεων», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ανδριανόπουλος.
Με ηθικολογικού περιεχομένου συνθήματα, όπως το «σεμνά και ταπεινά» και ιδέες πολιτειακής παλινόρθωσης όπως η «επανίδρυση του κράτους», καθώς και οπαδοχουλιγκανικές συμπεριφορές πατριωτικού τσαμπουκά, όπως το ψάλσιμο του εθνικού ύμνου μετά τη βραδιά της ήττας στο Ζάππειο, η δεξιά διακυβέρνηση στάθηκε αδύνατο να οδηγήσει τη χώρα προς το μέλλον.
Εάν θελήσει να μείνει πιστή στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και Οικογενειαρχών, στην παράδοση της ελληνικής υπαίθρου ως φατριαστικό στοιχείο και παράγοντα ανάσχεσης της προόδου, στην καταστολή, στο χωροφύλακα και τον αγροφύλακα αντί στην πρόληψη, στην οικογένεια αντί στη συντροφικότητα, στα μπουζούκια αντί στον πολιτισμό, δεν θα κατορθώσει ποτέ να συγκεντρώσει γύρω της τα νέα «καλά μυαλά της χώρας», τα οποία τόσο έχει ανάγκη. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα, άλλωστε, την τελευταία πενταετία, όπου η ΝΔ δεν προσέλκυσε στους κόλπους της κανένα αξιόλογο, ανεξάρτητο στέλεχος. Για να πειστούν μη αριστεροί άνθρωποι να ασχοληθούν με την πολιτική μέσα από την παράταξη της Δεξιάς, χρειάζεται οραματικός λόγος και σκέψη, όπως ήταν το «ανήκομεν στη Δύσιν» που οριζόταν από την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Κάτι σαν αυτό που πράττει η Αριστερά στην Ελλάδα με τα συνθήματα «Αλλαγή», «Εκσυγχρονισμός» και «Πράσινη Ανάπτυξη» και κατορθώνει να ηγεμονεύει στο πολιτικό σκηνικό.

Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα των μεγάλων συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης. Να αναγνωρίσει τη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, να υιοθετήσει τον κοινωνικό νεωτερισμό, να συμβάλει στη διάλυση των γκρίζων ζωνών της ελληνικής πολιτείας, να τονώσει την ανάγκη της κοινοτικής αλληλεγγύης, να αναδείξει την υγιή, μη κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και κυρίως να επαναπροσδιορίσει τον όρο του πατριωτισμού και της ευνομούμενης, πειθαρχημένης, αντί της πειθαρχικής, κοινωνίας. Μπορεί βραχυπρόθεσμα η ΝΔ να έχει να αντιμετωπίσει την πίεση των εκ δεξιών της κομμάτων, μακροπρόθεσμα, όμως, είναι η ιδεολογική μετακίνηση προς το καθοριστικό κεντρώο τμήμα του πληθυσμού που πρέπει να καταφέρει. Ο ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός και ο σύγχρονος προγραμματικός λόγος προηγούνται της επιλογής του ηγετικού προσώπου. Αυτό ας γίνει αυτή τη φορά κατανοητό, έτσι ώστε να μπορέσει σύντομα η Δεξιά να παίξει τον απαραίτητο εξισορροπιστικό της ρόλο στην ελληνική κοινωνία.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

ΤΡΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ ΠΛΕΥΣΗΣ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ



Ανδρέας Σταλίδης
@antibaro.gr


Η εκλογή προέδρου της ΝΔ γεννά μία δυνατότητα. Η συντριπτική ήττα, η ανατροπή του +5% σε -10% μέσα σε δύο χρόνια, η λογικά αναμενόμενη περίοδος αυτοκριτικής και η παθητικότητα της αντιπολίτευσης, δημιουργούν συνθήκες ικανές για μία ριζική αναδιάταξη της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να μην συνδέεται απόλυτα με το πρόσωπο που θα εκλεγεί, αλλά σίγουρα συνδέεται με την πορεία που θα χαράξει η οποιαδήποτε νέα ηγεσία από την επόμενη ημέρα.

Προς το παρόν, δράττομαι της ευκαιρίας να αποτυπώσω την άποψή μου για τους τρεις άξονες γύρω από τους οποίους εκτιμώ ότι θα πρέπει να κινηθεί η κεντροδεξιά στην Ελλάδα, ώστε να οφελήσει στο μέλλον τον τόπο αντί να καταλήξει ως νεκρό αντικείμενο στους ιστορικούς του μέλλοντος:

1. Ιδεολογική απομυθοποίηση: αποτίναξη των αριστερών ιδεολογημάτων που κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο και έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά επίσημης αφήγησης. Ο σκοπός θα είναι να αποκατασταθούν στερεότυπα και κοινοτοπίες, που δεν ευσταθούν ιστορικά και εκτείνονται στην ανάγνωση όλης της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

2. Συμβολή στην συλλογική αυτογνωσία: αναζήτηση της ταυτότητας μέσα από τις σταθερές της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας, της λαϊκής παράδοσης, αλλά και των θρησκευτικών αναφορών των Ελλήνων που τόσο εύκολα και αβίαστα κατασυκοφαντούνται πανταχόθεν το τελευταίο διάστημα. Η αναζήτηση αυτή θα συνδράμει στην επαναδιαμόρφωση της συλλογικής μας ταυτότητας, με έμφαση στις διαφορές μας από Δύση και Ανατολή

3. Προσδιορισμός του διεθνή ρόλου της χώρας: ανάλυση της επιθυμητής τροχιάς της Ελλάδας υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες με ανάδειξη ενός σταθερού άξονα που θα περιλαμβάνει πρώτον μία προσεκτική ακροβασία μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, και δεύτερον μία κριτική στην τάση ομοσπονδοποίησης της ΕΕ. Όταν ο ευρωσκεπτικισμός οιουσδήποτε βαθμού στην Ελλάδα χαρίζεται εξ ολοκλήρου και κατ' αποκλειστικότητα στο ΚΚΕ, τότε χάνουμε όλοι πολύ μεγάλο μέρος της εικόνας του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και είναι λογικό να μας φαίνονται ορισμένα πράγματα ακατανόητα.

Η δεξιά έχει σφραγιστεί με το δόγμα Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 ότι "Ανήκομεν εις την Δύσιν". Γεγονός είναι όμως ότι στη μεταψυχροπολεμική περίοδο ζούμε σε έναν πολυ-πολικό κόσμο. Το πλέγμα διεθνών σχέσεων είναι σήμερα αρκετά πολυπλοκότερο από το σύστημα δύο τεράστιων πόλων με ελάχιστη αλληλεπίδραση μεταξύ τους, και μία μικρή τρίτη ομάδα αδεσμεύτων. Θα πρέπει λοιπόν να τεθεί ξανά στο προσκήνιο τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε στο μονίμως εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι το διακύβευμα του 21ου αιώνα είναι η επιβίωση της ιδιοπροσωπείας του Ελληνισμού. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη:

Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;.

Καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου θα παίξει η καλλιέργεια και διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας και συνείδησης των Ελλήνων.

Αντί λοιπόν του μόνιμου κυνηγιού του "εύκολου", του απολίτικου, του μηδενισμού της "πολιτικής ορθότητας" και του "μεσαίου" των "ίσων αποστάσεων", θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η αναζήτηση αξιών και αξόνων σε όλες τις κατευθύνσεις.

ΝΔ: από το γράμμα στο πνεύμα του "καραμανλισμού"



του Νίκου Ράπτη
© ppol

H αντίφαση που στοιχειώνει τη Νέα Δημοκρατία ξεκινά από την περίοδο που ακολούθησε την ίδρυσή της. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος (ΚΚ) θέλησε να φτιάξει το 1974 το «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της επόμενης περιόδου. Ο ΚΚ αντιλαμβανόταν βέβαια πως η μετεμφυλιοπολεμική «δεξιά» είχε πια σαρωθεί από τις κοινωνικές εξελίξεις (την αστικοποίηση, την ευημερία, την εξατομίκευση, τη μαζικοποίηση της δημοκρατίας) αλλά και είχε απoνομιμοποιηθεί πολιτικά από τα καμώματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β' και της χούντας. Σε μια εποχή που το «ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα» βρισκόταν σε άνοδο, που στη Γαλλία η «ενιαία αριστερά» σοσιαλιστών-κομμουνιστών διεκδικούσε την εξουσία, και που στην Ισπανία και την Πορτογαλία οι αντίστοιχες δικτατορίες τρέκλιζαν και τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα εμφανίζονταν ως εν δυνάμει σοβαροί πολιτικοί παίκτες σε ένα αριστερόστροφο σκηνικό, ο ΚΚ ήταν έτοιμος να αποδεχτεί πως θα εμφανιζόταν και στην Ελλάδα μια μαρξίζουσα αριστερά που ίσως να μπορούσε κάποια στιγμή να διεκδικήσει-αναλάβει δημοκρατικώ τω τρόπω ακόμα και τη διακυβέρνηση της χώρας. Αντί της αρρωστημένης μονοπωλιακής αντίληψης για την εξουσία της προδικτατορικής δεξιάς, ο ΚΚ αρκούνταν να ηγηθεί μιας παράταξης που από τη μια θα συσπείρωνε το σύνολο του αστικού κόσμου , από την άλλη θα ασκούσε τη διακυβέρνηση της χώρας παραχωρώντας ευχαρίστως στη μαρξίζουσα αριστερά μικρά διαλείμματα διακυβέρνησης.

Αυτή η διάθεση του ΚΚ να αντικαταστήσει-μετεξελίξει τη «δεξιά» σε ένα ευρύχωρο καθεστωτικό κόμμα, αποτυπώθηκε ακόμα και στην ονομασία του νέου πολιτικού σχηματισμού: «Νέα Δημοκρατία»1 σε αντίστιξη βέβαια με την παλιά, προδικτατορική, «αμαρτωλή» εκδοχή της. Αποτυπώθηκε όμως κυρίως στις κορυφαίες πολιτικές επιλογές της περιόδου 1974-1980:

*Την επίλυση του «πολιτειακού» και του «γλωσσικού» με τρόπο που πριν τη δικτατορία πρέσβευαν -πέραν των ηττημένων του εμφυλίου (και πάλι όχι όλων)- μόνο ορισμένα τμήματα του προοδευτικού-«πεφωτισμένου» κέντρου. Την πλήρη και άνευ «ασφαλιστικών δικλείδων» νομιμοποίηση των ΚΚΕ.
*Την απηνή δίωξη (με πολύ έωλες από νομική άποψη κατηγορίες) των πρωταιτίων της δικτατορίας και την «εις θάνατον» (!) καταδίκη τους2.
*Τη γενναία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της παράταξης, με την επίμονη αναζήτηση δυνάμεων που προέρχονταν από το προδικτατορικό κέντρο και κυρίως την «ελληνική δημοκρατική νεολαία» (ΕΔΗΝ) (η «διεύρυνση» προς το κέντρο υπηρετήθηκε εξάλλου με επιμονή από τον ΚΚ μέχρι τη μεταπήδησή του στην προεδρία της δημοκρατίας, το 1980).
*Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της «ένταξης στην ΕΟΚ» ως κορυφαίου ιδεολογικού-πολιτικού προτάγματος της παράταξης, θεωρήθηκε -και σωστά-πως θα μπορούσε να συνθέσει τις αντικομουνιστικές ανησυχίες των υπολειμμάτων της άλλοτε κραταιάς δεξιάς («ανήκομεν εις την δύσιν») με τις εκσυγχρονιστικές διαθέσεις του προοδευτικού αστικού χώρου.


Η κατασκευή όμως αυτού του νέου «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας, που αποφάσισε να θεμελιώσει το 1974 ο ΚΚ, προϋπέθετε έναν ακόμα όρο: την απεμπλοκή του νέου κόμματος από ιδεολογικές-ιδεοληπτικές αναζητήσεις που κινδύνευαν να αναζωπυρώσουν ανά πάσα στιγμή ό,τι δίχαζε επί τριάντα χρόνια τις πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες της νέας πολιτικής σύνθεσης. Είναι γνωστό πως ο ΚΚ περιφρονούσε την ιδεολογική διάσταση της πολιτικής. Πρέσβευε την αντίληψη πως η πολιτική ήταν η «τέχνη του εφικτού», με άλλα λόγια η ad hoc επίλυση προβλημάτων μετά από αμερόληπτη και τεκμηριωμένη ανάλυση, εντός ίσως ενός ευρύτατου χώρου πολιτικών αυτονόητων (της λειτουργίας της αγοράς για την παραγωγή πλούτου, της παρέμβασης του κράτους για την αναδιανομή του, του δυτικού προσανατολισμού της χώρας, της δημοκρατικής λειτουργίας, της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών κ.λπ). Η ΝΔ εξάλλου προοριζόταν να είναι κόμμα εξουσίας και ως τέτοιο δεν χρειαζόταν να συζητάει για την πολιτική αλλά να την ασκεί, ως κυβερνητικό έργο. Δεν είναι τυχαίο που το τόσο προσεκτικό και λεπτομερές εγχείρημα της οικοδόμησης της Νέας Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από τόση ιδεολογική κενότητα (στις εκλογές του 1974 και του 1977, σήμα της ΝΔ ήταν η... φωτογραφία του ΚΚ). Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» -με το «ριζοσπαστισμό» να έχει προϋπηρεσία στο καραμανλικό σύμπαν από την εποχή της «εθνικής ριζοσπαστικής ένωσι» (ΕΡΕ)- υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιδεολογικούς πομφόλυγες των τελευταίων δεκαετιών, φτιαγμένος ακριβώς για να μη λέει τίποτα -και συνεχίζει έως σήμερα να ταλαιπωρεί τη Νέα Δημοκρατία.

Η σύλληψη του Καραμανλή ήταν σχεδόν αψεγάδιαστη, πλην μιας λεπτομέρειας: ο ΚΚ είχε διαβλέψει την άνοδο του ΠΑΣΟΚ (που την προτιμούσε από εκείνη των ΚΚ) όπως και την κατάρρευση του παραδοσιακού «κέντρου». Είχε προβλέψει με ακρίβεια το 1981. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο και το πολιτικό του κατασκεύασμα, ήταν εντελώς ανύποπτος για το 1985, το Νοέμβριο του 1989, το 1993, το 1996, το 2000 και το 2009. Διότι τελικά, κατά ειρωνικό τρόπο, «φυσιολογικό κόμμα εξουσίας» της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν αναδείχθηκε η έχουσα «το όνομα» «Νέα Δημοκρατία» αλλά το έχον «τη χάρη» (κακόηχο) ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Παρά τα σκάνδαλα, τις εσωκομματικές του συγκρούσεις, τις ανεπάρκειές του, ακόμα και το προφανές «στόμωμα» της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα τελευταία 28 χρόνια το ΠΑΣΟΚ είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Μετά το 1981, η ΝΔ βγήκε στο προσκήνιο δυο φορές: τη μεν πρώτη, το 1990, ως «τσιρλίντερ» μεταξύ δύο ημιχρόνων πασοκικής διακυβέρνησης (με ηγεσία μάλιστα και πολιτική ακατανόητες από τον κορμό της παράταξης) τη δε δεύτερη, το 2004, για να «στήσει» μια κακή παραγωγή «μικρού μήκους» που «κατέβηκε» άρον-άρον, έστω κι αν το καστ ήταν πολλά υποσχόμενο κι εν πάση περιπτώσει αποτελούνταν από σύμπαν το νεοδημοκρατικό σταρ-σίστεμ, από τον πυρήνα του κομματικού μηχανισμού που είχαν «στήσει» («κατ' εικόνα» του ΠΑΣΟΚ) οι Ευάγγελος Αβέρωφ και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η αυθεντική «οννεδίτικη» και ατόφια νεοδημοκρατική κυβέρνηση τελικά κατέρρευσε υπό το βάρος της ατολμίας, της ανικανότητας και της ατιμίας της.

Με άλλα λόγια: το κόμμα που φαντάστηκε ο ΚΚ το 1974 -ο πλατύς συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας και όχι με ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις «περί όνου σκιάς» και ασκεί το ρόλο του «φυσιολογικού κόμματος εξουσίας» της νέας δημοκρατίας (επιφυλάσσοντας για τον άλλο μεγάλο πόλο ενός δικομματικού συστήματος σύντομα «διαλείμματα» άσκησης της εξουσίας) υπήρξε πράγματι, αλλά δεν ήταν η ΝΔ -ήταν το ΠΑΣΟΚ! Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τη ΝΔ να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, από το 1981 και μετά, η ΝΔ ετεροκαθορίζεται παντελώς από το ΠΑΣΟΚ είτε πιθηκίζοντάς το (στον τρόπο οργάνωσης, στελέχωσης, στη συνθηματολογία (!) κ.λπ) είτε υποστηρίζοντας άκριτα τα ανάποδα από όσα ασκούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ: όποτε εκείνες προκρίνουν τον πελατειασμό και το λαϊκισμό, η ΝΔ παριστάνει τον «φιλελεύθερο» αντίπαλο του κράτους και της φορολογίας. Όποτε ο τόνος δίνεται στη δημοσιονομική λιτότητα, το νοικοκύρεμα της οικονομίας κ.λπ η ΝΔ «ψωνίζει» λαϊκισμό και κρατισμό που την φέρνει συχνά πλάι-πλάι με το ΚΚΕ και τα «συνδικάτα» (διάβαζε: τις ομάδες υπεράσπισης των συμφερόντων της μεταπολιτευτικής νομενκλατούρας). Η ΝΔ έπαψε να υφίσταται ως αυτόνομη πολιτική παράταξη και υπάρχει μόνο ως «είδωλο» του ΠΑΣΟΚ.

Το βάθος του προβλήματος δεν είχε αποκαλυφθεί έως την πτώση της «μικρού μήκους» διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή του νεώτερου. Κι όμως, εκείνο το έργο είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές: ο ηγέτης ένωνε ολόκληρη την παράταξη και αγαπιόταν πέραν αυτής· οι πάντες είχαν σιχαθεί το ΠΑΣΟΚ· ακόμα και στο επίπεδο των κυρίαρχων αντιλήψεων, είχαν πραγματοποιηθεί τεκτονικές μετακινήσεις από τα μεταπολιτευτικά θέσφατα· το κυβερνόν πολιτικό προσωπικό ήταν «σαρξ εκ της σαρκός» της παράταξης. Οι οιωνοί προοιωνίζονταν μία πολιτική νίκη «στρατηγικής σημασίας» ανάλογη με εκείνη του 1981. Κι όμως, κι ετούτη τη φορά η ΝΔ απεδείχθη εντελώς ανίκανη να χαράξει πολιτική πορεία για τη χώρα. Στάθηκε αμήχανη στη σκηνή, άλλοτε μιμούμενη το ΠΑΣΟΚ και άλλοτε καταχειριάζοντάς το -κατά προτίμηση λεκτικά!- σε παράλογα και άτοπα ξεσπάσματα. Ταυτόχρονα τσιμπολογούσε γερά από τον μπουφέ της εξουσίας «σαν να μην υπήρχε αύριο» (που πράγματι δεν υπήρχε).

Το αποτέλεσμα είναι πως ο μέσος συντηρητικός, κεντροδεξιός, νεοδημοκράτης δεν βρίσκει σήμερα σχεδόν τίποτα για να περηφανευτεί για την παράταξή του. Όταν η ΝΔ κοκορεύεται πως είναι «η παράταξη των μεγάλων επιλογών», αναφέρεται σε πράγματα που συνέβησαν εδώ και τριάντα τουλάχιστο χρόνια.

Μπροστά στη ΝΔ ανοίγουν σήμερα δύο δρόμοι: o πρώτος είναι να συνεχίσει να συμμετέχει στη μεταπολιτευτική business, as usual. Ο δεύτερος να επιχειρήσει ένα ριψοκίνδυνο άλμα στο κενό, μια φυγή προς το εμπρός, ελπίζοντας πως η πορεία της θα συμπέσει με εκείνη του μέλλοντος.

Η πρώτη επιλογή αφορά τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται εντός του συστήματος: στελέχη του κομματικού μηχανισμού, αιρετούς της ΝΔ κ.λπ φοροφυγάδες (ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίους), πλουτοκράτες, κλεπτοκράτες, τη νομενκλατούρα του δημοσίου, τους βαρόνους και βαρονίσκους των ΜΜΕ, τους προνομιούχους μεσήλικες και συνταξιούχους, τους συστηματικούς διαφθορείς και διαφθειρόμενους κ.λπ. Είναι φανερό πως αυτή την επιλογή εκφράζει σήμερα η επιλογή της Ντόρας Μπακογιάννη στην αρχηγία της ΝΔ. Σύμφωνα με αυτή την επιλογή, η ΝΔ καλείται να αποδεχτεί το β' ρόλο στο πολιτικό σύστημα, αρκούμενη στη λεία που αντιστοιχεί στη θέση αυτή, όσο τουλάχιστο το σύστημα θα στέκεται στα πόδια του. Η «ρεαλιστική» αυτή προσέγγιση είναι μονόδρομος και φαντάζει ως η μόνη χρήσιμη και λογική για τον «κομματικό βραχίονα» της κεντροδεξιάς παράταξης. Είναι όμως εντελώς αδιάφορη για την κοινωνική βάση των πολιτών (συντηρητικών, χριστιανοδημοκρατικών, φιλελεύθερων ακόμα και μετριοπαθών σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων) που διψούν για μια εναλλακτική αφήγηση και μια νέα πορεία για τη χώρα, πέραν της κεντροαριστερής ηγεμονίας και της πασοκικής κυριαρχίας της μεταπολιτευτικής περιόδου. Είναι πολύ σοφό να «αφεθείς στον άνεμο για να τον καβαλήσεις», αρκεί να υπάρχει άνεμος -αλλιώς απλά πέφτεις και τσακίζεσαι!

Η «συμβατική» επιλογή κοντολογίς ανοίγει-διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνική βάση της ΝΔ, χάσμα που κινδυνεύει προοπτικά να καταπιεί το πρώτο (με το κόμμα να υπεξαιρεί-εξουδετερώνει την κοινωνία) ή τη δεύτερη (με τη βάση να απορρίπτει το κόμμα), ενώ εμφιλοχωρεί πάντα η πιθανότητα -σε περίπτωση υπερδιόγκωσης μεταπολιτικών-φονταμενταλιστικών φαινομένων- το χάσμα αυτό να καταπιεί το ίδιο το πολιτικό σύστημα -ή τουλάχιστο την υπόθεση του ομαλού-δημοκρατικού ριζικού του μετασχηματισμού.

Η δεύτερη επιλογή είναι να αρνηθεί η ΝΔ τη θέση του «ρολίστα» στο μεταπολιτευτικό σενάριο, διεκδικώντας όχι «μεγαλύτερο ρόλο» (που η τριακονταετία 1981-2009 έδειξε πως δεν μπορεί να πάρει -ή να «σηκώσει») αλλά να «κατέβει» ολωσδιόλου η παράσταση και να ανέβει «νέον έργον». Εκτιμώ πως για να το πετύχει αυτό η ΝΔ θα πρέπει:

(α) Να μετατραπεί εθελουσίως σε «αρένα» έντονης πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης και σύνθεσης των αντιθέσεων που διαπερνούν όχι τη ΝΔ ή την παράταξή της, αλλά την ίδια την νεοελληνική κοινωνία. Σε απλά ελληνικά αυτό θα σήμαινε την ανοικτή λειτουργία οργανωμένων πολιτικών-ιδεολογικών τάσεων και τη βολονταριστική-έντονη προσπάθεια να συμμετάσχουν νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς καν αναφορά στην «παράταξη», σε μια διαβούλευση μακράς πνοής και εθνοσυνελευσιακής στόχευσης, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός πολιτικού-ιδεολογικού προτάγματος για την Ελλάδα του 2020. Αυτή η «επανιδρυτική» διαδικασία θα έπρεπε να αναδείξει μια «νέα γενιά» στελεχών από το χώρο των επιχειρήσεων, της διανόησης, των επαγγελματιών και όχι από τα κομματικά τροφεία της ΟΝΝΕΔ και της ΔΑΠ/ΝΔΦΚ.

(β) Την αντιπαράθεση με τους ισχυρούς ιδεολογικούς/κοινωνικούς/πολιτικούς αρμούς του μεταπολιτευτικού συστήματος και την πολιτική έκφραση των ξεχασμένων της μεταπολίτευσης (των γυναικών, των νέων, των παιδιών, του περιβάλλοντος, του δημόσιου χώρου, της αξιοκρατίας, της αξιολόγησης, της απόδοσης ευθυνών, της λογοδοσίας, της δημοκρατικής εκπροσώπησης, της ελευθεροτυπίας κ.λπ). Στόχος είναι η παραγωγή μιας αφήγησης για την Ελλάδα που να μπορεί να κινητοποιεί τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που «ξεχάστηκαν» από τη μεταπολίτευση διότι αυτές κρατούν στα χέρια τους το μέλλον/την επιβίωση του ελληνικού εθνικού και δημοκρατικού κρατικού μορφώματος σε αυτόν το γεωγραφικό χώρο πέραν του 21ου αιώνα.

Θα έλεγε κανείς πως αυτή την επιλογή την εκφράζει η ανάδειξη του Αντώνη Σαμαρά σε πρόεδρο της ΝΔ. Δε συμφωνώ αναγκαστικά, αν και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ πως η επιλογή Σαμαρά είναι παρασάγγας πιο ενδιαφέρουσα από την «υπναλέα» και «συστημική» εκλογή της Ντόρας Μπακογιάννη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Αντώνης Σαμαράς -ή τουλάχιστο κάποιοι περί αυτόν που τον επηρεάζουν-ονειρεύονται να «τελειώνουν» τη μεταπολίτευση. Η ίδρυση εξάλλου της «πολιτικής άνοιξης» έδειξε πως ο Σαμαράς διαθέτει μια αυθεντική «υπερβατική» φλέβα, αλλά και πολιτική τόλμη και αυτοπεποίθηση3. Δυστυχώς όμως ο ίδιος Σαμαράς το 1996 υπήρξε όχι απλά συνυπεύθυνος, αλλά εμπνευστής μιας από τις μεγαλύτερες καιροσκοπικές κενολογίες των τελευταίων δεκαετιών -του περίφημου «αντισημιτικού μετώπου». Όταν είδε πελατεία, ο Σαμαράς δε δίστασε να μετέλθει του πιο ξεφωνημένου λαϊκισμού προκειμένου να μοσχοπουλήσει την πραμάτεια του. Πράγμα που μας λέει κάτι για το μέλλον μιας «σαμαρικής» ΝΔ: στο βαθμό που -υπό το φάσμα της χρεοκοπίας κ.λπ- η κυβέρνηση προχωρά σε «ξήλωμα» του μεταπολιτευτικού συστήματος4, η διάθεση «ρήξης» του Σαμαρά, σε συνδυασμό με τον εγγενή (;) «ρεαλιστικό λαϊκισμό» του, μπορεί να μετατρέψει τη ΝΔ όχι σε κόμμα της «νέας μεταπολίτευσης», αλλά σε εκφραστή του ancien régime! Θα είναι αυτό ο υπέροχα ειρωνικός τρόπος να γραφτεί ο επίλογος σε ένα βιβλίο που ξεκίνησε σαν επική περιπέτεια το 1974 για να συνεχιστεί ως δράμα τη δεκαετία του '70 και του '80 και ως φαρσοκωμωδία σε εκείνες του '90 και του '00.

Συμπερασματικά, αν η ΝΔ θέλει να ξεφύγει από την κακή της μοίρα, αντί να «ομνύει» στο «γράμμα» των πολιτικών παρακαταθηκών του ιδρυτή της, καλά θα έκανε να διδαχτεί από το «πνεύμα» τους. Να αναγνώσει τη σημερινή πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα με φρέσκο βλέμμα και πολιτική-εθνική φιλοδοξία («ριζοσπαστικά» όπως θα έλεγε δίχως άλλο ο ΚΚ). Και να επιχειρήσει να εκφράσει τις πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις του μέλλοντος, χωρίς να διστάσει «να κάψει τα καράβια πίσω της», να φτύσει κατάμουτρα τα τοτέμ της «κομματικής βάσης» της και να «καρφώσει» το πηδάλιο της πορείας της όχι όπου τη πηγαίνουν τα ρεύματα, αλλά όπου της δείχνει ο πολικός αστέρας της Ελλάδας των επόμενων πενήντα χρόνων.



Σημειώσεις

1.Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ακριβώς όρος περιέγραψε το καθεστώς που εγκαινίασε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος από την κατάργηση της βασιλείας της Ελλάδας (1/6/1973) έως την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τότε αναζητήθηκε τρόπος για τη «φιλελευθεροποίηση» του στρατιωτικού καθεστώτος και την αναζήτηση μιας «εύσχημης» μετάβασης σε ένα είδος «ελεγχόμενης» πολυκομματικής... «νέας δημοκρατίας».
2.Που ευτυχώς μεταβλήθηκαν σε ισόβιες καταδίκες. Η εντυπωσιακή ρήση του πρωθυπουργού τότε Καραμανλή, «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» τηρείται έως σήμερα!
3. Αν και είναι επίσης αλήθεια πως ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε εκτός ΝΔ και διότι δεν κατάφερε να αντεπεξέρθει στον αγώνα πλειοδοσίας σε εσωκομματική αντιπολίτευση στον οποίο τον παρέσυρε ο Μιλτιάδης Έβερτ το διάστημα 1991-1993, αγώνα που είχε ως τρόπαιο τα «κλειδιά» του «μεγάλου μαγαζιού» μετά το επιστροφή της ΝΔ στα χέρια των λεγόμενων «καραμανλικών».
4.Από το Φεβρουάριο του 2009 γράψαμε πως «το εγχείρημα της αντιμετώπισης της κρίσης εμπεριέχει αφ' εαυτόν σε μεγάλο βαθμό το πρόταγμα της "νέας μεταπολίτευσης"»

Σαμαράς - Μπακογιάννη: Δύο διαφορετικά ηγετικά πρότυπα



ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Μία εβδομάδα πριν από την ημέρα της εκλογής, η πόλωση μεταξύ των δύο βασικών διεκδικητών του προεδρικού αξιώματος της ΝΔ φαίνεται να εντείνεται, εις βάρος του 3ου ανθυποψηφίου. Τόσο η συστράτευση του κ.Α.Σπηλιωτόπουλου με την κ.Μπακογιάννη, όσο και, κυρίως, η σημαντικότερη «αντισυσπείρωση», που προκάλεσε η θεαματική άνοδος της επιρροής του κ.Σαμαρά, στο αμέσως προηγούμενο διάστημα (και η πιστοποίησή της στις δημοσκοπήσεις), έχουν μεταβάλλει, ως ένα βαθμό, τις καταγεγραμμένες προτιμήσεις του δυνητικού εκλεκτορικού σώματος.

Διατηρείται το προβάδισμα Σαμαρά

Η εκλογική διαδικασία της 29ης Νοεμβρίου είναι πρωτόγνωρη για τη ΝΔ. Ουδείς γνωρίζει επακριβώς ούτε το μέγεθος, ούτε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος, που τελικά θα ψηφίσει. Κατά συνέπεια, καμία από τις τρεις κατηγορίες δυνητικών ψηφοφόρων (α.βέβαιοι ότι θα συμμετάσχουν, ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, β.ψηφοφόροι της ΝΔ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, και γ.κατά δήλωση μέλη και υποψήφια μέλη της ΝΔ) δεν αποτελεί απολύτως σίγουρη βάση, για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την εκλογική δυναμική των υποψηφίων. Υπό αυτό το πρίσμα, η χρήση των δημοσκοπήσεων θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική. Οι εκτιμήσεις που προκύπτουν από αυτές θα πρέπει να θεωρούνται απλώς και μόνον ενδείξεις τάσεων, που εμπεριέχουν -αντικειμενικά- μεγάλο ποσοστό στατιστικού σφάλματος: Ο κ.Σαμαράς φαίνεται να διατηρεί το προβάδισμα, έναντι της αντιπάλου του, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις εργασίας που υιοθετούνται, σχετικά με το δυνητικό εκλογικό σώμα της επερχόμενης αναμέτρησης. Το ποσοστό του αυξάνεται ελαφρώς, αλλά δεν υπερβαίνει το 44,5%. Από την άλλη πλευρά, η συσπείρωση στο πρόσωπο της κ.Μπακογιάννη υπήρξε την τελευταία εβδομάδα εντονότερη. Στις 3 προαναφερθείσες κατηγορίες δυνητικών εκλεκτόρων, το ποσοστό της κυμαίνεται σήμερα, μεταξύ 36% και 40%, ενώ η μικρότερη απόστασή της, από τον κ.Σαμαρά καταγράφεται στο «στενότερο» εκλογικό σώμα των ψηφοφόρων της ΝΔ, που δηλώνουν «βέβαιοι ότι θα συμμετάσχουν». Το ποσοστό του κ.Ψωμιάδη υποχωρεί σημαντικά (3%-5%), παραμένοντας, ωστόσο, πάνω από το 10%. Ο β’ γύρος, που παραμένει το πιθανότερο ενδεχόμενο της αναμέτρησης, καθίσταται περισσότερο αμφίρροπος, καθότι η διαφορά μειώνεται από 14,5%, προηγουμένως, σε μόλις 5% (49% υπέρ του κ.Σαμαρά, έναντι 44% της κ.Μπακογιάννη). Τέλος, στη δημόσια εικόνα που καταγράφουν οι τρεις ανθυποψήφιοι διαπιστώνονται εντονότατες διαφοροποιήσεις και ως προς την εκπροσώπηση των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων. Πρόκειται, ουσιαστικά, για κοινωνική τριχοτόμηση της εκλογικής βάσης της Δεξιάς παράταξης.

Δύο ισοδύναμα, αλλά διακριτά ηγετικά πρότυπα

Η εμπειρική αξιολόγηση της εικόνας των πολιτικών αρχηγών, στις έρευνες κοινής γνώμης, βασίζεται συνήθως σε δύο άξονες: α) της ικανότητας (competence) και β) της σχέσης με την κοινωνία, δηλαδή της κοινωνικής τους αποδοχής και της ανταπόκρισής τους στα κοινωνικά στερεότυπα (responsiveness). Η σύγκριση των δύο πολιτικών στελεχών, σε αυτούς τους δύο άξονες, με βάση τα χαρακτηριστικά που εντοπίζουν σε κάθε έναν από αυτούς οι πολίτες, αποκαλύπτει ορισμένες κρίσιμες διαφοροποιήσεις, μεταξύ των δύο προσώπων. Διαφοροποιήσεις, που παραπέμπουν σαφέστατα στην ύπαρξη δύο διαφορετικών μεν, αλλά και σχετικά ισοδύναμων ηγετικών προτύπων.

Ισοδυναμία μεταξύ των δύο ανθυποψηφίων διαπιστώνεται σε μια σειρά παραμέτρους, όπως στο δείκτη επάρκειας προγραμματικού λόγου («έχει τις καλύτερες απόψεις και θέσεις»), στην προάσπιση των συμφερόντων της χώρας και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής («μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας») και στο αίσθημα ασφάλειας που εμπνέουν («αισθάνεσαι μεγαλύτερη σιγουριά»).

Σε γενικές γραμμές, η κ.Μπακογιάννη φαίνεται να αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία της, σε ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ηγετική εικόνα ενός/μιας πολιτικού αρχηγού (πρώτος άξονας): Έτσι, προηγείται με σημαντική διαφορά (+17%) στην ηγετική εικόνα («είναι ηγέτης»). Επιβεβαιώνει, επίσης, την κεκτημένη επικοινωνιακή παρουσία της («έχει κάνει τις καλύτερες εμφανίσεις στην τηλεόραση»). Αρνητικό, ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι ταυτίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τα «οικονομικά συμφέροντα» (47%, έναντι 16% του κ.Σαμαρά).

Συμπερασματικά, η κ.Μπακογιάννη μπορεί να διαθέτει ιδιαίτερα ισχυρή ηγετική εικόνα στην κοινή γνώμη, αλλά η κοινωνική της αποδοχή είναι αισθητά αποδυναμωμένη. Αντιθέτως, ο κ.Σαμαράς κυριαρχεί σαφώς στον δεύτερο άξονα: διαθέτει μεγαλύτερη ικανότητα επικοινωνίας με τα λαϊκά στρώματα της συντηρητικής παράταξης («εκφράζει περισσότερο τους ψηφοφόρους της ΝΔ», «είναι πιο κοντά στους απλούς ανθρώπους»), ενώ διακρίνεται και για την κοινωνική του αμεσότητα («νοιώθεις πιο κοντά του», «είναι πιο αληθινός»).

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2009

Τη Νέα Δημοκρατία μην την κλαις



Tου Πασχου Μανδραβελη

Είναι πολλοί που προβλέπουν τα χίλια μύρια όσα για τη Νέα Δημοκρατία την 30ή Νοεμβρίου 2009. Από διάσπαση μέχρι μούτρωμα των οπαδών και από διάλυση μέχρι ανταλλαγές ύβρεων. Στηρίζουν δε τις προφητείες τους στις βολές, αιχμές, ακόμη και προσβολές που εκτοξεύονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Βέβαια, όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες ξεχνούν μερικά πράγματα. Πρώτον: τα ίδια έλεγαν το 2007 και για το ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον και κυριότερο: η δημοκρατική διαδικασία δεν είναι δεξίωση, όπου όλοι ανταλλάσσουν κομπλιμέντα και κανείς δεν κακοκαρδίζει κανέναν. Στην πολιτική, πάντα λέγονται δυο κουβέντες παραπάνω. Στο βαθμό που η συζήτηση δεν ξεφεύγει σε προσωπικές ύβρεις, αντί να απευχόμαστε τον έντονο διάλογο, πρέπει να τον αποζητούμε. Δεν είναι κακό να υπάρχουν επιθέσεις σε πολιτικά ζητήματα. Διά των συκοφαντημένων από τα ΜΜΕ «βολών» και «αιχμών» ξεκαθαρίζουν οι θέσεις των πολιτικών.

Το θετικό είναι ότι ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της Νέας Δημοκρατίας γίνεται κουβέντα. Πολλοί θα υψώσουν το φρύδι λέγοντας ότι «δεν είναι στο βάθος που απαιτείται». Πιθανώς, αλλά δεν μας λένε ταυτόχρονα και το «βάθος» που θα τους ευχαριστούσε. Σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η εκλογή από τη βάση είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία για ένα κατά βάση συντηρητικό κόμμα. Εξάλλου, ποτέ καμιά διαδικασία δεν είναι άριστη, όχι μόνο όταν πρωτοδοκιμάζεται, αλλά και μετά από χρόνια. Στην Ελλάδα έχουμε 35 χρόνια δημοκρατίας κι όμως απομένουν πολλά να κατακτήσουμε. Επομένως, είναι φυσικό κι επόμενο να υπάρχουν προβλήματα στην εκλογή από τη βάση, μια διαδικασία που ουσιαστικά έχει δύο χρόνια ζωής.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι φίλοι και τα στελέχη της Ν.Δ. δεν έχουν να φοβούνται τίποτε από το κλίμα πανικού και καταστροφής, που δημιουργούν καθημερινά οι τηλεαστέρες για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Αντιθέτως, πρέπει να απαιτούν από τους υποψηφίους μεγαλύτερη διασαφήνιση των θέσεων και ας συγκρούονται αυτές μεταξύ τους. Αν οι απόψεις ήταν ταυτόσημες, δεν θα χρειάζονταν τρεις υποψήφιοι· θα αρκούσε ένας. Εξάλλου, ταυτόσημες απόψεις υπάρχουν μόνο στα νεκροταφεία και στο ΚΚΕ, αν και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνει κάποιος το ένα από το άλλο.

Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε μια καμπή της ιστορίας της. Αυτό που κάνει δεν είναι σημαντικό μόνο για την ίδια, είναι σημαντικό για τον τόπο. Ενα μεγάλο κόμμα παύει να είναι μια μάζωξη βαρώνων που ψάχνει να χρίσει τον Εκλεκτό, ούτε ένα άθροισμα στελεχών που απλώς ετοιμάζει το επόμενο γιουρούσι στο κράτος. Μεταμορφώνεται σε ευρωπαϊκό κόμμα που μαθαίνει να συζητάει πολιτικά, έστω κι αν αυτό προκαλεί συγκρούσεις. Δημιουργούνται τριβές, λέγονται παραπανίσιες κουβέντες, φτιάχνεται «κλίμα», αυτό που οι υπεροπτικοί της τηλοψίας λένε ότι «δεν είναι ευχάριστο». Αυτό όμως είναι το ελάχιστο κόστος της δημοκρατίας. Πολιτικός οργανισμός χωρίς τριβές δεν είναι πολιτικός, είναι εξωραϊστικός σύλλογος. Η ενότητα των κομμάτων δεν επιτυγχάνεται διά του σαβουάρ βιβρ, σφυρηλατείται με την κατάθεση και τη σύγκρουση απόψεων. Η μετάβαση στο καινούργιο έχει κόστος, αλλά η στασιμότητα είναι καταστροφική.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2009

Το ζήτημα στη ΝΔ δεν είναι αν θα κινηθεί στο Μεσαιο χώρο ή στην ευρύτερη Κεντροδεξιά, αλλά Ηθικό...



@antinews

Η αντίθεση ανάμεσα στο «καθαρό» ιδεολογικά κόμμα, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ηγεμονία της ΝΔ στη συνέχεια που προτείνει ο Αντώνης Σαμαράς, και το άνευρο ιδεολογικά «πολυσυλλεκτικό» και «πελατειακό» κόμμα που προτείνει ουσιαστικά η Ντόρα Μπακογιάννη δεν είναι η μόνη στη σημερινή ΝΔ. Και ίσως ούτε η κυρίαρχη.

Επειδή το ερώτημα «τι κόμμα θέλουν οι νεοδημοκράτες» έχει να κάνει και με την μεγάλη παθογένεια της πολιτικής μας ζωής, την διαπλοκή και την διαφθορά.

Θα το εξηγήσουμε με απλά λόγια:

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τα γεγονότα του 1993, την πτώση δηλαδή της κυβέρνησης του (επειδή αυτός αποφάσισε να κάνει εκλογές που πίστευε ότι θα κερδίσει) και την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε, για να δημιουργήσει μια ακόμα μεγάλη παρεξήγηση προς όφελός του, μετά εκείνη την αποστασίας: Εισήγαγε πρώτος στο νεοελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «διαπλεκόμενα», με τρόπο όμως που απομάκρυνε την ευθύνη από τους πολιτικούς, όπως ο ίδιος.

Η παρεξήγηση έγκειται στο ότι , εξ ορισμού, «διαπλεκόμενοι» δεν μπορεί να είναι οι επιχειρηματίες, αλλά μόνον οι πολιτικοί.

Όταν η ΝΔ παραδινόταν το 1984 στα χέρια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη όλοι οι νεοδημοκράτες νόμιζαν ότι επέλεγαν τον «αντι-Ανδρέα» που θα την ξανάφερνε στην εξουσία. Στην πραγματικότητα επέλεξαν τον μοναδικό που μπορούσε να μετατρέψει τη ΝΔ σε ένα βαθειά διαπλεκόμενο κόμμα, όπως τότε και το ΠΑΣΟΚ, στερώντας την από την ιδεολογική και πολιτική της φυσιογνωμία.

Η ηγεσία του Έβερτ ολοκλήρωσε την παράδοση της ΝΔ στην διαπλοκή. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Όλοι γνωρίζουν άλλωστε ότι η «πολιτική» πορεία της ΝΔ συνδέεται έκτοτε με μεγάλες συγκρούσεις επιχειρηματικών ονομάτων και εκδοτικούς πολέμους. Ποιος ξεχνάει άλλωστε τι έγινε επι Οικουμενικής για τον γιο του Πέτρου και τον ΟΤΕ και αργότερα για το Φυσικό Αέριο, την Ρεβυθούσα, τα ξενοδοχεία, το εμπάργκο πετρελαίου προς τα Σκόπια, την ΔΕΗ, την Ενέργεια, τους Σιδηροδρόμους κλπ κλπ.

Αυτό όμως που διαφεύγει στους πολλούς είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης αναρριχήθηκε στην κομματική εξουσία και εν συνεχεία της κρατική, υποσχόμενους στους άλλους Βαρόνους (Έβερτ, Βαρβιτσιώτη κλπ) συνδιαχείριση σε όλες τις δραστηριότητες του κόμματος.

Έκαναν δηλαδή ένα deal μεταξύ τους οι Βαρόνοι της ΝΔ και όταν μετά τον Μητσοτάκη κατέρρευσε και ο Έβερτ, έγινε ένα άλλο και ανάλογο deal μεταξύ τους που έφερε τον Κώστα Καραμανλή στην εξουσία.

Αυτό το deal συνδιαχείρισης της κομματικής και κρατικής εξουσίας εξηγεί εν πολλοίς και την τύχη του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού. Και το πρώτο που πρέπει να του καταλογισθεί είναι ότι όχι μόνο δεν τους έβαλε στην θέση τους όταν ήταν πανίσχυρος, αλλά αντιθέτως επέτρεψε στη Ντόρα να κινείται ανεξέλεγκτη και να ετοιμάζει αυτό που αργότερα πολλοί ονόμασαν «δακτυλίδι της διαδοχής».

Βλέπουμε λοιπόν ότι ένα παρόμοιο deal έχει μάλλον συναφθεί και τώρα με τη Ντόρα Μπακογιάννη με την οποία συμπλέουν σε μια απελπισμένη σταυροφορία κατά του Σαμαρά, η οικογένεια Μητσοτάκη, η οικογένεια Έβερτ, η οικογένεια Βαρβιτσιώτη και άλλοι γόνοι και επίγονοι.

Είναι προφανές ότι όλοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται ούτε για το πρόγραμμα, ούτε για την πολιτική και πολύ περισσότερο ούτε για τους οπαδούς της ΝΔ. Για τα συμφεροντά τους νοιάζονται μόνο όπως και επί Καραμανλή, όπως και τα προηγούμενα χρόνια που οι πατεράδες τους είχαν τη ΝΔ στα χέρια τους και είδαμε που την κατάντησαν.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Yes We Can’t !

@michaelkokkinos



In Hope We Trust

Σχεδόν ένας χρόνος πέρασε από την εκλογή Ομπάμα στις ΗΠΑ κ θυμάμαι ακόμη εκείνο τον «πανζουρλισμό» που επικρατούσε τότε. Ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κοινής γνώμης κ τα διεθνή ΜΜΕ στο σύνολό τους προσέδιδαν μεσσιανικές διαστάσεις στον πρώτο αφροαμερικανό υποψήφιο πρόεδρο, σε βαθμό που γινόταν λόγος για την απαρχή μιας «Νέας Εποχής». Πολλοί ήταν εκείνοι που προσδοκούσαν από το νέο πλανητάρχη με το απέριττο φιλολαϊκό προφίλ να πολεμήσει φυλετικές διακρίσεις κ θρησκευτικές διαμάχες, να ανατρέψει την «αιμοβόρα» ιμπεριαλιστική πολιτική , να κάνει πράξη την Παγκόσμια Ειρήνη, να «πρασινίσει» την πολιτική, να χορτάσει της Γης τους πεινασμένους …

Ένα χρόνο μετά κ το φαινόμενο Ομπάμα αρχίζει κ ξεφτίζει, να χάνει την πρότερη λάμψη του. Φωνές αντιπολιτευόμενες πληθαίνουν ανεξαρτήτως πολιτικού φάσματος. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν κ εκφράζουν ανοιχτά πλέον την άποψη ότι παρά τις μεσσιανικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τα media γύρω από την εκλογή του, ο Ομπάμα δεν είναι παρά μια «φούσκα», μια από τα ίδια με τάση προς το χειρότερο … Γιατί έχει το image εκείνο που εξαπατά καλύτερα τον απλό κόσμο, όπως το κάνουν πολύ καλά χρόνια τώρα, οι ράπερς κ οι μαντόνες. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μαλακή ισχύς των ελίτ, ένας παραπλανητικός ελιγμός που θα’χει την ίδια κατάληξη με την σαπουνόπερα Κλίντον ή Μπλερ, λιτότητα, ακρίβεια, ανεργία, βία, πόλεμο, υπερκέρδη για τους ισχυρούς.

Και πώς να μην πληθαίνουν οι φωνές απογοήτευσης στις ΗΠΑ, όταν ο νέος πρόεδρος την ίδια ώρα που ευαγγελιζόταν ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας συγκροτούσε κυβέρνηση με στελέχη του Ρηγκανικού κ Κλιντονικού παρελθόντος. Άνθρωποι που βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, είτε είναι Δημοκρατικοί, είτε Ρεπουμπλικάνοι. Ελάχιστα νοιάζονται για την καθημερινότητα κ το πώς οι ζωές των ανθρώπων επηρεάζονται από τις αδυσώπητες μακρο–οικονομικές κ δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αμείλικτα οδηγούν τον απλό κόσμο στην χρεοκοπία.



Το Τίμημα της Αλλαγής

Ένα χρόνο μετά, οι άνεργοι στις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 15 εκ. – για πρώτη φορά μεταπολεμικά η ανεργία είναι πάνω από το 10%. Άνεργοι που ακόμη κ αν η πολυσυζητημένη «ανάκαμψη» έρθει σύντομα, είτε θα αργήσουν να ξαναβρούν δουλειά, είτε πολλοί απ’αυτούς δεν θα ξαναεργασθούν ποτέ ! Σύμφωνα με μελέτες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού οι περισσότερες θέσεις εργασίας που χάθηκαν λόγω της κρίσης δεν θα ανακτηθούν πριν το 2012 κ πέρα από αυτό.

Αρχικά λοιπόν, οι φίλοι αμερικάνοι, αλλά δευτερευόντως όλοι οι υπόλοιποι παγκοσμίως, πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα της μονίμως υψηλής ανεργίας για την επόμενη δεκαετία. Τα οποία κηρύγματα γίνονται περί κοινωνικού κράτους κ δικτύων ασφαλείας δεν είναι παρά απλά τεχνάσματα για να πεισθεί η κοινή γνώμη να υποστηρίξει πολιτικές υψηλών ελλειμμάτων κ «πακέτα» στήριξης τραπεζών κ μεγάλων πολυεθνικών.

«Κάθε επιπλέον μονάδα στο ποσοστό ανεργίας δύναται να επιβαρύνει το εθνικό χρέος κ να μειώνει την αποδοτικότητα του κεφαλαίου», σύμφωνα με τους ειδικούς. Την ίδια ώρα που μόνο τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε, χάθηκαν στις ΗΠΑ 263.000 θέσεις εργασίας κ 7,2 εκ μέσα στο 2009 ! Βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό ότι στην πραγματικότητα οι μεγάλες επιχειρήσεις επιθυμούν την ύπαρξη υψηλής ανεργίας, αφού όπως διδάσκει ένας από τους «κρυφούς νόμους» του management «ο φόβος άμεσης απώλειας της εργασίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποχρεώνεται ο κάθε εργαζόμενος να απασχολείται περισσότερο για λιγότερα χρήματα». Αναλογιστείτε μόνο πόσα κεκτημένα δικαιώματα απώλεσαν τα πανίσχυρα άλλοτε εργατικά συνδικάτα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας για να «σώσουν» τον κλάδο τους κ τις δουλειές τους.



The Obamavilles

Πολλοί ίσως υποστήριζαν ότι η διακυβέρνηση Μπους είναι υπαίτια για την «κατάντια» της αμερικανικής οικονομίας. Όμως, όταν η νέα διακυβέρνηση εν μέσω μιας τόσο ζοφερής πραγματικότητας διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε δημοσιονομικά «ανεύθυνα» μέτρα για να κάμψει την επέλαση της ανεργίας. Όταν διαβεβαιώνει πώς δεν σκοπεύει να παρουσιάσει ένα νέο πρόγραμμα δημοσιών έργων μεγάλης κλίμακας ( την μόνη λύση για μια κυβέρνηση να προσφέρει εργασία σε εκατ. ανέργους). Τότε μάλλον όσοι συνεχίζουν να ξορκίζουν το φάντασμα Μπους είναι ακόμη θαμπωμένοι από το glitter κ τη λάμψη Ομπάμα.

Όταν λοιπόν στην πιο προηγμένη χώρα του πλανήτη, οι καταυλισμοί αστέγων φυτρώνουν πλέον ανεξέλεγκτα στα περίχωρα μεγάλων πόλεων, όπως το Ντητρόιτ, η Ιντιανάπολις, κ προσφάτως το Σακραμέντο (με επίσημη απόφαση του κυβερνήτη της Καλιφόρνια; Α. Σβαρτσενέγκερ πριν 10 μέρες), θυμίζοντας τις παραγκούπολεις της Λατινικής Αμερικής κ της Ασίας, αναρωτιέμαι τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για μας; Αυτές οι δυτικές φαβέλες, τα Obamavilles, όπως ονομάζονται ατύπως από την αμερικανική κοινωνία αποδεικνύουν έμπρακτα το βαθμό της απογοήτευσης προς το πρόσωπο του νέου προέδρου.



Lost Generation


Και όπως συμβαίνει παγκοσμίως έτσι κ στις ΗΠΑ, οι νέοι είναι εκείνοι που πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο κανένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας. Σε μια χώρα που για κάθε θέση εργασίας που ανοίγει αντιστοιχούν κατά μ.ο. 6,3 αιτήσεις κ το 17% του εργατικού δυναμικού είτε δεν εργάζεται, είτε υποαπασχολείται, τότε ο χαρακτηρισμός «Lost Generation», που έδωσε προσφάτως το περιοδικό «BusinessWeek» στους νέους εργαζόμενους, ακούγεται ως πέρα για πέρα ρεαλιστικός.

Όλα αυτά σε μια χώρα που παραδοσιακά η ανεργία είναι συνυφασμένη με το περιθώριο κ τη φτώχεια. Και σήμερα 1 στις 8 οικογένειες κ 1 στα 4 παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ενώ, οι μαζικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών σε πολιτειακό κ ομοσπονδιακό επίπεδο οδηγούν στη φτώχεια κάθε εξειδικευμένο κ μορφωμένο αμερικάνο εργαζόμενο που χάνει τη δουλειά του.



Μια Νέα Τάξη στον κόσμο


Όλα αυτά δεν είναι παρά οι επιπτώσεις της πολιτικής Ομπάμα για μια Νέα Τάξη στον Κόσμο, για το πώς δηλαδή θα αποδομήσουν οι ΗΠΑ τις συμμαχίες Ρώσων κ Κινέζων κ πώς θα προσεταιρισθούν την Ευρώπη κ την Αφρική εναντίον τους. Μέρος αυτής της πολιτικής είναι κ η εξασθένιση του δολαρίου, ενός αδυσώπητου οικονομικού πολέμου των ΗΠΑ κ των χωρών που κρατούν το χρέος τους (κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία κα)

Το φθηνό δολάριο ενισχύει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, μειώνει την αξία του χρέους κ το εξάγει στις χώρες που το ελέγχουν
. Η πολιτική Ομπάμα όμως, πλήττει κ τους αμερικάνους πολίτες. Οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων αυξάνονται, ο πληθωρισμός θα παραμένει υψηλός για πολλά χρόνια κ η ιδιωτική κατανάλωση θα εκμηδενιστεί, περιορίζοντας παράλληλα την ποιότητα ζωής των αμερικάνων, μειώνοντας μισθούς κ περικόπτοντας κοινωνικές δαπάνες.



Keep Your Change


Καταλαβαίνω πως πολλοί διαβάζοντας αυτό το κείμενο ίσως δυσπιστούν για την διαρκώς αναπτυσσόμενη «Κάρολος Ντίκενς» αμερικανική κοινωνία, πρέπει όμως να αναλογιστούν πως όλα τα παραπάνω δεν είναι πράγματα που πρόκειται να συμβούν, αλλά πράγματα που ήδη συμβαίνουν. Ο Ομπάμα δεν κάνει κάτι διαφορετικό από τους προκατόχους του συνεχίζει με τους ίδιους αμείωτους ρυθμούς να τροφοδοτεί το αμερικανικό χρέος μέσω του πολέμου κ της υποστήριξης των τραπεζών. Το κρατικό χρήμα συνεχίζει να ρέει στις τράπεζες για να χρηματοδοτεί το ίδιο έντονα με τρις $ νέους κ παλιούς πολέμους.



What About Us


Ως Έλληνες ξέρουμε ότι καθετί έχει τουλάχιστον δύο όψεις. Τι κ αν η αρνητική δεν είναι ισοβαρής με τη θετική της, η εκλογή Ομπάμα έφερε μια κάποια «αλλαγή». Αλλαγή ως προς τις αξίες που ενδύθηκε για να εκλεγεί, όπως αλληλεγγύη, απλότητα, ανθρωπιά, ειρήνη, οικολογική ευαισθησία, άμβλυνση διαφοροτήτων αξίες κατοχυρωμένες πλέον παγκοσμίως κ αδιαφιλονίκητο κεκτημένο όλων μας.

Κάτι ανάλογο δεν ζήσαμε κ μείς άλλωστε το 1981. Η τότε εκλογή Α. Παπανδρέου εισήγαγε καινοφανή συνθήματα – αιτήματα, όπως «αλλαγή», «εθνική συμφιλίωση», «κοινωνική δικαιοσύνη». Πρακτικά ωστόσο ήταν αξίες ήδη ώριμες στην τότε μεταδικτατορική ελληνική κοινωνία που κάποιος έπρεπε να τις εγκολπωθεί προτού εκφραστούν ανεξέλεγκτα. Μπορεί να μην ζήσαμε το σοσιαλισμό που ευαγγελιζόταν το ΠΑΣΟΚ, οι μετέπειτα διεκδικητές της εξουσίας όμως αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν ένα νέο πρόσωπο δημοκρατίας κ κοινωνικής ευαισθησίας, που ως τότε ήταν παντελώς ανύπαρκτο.

Κάπως έτσι θα γίνει ή με τον άλλον τρόπο με τις αξίες που ενδύθηκε ο Ομπάμα. Αργά ή γρήγορα θα κατοχυρωθούν κ στη ζωή τη δική μας, αλλά κ όλων παγκόσμια.