Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη, Αυγούστου 19, 2010

Η Ώρα του Ρεαλισμού & η Προτεραιότητα του Συμφέροντος



Πολιτική = Διεθνής Σχέσεις

Τίποτα δεν μπορεί να εκφράσει καλύτερα την τρομακτική ανάπτυξη της σημασίας της εξωτερικής πολιτικής, όσο η έκλειψη μεγάλων Υπουργών Εξωτερικών. Όταν η ίδια η ύπαρξη της χώρας εξαρτάται πλέον από την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι διόλου περίεργο γιατί ουσιαστικός Υπουργός Εξωτερικών παγκοσμίως είναι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με απλό εκτελεστικό όργανο τον εκάστοτε κάτοχο του τίτλου. Οι σχέσεις μίας χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο έχουν γίνει πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθούν στα χέρια διπλωματών. Στην εποχή μας, η διπλωματία έχει το δόγμα : Διπλωματία των προσωπικών επαφών μεταξύ Εθνικών Ηγετών.

Η Εξωτερική Πολιτική είναι πλέον ο μόνος χώρος καθαρής πολιτικής. Οι εσωτερικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί, αυτοί που άλλοτε μονοπωλούσαν το πολιτικό πάθος, άδειασαν από περιεχόμενο, αφότου τα προβλήματα εσωτερικής πολιτικής πέρασαν στην δικαιοδοσία τεχνοκρατών. Κάποτε τη Δημοκρατία εφόνευε η νομιμότις, τώρα την «αδειάζει» η Τεχνοκρατία. Ότι πυροδοτούσε επί αιώνες το πολιτικό πάθος και τους ιδεολογικούς πολέμους έγιναν τώρα απλές προτεραιότητες, για να τις μετρούν με χημική ουδετερότητα οι αριθμομέτρες των στατιστικών υπηρεσιών και τα τραστ των εγκεφάλων. Η αντιδικία γύρω από αυτά δεν είναι αντιδικία πολιτικών κοσμοθεωριών, αλλά διχογνωμία ειδικών. Γι'αυτό άλλωστε και η οργή των μαζών δεν πυρπολεί όπως άλλοτε τα γραφεία των μεγάλων συμφερόντων, αλλά τις ξένες πρεσβείες, που σημαίνει ότι τα δεινά τους πλέον οι μάζες αποδίδουν περισσότερο στους διεθνείς χειρισμούς και λιγότερο στην εξωτερική μικροπολιτική .

Τι απέμεινε, λοιπόν, για τον πολιτικό που έμαθε από την εποχή του Θουκυδίδη να πιστεύει στην κορυφαία σημασία της αρετής του «γνώναι τε τα δεόντα και ερμήνευσαι ταύτα» ; Ποίος χώρος πολιτικής δράσης εξακολουθεί να χρειάζεται ακόμη περισσότερο την φαντασία και τη διαισθητική ικανότητα πρόβλεψης και λιγότερο τον παντογνώστη εμπειριών ; Πού αλλού εκτός από τον χώρο της Εξωτερικής Πολιτικής μπορεί ο πολιτικός να αδιαφορεί για τους κανόνες των θετικών επιστημών και να αρνείται να βλέπει δια της τεθλασμένης ; Πολύ περισσότερο όταν το τίμημά της δεν είναι όπως στην εσωτερική πολιτική ένα αποτυχημένο νομοσχέδιο, αλλά η ίδια η Εθνική Κυριαρχία.

Η Σύγχρονη Πραγματικότητα

Αν για την κατανόηση της ελληνικής πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης είναι αναγκαίες γνώσεις Οικονομικών, για την αποτίμηση της Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας μας είναι απαραίτητες οι γνώσεις Ψυχοπαθολογίας ! Βιώματα της εθνικής παιδικής ηλικίας ανάμεικτα με ιδεολογικές ψυχώσεις, συμπλέγματα κατωτερότητας με εξάρσεις απροσγείωτων μεγαλοϊδεατισμών, φοβία εναλλασσόμενη με επιδείξεις λεονταρισμών είναι οι κυριότερες παθολογικές καταστάσεις, στις οποίες δούλεψε η Εξωτερική μας Πολιτική. Για να ξεχωρίσει κανείς σήμερα το άρρωστο από το υγείες, τα σφάλματα από τις επιτυχίες πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο που συνιστούν οι αισθητικοί της τέχνης για τη κατανόηση της αρχαίας τραγωδίας. Πρέπει να αρχίσει κανείς από το Σοφοκλή για να μπορέσει να καταλάβει τον Ευριπίδη. Από τους ήρωες όπως θα'πρεπε να είναι στην ιδεατή τους μορφή, στους ήρωες όπως τους παραμορφώνει η πεζή πραγματικότητα.

Η Εξωτερική Πολιτική, όπως και η πολεμική τέχνη έχει μία στρατηγική και μία τακτική. Στρατηγική τους είναι ένα στερέωμα γενικών αρχών με στόχο την Αυτοσυντήρηση, όπως εκφράζεται ως διπλό αίτημα εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Ενώ, τακτική της είναι η διπλωματία με την οποία θα πετύχει αυτούς τους αντικειμενικούς στόχους με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Ποιό είναι το σύστημα των γενικών αρχών της εξωτερικής μας πολιτικής ; Μάταια θα αναζητήσει κανείς στα κομματικά προγράμματα ένα τέτοιο σύστημα ή ένα γενικότερο μακροχρόνιο σχεδιασμό. Εδώ και μία πεντηκονταετία όχι λίγες ήττες επεσώρευσε στην Ελλάδα η ανυπαρξία μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου. Έχοντας την εμπειρία αυτή δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προφητικό χάρισμα για να προβλέψει ότι στο μέλλον πολλά θα εξαρτηθούν από το αν πραγματοποιηθεί τώρα ότι δεν έγινε στο παρελθόν.

Η Προωθημένη εκδοχή της Διπλωματίας

«Εθνική πολιτική είναι η πρωτοβουλία της Ελλάδος υπέρ των δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Μόνον εις το εθνικόν αυτής καθήκον οφείλει ν'αποβλέψει η Ελλάς, οιαδήποτε αν είναι σήμερον η συμβολή της επισήμου Ευρώπης, αναλαμβάνουσα την πρωτοβουλίαν της εκτελέσεως του εθνικού καθήκοντος και επιμένουσα εν αυτώ, ουδέποτε θα έχη αντιμέτωπον την Ευρώπην, θέλει δε τύχει τέλος της υποστηρίξεως αυτής», έλεγε ο Χαρ. Τρικούπης τον Σεπτέμβριο του 1885 στην ελληνική παροικία του Λονδίνου κηρύσσοντας κατά κάποιον τρόπο την προωθημένη διπλωματία.

Η στρατηγική των γενικών αρχών εξωτερικής πολιτικής χωρίς την τακτική της διπλωματίας είναι δίκαιο χωρίς δικονομία. Ίσως ορθό, αλλά χωρίς πρακτική αξία. Η εσωτερική σχέση μεταξύ της τακτικής, που είναι η διπλωματία, και στρατηγικής της εξωτερικής πολιτικής, που είναι οι πάγιες γενικές αρχές της, είναι η σχέση μέσου προς σκοπό. Η διπλωματία είναι το μέσο επιτυχίας των στρατηγικών σκοπών της εξωτερικής πολιτικής. Αφότου, λοιπόν, η πολεμική στρατηγική έγινε προωθημένη, δηλαδή εξάρτησε ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας από τον εν γένει πολεμικό μηχανισμό της, για να εξασφαλίσει και εν ειρήνη τη στρατηγική υπεροχή έναντι των αντιπάλων της. Το δίλημμα για την διπλωματία έγινε καταλυτικό· για να επιβιώσει έπρεπε να γίνει και αυτή προωθημένη.

«Είναι η προωθημένη διπλωματία, διπλωματία πρωτοβουλιών. Επιθετική και όχι αμυντική. Αιτιώμενη και όχι απολογούμενη. Διπλωματία επιδιώκουσα μετάθεσην του ενδιαφέροντος όσον πλησιέστερον εις τον χώρον του αντιπάλου»
(Σπ. Μαρκεζίνης). Κοιτώντας πίσω στην ιστορία βλέπουμε δύο λαμπρά παραδείγματα προωθημένης διπλωματίας, την τακτική του Σκιπίωνα του Αφρικανού και την τακτική των Σπαρτιατών των αρχών του Πελ/ιακου Πολέμου. Μεταφέρουν τον πόλεμο στο κατώφλι των Αθηνών, την Αττική και όταν αργότερα εξαντλούνται αναδιπλώνονται για να επιτεθούν αυτή τη φορά στο κατ'εξοχήν στοιχείο ισχύος των Αθηναίων, την θάλασσα.

Τα σημεία του Διπλωματικού Ορίζοντα

Σ'αυτό το σημείο οφείλουμε να θέσουμε τέσσερις (4) βασικές αρχές που έπρεπε να διαθέτει η Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος χρόνια τώρα.

Αρχή Πρώτη : Ελληνική Εξωτερική Πολιτική δεν μπορεί να σημαίνει παρά την πολιτική που εκάστοτε συμφέρει την Ελλάδα.

Οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική και όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός. Αρκεί μία υπόθεση για να κατανοήσουμε τα παραπάνω. Αν η ομόδοξή μας Σερβία είχε 60 εκατ. κατοίκους και ηγεμόνευε στα Βαλκάνια, ζητώντας να κατέβει στην Θεσσαλονίκη, και η Τουρκία είχε 20 ή 30 εκατ. κατοίκους και αισθανόταν να απειλείται εξίσου από την Σερβική επέκταση, τότε Ελλάς και Τουρκία θα ήταν εγκάρδιοι φίλοι και σύμμαχοι. Μακραίωνες φιλίες, κοινοί πολιτισμικοί δεσμοί, συναισθηματικές κοινότητες ή ρομαντικοί μεγαλοϊδεατισμοί έχουν την σταθερότητα της κινούμενης άμμου. Δεν μπορούν ποτέ να προσδιορίζουν την ίδια την πολιτική.

Αρχή Δεύτερη (ή η άλλη όψη της πρώτης) : Αν το Ελληνικό Συμφέρον πρέπει να είναι ο μοναδικός γνώμονας της εξωτερικής πολιτικής, είναι γιατί και η εξωτερική πολιτική των άλλων χωρών στηρίζεται αποκλειστικά στην εκτίμηση του συμφέροντός τους, τότε κρίνεται υποχρεωτική η ευθυγράμμιση και της δικής μας πολιτικής στο μοτίβο αυτό.


Αρχή Τρίτη : Ο συμβιβασμός στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή η προσαρμογή προς την εκάστοτε πραγματικότητα, έχει απόλυτη αξία.
Καμία ουσιαστική στρατηγική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αφήσει στην άκρη τόσο τα σωβινιστικά όσο και τα ειρηνιστικά ιδεολογήματα · στόχος της είναι ακριβώς η υπέρβαση τους. Η Εθνική Στρατηγική δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερή, ούτε σωβινιστική, ούτε διεθνιστική. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της εκάστοτε κατάστασης. Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η Εθνική μας Στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, που αρχίζει από το συμβιβασμό και τελειώνει στον πόλεμο.

Αρχή Τέταρτη: Σε εποχές μεταβατικές με ασταθή τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων, κανείς δεν είναι τόσο μεγάλος για να μπορεί να αδιαφορήσει έναντι οποιουδήποτε «μικρού», όπως και κανείς δεν είναι τόσο μικρός, ώστε να είναι εντελώς άχρηστος κατά τη διαμόρφωση των οποιοδήποτε διεθνών καταστάσεων.

Από την πρόταση αυτή πηγάζουν τρεις (3) πρακτικοί κανόνες :

1. Δεν είμαστε εμείς στο πλευρό των Δυτικών δυνάμεων, αλλά οι δυτικοί βρίσκονται στο πλευρό μας (όχι γιατί είμαστε κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, όπως πιστεύεται, αλλά γιατί ο ρόλος της Ελλάδος είναι το ίδιο χρήσιμος στη δυτική παράταξη, όσο χρήσιμη ενδεχομένως είναι η δυτική κάλυψη στον ελληνικό χώρο)
2. Εφόσον η ισοτιμία μικρών και μεγάλων είναι το παράδοξο επακόλουθο της μεταβατικής εποχής μας, φυσικό είναι να μην υπάρχουν υποανάπτυκτες και ανεπτυγμένες χώρες, παρά υποανάπτυκτες και ανεπτυγμένες κυβερνήσεις.
3. Μικροί και μεγάλοι συνέταιροι σε συμμαχικά σύνολα υπακούουν στην αρχή της καθολικότητας και αμοιβαιότητας.

Δεν πρέπει η Ελλάδα να διαπραγματεύεται από φόβο, αλλά και δεν πρέπει να φοβάται ποτέ να διαπραγματευτεί. Ο ρεαλισμός και το εθνικό συμφέρον επιβάλλουν την προωθημένη διπλωματία και την άμεση λήψη πρωτοβουλιών.

Η Ώρα του Ρεαλισμού

Μέσα στο νέο – υπό διαμόρφωση – διεθνές ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οφείλουμε συνειδητοποιήσουμε ότι τώρα είναι η μεγάλη Ώρα της σχολής του Ρεαλισμού. Οι πολιτικοί μας ηγέτες πρέπει να κατευθύνονται μόνον από το συμφέρον της Κοινωνίας μας, για την οποία είναι υπεύθυνοι, αλλά οφείλουν να μην αγνοούν το εθνικό συμφέρον και των άλλων κοινωνιών, γιατί ακριβώς ο ρεαλισμός, δηλαδή η αναγνώριση των εθνικών εγωισμών, είναι περισσότερο κατάλληλος να συνειδητοποιεί τα συμφέροντα και τις ιδέες των άλλων από ότι ο ιδεαλισμός και η λατρεία των αφηρημένων ιδεών. Είναι η ώρα θεμελιώσουμε ως κεντρική ιδέα της εξωτερικής μας πολιτικής το Εθνικό Συμφέρον.

Αν η Ελλάδα πρόκειται να έχει μία σταθερή και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, τότε ούτε ο εγωισμός, ούτε ο αλτρουϊσμός επιτρέπεται να αναμιχθούν στην ορθολογική και αντικειμενική εκτίμηση των αληθινών μακροπρόθεσμων συνθηκών των ελληνικών συμφερόντων. Το κλειδί του πολιτικού ρεαλισμού είναι ο Ορθολογισμός· και το κέντρο του Ορθολογισμού πρέπει να είναι το φωτισμένο συμφέρον της χώρας, πάνω από όλα η αυτοσυντήρηση.

Ένα Έθνος αναπόφευκτα εμπλέκεται σε μία συνεχή σειρά συμβιβασμών, διότι οι απαιτήσεις της ισχύος σπανίως συμβαδίζουν απολύτως με τα ιδανικά κριτήρια. Η μονόπλευρη επιδίωξη ενός σκοπού χωρίς τον συμβιβασμό των όρων του με τους όρους του άλλου πιθανότατα καταλήγει στην φαλκίδευση και των δύο. Η μεγαλύτερη πρόοδος της διεθνούς ηθικής στο προβλεπτό μέλλον θα προκύψει από ηγέτες με επαρκή «φαντασία» και καλή θέληση, που θα συγκριτοποιήσουν τις άμεσες ή απώτερες απαιτήσεις του εθνικού συμφέροντος με τις απώτερες απαιτήσεις του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του διεθνούς συμβιβασμού και της ορθολογικής, ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών.

Η εκτίμηση, λοιπόν, του Εθνικού Συμφέροντος εναρμονισμένη με τις εκάστοτε απαιτήσεις της μετριοπάθειας, του συμβιβασμού και της δικονομίας των διαπραγματεύσεων μάταια θα την αναζητήσετε στις διπλωματικές θέσεις των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Ο επερχόμενος Ηγέτης της γενιάς μας πρέπει να τολμήσει ενάντια στο ρεύμα, για να διδάξει τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του δραν της διεθνούς κοινωνίας στην χώρα μας. Με άλλα λόγια θα επιχειρήσει τον εκσυγχρονισμό της Εξωτερικής μας Πολιτικής.

ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΛΟΙΟ … Η΄ Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΙΑΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΣΡΑΗΛΙΝΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ



Ζούμε σε έναν κλοιό. Ολοένα αυξανόμενο. Ένα ρεύμα άκρως εξισλαμιστικό έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), καθιστώντας τον Ισλαμισμό την πλέον δυναμική θρησκεία της Γηραιάς Ηπείρου.

Μία εκ των έσω εκπόρθηση, μία ειρηνική πολιτισμική «Σταυροφορία», θα μπορούσε κάποιος να πει, πως επιχειρείται στην Ευρώπη από την μουσουλμανική ΟΥΜΑ, το ισλαμικό πνευματικό διευθυντήριο. Γεγονός που έχει προκαλέσει πλείστες αντιδράσεις, καθώς και ένα κλίμα ανασφάλειας σ’όλους τους λαούς της ηπείρου. Οι μεγαλύτεροι πλέον θεωρητικοί βλέπουν αρνητικά την ολοένα αυξανόμενη δυναμική των Ισλαμιστών στην περιοχή τους, επισημαίνοντες τον κοινό φόβο της επικράτησης και υπερίσχυσής τους τόσο πολιτισμικά, όσο και βιολογικά μέσα στην επόμενη 25ετία. Πώς προέκυψε όμως αυτή η ευρωπαϊκή δυναμική του Ισλαμισμού; Η συσσώρευση μεταναστών ασιατικής και βορειοαφρικανικής προέλευσης μουσουλμανικού θρησκεύματος την τελευταία 10ετία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε η αιτία των μεγαλύτερων ανησυχιών για το μέλλον της Ευρώπης.

Η Ελλάδα αποτελεί προκεχωρημένο σταθμό της ΕΕ και ως τέτοιος είναι φυσικό να έρχεται πρώτη σε επαφή με τα μεταναστευτικά «καραβάνια» της Ασίας κυρίως, τα οποία στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Σήμερα 1 στους 3 εν Ελλάδι αλλοδαπούς δηλώνει μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, ενώ αν συνυπολογίσουμε και τη μόνιμη ισλαμική απειλή της Τουρκίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ελλάς βρίσκεται σε μουσουλμανικό κλοιό.

Η μόνη χώρα ίσως που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή και αντιμετωπίζει εξίσου, αν όχι ισχυρότερο, τον ίδιο «κίνδυνο» είναι το Ισραήλ. Ένα δυτικού τύπου μονοθεϊστικό κράτος το οποίο προσπαθεί να επιβιώσει εν μέσω μίας μουσουλμανικής πλημμυρίδας. Ο Ισλαμικός κίνδυνος αποτελεί κοινή απειλή για Ελλάδα και Ισραήλ και ως τέτοιος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω μίας αμφίδρομης προσπάθειας των δύο χωρών υιοθέτησης ενός κοινού σχεδίου δράσης.

Μία ευρεία Ελληνο-Ισραηλινή προσέγγιση ανασκόπησης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες σε Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειο και Μείζονα Μέση Ανατολή και συντονισμού δράσεων και ενεργειών θα αποτελούσε ενδεχομένως μία άνευ προηγουμένου γεωπολιτική συμμαχία στην ευρύτερη περιοχή της Μ.Μ.Α
, λειτουργώντας ευνοϊκά στην προώθηση των εθνικών προβλημάτων των δύο λαών στα διεθνή φόρουμ και οργανισμούς. Είναι γεγονός ότι και οι δύο χώρες τον τελευταίο καιρό δέχονται έντονες πιέσεις της Διεθνούς Κοινότητας για σημαντικές υποχωρήσεις σε κρίσιμα εθνικά τους ζητήματα, όπως το «Μακεδονικό», το «Αιγαίο» και το «Παλαιστινιακό».

Η Ελλάδα για πρώτη φορά κινδυνεύει να αποκοπεί από την Ευρώπη λόγω της αναζωπύρωσης του Ισλαμισμού στην χερσόνησο του Αίμου, χάνοντας τα παραδοσιακά της ερείσματα – έστω και προσωρινά – στην Βαλκανική. Το Ισραήλ από την άλλη βρίσκεται στην ίδια θέση δεκαετίες τώρα, γεγονός, που εκ των πραγμάτων διευκολύνει την προσέγγιση. Ο κίνδυνος επικράτησης – αν δεν έχει ήδη επικρατήσει – του ακραίου ισλαμισμού σε πολλές χώρες του Μαγκρέμπ θα προκαλέσει αναμφισβήτητα ένα νέο κύκλο έξαρσης της τρομοκρατίας με θύματα Εβραίους και φυσικά την Ελλάδα, που αποτελούσε πάντα προνομιακό χώρο δράσης των Αράβων τρομοκρατών. Την ίδια στιγμή Τουρκία και Ιράν ετοιμάζονται να εισέλθουν στο club των Πυρηνικών Δυνάμεων, κάνοντας πράξη για πρώτη φορά – με την ανοχή ΗΠΑ και Ρωσσίας – την χρήση ατομικής τεχνολογίας από ισλαμικά κράτη.



Η προσέγγιση των δύο χωρών έρχεται ως μόνη λύση, επιβεβλημένη από την ανάγκη αυτοσυντήρησης των δύο κρατών. Η συνάσπιση των δυνάμεων Ελλάδος και Ισραήλ, προϊόν πολιτικού ρεαλισμού και εθνικού συμφέροντος, μπορεί να αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στις εξελίξεις της Μείζονος Μέσης Ανατολής. Το μισητό στην Ανατολή Ισραήλ θα μπορέσει να βρει βήμα διαλόγου και συμβιβασμού, στηριζόμενο στην φιλελληνική διάθεση των Αράβων και των λαών της Ανατολής, ενώ η Ελλάδα θα μπορέσει να στηριχθεί στη δυναμική των Ισραηλινών στην διεθνή διπλωματία και το παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι, για την προώθηση των δικών της θέσεων στην ευρύτερη περιοχή. Άλλωστε η Ελλάδα είναι η μόνη σταθεροποιητική δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, χρήσιμη σύμμαχος για κάθε εταίρο της περιοχής.

Η «ρουλέτα» της γεωπολιτικής είναι εκείνη που σου υποδεικνύει τους αυριανούς σου συμμάχους. Η Ελληνο-Ισραηλινή προσέγγιση είναι η νέα πρόταση, που θα αλλάξει δραματικά τον συσχετισμό δυνάμεων και τη γενικότερη εικόνα της Μείζονος Μέσης Ανατολής τα επόμενα χρόνια.