Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

Παλιές Ψευδαισθήσεις & Νέες Ευκαιρίες της Εξωτερικής μας Πολιτικής

Παλαιές Ψευδαισθήσεις & Νέες Ευκαιρίες της Εξωτερικής μας Πολιτικής

Τα ζητήματα που θα εξετάσουμε στην αναλυτική αυτή προσέγγιση είναι τρία:


* Πρώτον, η σχέση ανάμεσα στην Ατλαντική συνεργασία και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Πόσο θα επηρεάσει την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία η ενιαία Ευρώπη, ποιος μπορεί να είναι ο ενδεχόμενος «ανταγωνισμός» ανάμεσά τους ή το πιθανό πεδίο της συνεργασίας μεταξύ τους. Τι ευκαιρίες και τι κίνδυνοι δημιουργούνται για την Ελλάδα, στην περίπτωση που υπάρξει ανταγωνισμός ή νέο πεδίο συνεργασίας Ευρώπης - ΗΠΑ.


* Δεύτερον, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Διεύρυνση και η δυναμική της σε ότι αφορά τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα γενικότερα και τη δυναμική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης πιο συγκεκριμένα.


* Τρίτον: Ποια είναι η εσωτερική δυναμική της κρίσης στην Τουρκία, και πώς μπορεί να επηρεαστεί από τρεις κατηγορίες διεθνών τάσεων: Από τις εξελίξεις στη ίδια της Μέση Ανατολή, από τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης, και από την δυναμική των Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.


Και μια προκαταρτική διευκρίνιση: τα τρία βασικά ερωτήματα που θέσαμε αφορούν πεδία εξελίξεων, μεταξύ τους «διακριτά», αλλά όχι απολύτως «ανεξάρτητα». Για παράδειγμα, το τι θα συμβεί στις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ μπορεί να επηρεάσει και την ίδια δυναμική της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (και αντιστρόφως, βεβαίως). Το τι ακριβώς θα συμβεί με την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση μπορεί να παίξει ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία κοκ. Ωστόσο, ξεχωρίσαμε αυτά τα τρία «διακριτά πεδία» για μεθοδολογικούς λόγους περισσότερο, και χωρίς να παραβλέπουμε την «ανάδραση» (feedback) που υπάρχει μεταξύ τους.


Σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης


Εδώ υπάρχουν τέσσερα σημαντικά στοιχεία:


* Πρώτον, η μετατόπιση της έμφασης της αμερικανικής στρατηγικής, από την Ευρώπη στην Ασία. Ήδη από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου (με την ΕΣΣΔ), το μείζον πρόβλημα των ΗΠΑ είναι τι ακριβώς θα κάνει με την Κίνα. Η οποία έχει ήδη κλείσει δύο δεκαετίες με ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ της πάνω από 6%, επίτευγμα χωρίς γνωστό ιστορικό προηγούμενο.


Παρά το γεγονός ότι η Κίνα ξεκίνησε την αναπτυξιακή της «έκρηξη», στα τέλη της δεκαετίας του ’70, από πολύ χαμηλά επίπεδα (ένδειας) - γεγονός που κατά κάποιο τρόπο μετριάζει το αποτέλεσμα των εντυπωσιακών ρυθμών μεγέθυνσης για μεγάλό χρονικό διάστημα - είναι, ωστόσο, η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο (έχει μόνη της σήμερα όσο πληθυσμό είχε στην αρχές του 20ου Αιώνα όλη η υφήλιος!) Πράγμα που σημαίνει ότι η συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας, ακόμα και με μετριότερους ρυθμούς, πολύ σύντομα θα δημιουργήσει εσωτερικούς κραδασμούς αφενός (αφού παραμένει μη δημοκρατικό καθεστώς), ενώ θα κλονίσει και τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων αφετέρου.

Ακριβώς λόγω του μη δημοκρατικού καθεστώτος της, η πολιτική της Κίνας ρέπει προς τον εθνικισμό (αν και όχι, κατ’ ανάγκην, προς τον τυχοδιωκτισμό, που ο εθνικισμός συχνά συνεπάγεται). Συνεπώς, η Κίνα έχει όλα τα στοιχεία για να μετατεθεί στο επίκεντρο του αμερικανικού στρατηγικού ενδιαφέροντος είτε αυτό ομολογείται στην Ουάσιγκτων είτε όχι.

Αν ισχύει το προηγούμενο, αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία αποκτά για την αμερικανική στρατηγική το ρόλο της «απαραίτητης συμμάχου» για την «συγκράτηση» της Κίνας. Εδώ έχουμε την ανάδειξη ενός στρατηγικού «τριγώνου», παρόμοιου με αυτό που δημιουργήθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (μετά το 1970), αλλά αντιθέτου «φοράς»:


Τότε η «τριγωνική σχέση» Ουάσιγκτων-Πεκίνου-Μόσχας αφορούσε την προσπάθεια της Ουάσιγκτων να χρησιμοποιήσει την στρατηγική «σύζευξη» με τη Μαόϊκή (και μετα-Μαοϊκή) Κίνα, για να εμποδίσει τον ηγεμονισμό της τότε «αντίπαλης υπερδύναμης», δηλαδή της Μόσχας. Τώρα δημιουργείται η μεγάλη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια στρατηγική «σύζευξη» Ουάσιγκτων-Μόσχας για να εμποδιστεί ο αναδυόμενος ηγεμονισμός της Κίνας.

Ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε με τους Αμερικανούς να ζουν τον εφιάλτη της πιθανής συμμαχίας δύο «Κομμουνιστών γιγάντων της Ασίας», εναντίον της Αμερικής. Και τελείωσε με νίκη των ΗΠΑ, όταν χρησιμοποίησαν τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο «Κομμουνιστών γιγάντων», για να εξουδετερώσουν το (τότε) μεγαλύτερο ή πιο «επίφοβο».

Τώρα, έχουν την επιλογή - και τον «πειρασμό» - να συμμαχήσουν με τους ηττημένους του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη (Ρωσία), για να συγκρατήσουν την ενίσχυση του πρώην συμμάχου τους στην Ασία (Κίνα). Και ο «πειρασμός» να καταφύγουν σε αυτή τη στρατηγική μεγαλώνει, καθώς είναι η μόνη επιλογή για τις ΗΠΑ, και η ίδια η Κίνα έχει ανάγκη να τροφοδοτήσει τις εθνικές φιλοδοξίες του λαού της προκειμένου να σφυρηλατήσει την ενότητα μιας κοινωνίας που μεταλλάσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.

Η βαθμιαία αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ προς τη Ρωσία υποκινείται από ανάγκες πέραν του ευρωπαϊκού ορίζοντα, από τις «ασιατικές προτεραιότητες» της πολιτικής τους, προτεραιότητες, που τείνουν να αποτελέσουν και τη «ραχοκοκκαλιά» των αμερικανικών στρατηγικών διλημμάτων στην μετα-Ψυχροπολεμική εποχή. Το γεγονός ότι τα διλήμματα αυτά βρίσκονται εκτός «ευρωπαϊκού ορίζοντα», εμπεριέχει και το μεγάλο κίνδυνο να τα υποτιμήσει η Ευρώπη, που έχει μάθει να βλέπει τον κόσμο με επίκεντρο τον εαυτό της.


* Δεύτερον, μετά τα δραματικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, η αμερικανική στρατηγική στράφηκε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Και στο νέο αυτό πεδίο υψίστης στρατηγικής προτεραιότητας, ανακάλυψε ότι η Ρωσία είναι πολύ πιο «αξιόπιστη» ως σύμμαχος σε σύγκριση με την «Ατλαντική» Ευρώπη. Η Ρωσία έχει η ίδια ανοικτό πρόβλημα με την καταπολέμηση των αποσχιστικών κινημάτων (Τσετσενία), που προσφεύγουν σε τρομοκρατικά χτυπήματα μέσα στην ενδοχώρα της. Κι έτσι, στο μέτωπο κατά της τρομοκρατίας η Ρωσία είναι «φυσικός» σύμμαχος των ΗΠΑ


Επίσης, η Ρωσία έχει «ανοικτούς λογαριασμούς» με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, ο οποίος λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στις περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες με τις οποίες γειτνιάζει. Η Μόσχα είχε, επίσης, «ανοικτούς λογαριασμούς» με τους Ταλιμπάν, ήδη από την εποχή της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Ακόμα, η Ρωσία γειτονεύει με τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, που αποτελούν τη «φυσική κοιτίδα» του προβλήματος. Επί πλέον, η Ρωσία γειτνιάζει με όλες τις χώρες που αποτελούν τον λεγόμενο «άξονα του κακού» - με τη Βόρειο Κορέα στην Άπω Ανατολή, με το Ιράν και το Ιράκ στην Μέση Ανατολή.
Ακόμα και χωρίς να υπήρχε η στρατηγική σπουδαιότητα της Ρωσίας στον αμερικανικό στόχο «συγκράτησης» της Κίνας, που αναδείχθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η σημασία της Ρωσίας, αλλά και η προθυμία της να συνεργαστεί στην αποτελεσματική καταπολέμηση της τρομοκρατίας, θα την καθιστούσε τον πιο πολύτιμο δυνητικά σύμμαχο των ΗΠΑ διεθνώς.

Πολύ περισσότερο, που ο συνδυασμός των δύο αυτών στρατηγικών προτεραιοτήτων καθιστά τη σημασία της Ρωσίας για τους αμερικανούς στρατηγικούς σχεδιασμούς μοναδική και αναντικατάστατη.

Με τη βοήθεια της Ρωσίας, οι ΗΠΑ μπορούν να επιτύχουν το 100% των στόχων τους μεσοπρόθεσμα. Χωρίς τη Ρωσία, το κόστος και το ρίσκο των ΗΠΑ ανεβαίνει υπέρμετρα. Και εναντίον της Ρωσίας είναι αδύνατο να επιτύχουν έστω και το 20% των διακηρυγμένων στόχων τους.

Η Ρωσία το γνωρίζει αυτό και θα προσπαθήσει να αποσπάσει τα μείζονα «ανταλλάγματα». Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί (πέραν όσων ακόμα εμφορούνται από τα στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου), γνωρίζουν ότι τα όποια ανταλλάγματα προσφέρουν στη Ρωσία δεν κινδυνεύουν να αναδείξουν ένα νέο αντίπαλο στην παγκόσμια ηγεμονία τους. Η Ρωσία φιλοδοξεί να γίνει εκ νέου περιφερειακή μεγάλη δύναμη. Αν προσπαθήσει να ξαναγίνει «μείζων υπερδύναμη», μάλλον θα συσπειρώσει εναντίον της περισσότερους αντιπάλους απ’ όσους μπορεί να αντιμετωπίσει.
Χωρίς το υπόβαθρο της Κομμουνιστικής ιδεολογίας, η Ρωσία δεν μπορεί να ξαναγίνει «επίφοβη» για τις ΗΠΑ. Συνεπώς, οι ΗΠΑ μπορούν άφοβα να συνεργαστούν μαζί της, γιατί εξουδετερώνουν το σύνολο των σημερινών αντιπάλων τους, χωρίς να κινδυνεύουν να δημιουργήσουν ένα μείζονα «ανταγωνιστή» στο μέλλον.
Υπογραμμίζουμε, στο σημείο αυτό, ότι τόσο η μετατόπιση της έμφασης των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων στην Ασία, όσο και η ανάδειξη των Ρωσίας στον πολυτιμότερο μακροχρόνια σύμμαχο των ΗΠΑ, σημαίνει, μεταξύ άλλων, και υποβάθμιση της σημασίας της Ατλαντικής σχέσης. Δηλαδή, της σημασίας της Ευρώπης για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς και τα μακροχρόνια συμφέροντα των ΗΠΑ διεθνώς.


* Τρίτον, η ίδια η Ευρώπη, στηρίζεται αυτή τη στιγμή σε μιαν αντίφαση: Οι Ευρωπαίοι στηρίζουν την ενοποίησή τους στις αμερικανικές «εγγυήσεις ασφαλείας», δηλαδή το ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, το σημαντικότερο επίτευγμα αυτής της ενοποίησης είναι το ενιαίο νόμισμα της ευρωζώνης, το οποίο αρχίζει να ανταγωνίζεται το δολάριο ως παγκόσμιο κεντρικό νόμισμα. Βέβαια, ο ανταγωνισμός δεν είναι, αναγκαστικά, «μηδενικού αθροίσματος». Αλλά δεν παύει να είναι ανταγωνισμός.


Και οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, συνειδητοποιούν, όλο και περισσότερο, ότι οι ίδιοι, έχουν αναλάβει, εν μέρει τουλάχιστον, το κόστος των ευρωπαϊκών εγγυήσεων ασφαλείας, ώστε να καταφέρουν οι Ευρωπαίοι να τους ανταγωνίζονται αποτελεσματικότερα για παγκόσμια νομισματική ηγεμονία. Αυτό είναι μια αντίφαση, που δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ…
Πέραν του ότι η ατλαντική σχέση έχει μειωμένο όφελος για τις ΗΠΑ, αρχίζει να έχει και δυσανάλογο «κόστος ευκαιρίας» (opportunity cost). Κι όταν κάτι καθίσταται όλο και λιγότερο ωφέλιμο όλο και περισσότερο δαπανηρό, αποδυναμώνεται συνεχώς.


* Τέταρτον, οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους (πλην Βρετανών, κυρίως), αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η περαιτέρω ενοποίησή τους δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς στην ανάδειξη και εμπέδωση της «ενιαίας ευρωπαϊκή ταυτότητας». Και μια ενιαία ταυτότητα απαιτεί μια κοινή «ετερότητα» - δηλαδή μια κοινή διάκριση από κάτι άλλο. Ο ίδιος ο Χένρυ Κίσσιγκερ, στο πρόσφατο βιβλίο του «Αυτοκρατορία ή ηγέτιδα δύναμη» (όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το Does the US need a foreign policy in the 21st Century?), γραμμένο μόλις στις αρχές του 2001, επισημαίνει ότι αυτή η, παραδοσιακά «γαλλική», άποψη «δηλητηριάζει» και «δυναμιτίζει» την Ατλαντική σχέση. Προειδοποιεί μάλιστα: Αν συνεχίσουν οι Ευρωπαίοι να προσπαθούν να συγκροτήσουν την «ενιαία ταυτότητά τους» σε αντιπαράθεση προς τις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτων, από την πλευρά της, αργά ή γρήγορα θα προβεί σε «αντίποινα».

Το πρόβλημα είναι ότι τον τελευταίο χρόνο, και με αφορμή την αμερικανική επίθεση στο Ιράκ, στην γαλλική άποψη προσχώρησε και η Γερμανία.
Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι επίκειται κάποια «σύγκρουση» ΗΠΑ-Ευρώπης, ή, πολύ περισσότερο, η «διάλυση» του ΝΑΤΟ. Σημαίνει, ωστόσο, ότι όσο οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να προωθήσουν την ενοποίησή τους σε ανώτερο στάδιο θα αυτονομούνται από τις ΗΠΑ, η αυτονόμηση αυτή θα «βιώνεται» από τμήματα των κοινωνιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως «έρπουσα αντιπαλότητα». Η αντιπαλότητα αυτή, είτε θα οδηγήσει την Ουάσιγκτων να υποβαθμίσει την Ατλαντική σχέση (πολύ περισσότερο που τώρα έχει άλλες προτεραιότητες και βρίσκει αλλού πολύτιμους «συμμάχους») είτε θα εξαναγκάσει την Ουάσιγκτων να προκαλέσει σοβαρό ρήγμα μέσα στην Ευρώπη. Κι έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Ή έστω να το επιχειρήσει…

Διλήμματα Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης


Όσον αφορά τη δυναμική της ίδιας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, παλαιότερα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 90, το κυρίαρχο δίλημμα ήταν, αν θα δίνονταν η έμφαση στην «διεύρυνση» ή στην «εμβάθυνση». Τελικώς, οι Ευρωπαίοι κατάργησαν το δίλημμα – προσπάθησαν να κάνουν και τα δύο. Έτσι, σήμερα έφτασαν «αισίως» τα 25 μέλη (μαζί με τα 10 κράτη των οποίων η έγκριση ψηφίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία επικύρωσης από τα εθνικά Κοινοβούλια). Αλλά αυτή η «υπέρβαση» του διλήμματος δεν έλυσε το πρόβλημα, απλώς το μετασχημάτισε σε κάτι άλλο, πιο σοβαρό και πιο πιεστικό πλέον.
Έτσι όπως εξελίχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα. Για να τα λύσει πρέπει να μετασχηματιστεί. Αλλά, προς ποια κατεύθυνση; Να μετασχηματιστεί, σε τι ακριβώς; Εδώ υπάρχουν δύο διαθέσιμα «μοντέλα»:


-- Μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια ΣΥΝονομοσπονδία εθνικών κρατών. Το καθένα θα διατηρήσει την κυριαρχία του, αλλά θα εκχωρήσει κάποιες κρίσιμες εξουσίες στα κοινοτικά όργανα.

--Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το Ομοσπονδιακό μοντέλο, η περιβόητη «γερμανική» πρόταση Φίσσερ, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη βαθμιαία θα μετασχηματιστεί σε ένα ενιαίο «κυριαρχικό χώρο», με εσωτερική νομιμοποίηση από κεντρικά αντιπροσωπευτικά όργανα.

Με αρκετή «δόση» (υπερ)απλούστευσης, θα λέγαμε ότι το δίλημμα «διεύρυνση ή εμβάθυνση», μετασχηματίστηκε πλέον, σε επιλογή ανάμεσα στην «Συνομοσπονδία κυριάρχων εθνικών κρατών, ή στην ενιαία Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία πλήρους ενιαίας κυριαρχίας και εσωτερικής νομιμοποίησης».
Στο συμβολικό επίπεδο οι δύο προτάσεις «αναμετρήθηκαν» στο πεδίο της θεσμικής μεταρρύθμισης: ανάμεσα στην πρόταση ενίσχυσης του «διακυβερνητικού» χαρακτήρα της Ένωσης, δηλαδή του Συμβουλίου, ή της προώθησης του Ομοσπονδιακού μοντέλου με ενίσχυση της Κομμισσιόν (Επιτροπής) και του Ευρωκοινοβουλίου. Ανάμεσα στην προοπτική ενός ισχυρού Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα εκφράζει τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της Ένωσης και την ΣΥΝομοσπονδιακή προοπτική της, ή τον πρόταση αναβάθμισης των εξουσιών από ένα ισχυρό Πρόεδρο της Επιτροπής (Κομμισιόν), εκλεγμένο και νομιμοποιημένο από το (αυξημένων εξουσιών) Ευρωκοινοβούλιο, που θα συμβολίζει την Ομοσπονδιακή μετεξέλιξή της.

Τελικώς, επικράτησε ένας χαρακτηριστικά ευρωπαϊκός «συγκερασμός-συμβιβασμός» των δύο απόψεων. Η Ευρώπη θα έχει ένα αναβαθμισμένο Πρόεδρο του Συμβουλίου και ένα, επίσης αναβαθμισμένο, Πρόεδρο της Κομμισσιόν, πράγμα βεβαίως που δημιουργεί τον κίνδυνο της «δυαρχίας». Μόνο που αυτός ο κίνδυνος είναι για την ώρα μειωμένος, διότι στην πρόταση (και μιλάμε για προτάσεις ακόμα) υπονοείται σαφώς, το ΣΥΝομοσπονδιακό μοντέλο διατήρησης των εθνικών κρατών και της εθνικής κυριαρχίας. Ο κ. Φίσσερ, άλλωστε, δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του...

Άλλωστε, ο Συνομοσπονδιακός χαρακτήρας φαίνεται καθαρά από τον πρόταση Ντ’ Εσταίν, να υπάρξει σαφής διαδικασία αποχώρησης ενός κράτους από τον Ένωση. Το ζήτημα είναι τεράστιο και θα μείνει για αρκετό διάστημα ανοικτό. Δείχνει πάντως, ότι, για την ώρα τουλάχιστον, οι ευρωπαίοι κρατάνε τις εθνικές υποδιαιρέσεις τους ως βασικό συστατικό της νέας «αρχιτεκτονικής» τους.
Η Ευρώπη και πάλι δεν διάλεξε ανάμεσα στις ιστορικά διακριτές εναλλακτικές λύσεις (Συνομοσπονδία εθνικών κρατών ή ενιαία Ομοσπονδία). Αναζήτησε τον «τρίτο δρόμο» ανάμεσά τους, αλλά με σαφή την απόκλιση υπέρ της Συνομοσπονδίας κυριάρχων κρατών.

Πρόκειται για ιστορικά πρωτότυπο πείραμα εθελοντικής σύγκλισης (με ελευθερία και δημοκρατία). Τα κράτη θα εξακολουθούν να ασκούν κυριαρχία, αλλά ταυτόχρονα θα εκχωρούν εξουσίες στα Κοινοτικά όργανα. Μόνο που η εκχώρηση εξουσιών δεν θα θίξει την άμυνα, καθώς η Γερμανία και η Βρετανία δεν είναι διατεθειμένες στο ορατό μέλλον, να θέσουν υπό Κοινοτικό έλεγχο τα πυρηνικά του οπλοστάσια. Καθώς, δε, η εκχώρηση εξουσιών σε Κοινοτικά όργανα δεν μπορεί να θίξει την άμυνα, αυτό έχει και μια παραιτέρω συνέπεια: δεν μπορεί, επίσης, να καταργήσει τον εθνικό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής.
Οπότε η Κοινή Ευρωπαϊκή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Άμυνας (ΚΕΠΠΑ) θα είναι μια συνεχής προσπάθεια σύγκλισης επί μέρους εθνικών προτεραιοτήτων - όχι κατάργησης εθνικών προτεραιοτήτων στο όνομα των «κοινών ευρωπαϊκών συμφερόντων». Θα είναι «κοινή», αλλά ΔΕΝ θα είναι «ενιαία».


ΚΕΠΠΑ: «Kοινή Πολιτική» ή «Ενιαία» Πολιτική;


«Κοινή πολιτική» σημαίνει ότι κάθε χώρα-μέλος θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις προτεραιότητες των άλλων, εφ’ όσον είναι συμβατές με τις δικές της και θα στηρίζει διπλωματικά τις προτεραιότητες των υπολοίπων, εφ’ όσον λαμβάνει αντίστοιχη στήριξη στις δικές της προτεραιότητες. Θα συγκροτηθεί, τελικώς, μια κοινή «λίστα προτεραιοτήτων πολιτικής», συμβατών μεταξύ τους, με ευρύτερη στήριξη από όλα (ή τουλάχιστον, τα περισσότερα) κράτη-μέλη της Ένωσης.
Θα πρόκειται, μάλλον, για ένα «συνεργατικό» (cooperative) σχήμα εξωτερικής πολιτικής – ένα «καρτέλ διπλωματίας». Αλλά, όπως συμβαίνει με όλα τα «καρτέλ», θα είναι εγγενώς ασταθές και «ευάλωτο». Κάθε χώρα θα στηρίζει πολιτικές των υπολοίπων, μόνο στο βαθμό που θα είναι συμβατές με τις δικές της και μόνο μέχρι του σημείου, όπου το όφελός της (από την ανταποδοτική στήριξη των υπολοίπων) θα είναι μεγαλύτερο από κόστος ή το ρίσκο που αναλαμβάνει η ίδια.
«Ενιαία πολιτική», αντιθέτως, θα σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό: μοναδική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, που δεν υπόκεινται σε εσωτερική διαπραγμάτευση (μεταξύ αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων των χωρών-μελών) και η υποστήριξή τους έχει διάρκεια και συνέχεια.

Πέρα από το πρόβλημα των πυρηνικών οπλοστασίων που αφορά στην απροθυμία δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέσουν τέτοια όπλα σε Κοινοτικό έλεγχο, υπάρχουν και οι διακριτές εθνικές προτεραιότητες που δεν επιτρέπουν ενιαία πολιτική, ή τουλάχιστον δεν επιτρέπουν να απαλειφθεί το «δούναι και λαβείν» της εσωτερικής διαπραγμάτευσης μέσα στην Ένωση. Ήδη στην περίπτωση του Ιράκ είχαμε τη Βρετανία να ταυτίζεται πλήρως με την Αμερικανική πολιτική, την Γερμανία να διαφοροποιείται μέχρι…παρεξηγήσεως, τη Γαλλία να κρατά αρχικά μια στάση «ενδιάμεση», ενώ αργότερα μετακινήθηκε προς τις γερμανικές αντιρρήσεις.
Οι μεγάλες χώρες της Ένωσης μοιάζουν να επιθυμούν ένα «ενδιάμεσο» τύπο «Ολοκλήρωσης»: μιαν «Ένωση» που λειτουργεί ως διακυβερνητική Συνομοσπονδία για τις ίδιες και ως ενιαία Ομοσπονδία για τις μικρότερες χώρες. Να κρατήσουν οι ίδιες την εθνική πολιτική ιδιαιτερότητα και κυριαρχία τους, αλλά να απαλλοτριώσουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες των μικροτέρων χωρών. Θέλουν ένα «καρτέλ» που να αποτελεί συνεργατικό παίγνιο για τρεις – το πολύ τέσσερις – «μεγάλους» της Ευρώπης, με όλους τους υπόλοιπους να ευθυγραμμίζονται σιωπηλά. Εξ άλλου, μια εσωτερική διαπραγμάτευση είναι εφικτή ανάμεσα σε τρεις ισχυρούς πόλους, αλλά είναι πρακτικά ανέφικτη ή εξαιρετικά ασταθής ανάμεσα σε 25 διαφορετικούς «πόλους», ακόμα κι αν ληφθεί υπ΄ όψιν το άνισο ειδικό βάρος του καθενός.
Επειδή, όμως, Ένωση δύο ταχυτήτων είναι εφικτή, αλλά Ένωση δύο διαφορετικών και ασύμβατων «ποιοτήτων» (Συνομοσπονδία για κάποιους και Ομοσπονδία για τους υπόλοιπους) είναι αδιανόητη, η «ενδιάμεση» λύση καταλήγει τελικώς σε μια ένωση εθνικών κρατών, με σύγκλιση εθνικών πολιτικών και προτεραιοτήτων, με κοινή αλλά όχι ενιαία εξωτερική πολιτική.


ΝΑΤΟ: «Σύστημα Ασφαλείας» ή «Συμμαχία»;


Αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να είναι συμβατό με μια τέτοια Ευρωπαϊκή Ένωση, στην από δω πλευρά του Ατλαντικού, μόνον εφ’ όσον το ίδιο το ΝΑΤΟ μετεξελιχθεί από «Συμμαχία» που είναι ως σήμερα σε «Σύστημα συλλογικής Ασφαλείας».
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι σημαντική, αν και έχει αγνοηθεί στην Ελλάδα. Ένα Σύστημα συλλογικής Ασφαλείας υπερασπίζεται κοινές αρχές κι έχει κοινές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Μια Συμμαχία έχει κοινό αντίπαλο και κοινό μηχανισμό αντιμετώπισής του με εσωτερικό επιμερισμό του κόστους μεταξύ των μελών του.

«Συμμαχία» σημαίνει δέσμευση σε κοινή έμπρακτη υποστήριξη έναντι κοινού εχθρού. «Σύστημα συλλογικής ασφαλείας» σημαίνει δέσμευση σε κοινά αποδεκτές διαδικασίες διευθέτησης κρίσεων, και κοινές αρχές, που αφορούν περισσότερο την επικοινωνιακή διάσταση και τα προσχήματα της διπλωματίας, μάλλον, παρά εκ των προτέρων δεσμεύσεις πρακτικής συμπεριφοράς ή σαφή ανάληψη κόστους και ρίσκου.
Ένα Σύστημα Ασφαλείας μειώνει τους κινδύνους, υπό προϋποθέσεις, και μάλιστα σε «ήπιες» περιπτώσεις προστριβών, αλλά ΔΕΝ αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα ασφαλείας σε περιόδους κρίσεων.

Η ίδια η επιλογή των Ευρωπαίων για «κοινή» (και όχι «ενιαία») εξωτερική πολιτική, προσφέρει στις ΗΠΑ τα περιθώρια να προσπαθήσουν να επηρεάσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προσεταιριζόμενες χώρες-μέλη που δυσφορούν με την άποψη της εκάστοτε ευρωπαϊκής «πλειοψηφίας». Αυτό δεν είναι μια «ενδεχόμενη» επιλογή για την Ουάσιγκτων είναι μια «αναγκαστική και αναπόφευκτη» επιλογή της Ουάσιγκτων στο εξής - και είναι βέβαιο ότι θα αποδυναμώσει την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.
Θα προσφέρει στις «περιφερειακές» χώρες της ίδιας της Ένωσης (ή στις χώρες που βρίσκονται στην «περίμετρό» της) το κίνητρο να «προσεταιριστούν» τις ΗΠΑ, για να αποφύγουν την περιθωριοποίησή τους μέσα στην (ή γύρω από την) Ένωση.
Και θα προσφέρει στις ΗΠΑ το κίνητρο να ανταποκριθούν σε τέτοιες «ευκαιρίες», ακριβώς για να αποθαρρύνουν τις ισχυρές χώρες της Ένωσης από μια πιο «ανεξάρτητη στάση» ή πολύ περισσότερο για να αποθαρρύνουν εκ μέρους της Ευρώπης μια στάση μη «ευμενή» προς τους εκάστοτε σχεδιασμούς της Ουάσιγκτων.
Είναι ειρωνικό, αλλά ένα μοντέλο «Κοινής» πλην όχι «Ενιαίας» εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη, μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, μόνον όταν συμπλέει πλήρως με τις επιλογές της Ουάσιγκτων, δηλαδή όταν ΔΕΝ χρειάζεται…

Αντίθετα, σε περιπτώσεις που υπάρχει απόκλιση προτεραιοτήτων μέσα στην Ένωση, ή ανάμεσα στην Ένωση και στις ΗΠΑ, τότε η Ουάσιγκτων έχει τη – θεωρητική τουλάχιστον - δυνατότητα να ακυρώνει την «Κοινή» πολιτική (επειδή ακριβώς ΔΕΝ είναι «ενιαία»).

Το τελικό συμπέρασμα, στο σημείο αυτό, αφορά την Ελλάδα, ως περιφερειακή ή μεσαία χώρα της Ένωσης. Είναι υποχρεωμένη να αποβάλλει τις ψευδαισθήσεις της, ότι μπορεί να υπάρξει «ενιαία πολιτική» στο εγγύς μέλλον. Είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει δραστήρια, ευέλικτα και αποφασιστικά σε όλη την «εσωτερική διαπραγμάτευση» της ΚΕΠΠΑ, αλλά να μην υποκαταστήσει την εθνική της διπλωματία με την ΚΕΠΠΑ.

Εθνική διπλωματία - δηλαδή εθνικές προτεραιότητες, συμμαχίες, σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες, για την υποστήριξη των προτεραιοτήτων αυτών – χρειάζεται επειγόντως η Ελλάδα για δύο λόγους: Πρώτον, για να επηρεάσει την ίδια την «εσωτερική διαπραγμάτευση» της Ευρώπης, από την οποία θα προκύψει η Κοινή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεύτερον, για να καλύψει εκείνα τα κενά ασφαλείας που δεν θα μπορεί, από τη, «ελλειπτική» φύση της, να καλύψει η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική.

Η Κοινή Πολιτική ΔΕΝ καταργεί ΟΥΤΕ υποβαθμίζει την ανάγκη εθνικής διπλωματίας (ή πολύ περισσότερο Άμυνας) για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Το αντίθετο: στηρίζεται στην ψευδαίσθηση ότι θα υπάρξει στο εγγύς μέλλον «Ενιαία» πολιτική στην Ευρώπη, και μάλιστα τέτοια που θα λαμβάνει πλήρως υπ’ όψιν τα ελληνικά προβλήματα και τις ανάγκες ασφαλείας. Αλλά, όπως δείξαμε, η Ευρώπη αναζητά «Κοινή» πολιτική - όχι «Ενιαία» πολιτική.

Επίσης, η επιλογή της Κοινής μάλλον, παρά της «ενιαίας πολιτικής» δεν αποτελεί προσωρινή βούληση των ευρωπαϊκών κρατών που αύριο μπορεί να αλλάξει, αλλά αποτέλεσμα εγγενών περιορισμών του ίδιου του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, που συνδέεται άμεσα με τον διακυβερνητικό μάλλον, παρά Ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ένωσης που οικοδομείται.

Τέλος, το ΝΑΤΟ εξελίσσεται σε Σύστημα Ασφαλείας, όχι σε Συμμαχία. Έτσι τα κράτη μέλη – και ιδίως αυτά της περιφέρειας – χρειάζονται επειγόντως εθνική διπλωματία και πολιτική εθνικής άμυνας, που δεν θα αγνοεί την Ευρωπαϊκή διάσταση ούτε τη Νατοϊκή διάσταση, αλλά δεν θα «επαναπαύεται» ούτε στην ΚΕΠΠΑ ούτε στο ΝΑΤΟ.


Όρια και χαρακτήρας της Ενωσης


Η επιλογή για το μελλοντικό χαρακτήρα της Ένωσης, επηρεάζει, όπως είναι φυσικό και τα όρια της διεύρυνσής της.


-- Αν η Ευρώπη μετασχηματιζόταν σε ένα «κοινό οικονομικό χώρο», χωρίς φιλοδοξίες πολιτικής ενοποίησης (το μοντέλο της πολύ χαλαρής ΣΥΝομοσπονδίας), τότε πρακτικά η διεύρυνση δεν θα είχε γεωγραφικά όρια μακροπρόθεσμα. Θα «χώραγαν» στους κόλπους της όσες χώρες ήθελαν να συναποτελέσουν με τα σημερινά μέλη μιαν «ανοικτή αγορά», εφ’ όσον πληρούσαν κάποιες τεχνικού χαρακτήρα προϋποθέσεις (δημοσιονομικής σταθερότητας, νομισματικής ισορροπίας κλπ).


-- Αν πάλι η Ευρώπη μετασχηματιζόταν σε μια σφικτή Ομοσπονδία, ενιαίου κυριαρχικού χώρου, τότε θα υπήρχαν σαφή όρια στην διεύρυνση, αφού κάθε νέο μέλος – ιδιαίτερα αν πρόκειται για μεγάλο κράτος – θα ανέτρεπε τις υφιστάμενες ισορροπίες μέσα σε ολόκληρη της Ένωση, ισορροπίες κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές, και οικονομικές. Ενιαία Ομοσπονδία σημαίνει, ενιαίος κυριαρχικός χώρος, σημαίνει ότι το πώς θα κυβερνάται ολόκληρη η Ένωση μπορεί οριακώς να κριθεί σε ένα μόνο από τα μέλη της. Συνεπώς, κάθε προσθήκη νέων πληθυσμών θα ανέτρεπε τις παλαιές ισορροπίες μέσα σε ολόκληρη της Ενωση, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δυνατότητα μετακίνησης πληθυσμών. Πολλώ μάλλον, που υπάρχει (έστω και δυνητικά) η προοπτική μετακίνηση πληθυσμών, ικανή να αλλάξει και τις κοινωνικές ισορροπίες μέσα σε καθένα από τα κράτη-μέλη.

Το γεγονός ότι η Ευρώπη, μετασχηματίζεται σε ένα «ενδιάμεσο σχήμα», που είναι αρκετά «χαλαρό», ώστε να διατηρεί τη δομή των εθνικών κρατών, αλλά και αρκετά «σφικτό», ώστε να αναγκάζει τα κράτη-μέλη να δεχθούν κοινό καθεστωτικό τρόπο λειτουργίας και «κοινή ταυτότητα», σημαίνει ότι υπάρχουν σαφή όρια διεύρυνσης:
Δεν μπορούν να μπούν στην Ένωση πληθυσμοί που έχουν αισθητά διαφορετική ταυτότητα πολιτισμού, δεν μπορούν να εισέλθουν στην Ένωση μεγάλα κράτη με αισθητά διαφορετικές προτεραιότητες εξωτερικές πολιτικής από τα μεγάλα κράτη μέλη της Ένωσης, δεν μπορούν να εισέλθουν στην Ένωση καθεστώτα των οποίων η ενότητα εξαρτάται από αισθητά διαφορετικές θεσμικές ρυθμίσεις λειτουργίας του πολιτεύματος.

Μια Ένωση, αν είναι πολύ χαλαρή, μπορεί να «χωρέσει» του πάντες, αλλά ΔΕΝ πρόκειται ποτέ να γίνει πολιτική Ένωση. Αν θέλει να είναι πολιτική Ένωση, ΔΕΝ μπορεί να παραμείνει χαλαρή, συνεπώς δεν μπορεί να «χωρέσει» του πάντες. Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μην είναι απολύτως «χαλαρή», και να προχωρήσει σε μορφές πολιτικής ενοποίησης, έβαλε η ίδια όρια στην διεύρυνσή της. Και τα όρια αυτά είναι πολιτισμικά, θεσμικά, γεωπολιτικά και – σε τελευταία ανάλυση – και γεωγραφικά.

Όσοι θέλουν την διεύρυνση της Ένωσης να προχωρά δίχως όρια, οδηγούν την Ένωση σε τέτοια ευρύτητα που να οδηγεί σε απόλυτη χαλάρωση – τελικά, ακυρώνουν την ίδια την Ένωση.


Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση


Από την πλευρά της, η Τουρκία, έχει τα εξής προβλήματα εν όψει της πρόκλησης για την Ευρωπαϊκή της ένταξη:


Αφενός έχει καθεστώς ΜΗ συμβατό με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

Πρόκειται για περίπτωση τελείως διαφορετική από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, την Ισπανία και την Πορτογαλία της δεκαετίας του ’80, την Πολωνία, τη Τσεχία, την Ουγγαρία και τις Βαλτικές δημοκρατίας της δεκαετίας του 2000. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, πρώτα αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία και ύστερα προχώρησε η πλήρης ένταξη - οι ενδιαφερόμενες χώρες είδαν την ένταξη ως βασική εγγύηση θωράκισης των νεοπαγών κοινοβουλευτικών θεσμών.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, ο κοινοβουλευτισμός δεν λειτουργεί εκτός των ορίων της «εποπτείας» εξωκοινοβουλευτικών θεσμών, όπως ο στρατός, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας κλπ. Στην Τουρκία, η ένταξη δεν θεωρείται εγγύηση των θεσμών που ήδη υπάρχουν, αλλά μηχανισμός ανατροπής των «θεσμικών αγκυλώσεων», ώστε να λειτουργήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Το σημερινό καθεστώς της Άγκυρας, καλείται να «διαπραγματευθεί» με τις Βρυξέλλες τους όρους της…ανατροπής του.

Επί πλέον, αν στην Τουρκία αφεθούν να λειτουργήσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί έξω από τον «υψηλή εποπτεία» του στρατού, δεν είναι βέβαιο ότι θα προκύψει τελικώς μια πολιτειακή συγκρότηση συμβατή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θυμίζουμε ότι το ανερχόμενο ρεύμα του πολιτικού Ισλαμ έχει έντονα αντιδυτικές αποχρώσεις και ροπές.

Τέλος, η αποδοχή ορισμένων δικαιωμάτων μειονοτήτων, μπορεί να δημιουργήσει στην Τουρκία πρόβλημα ενότητας - αν όχι άμεσα, ενδεχομένως στο μέλλον. Χωρίς την απειλή της καταστολής εκ μέρους του στρατού, και το πολιτικό Ισλάμ μπορεί να αποκαλύψει ένα (αντιδυτικό) πρόσωπο, που σήμερα αποκρύβει επιμελώς, και οι Κουρδικοί πληθυσμοί της Τουρκία, μπορούν να θέσουν αιτήματα, που σήμερα μόνο παράνομες οργανώσεις διανοούνται να αναδείξουν.
Στην Τουρκία και το καθεστώς και οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις έχουν διαστάσεις «άδηλες»: Υπάρχει, αφενός, το «βαθύ κράτος», που ελέγχει τις εξελίξεις με τρόπους έξω από την δημοκρατική νομιμοποίηση. Όπως υπάρχουν, αφετέρου, και αντικαθεστωτικές δυνάμεις βαθιά ριζωμένες σε στρώματα του πληθυσμού – είτε εθνικιστικές είτε ισλαμικές – που δεν είναι σαφές ποια δυναμική θα απελευθερώσει η απαλλαγή τους από το «χαλινό» των στρατοκρατών.

Προκειμένου να ενταχθεί ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σημερινή Τουρκία, καλείται να διαπραγματευθεί, όχι απλώς κάποιες θεσμικές αγκυλώσεις της, αλλά τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του καθεστώτος της. Για τη σημερινή Τουρκία, η πλήρης ένταξη, απαιτεί θυσίες που δεν θα επιταχύνουν τον «εκδυτικισμό» της, αλλά μπορεί να τον αναστείλουν οριστικά. Δεν θα φέρουν κατοχύρηση της ασφάλειάς της, αλλά μπορεί να επισπεύσουν τον διαμελισμό της. Συνεπώς, η πλήρης ένταξη της Τουρκίας έχει σημαντικότερο κόστος και ρίσκο για τη σημερινή Τουρκία, απ’ ότι είχε η αντίστοιχη διαδικασία ένταξης, για οποιοδήποτε από τα ήδη μέλη της – παλαιότερα και πρόσφατα.

Η Άγκυρα έχει πολλούς λόγους να ζητά σήμερα την πλήρη ένταξη στην Ευρώπη, προκειμένου να αποσπάσει αύριο «ειδική σχέση με την Ευρώπη». Έχει λόγους να διεκδικεί τα μέγιστα, για να κερδίσει τα ελάσσονα, παραχωρώντας τα ελάχιστα.

Η «βολονταριστική» στατηγική των Αθηνών


Συνεπώς, αν ισχύουν τα ανωτέρω, η κατάσταση που διαμορφώνεται στις ευρω-τουρκικές σχέσεις έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά:


* Πρώτον, η Ευρώπη, δεν επιθυμεί την πλήρη ένταξη της Τουρκίας – ακόμα κι αν αποφεύγει να το πεί επισήμως, με απόλυτα σαφήνεια (αν και ημι-επισήμως το έχει ήδη πεί με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνειών). Κι αυτό δεν αποτελεί μιαν «εφήμερη» τάση της Ευρώπης, αλλά ένα «δομικό περιορισμό», που θέτει ο ίδιος ο «τύπος» της ενοποίησης που επιλέγει η Ευρώπη, στο εξής.


* Δεύτερον, η Τουρκία, με τη σειρά της, δεν επιθυμεί την πλήρη ένταξή της στην Ευρώπη – ακόμα κι αν σήμερα μοιάζει (για διαπραγματευτικούς λόγους) να αποτελεί «διακαή της πόθο». Πλην, δεν είναι διατεθειμένη, ούτε το σχετικό κόστος να καταβάλει ούτε το απαραίτητο ρίσκο να αναλάβει, ενώ μακροχρόνια είναι βέβαιο, ότι η πλήρης ένταξή της είναι πέρα από τα όρια ανοχής του καθεστώτος, της ακεραιότητάς της και των «σταθερών» της τουρκικής κοινωνίας. Κι αυτό με τη σειρά του, δεν αποτελεί μιαν εφήμερη στάση του τουρκικού καθεστώτος, αλλά ένα «δομικό περιορισμό», που θέτει η ίδια η «υπόστασή» του και τα μακροχρόνια ανακλαστικά επιβίωσής του.


Η Ευρώπη δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας, και η Τουρκία, από την πλευρά της, δεν «αντέχει» την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνεπώς, η στρατηγική ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας προσκρούει σε δύο βασικούς περιορισμούς, που είναι απίθανο να υπερπηδηθούν, στο ορατό μέλλον.
Προσοχή στο σημείο αυτό: Η Ελληνική στρατηγική έχει σοβαρά ποντάρει στην «ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας» ως βασικό μηχανισμό ανάσχεσης της μακροχρόνια επιθετικής συμπεριφοράς της. Η επιλογή αυτή της Ελληνικής διπλωματίας δεν είναι παράλογη, εκ πρώτης όψεως: Όντως, αν μπορούσε η Τουρκία να γίνει πλήρες μέλος της Ευρώπης, κι αν επιθυμούσε (ή «χωρούσε») η Ευρώπη την Τουρκία ως πλήρες μέλος, κι αν η ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας μπορούσε να «χαλιναγωγήσει» την συμπεριφορά της Άγκυρας, τότε η επιλογή της ελληνικής διπλωματία θα ήταν, πράγματι, «σοφή».

Μόνο που τα τρία αυτά «αν», που προαναφέραμε, αποτελούν ισάριθμες «αφανείς υποθέσεις εργασίας» - οι οποίες δεν ισχύουν. Η Ευρώπη ΔΕΝ επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας, η ίδια η Τουρκία με τη σημερινή καθεστωτική μορφή ΔΕΝ «αντέχει» την πλήρη ένταξη - και αλλαγή καθεστώτος στην Τουρκία ΔΕΝ ξέρουμε τι, ακριβώς, επιφυλάσσει. Τέλος, αν η Ευρώπη «χωρούσε» την Τουρκία θα ήταν πολύ «χαλαρή Ευρώπη» ανίκανη να χαλιναγωγήσει την Άγκυρα. Κι αν ήταν «σφικτή Ευρώπη», ικανή να «χαλιναγωγήσει την Άγκυρα, τότε δεν θα την «χωρούσε», έτσι κι αλλιώς...

Με άλλα λόγια η επιλογή της ελληνικής διπλωματίας, στηρίζεται σε μιαν «Ευρώπη» που σήμερα δεν υπάρχει. Στηρίζεται σε μια «Τουρκία» που, επίσης σήμερα δεν υπάρχει. Στηρίζεται, τέλος, σε μια μελλοντική Ευρώπη, που θα είναι αρκετά «χαλαρή» (για να χωρέσει την Τουρκία) και, ταυτόχρονα, αρκετά «σφικτή» (για να μπορέσει να την «χαλιναγωγήσει»).

Άρα η Ελληνική διπλωματία, σε ότι αφορά το κρίσιμο σκέλος αντιμετώπισης της Τουρκίας μέσω της Ευρωπαϊκής ένταξης στηρίζεται σε προϋποθέσεις που είτε δεν υπάρχουν είτε αντιφάσκουν μεταξύ τους – είτε και τα δύο. Πρόκειται για μια στρατηγική, η οποία στηρίζεται στους «ευσεβείς πόθους» της Αθήνας παρά στην πραγματικότητα, πρόκειται για «βουλισιαρχική» (βολανταριστική) στρατηγική. Που εκλαμβάνει τις επιθυμίες μας ως πραγματικότητα...

Τα ανωτέρω αποτελούν, ασφαλώς, απόπειρα κριτικής προσέγγισης στην Ελληνική διπλωματία, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια. Δεν οδηγούν, αναγκαστικά, στην απόρριψη όσων γίνονται στην τρέχουσα διπλωματική δραστηριότητα.
Το πρακτικό συμπέρσμα της ανωτέρω ανάλυσης συνοψίζεται σε δύο θέσεις:


* Πρώτον, ότι δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την ανάγκη εθνικής διπλωματίας εν ονόματι της ΚΕΠΠΑ, και


* Δεύτερον, είναι σφάλμα να ποντάρουμε στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ως παράγοντα που θα «αναασχέσει» την τουρική επιθετικότητα.


Οι ανωτέρω θέσεις δεν σημαίνουν υποτίμηση της ίδιας της ΚΕΠΠΑ ή πολύ περισσότερο – δεν σημαίνουν υποτίμηση της συμμετοχής μας στη διαμόρφωση της ΚΕΠΠΑ. Σημαίνουν, απλώς, ότι η ΚΕΠΠΑ δεν μπορεί να λύσει προβλήματα που απο τη φύση της (και από τη φύση του ίδιου το μοντέλου Ευρωπαϊκής Ενοποιησης, το οποίο υιοθετείται) ΔΕΝ μπορεί να αντιμετωπίσει. Δεν μπορούμε να φορτώσουμε στους εταίρους μας ΟΛΑ τα προβλήματα ασφαλεία μας.
Επίσης, οι ανωτέρω κριτικές θέσεις ΔΕΝ υπονοούν ότι πρέπει οπωσδήποτε να «αντισταθούμε» στα ευρωπαϊκή ανοίγματα της Αγκυρας. Απλώς, δεν πρσοκούμε ότι αυτά τα ανοίγματα θα λύσουν το δικό μας πρόβλημα με την επιθετικότητα της Αγκυρας.
Σημαίνουν τέλος, ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες μπορούμε να δούμε συσχετισμούς αδιανόητους στα προηγούμενα χρόνια – του Ψυχρού Πολέμου και της πρώτης μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου. Αυτούς τους νέους συσχετισμούς πρέπει να τους διαγνώσουμε έγκαιρα και να τους εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Για παράδειγμα, αν προχωρήσει μια μείζων σύζευξη στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ-Ρωσίας με ταυτόχρονη υποβάθμιση της της Ατλαντικής σχέσης από την πλευρά των ΗΠΑ, αυτό θα αποτελούσε για μας πρώτης τάξεως ευκαιρία: Θα διευρύναμε το περιθώρια επιλογών μας, θα μειώναμε τους «περιορισμούς» μας, και θα μεγιστοποιούσαμε ουσιωδώς τους «βαθμούς ελευθερίας» της εξωτερικής πολιτικής μας.

Μια ανάλυση έχει τόση αξία, όση και οι υποθέσεις εργασίας επί των οποίων στηρίζεται. Και η διατύπωση υποθέσεων για το μέλλον, δεν μπορεί να είναι πλήρης ούτε εξαντλητική – ούτε «προφητική», πολύ περισσότερο. «Συνταγές για την κουζίνα του μέλλοντος» δεν υπάρχουν...

Κάποτε, όμως, πρέπει να μάθουμε να δουλεύουμε με τέτοιου είδους ανάλυση – γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, απλώς «αναδιατυπώνουμε το προφανές» (restating the obvious) ή προβάλλουμε «το παρελθόν που γνωρίζουμε, στο μέλλον που μας τρομάζει» (projecting the known past into the unknown future).
Όμως, σε μεταβατικές εποχές, το μέλλον ανοίκει σε όσους εγκαίρα απαλλαγούν από τις «προσλαμβάνουσες παραστάσεις» του παρελθόντος.

Κάποτε κατηγορήθηκαν οι στρατιωτικοί ότι είναι δέσμιοι των εμπειριών τους από τον τελευταίο πόλεμο. Και πολεμώντας τον «τελευταίο πόλεμο» χάνουν, συνήθως, τον επόμενο. Ίσως οι διπλωμάτες (αλλά και όσοι ασχολούνται με την διπλωματική ανάλυση) πάσχουν από την ίδια «επαγγελματική νόσο»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: