Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009

Τι σημαίνει Δεξιά;





Το ιδεολογικό κενό της πρώην «νέας διακυβέρνησης».

(Σχεδίασμα για ένα βιβλίο που δεν εκδόθηκε πότε)


του Πάσχου Μανδραβέλη


Σε στρωμένο γήπεδο

Τον Μάιο του 2004, δύο μήνες μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές, ο κ. Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε την Δυτική Θράκη. Μια τέτοια επίσκεψη, τρία ή τέσσερα χρόνια πριν, θα εθεωρείτο τουλάχιστον «πρόκληση». Τούρκος πρωθυπουργός με την κουστωδία του σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή, όταν μάλιστα η κυβέρνησή του δηλώνει ότι υπάρχει εκεί τουρκική μειονότητα; Είναι σίγουρο ότι αν η κυβέρνηση Σημίτη επέτρεπε κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν «προδοτική». Κάποιοι θα φώναζαν «στο Γουδί», όπως δυστυχώς ακούστηκε μέα στη Βουλή κατά την κρίση στα Ίμια. Τα επιχειρήματα θα ήταν ότι η Τουρκία έχει στρατό στην Κύπρο, βλέψεις στο Αιγαίο, απαγορεύει την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου· αφήστε δε το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζει την «γενοκτονία των Ποντίων».

Κι όμως! Δεν κουνήθηκε φύλλο. Ακόμη και κάποιες λογικές για την διπλωματία αιτιάσεις του ΠΑΣΟΚ -π.χ. να ανοίξει ως αντάλλαγμα η γραμμή Λέσβου-Ίμβρου- θεωρήθηκαν περίπου εθνικιστική έξαρση.

Η μεγαλύτερη συνεισφορά της διακυβέρνησης Σημίτη στον τόπο δεν ήταν ούτε η ΟΝΕ, ούτε τα μεγάλα έργα. Ήταν η μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα της χώρας επί το ορθολογικότερο. Όχι μόνο στα εθνικά (ας μην ξεχνάμε ότι το 1996 κυριαρχούσε το δόγμα «δεν συζητάμε διότι δεν έχουμε τίποτε να διαπραγματευτούμε»), αλλά παντού: στην οικονομία, στους θεσμούς, στην κοινωνία. Κάθε μεταρρύθμιση, ακόμη και ελλιπής, ήταν ταυτόχρονα μια μεγάλη ιδεολογική μάχη. Δεν μιλάμε μόνο για τις αποκρατικοποιήσεις (ποιος θυμάται την μεγάλη σύγκρουση για την ιδιωτικοποίηση της Ιονικής Τράπεζας;), ούτε για την Παιδεία (ποιος θυμάται τις μάχες έξω από τα σχολεία για την κατάργηση της επετηρίδας;). Ιδεολογική σύγκρουση υπήρξε ακόμη και για τα αυτονόητα: μέχρι και για την εξάρθρωση μια συμμορίας ατόμων που κατηγορούνταν για 27 δολοφονίες.

Η σύγκρουση αυτή ήταν πολυμέτωπη. Δεν ήταν μόνο ο διεκδικητής του θρόνου (δηλαδή η Ν.Δ.) που αντιπαρατέθηκε σε κάθε βήμα (Σ.Σ.: έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι έκανε η ΝΔ όταν οι αγρότες έκοβαν στη μέση την Ελλάδα, τι έλεγε για την συμφωνία του Ελσίνκι που έβαλε την Κύπρο στην Ε.Ε., για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, για τον Καποδίστρια, για το αεροδρόμιο που δεν είχε δρόμους, το Μετρό που απειλούσε τη ζωή κι την σωματική ακεραιότητα των επιβατών, για τα έργα-μακέτες κ.λπ.). Στο κάτω-κάτω της γραφή η ΝΔ την εξουσία ήθελε και ήταν αποφασισμένη να την καταλάβει με κάθε τίμημα.

Ταυτόχρονα με το μέτωπο της ΝΔ υπήρχαν άλλα δύο. Το ένα ήταν με την έξαλλη Αριστερά -η οποία θεωρούσε και θεωρεί κάθε αναχρονισμό, κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η σύγκρουση κόστισε στο ΠΑΣΟΚ πολύ περισσότερο απ' ότι η σύγκρουση με την ΝΔ και όχι μόνο γιατί σε ότι αφορά τη ΝΔ, υπήρχε πάντα στους πολίτες η υποψία περί «λειτουργίας Ισνογκούντ». Διαχρονικά ο λόγος της Αριστεράς είναι πιο συγκροτημένος από εκείνον της Δεξιάς και το κυριότερο: απηχεί τα σκληρά δόγματα της ελληνικής κοινωνίας. Η Αριστερά είναι ενάντια στην αγορά, σις επιχειρήσεις, στην παγκοσμιοποίηση, στον ιμπεριαλισμό -«δαίμονες» τους οποίους κατά την αριστερή προπαγάνδα το ΠΑΣΟΚ θώπευε. Τι κι αν η οικονομία πήγαινε καλύτερα από ποτέ, αφού είχε αρχίσει να παραδίδεται στις δυνάμεις της αγοράς; Τι κι αν οι κοινωνικές δαπάνες έφτασαν για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους στο μέσο όρο της Ε.Ε.; Ο (αδιευκρίνιστος) νεοφιλελευθερισμός τρύπωνε στο ΙΚΑ διότι οι γιατροί του είχαν και ιδιωτικά ιατρεία. Τι κι αν έγινε η Αττική Οδός και το αεροδρόμιο; Ιδιώτες θα είχαν την εκμετάλλευσή τους επί 30 χρόνια. Τι κι αν έγινε η γέφυρα του Ρίου-Αντίρριου; Τα διόδια είναι πολύ ακριβά για τους εργάτες. Τι κι αν δόθηκε το ΕΚΑΣ; Οι ανάγκες ενός συνταξιούχου είναι πάντα πολλές περισσότερες από τα 100 ή 200 ευρώ επιπλέον.

Η αλήθεια είναι ότι η έξαλλη Αριστερά πολέμησε πολύ σκληρά για την νίκη της Δεξιάς. Η ρητορική της δε, έχει σημαντική απήχηση και στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πάντα έχουν την υποψία ή το κόμπλεξ ότι «δεν είναι όσο αριστεροί πρέπει». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, που υπήρξε καμπή για την κυβέρνηση Σημίτη, βούλιαξε από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Το τρίτο μέτωπο της κυβέρνησης Σημίτη ήταν στα μετόπισθεν. Ένα μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ ασπαζόταν όχι μόνο την ρητορεία της έξαλλης Αριστεράς, αλλά και της εθνικιστικής Δεξιάς. Στελέχη του πρωτοστατούσαν στην πολεμική ενάντια σε κάθε άνοιγμα της εξωτερικής πολιτικής και στην μεγάλη σύγκρουση για τις ταυτότητες, ευτυχώς υπήρχε ο Συνασπισμός. Στελέχη του, όπως ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, όχι μόνο δεν στήριξαν, αλλά αντιθέτως υπονόμευαν τον αγώνα. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το 2001 ο κ. Σημίτης, ων πρωθυπουργός και μετά από δύο εκλογικές επιτυχίες, κατέβηκε μόνος του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και πήρε μόνο 70% των ψήφων. Το εν τρίτον του στελεχιακού δυναμικού του δεν τον ήθελε κι ας μην υπήρχε εναλλακτική λύση.

Παρά τον τριμέτωπο αυτόν αγώνα κάποια πράγματα όχι μόνο προχώρησαν, αλλά πέτυχαν. Και αυτή η επιτυχία συνετέλεσε τα μάλα στην μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα της χώρας. Το γεγονός ότι δεν κουνήθηκε φύλλο κατά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Θράκη, οφειλόταν στο γεγονός ότι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ έδωσε την μάχη κατά του απερίσκεπτου εθνικισμού (που φώλιαζε και μέσα στο κόμμα του) και του διακομματικού αλαλάζοντος αντιτουρκισμού και την κέρδισε. Η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη επέτρεψε στον κ. Καραμανλή να είναι γαλαντόμος στο αίτημα του κουμπάρου του. Να μην παρεξηγηθούμε: καλώς έπραξε, αν και υπήρχε μια πραγματική ευκαιρία να ανοίξει εκείνη η γραμμή Λέσβου-Ίμβρου. Αλλά έστω χωρίς ανταλλάγματα η επίσκεψη ήταν επωφελής για τα εθνικά μας θέματα. Ο κ. Ερντογάν μίλησε σε μειονοτικούς Έλληνες πολίτες και τους νουθέτησε να σέβονται το ελληνικό κράτος. Κυρίως απέδειξε ότι και σ' αυτό το θέμα δεν έχουμε τίποτε να φοβόμαστε, πάρεξ των φόβων μας.

Το 2004 υπήρχαν εύλογες επιφυλάξεις για την κυβερνητική θητεία του κ. Καραμανλή, που τότε ξεκινούσε. Στην επτάχρονη παραμονή του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν ανανέωσε το κόμμα και δεν του έδωσε σαφές ιδεολογικό στίγμα. Αντιθέτως εξοστράκισε τις γόνιμες φωνές των φιλελευθέρων. Η κίνηση αυτή ήταν χειρότερη από αντιδημοκρατική. Ήταν επικοινωνιακή. Οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος δεν διώχτηκαν από την ΝΔ διότι ο κ. Καραμανλής είχε αποφασίσει να κάνει συντηρητικό το κόμμα του -κίνηση με την οποία μπορεί να διαφωνεί κάποιος, αλλά εντάσσεται σε μια στρατηγική. Τα φιλελεύθερα στελέχη διώχτηκαν για να επιδειχθεί η πυγμή του κ. Καραμανλή (εξάλλου διώχτηκε κι ο συντηρητικός κ. Σουφλιάς). Ήταν μια κίνηση καθαρά επικοινωνιακή και, δυστυχώς για την πολιτική σκηνή, επέτυχε. Όχι γιατί οι φιλελεύθεροι έμειναν εκτός ΝΔ, αλλά γιατί η κίνηση αυτή θεωρήθηκε πλέον ένα προαπαιτούμενο στιβαρής ηγεσίας, το οποίο επαναλήφθηκε στο πρόσωπο του κ. Σημίτη. Δυστυχώς σ' όλο τον κόσμο οι κακές πολιτικές κινήσεις -όταν δίνουν πολιτικούς πόντους- διώχνουν τις καλές, όπως είναι η ανοχή στην πολυφωνία. Μην ξεχνάμε ότι καθ' όλη την πρώτη τετραετία του κ. Παπανδρέου υπήρχε ένας καημός στο ΠΑΣΟΚ και μια διακομματική σχεδόν απόφανση: «Αν ο Παπανδρέου έδιωχνε τον Βενιζέλο, όπως ο Καραμανλής έδιωξε τον Σουφλιά...»

Παρά τα δείγματα γραφής στην αντιπολίτευση (και οργανωτικά αλλά κυρίως ιδεολογικά: είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιπολίτευση του κ. Καραμανλή δεν δημιούργησε ούτε μια σοβαρή ιδεολογική συζήτηση), το 2004 υπήρχαν ελπίδες για την νέα διακυβέρνηση. Έτσι κι αλλιώς, ο πρωθυπουργός έπαιρνε το γήπεδο στρωμένο. Δεν είχε να αντιπαρατεθεί στα σκληρά δόγματα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά είχαν μαλακώσει από την προηγούμενη διακυβέρνηση. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τολμήσει εκεί που δεν τόλμησε ή δεν μπόρεσε λόγω του τριμέτωπου αγώνα (και κυρίως: λόγω ΠΑΣΟΚ) ο κ. Σημίτης. Αυτό δεν αποτελούσε ευσεβή πόθο μόνο κάποιων διανοούμενων ή μελών της ελίτ. Ήταν κοινή η πεποίθηση: «καλός ο Σημίτης, βρε παιδάκι μου, αλλά κουβαλάει κι αυτό το ΠΑΣΟΚ...»

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το 2004 ο κ. Καραμανλής ήταν ο ισχυρότερος πρωθυπουργός που αναδείχτηκε στην μεταπολίτευση. Ισχυρότερος και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο πρώτος πέρα από τις αγκυλώσεις της μεταπολίτευσης, είχε τον φόβο ενός χουντοκρατούμενου στρατού και ο δεύτερος (βασίμως ή όχι) θεωρούσε ότι η δημόσια διοίκηση αλλά και ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας θα υπονόμευαν το έργο του.




Χωρίς αντιπολίτευση

Το 2004 ο κ. Καραμανλής τα είχε όλα. Το κόμμα, από την κορυφή μέχρι τους κλητήρες του, έπινε νερό στ' όνομά του. Είχε πετύχει την επί έτη πολυπόθητη νίκη για την δεξιά παράταξη. Το ΠΑΣΟΚ ήταν διαλυμένο, αλλά και κατασυκοφαντημένο. Ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου έδειχνε (ασυγχώρητη για πολλούς στο ΠΑΣΟΚ) ανοχή στα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ (στην πλειονότητά τους βουτηγμένες στα χρέη και εξαρτώμενες σε μεγάλο βαθμό από τον κρατικό κορβανά) έκαναν τεμενάδες -όπως, εξάλλου, κάνουν σε κάθε πρωθυπουργό ή όποιον έχει σοβαρές πιθανότητες να γίνει πρωθυπουργός (μην ξεχνάμε πως αντιμετώπιζαν τα ΜΜΕ τον κ. Καραμανλή το 1998 και πως το 2002). Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε φτάσει στο κρεσέντο του με την βύθιση της πρότασης Γιαννίτση κι ακολουθούσε τον δρόμο της απαξίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις συνδικαλιστικές υπερβολές των προηγούμενων χρόνων ακόμη και σοβαρές προτάσεις ή διεκδικήσεις θεώνται πλέον με μισό μάτι, μην πούμε με περιφρόνηση. Το πάλαι ποτέ ένδοξο φοιτητικό κίνημα ξέφτισε σε περιθωριακά γκρουπούσκουλα που κάνουν θόρυβο και επιδίδονται σε καταστροφές. Κυρίως ο κ. Καραμανλής είχε την ανοχή από τ' αριστερά του, εκεί όπου διαμορφώνεται η ιδεολογική κυριαρχία και τελικά η πολιτική κυριαρχία. Είναι χαρακτηριστική η στάση του ΚΚΕ: πριν το 2004 για όλα έφταιγε ο νεοφιλελευθερισμός και το ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004 για όλα φταίει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Κι όχι πάντα μ' αυτή τη σειρά.

Η απογοήτευση πολλών του ευρύτερου χώρου της κεντροαριστεράς από τον κ. Παπανδρέου (του φορτώθηκε π.χ. έστω άρρητα το καθήκον να κάνει παρένθεση την Δεξιά -καθήκον, πάντως, που ενστερνίστηκε και ο ίδιος μετά το 2005) οδήγησε αυτόν το χώρο να απαξιώνει κάθε αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ. Όταν το ΠΑΣΟΚ ύψωνε τους τόνους λαϊκιζε. Όταν τους χαμήλωνε δεν έκανε αντιπολίτευση. Ακόμη και επιθέσεις με βάση τα σοσιαλδημοκρατικά δόγματα (π.χ. παραχώρηση management του ΟΤΕ) αντιμετωπίστηκαν από πολλούς του χώρου με σηκωμένο το φρύδι. Για την κεντροαριστερά στην Ελλάδα τίποτε πλέον δεν είναι αρκετά καλό, τίποτε δεν είναι αρκετά αριστερό, τίποτε δεν είναι αρκετά πραγματιστικό. Τα στελέχη άλλοτε χαρακτηρίζονται άπειρα, επειδή είναι νέα και άλλοτε είναι αμαρτωλά επειδή είναι έμπειρα. Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ, άλλοτε δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικές και καινοτόμες κι άλλοτε είναι πολύ ριζοσπαστικές και αποξενώνουν ένα μεγάλο κομμάτι του (συντηρητικού) κοινού.

Αυτό περισσότερο έχει να κάνει με την ιδεολογική σύγχυση, η οποία είναι εμφανής σε ολόκληρη την κεντροαριστερά της Ευρώπης. Το μίνιμουμ της (εσωτερικής) σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης έπαψε πλέον να υπάρχει. Η κεντροαριστερά μονίμως αναζητεί «κάτι άλλο». Όπως έγραψε παλιότερα και ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρεϊθ «μεταξύ των προοδευτικών, το να διακηρύσσεται η ανάγκη νέων ιδεών έφτασε να λειτουργεί ως υποκατάστατο για τις ιδέες αυτές». Πραγματικά. Αν κοιτάξει κανείς τις συνεντεύξεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης κεντροαριστεράς, θα διαπιστώσει ότι αντί να προπαγανδίζονται οι θέσεις του (που παρά τα ειωθότα, υπάρχουν) διατυπώνεται παντού η ανάγκη «για μια συνολική πρόταση», ή «για μια νέα σύνθεση».

Οι σοβαρές οργανωτικές και επικοινωνιακές αδυναμίες του κ. Παπανδρέου επέτειναν την ιδεολογική σύγχυση στο ΠΑΣΟΚ -κόμμα βέβαια το οποίο βεβαίως ουδόλως ήταν θαλερό και ιδεολογικά συγκροτημένο το 2004. Παρά την τρέχουσα και -ως συνήθως ρηχή- δημοσιογραφική αντίληψη υπήρξε ιδεολογική πρόταση από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, πρόταση όμως που λόγω προσωπικών αδυναμιών δεν μπόρεσε ποτέ να επικοινωνήσει. Ο ίδιος δεν είχε ποτέ την ρητορική δεινότητα να υπερβεί τους ενδιάμεσους στην επικοινωνία, αλλά ούτε την θέληση να συμβιβαστεί μ' αυτούς. Οι οργανωτικές του αδυναμίες συνετέλεσαν επίσης να εμφανιστεί ο λόγος του θολός και συγχεχυμένος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο δημόσιος διάλογος δεν γίνεται για την πολιτική, αλλά για την οργάνωσή της. Δεν αναλύονται οι προτάσεις, αλλά οι κομματικές γραφειοκρατίες και ιεραρχίες. Δεν συζητούνται πολιτικές θέσεις, αλλά πολιτικά κουτσομπολιά: ποιος έφαγε με ποιόν, ποιος άφησε αιχμές εναντίον ποίου, τι σημαίνει η α' αποστροφή του λόγου κάποιου για την κομματική γραφειοκρατία κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από ολόκληρα κείμενα ή συνεντεύξεις θέσεων το μόνο που τελικά συζητείται είναι μια πιθανή και πολλές φορές εκμαιευμένη «σύγκρουση»· όχι πολιτικής αλλά προσώπων.

Οι παθογένειες του πολιτικού και μιντιακού συστήματος της χώρας είναι κοινές για όλους, αλλά ο κ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε να τις δει ή αν τις είδε δεν μπόρεσε να τις αξιοποιήσει. Μαζί με τα προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας, συν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής εκδοχής της, συν η απρόσμενη (για πολλούς στο ΠΑΣΟΚ) ήττα του 2004, συν η διαβρωτική και πολλές φορές άδικη κριτική από φίλια ΜΜΕ, συν οι φιλοδοξίες των στελεχών του αφόπλισαν την αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο κ. Καραμανλής δεν είχε τίποτε να τίποτε να φοβάται από τον βασικό διεκδικητή του θρόνου του. Το ΚΚΕ μέσα από διάφορες υπόγειες διεργασίες αντιπολιτευόταν ισομερώς κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, άρα ουσιαστικά άφηνε την κυβέρνηση στην ησυχία της, και απέμεινε μόνο ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση, κάτι που του πιστώθηκε και στις εκλογές του 2007 και συνεχίζεται να πιστώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Η αντιπολίτευσή του βέβαια είναι επιτυχής, αλλά έχει περιορισμένο ακροατήριο: συγκινεί κομμάτια του εκλογικού σώματος αριστερά του ΠΑΣΟΚ κι ένα κομμάτι των φλου απολιτίκ νέων που συνεγείρεται από επικοινωνιακές πρακτικές αριστερής κοπής. Κυρίως είναι μια αντιπολίτευση, που γίνεται στην βάση των σκληρών δογμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ένα μεγάλο κομμάτι των οποίων έχει ήδη ηττηθεί ιδεολογικά κατά την οκταετία Σημίτη. Αν η ΝΔ είχε συγκροτημένη ιδεολογική πρόταση μπορούσε εύκολα να απαξιώσει αυτού του τύπου την αντιπολίτευση. Αντιθέτως όμως η σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε σε χωροφυλακίστικη βάση: «κι εσείς υποθάλπετε τους κουκουλοφόρους».

Όπως και να'χουν όμως τα πράγματα, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ (με ή χωρίς κουκουλοφόρους) δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις. Αντιθέτως: στην μόνη έστω χωλή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που έγινε στην Παιδεία από την κ. Μαριέττα Γιαννάκου, η ΝΔ βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Όλη σχεδόν η ιντελιγκέντσια της Κεντροαριστεράς τάχθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης, παρά το γεγονός ότι την θεωρούσε ανεπαρκή.




Το ιδεολογικό κενό

Στον κ. Καραμανλή έλαχε το 2004 ένα πολιτικό σκηνικό στα μέτρα του και είχαν δημιουργηθεί ευρύτερες συναινέσεις για να προχωρήσει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα η οποία είχε χάσει την πνοή της την δεύτερη τετραετία Σημίτη. Κι όμως, αυτή η χρυσή ευκαιρία πήγε χαμένη. Όχι μόνο δεν προχώρησαν πράγματα, τα οποία είχαν μείνει λειψά τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πολλά που είχαν προχωρήσει οπισθοδρόμησαν.

Πολλοί ελεεινολογούν το σόφισμα της «δεξιάς παρένθεσης» ως αιτία παράλυσης της κυβέρνησης την πρώτη τετραετία. Σύμφωνα με ένα παλιό θεώρημα του κ. Λαλιώτη (που, όμως, είχε διατυπωθεί για μια συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία) η δεξιά μπορεί να κέρδιζε τις εκλογές του 2004, αλλά όπως έγινε την περίοδο 1990-1993 θα έχανε γρήγορα την εξουσία. Αυτή η θεωρία στοίχειωσε στο πολιτικό σκηνικό και κόστισε στην πολιτική. Στο ΠΑΣΟΚ έγινε κοινή πεποίθηση ότι οι «αδέξιοι» πέφτουν όπου να ‘ναι, κάτι που ευνούχισε τις προσπάθειες ανανέωσης του κόμματος. Τα περίτεχνα σχήματα διαβούλευσης με την κοινωνία ή συμμετοχικής δημοκρατίας θεωρήθηκαν περιττές πολυτέλειες, όταν «οι άλλοι οσονούπω πέφτουν» και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ήταν «έτοιμα να αναλάβουν εκ νέου την διακυβέρνηση του τόπου.»

Το κακό βέβαια δεν ήταν ότι αυτά λεγόταν στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στο γεγονός ότι το πίστεψαν στη Νέα Δημοκρατία. Αυτό συνετέλεσε στο να εμφανιστούν γρήγορα τα φαινόμενα διαφθοράς. Πολλά στελέχη της πίστεψαν ότι το λάφυρο του κράτους θα είναι για λίγο στα χέρια τους κι έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν, με τον ίδιο τρόπο «που και το ΠΑΣΟΚ το άρμεγε τόσα χρόνια».

Ο μπαμπούλας της «δεξιάς παρένθεσης», όμως, μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποια πράματα δεν προχώρησαν, αλλά δε μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποια πράγματα (π.χ. στην Δικαιοσύνη και τους θεσμούς) οπισθοδρόμησαν. Η άγονη πρώτη τετραετία της νέας διακυβέρνησης μπορεί καλύτερα να εξηγηθεί από το ιδεολογικό έλλειμμα που διαχρονικά παρουσίασε ο χώρος της Δεξιάς στην Ελλάδα.

Πριν δέκα χρόνια δημοσίευσα ένα κείμενο γι' αυτό το ιδεολογικό κενό το οποίο αξίζει να επαναληφθεί, διότι -πέρα από τις λεπτομέρειες της συγκυρίας- τα συμπεράσματα του ισχύουν ακόμη.

«Aν θέλει να δεί κανείς τις ρίζες της κρίσης που βιώνει η κεντροδεξιά τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν έχει παρά να ψάξει στα ... βιβλιοπωλεία. Eκεί μπορεί να βρεί οποιονδήποτε τρίτης διαλογής μαρξιστή που κριτικάρει ένα σχολιαστή του Λένιν, αλλά δεν θα βρεί τον «Πλούτο των Eθνών» του Adam Smith. Θα βρεί Σαμίρ Aμίν, αλλά δεν θα βρεί να διαβάσει Friedrich A. Hayek (πλην ενός που αξιώθηκε να βγάλει το 1981 το KΠEE, «O δρόμος προς την Δουλεία»). Δεν θα τα βιβλία του Thomas Paine, ούτε τους Nομπελίστες Oικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο. Oλόκληρες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης είναι terra incognita για το ελληνικό κοινό.

H έλλειψη βιβλιογραφίας συντηρητικών, φιλελεύθερων, ή νεοφιλελεύθερων στοχαστών (είναι εκπληκτικό πόσο οξύμωρο ακούγεται στην ελληνική γλώσσα ο όρος π.χ. «συντηρητικός στοχαστής») αντανακλά μια γενικότερη στάση της κενροδεξιάς απέναντι στον πολιτικό διάλογο και το πολιτικό γίγνεσθαι. Έχει ιστορικές ρίζες και απτά πολιτικά αποτελέσματα. Tο κέντρο και η Δεξιά στην Eλλάδα, αφού κέρδισαν τον εμφύλιο είχαν στα χέρια τους το κράτος το οποίο χρησιμοποίησαν όχι μόνο ως όχημα άσκησης της παντοκρατορίας τους, αλλά και ως μηχανισμό παραγωγής στελεχών. H Δεξιά στην Eλλάδα, όσο είχε το κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. H πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Aριστερά. Tα κόμματα της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες -- με όλες φυσικά τις αγκυλώσεις της σταλινικής παράδοσης. O λόγος τους είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και πολιτική επεξεργασία.

» Όταν το 1981 κερδίζει το ΠAΣOK, η Δεξιά χάνει και τον μηχανισμό παραγωγής στελεχών της και τον όποιο πολιτικό λόγο είχε -- πολιτικός λόγος ο οποίος απέρρε μόνο από την διαχείρηση του κράτους. Mην έχοντας ένα ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο για να αρθρώσει νέα πολιτική πρόταση, αρχίζει να αναλώνεται σε ένα λόγο αντι-ΠAΣOK ο οποίος φαίνεται ξεκάθαρα στην εκλογή Mητσοτάκη στην ηγεσία της N.Δ.. H εκλογή αυτή ήταν μια εντολή του κόμματος: «γεννηθήτω αντι-Aνδρέας». Tο διάστημα αυτό βέβαια υπάρχουν κάποιες σποραδικές αναλαμπές ιδεολογικών αναζητήσεων οι οποίες είναι περισσότερο απόηχος της μεγάλης συντηρητικής επανάστασης που γίνεται στο εξωτερικό παρά μια ανάγκη της εγχώριας κεντροδεξιάς να αρθρώσει εναλλακτικό λόγο. Oι όποιες προσπάθειες του Kέντρου Πολιτικής Έρευνας και Eπιμόρφωσης, του Iδρύματος Freidrich Neumann κ.ά. εντάχθηκαν στις πολιτικές διεργασίες της εποχής που είχαν ένα μόνο στόχο: την ανακατάληψη της εξουσίας. H έλλειψη αποσαφηνισμένης ιδεολογικής πρότασης φάνηκε ανάγλυφα την βραχεία περίοδο διακυβέρνησης Mητσοτάκη με τα αντιφατικά πολλές φορές κυβερνητικά μέτρα.

» Aπό την άλλη πλευρά όμως -και παρά την παντοδυναμία Παπανδρέου που πολλές φορές εκφραζόταν με σταλινικές πρακτικές- ο διάλογος συνεχίστηκε. Tο φαινόμενο Σημίτη δεν ήταν προϊόν ενός τύπου που ξύπνησε ένα πρωϊ και είπε: «Ωραία, κλέβουμε τώρα τις ιδέες της κεντροδεξιάς και συνεχίζουμε να κυβερνάμε τον τόπο» αλλά ήταν προϊόν ενός διαλόγου που γινόταν (είτε μέσα, είτε έξω από το κόμμα) στον ευρύτερο χώρο της Aριστεράς. H πολιτική απεχθάνεται το κενό: το ΠAΣOK δεν έκλεψε την ιδεολογία της Δεξιάς, απλώς κάλυψε τον κενό χώρο που η τελευταία άφησε με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εν μέρει εντός του ΠAΣOK, ο διάλογος που έπρεπε να γίνεται μεταξύ των δύο κομμάτων.

» Kαι σήμερα τι γίνεται; Δυστυχώς η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. H κεντροδεξιά δείχνει να μην θέλει να επενδύσει στον ιδεολογικό προφίλ που πρέπει να αποκτήσει. Aν θέλει να δει κάποιος το ιδεολογικό έλλειμμα που υπάρχει στην ελληνική κεντροδεξιά δεν έχει παρά να κοιτάξει τα δύο τελευταία συνέδρια. Στο πρώτο απεπέμφθη μια σημαντική ιδεολογική και προνομιακή για την κεντροδεξιά τάση και στο δεύτερο ο νέος αρχηγός εξελέγη την πρώτη μέρα χωρίς διάλογο, ως φορέας ενός ένδοξου ονόματος κι όχι ως εκπρόσωπος μιας ιδεολογικής τάσης που κυριάρχησε στον ενδοκομματικό διάλογο. Aυτό δεν έχει να κάνει με πρόσωπα, αλλά δείχνει πως λειτουργεί η παράταξη.

» Έτσι, ενώ στο εξωτερικό (και ειδικά στις HΠA) αναπτύσσεται ένας τεράστιος και γόνιμος διάλογος σε όλο το πολιτικό φάσμα, η Kεντροδεξιά στην Eλλάδα σέρνεται από τις επιλογές της Kεντροαριστεράς. Oι πολιτικές της αναζητήσεις της NΔ περιορίζονται στο να επισημαίνουν τα λάθη διαχείρισης που κάνει το κυβερνόν κόμμα. Λειτουργεί ακόμη, περισσότερο ως αντί-κεντροαριστερά, παρά ως κεντροδεξιά.

» Tο ιδεολογικό κενό που αφήνει αυτός ο χώρος στην Eλλάδα δεν είναι κακό μόνο για την παράταξη της Nέας Δημοκρατίας (οι επόμενες εκλογές δεν θα κερδηθούν από την NΔ, απλώς μπορεί να τις χάσει το ΠAΣOK), αλλά και για την χώρα. O χωλός διάλογος σ' αυτήν την κοινωνία, επιτρέπει κάθε είδους αγυρτείες και συνθηματολογίες που δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των τεράστιων προβλημάτων που έχουμε μπροστά μας.» («Tύπος της Kυριακής» στις 11.8.1998)

Από τότε δεν άλλαξαν πολλά, πλην ίσως του εκφυλισμού της κεντροαριστεράς σε κεντροδεξιά, σε ότι αφορά την ιδεολογική παραγωγή. Ο κ. Παπανδρέου αν και φορέας διακριτών πολιτικών προτάσεων (άρθρο 16, μαλακά ναρκωτικά, σχέσεις εκκλησίας κράτους) δεν έγινε αρχηγός επειδή είχε διατυπώσει αυτές τις προτάσεις. Πήρε το δαχτυλίδι με βάση τα γκάλοπ. Από την άλλη πλευρά αγκαλιάστηκε από το όλον ΠΑΣΟΚ ως φορέας του ένδοξου ονόματος του.

Ο διάλογος που ήταν ζωντανός στο ΠΑΣΟΚ άρχισε να εκφυλίζεται κουβέντα για την μηχανική της εξουσίας ή καλύτερα της κατάκτησής της. Βεβαίως και το 1996 με όρους διατήρησης της εξουσίας εξελέγη τελικά ο κ. Σημίτης. Στο συνέδριο όμως του 1996 συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικές προτάσεις για την ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Υπήρχε η πρόταση του «τριτοδρομικού σοσιαλισμού» και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία του «εκσυγχρονισμού».

Στις εσωκομματικές εκλογές του 2007 δεν υπήρξε σύγκρουση προτάσεων. Ο κ. Βενιζέλος κατήλθε ως καταλληλότερος να κερδίσει τον κ. Καραμανλή και ο κ. Παπανδρέου εξελέγη ως ο γιος του ιδρυτή. Οι καινοτόμες προτάσεις του τελευταίου (συμμετοχική δημοκρατία, σύνδεση του κόμματος με την κοινωνία των πολιτών κ.ά.) που πραγματικά μπορούσαν να ανανεώσουν το ΠΑΣΟΚ και την πολιτική διαδικασία της χώρας, δεν συζητήθηκαν καν. Όπως γινόταν επί χρόνια στη Νέα Δημοκρατία της αντιπολίτευσης έτσι και στο ΠΑΣΟΚ, ολόκληρη η πολιτική συρρικνώθηκε στο στόχο της κατάκτησης του κράτους. Αυτός ήταν ένας λόγος που τα τέσσερα τελευταία χρόνια η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ εστιάστηκε στα εσωκομματικά. Ο βασικός καημός των στελεχών του, όπως και της ΝΔ τα «πέτρινα χρόνια της αντιπολίτευσης» ήταν το πως και με ποια διάταξη στελεχών μπορεί να γίνει η επανακατάληψη του κράτους.

Ο άλλος λόγος που η συζήτηση συρρικνώθηκε στα εσωκομματικά είναι κοινός για όλα τα κόμματα και έχει να κάνει με την λειτουργία των ΜΜΕ, το πολιτικό ρεπορτάζ των οποίων παράγει περισσότερο ένα ημερήσιο newsletter για τα 5.000 άτομα που δραστηριοποιούνται «πολιτικά» στο ιστορικό κέντρο των Αθηνών. Το αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας είναι να νεκρώνει κάθε πολιτική συζήτηση, ενώ αναδεικνύονται ως βασικά πολιτικά θέματα ακόμη και οι προσωπικές πικρίες των στελεχών. Η διολίσθηση της δημοσιογραφίας στην παραπολιτική κάλυψη είναι ίσως αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης, αλλά αποτελεί απλώς το εποικοδόμημα του ελληνικού κρατικοδίαιτου καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο τα κομματικά στελέχη που νοιάζονται για το ποιος ελέγχει το κράτος. Μια σειρά οικονομικών κι εκδοτικών συμφερόντων έχουν ως βασικό τους μέλημα το πως (ανεξαρτήτως κόμματος) διατάσσεται η ανθρωπογεωγραφία του κρατικού μηχανισμού. Αυτό θεωρούν σοβαρό κι αυτό καλύπτουν, ή χρηματοδοτούν για να καλυφθεί επαρκώς. Βέβαια, αυτού του τύπου η κάλυψη δεν στρεβλώνει μόνο τον δημοκρατικό διάλογο, πλήττει και τις επιχειρήσεις των ΜΜΕ. Αλλά, πάλι, ποιος είπε ότι ο κύριος όγκος των ΜΜΕ χρηματοδοτείται από την πώληση εφημερίδων ή διαφημίσεων;

Με δεδομένο το επικοινωνιακό τοπίο το ιδεολογικό κενό που υπάρχει στην κεντροδεξιά άρχισε να εξαπλώνεται και στον όμορο χώρο της, στην κεντροαριστερά. Εξάλλου αποτελούσε κι ένα επιτυχημένο εκλογικά παράδειγμα. Η ΝΔ, παρά την απουσία συγκεκριμένης πρότασης, έγινε κυβέρνηση μετά Βαϊων και κλάδων. Γιατί να μπει κάποιος στην επίπονη διαδικασία διαμόρφωσης ιδεολογικού πλαισίου, που αναγκαστικά θ αποξενώσει ένα κομμάτι του αποκαλούμενου μεσαίου χώρου, όταν ο βασικός για τον κομματικό κορμό στόχος μπορεί να επιτευχθεί με καλές επικοινωνιακές (και ως εκ τούτου ρηχές) πρακτικές, υποσχέσεις για ηθική διακυβέρνηση και νεφελώδεις στόχους για επανίδρυση του κράτους;



Τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ»

Το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2004 (συνέδριο που δεν θυμάται κανείς, ούτε ότι έγινε, ούτε γιατί έγινε) εξαντλήθηκε στους πανηγυρικούς για την κατάκτηση της εξουσίας και στις δοξολογίες για το πρόσωπο του αρχηγού που τελικά τα κατάφερε. Δεν μπήκε όμως στην διαδικασία διατύπωσης ενός ιδεολογικού πλαισίου, ούτε αποσαφήνισης βασικών στόχων της πολιτικής του κόμματος. Η ομιλία του κ. Καραμανλή εστιάστηκε στην διαχείριση του κράτους:

«... Το κράτος δεν κομματικοποιείται και το κόμμα δεν κρατικοποιείται.
Το κόμμα είναι ενεργό τμήμα της κοινωνίας. Είναι σε διαρκή διάλογο με όλους τους πολίτες. Σε διαρκή αμφίδρομη επικοινωνία με ολόκληρη την κοινωνία.
Το κράτος λειτουργεί με βάση τους νόμους. Οι λειτουργοί του δεν αυθαιρετούν, αλλά εφαρμόζουν τους νόμους προς κάθε κατεύθυνση. Δεν υπηρετούν την Κυβέρνηση, αλλά το Δημόσιο, το συλλογικό συμφέρον, υπηρετούν κάθε έλληνα πολίτη. Μιλούμε για Κυβέρνηση, όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το κράτος συγκροτείται και λειτουργεί χωρίς διακρίσεις, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς. Στελεχώνεται με βάση την αξιοσύνη...»

Έξοχη ρητορική και ίσως χρήσιμη στην συγκυρία. Τα αυτονόητα για κάθε δυτική δημοκρατία («Το κράτος λειτουργεί με βάση τους νόμους. Οι λειτουργοί του δεν αυθαιρετούν») πιθανώς να χρειαζόταν υπενθύμιση σε ένα κομματικό ακροατήριο που αδημονούσε «μετά 20 χρόνια» να γίνει ΠΑΣΟΚ. Όχι στις ιδεολογικές αναζητήσεις του τελευταίου, αλλά στη διαχείριση του κράτους. Κυρίως αδημονούσε να γίνει εκείνο το «κακό ΠΑΣΟΚ» που κατήγγειλε. Στην μακρά παραμονή του στην αντιπολίτευση είχαν σωρευτεί πέρα από πικρίες, πολλές πιέσεις για ρουσφέτια, άρρητες προσδοκίες για πλουτισμό (όπως των στελεχών του ΠΑΣΟΚ) και πολλοί μύθοι που συνετέλεσαν στην επιτάχυνση εκφυλιστικών φαινομένων της νέας διακυβέρνησης.

Μια ιδεολογική κατασκευή είναι ένας τρόπος θεώρησης της κοινωνίας και το λειτουργικό σύστημα της πολιτικής δράσης. Η έλλειψη αυτής από την κεντροδεξιά την έκανε να βλέπει όλα τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ σαν σκάνδαλα. Η φτώχεια όμως της ανάλυσης παρήγαγε ηθικολογία. Είναι αστείο, αλλά όλα τα χρόνια της αντιπολίτευσης τα στελέχη της Ν.Δ. μετέφραζαν σε διαφθορά όσα δεν κατανοούσαν. Νέοι θεσμοί συκοφαντήθηκαν, πολιτικοί ρίχτηκαν στην πυρά διότι αδυνατούσαν να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες. Η πραγματική διαφθορά αναμειγνυόταν με ηθικολογικές προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε ακραία νομοθετικά μέτρα (π.χ. «φρουτάκια», απαγόρευση αγοράς μετοχών από βουλευτές κ.λπ.). Μεγάλες τομές της οκταετίας Σημίτη, συρρικνώθηκαν στην σκέψη της πλειονότητας των στελεχών της σε αποκλειστικά «πράσινες διευθετήσεις». Τα μεγάλα έργα ήταν μόνο διαπλοκή, ο Καποδίστριας σχεδιάστηκε μόνο και μόνο για να κερδίζει το ΠΑΣΟΚ δημοτικές εκλογές, το ΑΣΕΠ ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να μπαίνουν στο δημόσιο μόνο «πράσινα παιδιά», και για όλα τα δεινά της οικουμένης έφταιγε (και συνεχίζει να φταίει) το ΠΑΣΟΚ. Η αλήθεια είναι ότι και διαπλοκή υπήρξε και κατά τον σχεδιασμό των νέων Δήμων ελήφθησαν υπόψη εκλογικοί σχεδιασμοί του ΠΑΣΟΚ αλλά και επιμέρους τοπικές ευαισθησίες και ο νόμος για το ΑΣΕΠ τροποποιήθηκε πολλάκις για να καλύψει ιδιαιτερότητες στην πρόσληψη στελεχών του δημόσιου τομέα. Αυτές οι επιμέρους παθογένειες όμως μεταφράστηκαν από το στελεχιακό δυναμικό της τότε αντιπολίτευσης ότι αποτελούσαν το όλον των μεταρρυθμίσεων.

Η ισοπεδωτική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν προϊόν μόνο της ανάγκης για την κατάκτηση της εξουσίας. Πήγαζε και από την φτωχή πολιτική ανάλυση, η οποία οφειλόταν στην έλλειψη ενός συνεκτικού ιδεολογικού πλαισίου. Γι' αυτό και η αντιπολίτευση ήταν επαμφοτερίζουσα. Γινόταν και από ακραίες συντηρητικές θέσεις (π.χ. ταυτότητες) και από αριστερές- κρατικιστικές θέσεις (π.χ. η «πώληση των ασημικών της οικογένειας»).

Αυτή όμως η φτωχή πολιτική ανάλυση για τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ» είχε δευτερογενείς επιπτώσεις, όχι μόνο στον τρόπο άσκησης της αντιπολίτευσης, αλλά και στην διακυβέρνηση της χώρας. Για πάρα πολλά στελέχη ο πήχης της νέας διακυβέρνησης ήταν πολύ χαμηλά. Αν όλα τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ ήταν σκάνδαλα τότε το πρόβλημα της χώρας κατά τον κ. Καραμανλή θα μπορούσε να λυθεί με την ηθική διακυβέρνηση. Για πολλά στελέχη του, όμως, τα εξ ορισμού «λιγότερα δικά τους σκάνδαλα» δεν θα έπρεπε να ενοχλούν κανένα. Έτσι κι αλλιώς μέτρο σύγκρισης ήταν το «απόλυτο κακό» του ΠΑΣΟΚ. Όταν το ΠΑΣΟΚ «έκανε τόσα», πείραζε να κάνουν κι αυτοί κάτι ελάχιστο; Μόνο που το δικό τους «ελάχιστο» συγκρινόταν διαρκώς με το φανταστικό «μέγιστο» του ΠΑΣΟΚ. Γι' αυτό και παρά τις παραινέσεις Καραμανλή φούντωσε η διαφθορά, σε σημείο που να γίνει κοινή πεποίθηση ότι «όσα έκανε το ΠΑΣΟΚ σε είκοσι χρόνια, πρόλαβαν να τα κάνουν αυτοί σε τέσσερα».




Η ηθική διακυβέρνηση

Η ηθική διακυβέρνηση δεν ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, άσχετα αν και λειτούργησε ως τέτοιο επιτυχημένα. Ήταν κατ' αρχήν αναγκαίο προϊόν της αντιπολίτευσης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια η Νέα Δημοκρατία. Όταν καταγγέλλεις διαρκώς σκάνδαλα, το λιγότερο που μπορείς να υποσχεθείς είναι ηθική στην δική σου διακυβέρνηση. Κατά δεύτερο όταν λείπει η πολιτική πρόταση, η ηθιή έρχεται πολύ βολικά να καλύψει το κενό. Η ηθική διακυβέρνηση ως στόχος δεν είναι πολιτική, είναι απουσία πολιτικής.

Να μην παρεξηγηθούμε: η ηθική είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων. Αποτελεί μια επιπλέον εξασφάλιση ότι θα εξυπηρετηθεί το κοινωνικό σύνολο, ειδικά από αποφάσεις που βρίσκονται στην γκρίζα περιοχή της νομιμότητας. Για να το πούμε πιο παραστατικά είναι προτιμότερο να διαχειρίζεται τις προμήθειες του δημοσίου ένα ηθικό στοιχείο, από ένα λαμόγιο. Όμως η ηθική των στελεχών είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μια ενάρετη πολιτική. Κι αυτό όχι μόνο επιδή δεν υπάρχουν αντικειμενικοί δείκτες ηθικής, αλλά επειδή δεν υπάρχουν εκ των προτέρων εγγυήσεις της αρετής των στελεχών. Ολοι μας, δυστυχώς, μόνον κάποια γενική εικόνα μπορούμε να έχουμε για τους ανθρώπους: δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ούτε πόσο ηθικοί είναι, αλλά ούτε και πόσο ανήθικοι μπορεί να γίνουν. Το μόνο που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι την έλλειψη της ηθικής, δηλαδή την ανηθικότητα. Αυτό όμως γίνεται μόνον κατόπιν εορτής. Οταν πια η λαδιά έχει απλωθεί. Αρα, εξ αντικειμένου, η πάταξη της διαφθοράς μπορεί να προϋποθέτει μια μίνιμουμ ηθική συναίνεση, αλλά η ηθική από μόνη της δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.

Το σύνθημα της ηθικής διακυβέρνησης βυθίστηκε γρήγορα στα σκάνδαλα. Ήταν φυσικό εν μέρει λόγω της περίεργης θεωρίας που είχαν πολλά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας για τα «πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ» και εν μέρει λόγω του μεγέθους του κράτους και των αριθμό των στελεχών που χρειαζόταν για την στελέχωσή του. Κακά τα ψέματα: Όταν υπάρχουν εκατοντάδες ΔΕΚΟ κι Οργανισμοί που πρέπει να στελεχωθούν, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις κάθε κυβέρνησης, η διαφθορά και η κακοδιαχείριση θα εμφιλοχωρήσουν. Δεν υπάρχει σύστημα άτρωτο στις ανθρώπινες αδυναμίες. Όποια κι αν είναι η πολιτική βούληση, όσους ελέγχους κι αν κάνει το Μέγαρο Μαξίμου, όσο αυστηρή κι αν σταθεί η κυβέρνηση, αυτού του τύπου τα φαινόμενα θα συνεχίζονται. Οι αδέκαστοι αυτής της χώρας, απλώς δεν αρκούν για να στελεχώσουν όλο αυτό το Δημόσιο που έχουμε.

Η διαφθορά, είναι ένα σύνθετο κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο. Αν και είναι διάχυτη δεν υπάρχει επαρκής ορισμός της. Ο τοκισμός των χρημάτων στον Μεσαίωνα ήταν διαφθορά. Σήμερα διαφθορά είναι ο τοκισμός των χρημάτων από άτομα εκτός των επίσημων αδειοδοτημένων από το κράτος πιστωτικών ιδρυμάτων. Το «μπαχτσίσι» δεν ήταν νόμιμη πρακτική μόνο στην Ανατολή. Στις ΗΠΑ δωροδοκία πολιτικών έγινε αδίκημα μετά το 1850. Πολλές αποφάσεις για την αγορά οπλικών συστημάτων έχουν διπλή ανάγνωση. Για κάθε αντιπολίτευση ένα υψηλότερο τίμημα είναι διαφθορά για κάθε κυβέρνηση είναι πολιτική απόφαση που στόχο έχει να εξυπηρετήσει συνολικότερες διπλωματικές επιδιώξεις τς χώρας. Μια πολιτική απόφαση για μείωση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων μπορεί να στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων, μπορεί να γίνεται και για την εξυπηρέτηση φίλων και χρηματοδοτών του κυβερνώντος κόμματος. Η κατάργηση της λίστας φαρμάκων γονάτισε τα ταμεία και βοήθησε την κερδοφορία ων φαρμακευτικών εταιριών. Παρά το γεγονός ότι αποκαλύφθηκε ότι φαρμακευτικές εταιρίες χρηματοδότησαν προεκλογικές συγκεντρώσεις του τότε υπουργού Υγείας κ. Νικήτα Κακλαμάνη, η κατάργηση τς λίστας δεν εντάσσεται στα φαινόμενα διαφθοράς. Ήταν μια πολιτική απόφαση. Λανθασμένη, όπως αποδείχτηκε, αλλά όχι ποινικά κολάσιμη. Τουλάχιστον μέχρι να αποδειχθεί το κίνητρό πίσω από την απόφαση: αν κίνητρο ήταν η συναλλαγή με τις φαρμακευτικές εταιρίες, τότε έχουμε διαφθορά. Αν κίνητρο ήταν να δοθούν και τα ακριβά φάρμακα στους ασφαλισμένους, τότε έχουμε μια λανθασμένη πολιτική απόφαση. Μόνο που τα κίνητρα είναι παρορμήσεις πολύ εσωτερικές. Δύσκολα αποδεικνύονται και γι' αυτό δημιουργούνται διαρκώς υποψίες διαφθοράς που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου, αλλά σπανίως αποδεικνύονται.

Το πρόβλημα των κινήτρων δεν είναι το μόνο εμπόδιο για τον εντοπισμό της διαφοράς. Σε διογκωμένους και συγκεντρωτικούς μηχανισμούς όπως είναι το ελληνικό κράτος, διαφθορά μπορεί να κρυφτεί κάτω από στρώματα αντικρουόμενων πολλές φορές αποφάσεων. Η άτεγκτη εφαρμογή του νόμου για τις προσλήψεις στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, θα έπνιγε κάθε ευελιξία της δημόσιας διοίκησης με σοβάρα κοινωνικά αποτελέσματα. Η χαλάρωσή της (τα «παραθυράκια στο νόμο) βοηθά στην λειτουργία της, αφήνει όμως χώρο και για ρουσφέτια.

Στο νεφελώδες τοπίο της διαφθοράς ο κ. Καραμανλής απάντησε με μια εξίσου νεφελώδη λύση: την ηθική διακυβέρνηση. Επειδή όμως και η ηθική δεν είναι ακριβής επιστήμη για να έχει μετρήσιμα μεγέθη, η κυβέρνηση και όσοι πίστεψαν στην καταπολέμηση της διαφθοράς δι' αυτού του τρόπου, πέφτουν διαρκώς από τα σύννεφα.

Η άλλη λύση που πρότεινε ο κ. Καραμανλής, για την λύση του σοβαρού προβλήματος της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα του δημοσίου βίου, ήταν η καταστολή. «Κρέμασμα στο Σύνταγμα», ήταν η μεταφορική του απάντηση, όταν ρωτήθηκε προεκλογικά το 2004 τι θα κάνει αν διαπιστώσει ότι κάποια στελέχη του είναι διεφθαρμένα.

Η καταστολή είναι επίσης αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την πάταξη της διαφθοράς. Χρειάζεται όταν υπάρχουν λίγα σάπια μήλα. Αλλά, από ένα επίπεδο παθογένειας και πάνω δεν δουλεύει, γιατί διαφθείρονται και οι μηχανισμοί δίωξης. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως, όταν η ασθένεια εξαπλωθεί, κάθε νέος μηχανισμός πάταξης της διαφθοράς ρίχνει νερό στο μύλο της, διότι βάζει περισσότερους στο παιχνίδι. Ο συγκεντρωτισμός των δομών, όπως είναι του ελληνικού κράτους, γίνεται καλός αγωγός της διαφθοράς. Μακροχρόνια δε, όπως αποδείχθηκε και κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, εξασφαλίζεται και ανοχή στην διαφθορά.

Σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα η ευθύνη και το πολιτικό κόστος από την διαφθορά διαχέεται κάθετα στην ιεραρχία του συστήματος. Για παράδειγμα η διαφθορά σε ένα κρατικό οργανισμό πλήττει ευθέως και τον εποπτεύοντα υπουργό -όπως ορθά το διατύπωσε ο κ. Καραμανλής «έχουν την ευθύνη της επιλογής των συνεργατών τους»- αλλά και τα πολλαπλά κρούσματα διαφθοράς πλήττουν τον ίδιο τον πρωθυπουργό ο οποίος επίσης έχει ευθύνες «για την επιλογή των πολλών (έστω) απρόσεκτων συνεργατών του». Αντιθέτως η διαφθορά σε ένα δήμο, ακόμη κι αν ελέγχεται πολιτικά από το κυβερνών κόμμα, δεν βαρύνει άμεσα την κυβέρνηση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκεντρωμένα και η ευθύνη είναι αποκεντρωμένη.

Όσο όμως προχωρά η κυβερνητική θητεία και δεδομένου του μεγέθους του συγκεντρωτικού κράτους τα κρούσματα διαφθοράς αναγκαστικά θα πληθαίνουν. Από ένα σημείο και μετά το πολιτικό κόστος από την αποκάλυψη των σκανδάλων γίνεται δυσβάσταχτο για κάθε κυβέρνηση. Τότε σιγά-σιγά εμφιλοχωρεί η λογική συγκάλυψης της διαφθοράς, όχι για να προστατευτούν οι διεφθαρμένοι, αλλά η κυβέρνηση συνολικά από το πολιτικό κόστος. Βάση της είναι μια «ηθικοφανής λογική» για να προστατευθεί το ευρύτερο καλό, πρέπει να ανεχθούμε το μικρότερο κακό. Εξάλλου καραδοκούν και «οι άλλοι» που εξ ορισμού είναι το χειρότερο κακό. Έτσι τελικά παρά τις προθέσεις οποιουδήποτε πρωθυπουργού η διαφθορά εξαπλώνεται και σταδιακά όλοι γίνονται συνένοχοι στο φαινόμενο.
Οι αποκεντρωμένες δομές εξουσίας όμως δεν εξασφαλίζουν απλώς τον επιμερισμό των ευθυνών και του κόστους της διαφθοράς. Συμβάλλουν στον περιορισμό της.




Οι συντηρητικές παρεκτροπές


Ο συντηρητισμός είναι εφηρμοσμένη ανοησία. Βασίζεται στην παραδοχή ότι κάτι που δεν δούλεψε στο παρελθόν -και γι' αυτό άλλαξε- θα δουλέψει μια χαρά στο μέλλον. Παρ' όλα αυτά όμως είναι στην πολιτική μια θεμιτή αυταπάτη. Είναι εύκολη στη σύλληψη (όλοι «θυμούνται» τις «παλιές καλές μέρες» της νιότης τους) και γι' αυτό βραχυχρόνια πολιτικά αποτελεσματική. Σε περιόδους δε δυσπραγίας η ηλιθιότητα γίνεται ανίκητη. Κανείς δεν θέλει να ρισκάρει για να υπερβεί τα προβλήματα του παρόντος, αντιθέτως οι περισσότεροι κοιτάζουν στο παρελθόν «τότε που τα πράγματα ήταν καλύτερα», ή τουλάχιστον αυτό «θυμούνται».

Το περίεργο με την διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν οι παροδικές συντηρητικές παρεκτροπές της, αλλά το γεγονός ότι παρά την ιδεολογική της ένδεια δεν διολίσθησε στον (έτσι κι αλλιώς εύκολο) συντηρητισμό. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με τον ίδιο τον πρωθυπουργό και την κυριαρχία που ασκεί στο κόμμα του. Ο κ. Καραμανλής -είτε από πολιτικό ένστικτο, είτε από αποστροφή στον νοσηρό συντηρητισμό που ανέπτυξε η δεξιά παράταξη μετεμφυλιακά- έκοψε τη φόρα πολλών απαίδευτων συντηρητικών που οραματιζόταν την επιστροφή της χώρας -ή πολλών εκφάνσεών της- στην προδικτατορική περίοδο.

Παρ' όλα αυτά βαθιές συντηρητικές πολιτικές υπήρξαν τα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης. Όχι ως συνειδητή πολιτική επιλογή, αλλά ως υποπροϊόν της απουσίας σχεδιασμού σε βάθος. Αδιέξοδες συντηρητικές επιλογές υπήρξαν κυρίως σε δύο χώρους. Στην Δικαιοσύνη, επειδή η μόνη πολιτική επιλογή για την καταπολέμηση της διαφθοράς ήταν η καταστολή.

Η ρεαλιστική προσέγγιση δεν αποκλείει τις δύο πρώτες μεθόδους καταπολέμησης της διαφθοράς, αλλά κατανοεί και τα όριά τους. Το σχήμα είναι απλό: η διαφθορά φύεται σε κάθε ανθρώπινη σύμπραξη. Φουντώνει όμως στις πολύπλοκες δομές. Το κράτος, για παράδειγμα, αποτελεί θερμοκήπιο για τέτοιου είδους φαινόμενα, επειδή αφενός είναι δαιδαλώδες και αφετέρου οι λειτουργοί του διαχειρίζονται ξένο χρήμα.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η διαφθορά δεν εξαλείφεται. Απλώς ελαχιστοποιείται, περικόπτοντας τις ευκαιρίες ανάπτυξής της, δηλαδή μειώνοντας το κράτος. Πρέπει να αποκεντρωθούν αρμοδιότητες είτε προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε προς την αγορά. Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε ευκολότερο δημοκρατικό έλεγχο: Στις μικρές κοινωνίες βλέπουν, ελέγχουν καλύτερα. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου κάποιοι παίζουν τα λεφτά τους, αυτοί επίσης βλέπουν κι ελέγχουν καλύτερα. Αλλά ακόμη κι αν δεν το κάνουν -αν δηλαδή ο διευθύνων σύμβουλος μιας επιχείρησης κάνει ανέλεγκτα και προσωπικές μπίζνες εντός της εταιρείας του- ουδόλως μας αφορά. Αφορά μόνο τους μετόχους. Όταν διαφθείρεται το στέλεχος μιας κρατικής εταιρείας μας αφορά όλους, διότι άθελά μας όλοι είμαστε μέτοχοι.


Η ηθική διακυβέρνηση όμως δεν ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, αν και λειτούργησε ως τέτοιο επιτυχημένα. Ήταν κατ' αρχήν αναγκαίο προϊόν της αντιπολίτευσης που έκανε όλα αυτά τα χρόνια η Νέα Δημοκρατία. Όταν καταγγέλλεις διαρκώς σκάνδαλα, το λιγότερο που μπορείς να υποσχεθείς είναι ηθική στην δική σου διακυβέρνηση.

Αδημοσίευτο. Γράφτηκε τον Αύγουστο του 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: